«Πώς
γράφετε;». Το ερώτημα μου απηύθυνε φίλη πέρυσι τέτοιες μέρες και μ΄ αιφνιδίασε.
Λόγω … βεβαρημένου συγγραφικού παρελθόντος υπέθεσα πως ήθελε να μάθει κάτι
σχετικό μ΄ αυτή μου τη δραστηριότητα, αλλά για να σιγουρευτώ ρώτησα: «Τι
εννοείς, πώς γράφετε;».
Η απάντηση της βγήκε πολύ φυσική απ΄
τα χείλη της, αλλά ακούστηκε τόσο αφύσικη στα δικά μου αυτιά. «Μα δεν γράφετε
πανελλήνιες φέτος;». Κατάλαβα. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου και νόμιζα πως
είχα μεγαλώσει, πολύ πάνω απ΄ τα 18. Πίστευα δε πως δεν ήμουν εγώ που έδινα
εξετάσεις αλλά ο μικρός μου γιος, τον
οποίο προφανώς και δεν είχα αποκτήσει καθώς κάτι τέτοιο ήταν πρακτικώς
αδύνατον. Όχι να αποκτήσω παιδί, αλλά να είναι και… συνομήλικο μου. Στα 18.
Ευχαρίστησα τη φίλη και έκτοτε όποτε
τη συναντώ αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη. Δεν είναι και μικρό πράγμα να
καταφέρνει κάποιος να σ΄ επαναφέρει στην πραγματικότητα με μία και μόνη φράση.
Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.
Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα
Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.
Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου
Αφού ιδέες έχουν δικές τους.
Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους
Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο
που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.
Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις
αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα
Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες
Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου
ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.
Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο
και κομπάζει ότι με τη δύναμή του
τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά.
Ας χαροποιεί τον τοξότη ο κομπασμός του
Αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει
έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο».
Βέβαια δεν είμαι σίγουρος πως
καταφέρνω πάντα να μένω σ΄ αυτή την πραγματικότητα, καθώς ώρες ώρες πιστεύω πως
πέρυσι πανελλήνιες εξετάσεις έδωσε ο μικρός μου γιος, πρόπερσι ο μεγάλος και
αισίως βρίσκονται πλέον και οι δύο σε σχολές, της δικής τους επιλογής, οι
οποίες, μπορεί, ενδεχομένως, ίσως, να τους δώσουν τη δυνατότητα να κτίσουν το
δικό τους όνειρο. Φυσικά εγώ κάτι τέτοιο το εύχομαι ολόψυχα, κάθε λεπτό της ζωής
μου, αλλά επιμένω να έχω την… κακιά συνήθεια και να τη ζω. Να τη ζω όπως εγώ
κρίνω. Με βάση το δικό μου όνειρο.
Αφού, λοιπόν, έχω αναγνωρίσει και κατοχυρώσει το
δικαίωμα αυτό στον εαυτό μου πώς είναι δυνατόν να το αφαιρέσω ή έστω να
προσπαθήσω να το κάνω, απ΄ τα παιδιά μου, όταν μάλιστα ισχυρίζομαι, και ορκίζομαι
γι΄ αυτό, πώς θέλω μόνο το καλό τους και τίποτα άλλο;
Δεν ξέρω. Μήπως τελικά μπορώ; Για να ΄μαι ειλικρινής,
κάπου έχω μπερδευτεί και ίσως να σας μπερδεύω και εσάς που αγωνιάτε έξω απ΄ τα
εξεταστικά κέντρα των πανελλήνιων εξετάσεων, αλλά ευτυχώς έχετε παρέα άλλους συμπάσχοντες
γονείς, με τους οποίους μπορεί να μην γνωριζόσασταν πριν αλλά πλέον έχετε
αποκτήσει τόσα κοινά χάρη στις απόψεις που ανταλλάξατε για τις λύσεις των
μαθηματικών, ή την ερμηνεία του αγνώστου κειμένου των αρχαίων.
Μπορώ; Φυσικά μπορώ, αλλά έχω το δικαίωμα;
Πω, πω μωρέ. Σας ζάλισα. Το ξέρω. Πολλά ερωτήματα,
μαζεμένα, και άντε να βρεις απαντήσεις για όλα.
Χρειάζονται, όμως, οι απαντήσεις; Μάλλον… Αλλά για
να τις βρει κανείς, όχι τις γενικές και αόριστες, αλλά τις δικές του
απαντήσεις, υποθέτω πως πρέπει να αναμετρηθεί με τον εαυτό του. Να αναγνωρίσει
πόσα και ποια είναι δικά του, ως απωθημένα, ως ανεκπλήρωτα όνειρα, απ΄ αυτά που
«φορτώνει» στα παιδιά του, βαφτίζοντας
τα «υποχρεώσεις, ή καθήκοντα, του καλού γονιού». Του γονιού που ενδιαφέρεται, που
συμπάσχει, που συμμετέχει… Του γονιού που… εξετάζεται όρθιος στο πεζοδρόμιο
απέναντι απ΄ το εξεταστικό κέντρο. Του γονιού που «πεθαίνει» γιατί το βλαστάρι
του έγραψε τα τρία απ΄ τα τέσσερα θέματα και πάει ο στόχος της καλής σχολής.
Του γονιού που δεν ζει απλώς τη ζωή ενός άλλου, και ας ευθύνεται ο ίδιος για τη
δημιουργία αυτής της ζωής, αλλά την ελέγχει κιόλας, την καθοδηγεί σαν να ΄ναι η δική του ζωή του. Τόσο πολύ που στο
τέλος ξεχνά να ζήσει τη δική του και καταλήγει απλώς να παρακολουθεί τις ζωές
κάποιων άλλων, ξεχνώντας ή μη μαθαίνοντας ποτέ, πως τα παιδιά τελικά δεν είναι παιδιά
μας, αλλά η λαχτάρα της ζωής για τη ζωή. Αλλά γιατί να το λέω εγώ, όταν
το εξέφρασε τόσο όμορφα ο μεγάλος Λιβανέζος ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν, στο έργο
του «Ο κήπος του Προφήτη»…
«Τα
παιδιά σου δεν είναι παιδιά σουΕίναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.
Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα
Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.
Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου
Αφού ιδέες έχουν δικές τους.
Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους
Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο
που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.
Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις
αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα
Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες
Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου
ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.
Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο
και κομπάζει ότι με τη δύναμή του
τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά.
Ας χαροποιεί τον τοξότη ο κομπασμός του
Αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει
έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου