Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Το πρώτο βιβλιοπωλείο της Κοζάνης (1906)

Αναζητώντας στην βιβλιοθήκη μου βιβλία που αναφέρονται στην ιστορία της Κοζάνης ξαναπήρα στα χέρια μου το βιβλίο της φίλης μου Τάσας Παληού “Πωλούνται βιβλία και πάσης φύσεως χαρτικά”- Μια περιήγηση στα βιβλιοπωλεία του Νομού Κοζάνης την περίοδο 1900- 1950, που εκδόθηκε στην Κοζάνη από το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης το 2002.

Το βιβλίο είναι καρπός της έρευνας της συγγραφέως, με την οποία κατέγραψε την δημιουργία και την εξέλιξη αυτού του πολύ σημαντικού κλάδου, των βιβλιοπωλών, που οι περισσότεροι λειτουργούσαν και ως εκδότες καθώς διέθεταν και τυπογραφεία όπου τύπωναν σχεδόν τα πάντα.

Όπως γράφει η Τάσα, το πρώτο βιβλιοπωλείο στην Κοζάνη, αλλά και την Δυτική Μακεδονία, άνοιξε το 1906 ο Γρηγόρης (σ.σ. ονομάστηκε Χατζηγρηγόρης μετά την επίσκεψη του στα Ιεροσόλυμα) Πιτένης, και βρισκόταν στην σημερινή οδό Βαλταδώρων της Κοζάνης, απέναντι από το σπίτι του, και προσθέτει “Το βιβλιοπωλείο εξυπηρετούσε τις ανάγκες σε βιβλία και σχολικά είδη ολόκληρης της περιοχής για μισό, περίπου, αιώνα, αφού όπως ο ίδιος ο Χ. Πιτένης διαφήμιζε («Ηχώ» φ. 884/6.10.29) ¨στο αρχαιότερον εν τη πόλει μας βιβλιοχαρτοπωλείον ευρίσκονται εν μεγάλη παρακαταθήκη τα εγκεκριμένα σχολικά βιβλία και εν πλουσία συλλογή όλα τα σχολικά είδη και πλουσιωτάτη συλλογή πινάκων εποπτικής διδασκαλίας. Ήτοι: Ανθρωπολογίας, Ζώων, Φυτών, Καινής και Παλαιάς Διαθήκης, Αριθμητήρια κλπ. Γραφική ύλη δια γραφεία και σχολεία”.

Το βιβλιοπωλείο, παρόλο που κατά την διάρκεια της κατοχής λεηλατήθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι κατέστρεψαν βιβλία, γραφική ύλη και όλο το αρχειακό του υλικό, διατηρήθηκε μέχρι το 1954, την χρονιά που απεβίωσε ο Πιτένης.  

Ο πρώτος αυτός βιβλιοπώλης άφησε πίσω μια σημαντικότατη κληρονομιά.  Καρτ- ποστάλ της Κοζάνης της εποχής του, τις οποίες εκτύπωνε και πουλούσε στο μαγαζί του. Έναν αριθμό από αυτές τις καρτ- ποστάλ κατάφερε να συγκεντρώσει ο συλλέκτης Γιώργος Γκολομπίας και αποτέλεσαν το μεγαλύτερο μέρος του λευκώματος που εξέδωσε το 1996 το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης με τον τίτλο: ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΟΛΟΜΠΙΑΣ- “ΟΙ ΚΑΡΤ- ΠΟΣΤΑΛ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ, 1904-1925”.


Ο Χατζηγρηγόρης Πιτένης (αριστερά) μπροστά στο βιβλιοπωλείο του, περ. 1934 (από το λεύκωμα του Γ. Γκολομπία)  

  Ο αείμνηστος Γιώργος Γκολομπίας που χάθηκε πρόωρα λόγω μιας σπάνιας ασθένειας (1961- 2009), ο γεννημένος στο Βογατσικό Καστοριάς γιατρός και εξαίρετος ερευνητής και συλλέκτης ιστορικών φωτογραφιών, χαρτών κ.α., στην εισαγωγή του λευκώματος του αναφέρει πως από τις 53 παρουσιαζόμενες φωτογραφίες οι 32 εκδόθηκαν από τον Χατζηγρηγόρη Πιτένη και μας δίνει κάποια επιπλέον βιογραφικά του στοιχεία, γράφοντας ότι:

   Ο Γρηγόριος Πιτένης, γιος του πλούσιου Σαμαριναίου έμπορα Ζιώγα (= Γεωργίου) Πιτένη, γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1871 ή 1873, έβδομο παιδί από τα οκτώ συνολικά της οικογένειας. Γύρω στα 1901 πήγε με τους γονείς του στους Άγιους Τόπους. Ένα τέτοιο ταξίδι θεωρούνταν εκείνη την εποχή σπουδαίο γεγονός και λέγεται πως κατά την επιστροφή τους στην Κοζάνη τους υποδέχτηκαν με μουσική μπάντα πολλοί συμπατριώτες τους, οι οποίοι μάλιστα τους φιλούσαν το χέρι. Μετά το ταξίδι αυτό ο Πιτένης μετέβαλε το όνομα του σε Χατζηγρηγόριος (όπως και ο πατέρας του σε Χατζηζιώγας). Παντρεύτηκε το 1909 την Αικατερίνη Βαντή με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, τη Μαρίκα (πέθανε το 1917 σε ηλικία 7 ετών), την Τασίτσα (συζ. Ι. Χρυσοχόου) και τη Νίτσα (σύζυγος Μ. Μούρτζιου). Στις αρχές του αιώνα μας (πιθανώς στα 1903)* ίδρυσε απέναντι από το πατρικό του σπίτι, στη σημερινή οδό Βαλταδώρων, το πρώτο βιβλιοπωλείο της Κοζάνης, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες σε βιβλία και χαρτικά ολόκληρης της περιφέρειας και έμελλε να έχει ζωή μισού αιώνα. Στα 1925 το κατάστημα μεταφέρθηκε στο ισόγειο του καινούργιου νεοκλασικού του σπιτιού, ακριβώς δίπλα στο παλιό του σπίτι (πλάι στο μεταγενέστερο δικηγορικό γραφείο του γαμπρού του Ι. Χρυσοχόου). Υπάλληλοι στο βιβλιοπωλείο διετέλεσαν ο μετέπειτα τυπογράφος- βιβλιοδέτης και εκδότης φωτογραφικών καρτών στη μεταπολεμική περίοδο Βασίλης Μπάμπος και αργότερα ο Βασίλης Κολέτσος, γιος του γνωστού φωτογράφου και επίσης εκδότου μεταπολεμικών φωτογραφικών καρτών Ευθυμίου Κολέτσου…

…Ως άνθρωπος ο Πιτένης ήταν προοδευτικός, νευρικός, εραστής του ωραίου, τελειομανής. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα του συγκαταλέγονταν η συλλογή γραμματοσήμων και νομισμάτων”.

*Η Τάσα Παληού αναφέρει ως έτος ίδρυσης του βιβλιοπωλείου το 1906, η οποία θα πρέπει να είναι και η σωστή χρονιά καθώς αυτή αναφέρεται σε διαφήμιση που υπήρχε στο «Λεύκωμα νομού Κοζάνης», που εξέδωσε το 1930 η κοζανίτικη εφημερίδα ¨Βόρειος Ελλάς¨ τιμώντας την επέτειο των εκατό χρόνων από την ίδρυση του ελληνικού κράτους.   


Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Βραδιές καλοκαιριού

 

Με το πρώτο σκοτάδι γλύκαινε ο καιρός κι η δροσιά που ξεγλιστρούσε απ’ τις αυλές που κατάβρεχαν με το λάστιχο ή το ποτιστήρι οι νοικοκυρές κάπως έσπαζε την κάψα της μέρας που ‘χε φωλιάσει στα ντουβάρια των σπιτιών προσμένοντας πότε θα ανέβει για τα καλά ο ήλιος για να ξεμυτίσει και πάλι.

Βραδιές καλοκαιριού και το παιχνίδι στο δρόμο παρατείνονταν και πέρα απ’ τα μεσάνυχτα καθώς οι μάνες φλυαρούσαν καθισμένες στα πεζούλια ή στα καρεκλάκια τους και τα τρομερά και φοβερά ισκιώματα του φθινοπώρου και του χειμώνα δεν εμφανίζονταν για να μας φοβερίσουν.

Βραδιές καλοκαιριού κι ο Ζήσης ο “λοχαγός” μαζί με τον βοηθό του το Γιαννάκο αράδιαζε τα τραπέζια γύρω απ’ τον Πλάτανο κλείνοντας τον δρόμο ολόγυρα, απ’ τον οποίο δεν περνούσε πια αμάξι, εκτός κι αν ήταν κάποιος ξένος στην Κοζάνη και είχε χαθεί μες τα στενά της.

Στον Πατσώνα, στον "Πλάτανο". Αριστερά η αδερφή μου η Στέλλα, ο αδερφός της μάνας μας ο Τάκης Κοκκαλιάρης, δίπλα του άγνωστος σε μένα, η μάνα μας η Τασίτσα, η μικρή αδερφή της μάνας η Ζωή και ο γράφων με την απαραίτητη γραβάτα!

Βραδιές καλοκαιριού κι όσο κι αν μ’ ενοχλούσε η γραβάτα με το λάστιχο ή το παπιγιόν δεν ήμουν ακόμα σε θέση να αρνηθώ και να παραβιάσω το πρωτόκολλο της μάνας μας της Τασίτσας που δεν άλλαζε είτε πηγαίναμε στην εκκλησία είτε στην ταβέρνα. Κι εκεί, σε μια εποχή που τα πόδια μου δεν έφταναν ακόμα στο χώμα, παρατηρούσα τον πατέρα μου να κινείται γρήγορα ανάμεσα στα τραπέζια και να ανταποκρίνεται σ’ όσους τον φώναζαν  “λοχαγέ”, εξυπηρετώντας τους όλους μ’ ένα χιουμοριστικό σχόλιο, μέχρι το βλέμμα μου να ξεστρατίσει στα σπίτια που έζωναν τον χώρο και μας έκαναν να νιώθουμε σαν να ‘μαστε όλοι ένοικοι της ίδιας αυλής που έβγαλαν τα τραπέζια τους έξω αυτή την ζεστή νύχτα για να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους και να πουν δύο κουβέντες μεταξύ τους.  

Η μνήμη έχει την τάση να εξιδανικεύει το παρελθόν και να εξωραΐζει κάθε τι που συνέβη, που πέρασε. Κοιτάζοντας τις παλιές φωτογραφίες, τους θεματοφύλακες των απωλειών αλλά και των αναμνήσεων μας, λες και κάτι συμβαίνει μέσα μου που ενεργοποιεί τα φίλτρα για να περάσουν στο παρόν όσα και ό,τι μπορεί να με γλυκαίνουν απ’ το παρελθόν. Έτσι σπάει ο κόμπος στο λαιμό που μου δημιουργούν, θέλοντας και μη, όσοι και όσα χάθηκαν, έτσι αναζητώ μια απόμερη πλατεία όπου απλώσαν τραπέζια για να πιάσω τόπο, έτσι γίνομαι εγώ  “ο μπαμπάς που κερνάει” κι ας πληρώνουν οι … ευνοούμενοι βαρύ τίμημα με το να με ακούνε να τους λέω, ξανά και ξανά, τι θυμάμαι, έτσι γλυκαίνουν οι βραδιές του καλοκαιριού…       


Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Δεκαπενταύγουστος στη Σαμαρίνα

 

Οι μνήμες επιστρέφουν. Μέσα από μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, με το τσούγκρισμα των ποτηριών και την αναφορά στους απόντες που τους νιώθουμε δίπλα μας, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια χαρά και στην ίδια λύπη που τώρα πια μοιραζόμαστε νοερά. Οι μνήμες επιστρέφουν και τα σημάδια τους είναι πάντα εκεί για να μας δείχνουν το δρόμο.

Μια μικρή Οδύσσεια η διαδρομή Κοζάνη- Σαμαρίνα κάποτε. Παρόντες όμως κάθε χρόνο, σχεδόν. Κι ας μην είχαμε σπίτι καθώς ό,τι υπήρχε από κάποιο παλιό οικόπεδο των παππούδων χάθηκε σε επεκτάσεις δρόμων και γειτονικών αυλών. Το δικό μας κεραμίδι έλειπε αλλά ποτέ δεν έλειψε σε κανέναν μας η αίσθηση πως η Σαμαρίνα είναι ο τόπος, είναι το σπίτι και κάθε που ανηφορίζαμε προς τα εκεί νιώθαμε όπως ο ξενιτεμένος το νόστο του.

Με τον πατέρα μου πηγαίναμε τακτικά μόνο οι δύο μας. Κι ως άντρες επιλέγαμε την δύσκολη διαδρομή. Με λεωφορείο του ΚΤΕΛ Κοζάνη – Γρεβενά, κοντά δύο ώρες, και ύστερα επιβίβαση σε εκείνα τα δίχρωμα μακρυμούρικα λεωφορεία, σαν αυτά που βλέπουμε σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Απαραίτητη στάση κάπου μεταξύ Σμίξης και Σαμαρίνας σ’ ένα σκιερό ξύλινο υπόστεγο όπου ο μπαμπάς ξεδιψούσε με μια μπύρα, καλά παγωμένη μέσα σ’ ένα κιβώτιο με πάγο, και γω εφορμούσα στο πεντανόστιμο ζυμωτό ψωμί και το τυρί που δεν θυμάμαι όμοιο του να ξανάφαγα.

Στην πλατεία της Σαμαρίνας. Στην άκρη δεξιά ο κορνετίστας της ορχήστρας του μαγαζιού, στα δεξιά του τραπεζιού η αδερφή μου η Στέλλα, πίσω της η αφεντιά μου, ο πατέρας μας ο Ζήσης κι η μάνα μας η Τασίτσα και πίσω της, στ' αριστερά, ο παππούς Μιχάλης Πιτένης. Πάντοτε με κοστούμι και γραβάτα.

Όταν έδινε το παρόν όλη η οικογένεια, τα πράγματα άλλαζαν. Ο κύριος Νικολάκης με το ΤΑΞΙ του μας έπαιρνε μπροστά απ’ το σπίτι μας στην Καμβουνίων μέχρι να φρενάρει πριν την γκρεμισμένη γέφυρα στην είσοδο της Σαμαρίνας όπου αποβιβαζόμασταν και περνούσαμε το ποταμάκι με τα πόδια, γιατί με μας μέσα το αμάξι κινδύνευε να βαλτώσει.

Κακοτράχαλοι στενοί δρόμοι, λάμπες γκαζιού και πετρελαίου, φακοί στα χέρια την νύχτα για να βλέπουμε που πατάμε, στρωματσάδα στα σπίτια των συγγενών, αποχωρητήρια στην αυλή που το βράδυ φοβόσουν να πλησιάσεις, βελάσματα προβάτων, φωνές γαϊδουριών και μουλαριών που ξεκινούσαν φορτωμένα να ανέβουν τις πλαγιές των βουνών τραβώντας για τα μαντριά. Αλλά και μια πλατεία, το χάνι, που έλαμπε ως το ξημέρωμα, με το κλαρίνο και τα χάλκινα να παίρνουν φωτιά, δίπλα στις ψησταριές που έσταζαν απ’ το λίπος των αρνιών, των κεμπάπ και των κοκορετσιών. Η Σαμαρίνα, έμοιαζε περισσότερο σαν ένας τόπος μυθικός, φτιαγμένος από θρύλους και αφηγήσεις που διογκώθηκαν και εξωραΐστηκαν από στόμα σε στόμα, και συνάμα τόσο αληθινή και γήινη.

Στο μεγάλο χορό, τον "Τσιάτσιο" στην αυλή της Μεγάλης Παναγίας, κρατιέμαι απ' το χέρι του πατέρα μου. 


 Τέτοια μέρα, 15 του Αυγούστου, έτσι ή αλλιώς, δίναμε το παρόν. Μας περίμενε ο παππούς Μιχάλης κι οι φίλοι του στην πλατεία, στον Αβέλα, ή στο Χώτο, στεκόταν στην πόρτα του νοικιασμένου σπιτιού της η γιαγιά Μιχαλάκαινα, κατά κόσμον Στεργιανή, για να μας υποδεχτεί. Αλλά τέτοια μέρα και εκείνες τις ώρες δεν ήταν για μέσα. Τα όργανα χτυπούσαν ήδη στην πλατεία και μπορεί ο τρανός χορός, ο Τσιάτσιος, να ήταν την επόμενη μέρα στην αυλή της Μεγάλης Παναγίας, αλλά μας καλούσαν άλλοι χοροί στο χάνι. Κι εκεί, ανάμεσα στους μεγάλους που ιδρωμένοι και με τα πουκάμισα έξω απ’ τα παντελόνια χόρευαν εκστασιασμένοι δίπλα σε κυρίες που λες και βρισκόταν σε κάποιο κοσμικό γκαλά φορούσαν ό,τι καλύτερο μπορούσαν από χρυσαφικό και στολίδι σε έναν άτυπο ανταγωνισμό μεταξύ τους, χωνόμασταν και εμείς περιμένοντας πότε θα βαρέσουν «Τα παιδιά της Σαμαρίνας». Ούτε ξέραμε τι ήθελαν να πουν τα λόγια, ούτε κανείς μπήκε στον κόπο να μας το εξηγήσει. Μέχρι να το μάθουμε μόνοι μας, αφηνόμασταν κι εμείς να παρασυρθούμε σ’  αυτή τη μοναδική μαγεία που μόνο η Σαμαρίνα έχει…

'Αννι μουλτς.... κου σινιτάτι λα τούτου ντουνια'ου.
Χρόνια πολλά με υγεία σε όλο τον κόσμο


Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Η φωτογραφία


Εκείνη την χειμωνιάτικη Κυριακή του ‘60 η Κοζάνη βούλιαζε στο χιόνι. Ο γάμος όμως έπρεπε να γίνει και τα όργανα δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Κι ας έφτανε το χιόνι το μισό μέτρο. Και να τι έγινε: “Ξεκινήσαμε παίζοντας απ΄ το σπίτι του γαμπρού για να πάμε να πάρουμε τη νύφη. Στο δρόμο πετούσαν κάτω τα παλτά για να περάσουμε, χόρευαν μέσα στο χιόνι”. Τα παλτά του κουμπάρου, των μπράτιμων, των συγγενών και φίλων, έγιναν το μονοπάτι πάνω στο οποίο πατούσαν οι οργανοπαίκτες για να μην βουλιάζουν στο χιόνι. Το περιστατικό μου αφηγήθηκε το 1996 ο αείμνηστος βιρτουόζος του κλαρίνου ο Τούλης, κατά κόσμον Δημήτρης Καλέας, και συμπεριλαμβάνεται στη συνέντευξη που του πήρα και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “γεγονός”, πριν 24 ακριβώς χρόνια, τον Αύγουστο του 1996 (τεύχος 8ο).
Σήμερα, ανασύρω από την μνήμη τις ιστορίες που μου διηγήθηκαν (μεταξύ των οποίων και αυτές του Τούλη) ή διάβασα, ξαναζωντανεύω εικόνες κάποιων γεγονότων που και γω έζησα, και ετοιμάζομαι να γυρίσω πίσω, στην Κοζάνη της δεκαετίας του 1960 και στο γάμο εκείνης της χιονισμένης Κυριακής για τις ανάγκες του νέου μου μυθιστορήματος. Ενός γάμου που η ανάμνηση του θα ταλαιπωρεί τον κεντρικό μου ήρωα, τον Νίκο, μέχρι και το 2010…
Ένα μυθιστόρημα με ακριβή ιστορικά στοιχεία και ορισμένα πρόσωπα που θα αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονοματεπώνυμα, αλλά και την απαραίτητη μυθοπλασία και την κατασκευή ¨χάρτινων¨ ηρώων προκειμένου να υπηρετηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα η δικής μου επινόησης ιστορία.
Τα πώς και τα γιατί στο βιβλίο μόλις ολοκληρωθεί με το καλό. Προς το παρόν το μόνο που μπορώ ν’ αποκαλύψω είναι ο τίτλος του: “Η φωτογραφία”.
Υ.Γ. Η εικόνα που δημοσιεύω είναι η πρώτη σελίδα της συνέντευξης του Τούλη στο “γεγονός”.


Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

“Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΠΙΡΡΟΗ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ”- Του Ηλία Σπυριδωνίδη

 “Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΠΙΡΡΟΗ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ”, Οι μεταφράσεις της κοινοτικής βιβλιοθήκης κατά την Οθωμανοκρατία (15ος αι.- 1912) τιτλοφορείται το βιβλίο του εξαιρετικού φίλου και συμπατριώτη Ηλία Σπυριδωνίδη (εκδόσεις   Società Dante Alighieri Comitato di Salonicco), προϊόν της έρευνας του στους θησαυρούς που υπάρχουν στη Βιβλιοθήκη μας.


Ένα βιβλίο που θεωρώ πως  συμβάλει και αυτό στο να γνωρίσουμε ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι μιας πολύτιμης και ιδιαίτερα σημαντικής πολιτιστικής κληρονομιάς που φυλάσσεται στην ΚΔΒΚ και που είναι κρίμα να μην αναδειχθεί και να μην γίνει γνωστή σε όλο της το εύρος.   
Ο συγγραφέας του βιβλίου στο κεφάλαιο του Προεκτάσεις και προοπτικές σημειώνει ότι   “…Η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης αποδείχθηκε ότι αποτελεί ως βιβλιοθήκη μια τράπεζα δεδομένων με ένα πλούσιο πολιτισμικό κεφάλαιο κειμένων ελληνικών, λατινικών και ξενόγλωσσων. Η ξενόγλωσση συλλογή παλαιών εντύπων της ΚΔΒΚ αποτελείται κυρίως από εκδόσεις στη γαλλική, γερμανική, ιταλική και αγγλική γλώσσα. Στην παρούσα έκδοση μελετήθηκε το ιταλικό αποτύπωμα στη βιβλιοθήκη των εντύπων εκδόσεων και η ιταλική πολιτισμική επιρροή των μεταφράσεων. Αντίστοιχα, θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ανάλογες έρευνες για την αγγλική, γερμανική ή γαλλική πολιτισμική επιρροή των μεταφράσεων όπως και για το γαλλικό ή γερμανικό πολιτισμικό αποτύπωμα στην ΚΔΒΚ. Οι επιμέρους μελέτες γεωπολιτισμικής επιρροής των μεταφράσεων των κεντρικών πολιτισμικών συστημάτων στον ΠΕ της Τουρκοκρατούμενης Κοζάνης, μπορούν να οδηγήσουν σε μια συνολική συγκριτική των πολιτισμικών επιρροών στην ΚΔΒΚ.”
Γνωρίζω πως υπάρχουν πολλοί άξιοι επιστήμονες που θα μπορούσαν να αναλάβουν ένα τέτοιο έργο υιοθετώντας τα όσα προτείνει ο Ηλίας Σπυριδωνίδης. Ίσως κάποιοι να το κάνουν κιόλας. Μακάρι. Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να τους ενθαρρύνουμε και να βρουν την υποστήριξη που είναι απαραίτητη σε τέτοιες περιπτώσεις.  
Τέτοιου είδους έρευνες δεν θ’ αποκαλύψουν μόνο σε μας το τι πραγματικά κρύβει η Βιβλιοθήκη μας, αλλά με συγκεκριμένη στόχευση, τον κατάλληλο χειρισμό και την ανάλογη οργάνωση μπορούν να «βγάλουν» την Βιβλιοθήκη μας και εκτός συνόρων και να την κάνουν περισσότερο γνωστή.     



Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Με τον τρόπο του Θανάση Μαρκόπουλου.


Πόσο εύκολο είναι να μιλάς για την ποίηση των άλλων όντας ο ίδιος ποιητής; Δεν έχει σημασία η απάντηση. Ο καθένας με τον τρόπο του, εξάλλου. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος με το δικό του.
Πολυάριθμη η λίστα των ποιητών που πάνω στο έργο τους έχει σκύψει, μετρώντας το βηματισμό τους στην ποίηση, ακολουθώντας τους και εξερευνώντας τους θαρρείς λέξη λέξη. Εξ ου και οι εννέα μελέτες, δοκίμια και ανθολογήσεις του, καρποί μιας αδιάλειπτης και αδιατάρακτης σχέσης του με την λογοτεχνία που κρατάει χρόνια.
Το εννιά όμως δεν είναι ο τελικός αριθμός καθώς το νούμερο δέκα κάνει ήδη τα πρώτα του βήματα και στα στοιχεία της ταυτότητας του γράφει “Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά”- Δοκιμιακές ανιχνεύσεις (εκδόσεις Μελάνι).
Η πρώτη εντύπωση για το νέο πόνημα του Θανάση Μαρκόπουλου δεν είναι λανθασμένη. Απ’ την αρχή νιώθεις πως λες κι έχεις απέναντι σου τον ίδιο τον Μιχάλη Γκανά που σου μιλά για το έργο του, χωρίς να κρύψει κάτι. Αισθάνεσαι πως τώρα τον γνωρίζεις. Ανακαλύπτεις πραγματικά τον ποιητή. Τον δημιουργό.
Πολλές φορές ζηλεύω τους ποιητές καθώς μ’ έναν και μόνο στίχο τους καταφέρνουν να μπουν στο μυαλό μας και να μείνουν εκεί. Δυστυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις για τους δικούς του, διαφορετικούς, λόγους ο καθένας, δεν μπορούμε, αντικειμενικά, να τους γνωρίσουμε πραγματικά όλους όσους θα θέλαμε. Να πάρουμε κι άλλα απ’ αυτούς. Ώσπου έρχονται άνθρωποι σαν τον Θανάση Μαρκόπουλο να κάνουν όλη αυτή τη δουλειά για μας. Να μας δείξουν όλες τις πτυχές του έργου διάφορων δημιουργών. Κι αυτό ούτε εύκολο είναι, ούτε λίγο. Χρειάζεται όμως εκτός απ’ τον κόπο του και τον τρόπο του κι ο Θανάσης Μαρκόπουλος έχει τον δικό του.

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Η ατομικότητα στη διαλεκτική της σχέση με το οικογενειακό πλέγμα: η περίπτωση της «Μετέωρης Γυναίκας» του Μ. Πιτένη – της Αγνής Γ. Παπακώστα

Η Προφητεία του Μότσαρτ και η Μετέωρη Γυναίκα θεωρώ ότι αποτελούν κρίσιμη καμπή στην πεζογραφική διαδρομή του Μ. Πιτένη, καθώς εγκαινιάζουν μια νέα κάθε φορά φάση της λογοτεχνικής του έκφρασης και των θεματολογικών αναζητήσεών του. Απ’ την εξωστρέφεια, την πολυσημία και το παλίμψηστο της Προφητείας, δοκιμή του συγγραφέα σε εκφραστικούς τρόπους και αφηγηματικές διαδρομές στο χώρο και το χρόνο με έκδηλα τα στοιχεία της αυτοαναφορικότητας και της διακειμενικότητας επιχειρείται με τη Μετέωρη Γυναίκα η μετάβαση σ’ ένα λογοτεχνικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από έντονη εσωτερικότητα, έκδηλο υποκειμενισμό, βαρύ ψυχικό κλίμα, εσωστρέφεια, ζωές ανεκπλήρωτες, συμπτώσεις δραματικές και καταλυτικές, που αλλάζουν οριστικά και αμετάκλητα την πορεία του προσωπικού βίου και συμπαρασύρουν στο διάβα τους και τις ζωές των άλλων, στοιχεία που παραπέμπουν σε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της διαπλοκής των προσώπων και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους.
Ο τίτλος Μετέωρη Γυναίκα υπονοεί το βασικό πρόσωπο και αφηγητή ταυτόχρονα της ιστορίας, τη Δομνίκη, που καταλαμβάνει με τη χειμαρρώδη, εξομολογητική και εκ βαθέων αποκαλυπτική πρωτοπρόσωπη αφήγησή της τα εξελικτικά στάδια μιας ζωής, της δικής της, που κυριαρχείται έντονα από μια αμφιταλάντευση, τη μόνιμη αίσθηση της αναμονής, της εκκρεμότητας και του μετεωρισμού ανάμεσα σ’ αυτό που θέλει να κάνει, να είναι και σ’ αυτό που μονίμως καταλήγει να βιώνει ως μια ύπαρξη κατεστραμμένη, ρημαγμένη ψυχικά και σωματικά που προσπαθεί ν’ αποκοπεί απ’ το παρελθόν και να χτίσει ένα διαφορετικό, πιο υγιές μέλλον.
Η αρχή του βιβλίου παρουσιάζει το τέλος της ιστορίας, τη δραματική μετεξέλιξη μιας πληγωμένης γυναίκας που δε ζήτησε τίποτε άλλο παρά να πάρει τη ζωή της στα χέρια της, τέλος που, όπως υπονοείται, σηματοδοτεί μια νέα αρχή, πάντως σίγουρα την απελευθέρωση της Δομνίκης απ’ τα ασφυκτικά δεσμά του παρελθόντος, την κατάκτηση της αυτοκυριαρχίας της και την αίσθηση ότι έχει πετύχει με τις δικές της εσωτερικές δυνάμεις να ξεφύγει απ’ τις αυταπάτες της.
Το αδιέξοδο και η υπέρβαση των ορίων της Δομνίκης οπλίζουν το χέρι της και το πιστόλι σημαδεύει δύο διαφορετικούς όσον αφορά τη συναισθηματική εμπλοκή της μαζί τους ανθρώπους. Ο ένας είναι ο Ανδρέας, το μόνο ίσως πρόσωπο που πίστεψε ότι μπορεί να τη λυτρώσει, που βασίστηκε πάνω του, που τον εμπιστεύτηκε και αφέθηκε στις ψεύτικες υποσχέσεις του. Και ο άλλος, ο πατέρας της, ο Στρατηγός, όπως υποτιμητικά τον αποκαλεί καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ο βασικός υπαίτιος που ρήμαξε κυριολεκτικά τις ζωές όλων όσοι τον περιστοίχιζαν.
Η Δομνίκη μέσω μιας αναδρομικής αφήγησης που γυρνά τον αναγνώστη πίσω στην εφηβική της ηλικία προτιμά να συστηθεί ως η Δομνίκη τού τότε, για να αντιληφθεί κανείς όλα τα στάδια της ζωής της και να ερμηνεύσει και γιατί όχι να δικαιολογήσει το απονενοημένο διάβημά της.

Κριτική του Αντώνη Χαριστού για το μυθιστόρημα "Μετέωρη γυναίκα".


Μετέωρη γυναίκα

(Μυθιστόρημα, εκδ. Διάπλαση, Αθήνα 2019)

   «Η μεγαλύτερη ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί ποτέ και που κι εγώ δεν έχω κατορθώσει να απαντήσω μετά από τριάντα χρόνια έρευνας, είναι: «τι θέλει μια γυναίκα;» έγραφε ο Ζίγκμουντ Φρόυντ και στο μυθιστόρημα του Μιχάλη Πιτένη μοιάζει να αντιστρέφεται το ερώτημα μεταλλάσσοντας τις λέξεις «θέλω» σε «καθορίζει». «Τι καθορίζει» επομένως τη γυναίκα στο έργο; Δεν θα περιστραφεί η ανάλυση μας γύρω από την πλοκή, την εξέλιξη αυτής, τα στάδια τα οποία μετέρχεται ο συγγραφέας ξεδιπλώνοντας χαρακτήρες και στιγμές. θα στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο ερώτημα που μόλις θέσαμε. Πριν απ’ αυτό θα υπογραμμίσουμε μόνο το εξής: Η αφήγηση εντάσσεται σε ρεαλιστικά και μη ρεαλιστικά επίπεδα και διαδραματιζόμενες σκηνές. Κι ενώ θα ανέμενε ο αναγνώστης αυτού του είδους οι μη ρεαλιστικές σκηνές να καταργούν την αληθοφάνεια και την τεκμηρίωση των εναλλασσόμενων γεγονότων είναι αυτή η ακριβώς η αριστοτεχνική δόμηση της πλοκής που απομαγνητίζει τη σκέψη από την ρεαλιστική αφήγηση. Υποστηρίζω πως ο συγγραφέας Μιχάλης Πιτένης δεν επιδίωκε να σκιαγραφήσει μία τεχνικά ρεαλιστική ιστορία. Δεν αποτέλεσε πρώτιστο στόχο η αλήθεια των περιγραφών, αυτή καθαυτή. Βασικό μέλημα υπήρξε η απογύμνωση μίας πολλαπλότητας ρόλων και περιορισμών τις οποίες υφίσταται η γυναίκα, και όχι συγκεκριμένα η πρωταγωνίστρια, αλλά η εκάστοτε γυναίκα εγκλωβισμένη στην πατριαρχία και τον μηχανισμό αναπαραγωγής αυτής στο σύγχρονο περιβάλλον. Ανέπτυξε με τρόπο ιδιάζοντα την πραγματικότητα των συσχετισμών δύναμης εντός των σχέσεων τις οποίες ετεροκαθορίζουν οι σχέσεις εξουσίας που διέπουν την πατριαρχική κοινωνία. Το έργο του αποτελεί ράπισμα στα κατάστιχα της ανδροκρατούμενης ηθικής και των προεπιλογών τις οποίες η τελευταία ορίζει και αναγνωρίζει ως αποδεκτά εχέγγυα επιβίωσης στην επιφάνεια των πραγμάτων. Είναι η γυναίκα φερέφωνο εντεταλμένων δεσμεύσεων; Μήπως το θύμα είναι παράλληλα και θύτης εντός αυτο-εγκλωβισμού με βασικό πυρήνα αναπαράστασης και αντικατοπτρισμού μία ηθελημένη άρνηση παραδεδεγμένων αληθειών; Άρνηση, η οποία δεν κατευθύνει τις προσπάθειες της στην ανατροπή μίας ατροφικής διεργασίας μαζικού ευνουχισμού συνειδήσεων αλλά στην αποδοχή μίας οριοθετημένης θέσης εντός των ασφυκτικών πλαισίων ελέγχου που το ίδιο το κοινωνικό σύνολο αναγνωρίζει ως κοινά θεμιτούς κανόνες εκπροσώπησης. «Επιστρέφω όμως. Όχι βέβαια για να μείνω. Για να κόψω την αλυσίδα της τελευταίας άγκυρας που με κρατά δεμένη στο παρελθόν» (σελ. 14). Αυτό το παρελθόν η πρωταγωνίστρια το βιώνει έντονα ανάμεσα σε ερωτικά πάθη, ηδονικούς πόθους και ανεκπλήρωτες συναισθηματικές απολήξεις συμπερασμάτων. Είναι ο βάσιμος εντολοδόχος μίας νοσηρής πραγματικότητας η οποία δεν ξεγυμνώνεται ενώπιον της. Αντίθετα, είναι η ίδια η οποία παράλληλα με την καταπιεστική όψη του πατέρα απευθύνεται στην εκάστοτε ανδρική φιγούρα που θα εξέπεμπε αισθηματική γαλήνη καταπραΰνοντας τις δοξασίες μίας εξουσιαστικής σχέσης ιεραρχιών.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Θα σε θυμόμαστε Τάκη.


Οι απώλειες ανακαλούν μνήμες. Μνήμες που όσο κι αν έφθειρε ο χρόνος πάντα κάτι κρατούν απ’ τα γεγονότα που τις δημιούργησαν.
Δύο χρόνια περάσαμε με τον Τάκη Πάπιστα, το ‘79 και το ΄80. Ήταν ένας απ’ την σταθερή τριάδα (σ. σ. που την συναποτελούσαν οι Χρήστος Πατιάς κι Αστέρης Χριστοδούλου) που μας προετοίμαζε στο φροντιστήριο για να ανταπεξέλθουμε στην διπλή τότε δοκιμασία των πανελληνίων εξετάσεων, δευτέρας και τρίτης λυκείου.
Τον προσκαλέσαμε και τον προκαλέσαμε πολλές φορές να συνεχίσει μαζί μας τα ανοιξιάτικα και τα καλοκαιρινά μας βράδια, στα τραπεζάκια που ‘χαν αραδιασμένα έξω το El Greco, η Πουλίτσα. Αλλά και το Κουρί, κάποιες φορές.
Τίναζε την σκόνη της κιμωλίας απ’  τα χέρια του, απεκδυόταν τον ρόλο του δασκάλου και μας συντρόφευε. Μου ‘μεινε το γέλιο του. Πλατύ, εγκάρδιο. Λίγο μεγαλύτερος μόλις από μας, αλλά έμπειρος ήδη στο πώς να απορροφά τον εφηβικό ενθουσιασμό και την συνακόλουθη μαχητικότητα. Παρότι ο ίδιος καταρτισμένος, επαρκής και συνεπής πάντοτε στο ρόλο του ως δάσκαλος, δεν αγάπησα την χημεία, ίσως λόγω λανθασμένης δικής μου επιλογής (σ. σ. τι δουλειά είχα εγώ στο πρακτικό…). Χάρη σ’ αυτόν όμως χάρηκα την κουβέντα, απόλαυσα την ένταση της διαφωνίας, της άλλης γνώμης που δεν κοντράρει, αλλά σου δείχνει πως υπάρχει κι άλλος δρόμος, άλλος τρόπος, άλλη γνώμη. 
Άπειρες φορές ανταμώσαμε από τότε. Στο ίδιο τραπέζι ή στο πόδι. Δεν λέγαμε για τα παλιά. Πάντα κάτι νέο είχαμε να πούμε. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία. Σίγουρα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Μου ‘γνεψε από μακριά με το ίδιο χαμόγελο.
Απ’ το κάδρο της εφηβείας μας δεν θα φύγει ποτέ. Θύμηση που θα φέρνει στο μυαλό μας τριμμένη κιμωλία και όνειρα που ξεδιπλώνονταν αναζητώντας χώρο πάνω στα τραπέζια, ανάμεσα  στα ποτήρια του καφέ ή της μπύρας.
Θα σε θυμόμαστε Τάκη.      
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό του προφίλ στο facebook και θα πρέπει να είναι από την εποχή που τον πρωτογνωρίσαμε. 

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Χάλκινοι άνθρωποι.


Κάθε πρωί, την ίδια ώρα, λίγο μετά τις οκτώ, τους έβλεπα να κάθονται έξω απ’ το καφενείο της Κατίνας. Κάθε καλοκαίρι, τις μέρες που έκανα τη θητεία μου στο μανάβικο που ‘χαν τα αδέρφια της μάνας μου στην πλατεία Λασσάνη. 
Δε θυμάμαι να τους μέτρησα ποτέ. Τέσσερις, πέντε… Μπορεί και λιγότεροι. Ίσως και παραπάνω. Στα μάτια μου έχω ακόμα τα πρόσωπα τους. Ή μάλλον ένα πρόσωπο. Αποστεωμένο, με σκαμμένα μάγουλα και λεπτό μουστακάκι. Ένα πρόσωπο, λες και βγήκαν όλοι απ’ το ίδιο καλούπι. Όπως και τα σώματα τους. Αδύνατα, με κυρτούς ώμους και λεπτοκαμωμένα χέρια και πόδια.
Κάθονταν στο καφενείο και περίμεναν. Αμίλητοι, ανέκφραστοι, με το βλέμμα τους καρφωμένο λίγο πιο κάτω, στο κατάστημα με τα σιδερικά και τα είδη οικοδομών του Σκαρκαλά.
Οκτώμιση, εννιά παρά, με τον ήλιο να ξεσκαλώνει απ’ τις λίγες πολυκατοικίες που περίζωναν τότε την πλατεία, ακουγόταν η μηχανή του φορτηγού που ανέβαινε αγκομαχώντας την οδό Ολύμπου. Με το που έφτανε στην πλατεία, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο μια ασφαλτοστρωμένη μεγάλη αλάνα, με τα πολλά μανάβικα ολόγυρα της, τα δύο μπακάλικα, το φούρνο της κ. Βίκυς και το μισογκρεμισμένο αρχοντικό του Λασσάνη που νόμιζες πως το κρατούσε ακόμα στα πόδια του το περίπτερο του Θανάση που ‘ταν κολλημένο στην πλαϊνή πλευρά του, αυτή που κοίταζε κατά την πλατεία, συνέχιζε για λίγο ακόμα και σταματούσε σαν να ‘θελε να πάρει κι αυτό τις ανάσες του. Κι ύστερα, ακουγόταν ο στριγκός και ανατριχιαστικός ήχος που έκανε η όπισθεν καθώς ο οδηγός προσπαθούσε να την κουμπώσει στο σασμάν του φορτηγού, και ξεκινούσε προς τα πίσω για να κολλώσει ακριβώς μπροστά στο κατάστημα Σκαρκαλά.

Ανεξίτηλες μνήμες γιορτής και πένθους

E-mailΕκτύπωση
altΓια τη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Λ. Παπαμόσχου «Η μνήμη του ξύλου» (εκδ. Πατάκη).
Του Μιχάλη Πιτένη
«Η λίμνη, στιλπνό παλίμψηστο όπου το φως
γράφει και σβήνει τις ηλικίες της πόλης
(αντικατοπτρισμών θνησιγενών επαλληλίες,
ενώσεις επουράνιων και γήινων),
μνημειώνει τη μόνη αιωνιότητα, το παρόν».
Για το παρόν μιλά μέσα απ’ τα είκοσι διηγήματα της νέας συλλογής του ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος. Κι ας κυριαρχούν στις αφηγήσεις του εικόνες του χθες, κοντινού και μακρινού, οι μνήμες των εκλιπόντων, «του πατέρα η σκιά», η μάνα ως «φάσμα, της επιθυμίας και της φαντασίας μου πλάσμα», η ωσεί παρούσα αδερφή, ο Νίκος, ο Γιάννης ο λαχειοπώλης, οι καντηλανάφτες. Όλοι τους δικοί του άνθρωποι, συγγενείς, φίλοι ή απλοί γνωστοί. Όλοι τους κομμάτια του δικού του κόσμου, τους κρατά ζωντανούς με τις λέξεις του αποτρέποντας την αδηφάγα λήθη απ’ το να θρυμματίσει την ανάμνησή τους, να τη σκορπίσει. Όλοι τους παρόντες, διαρκώς και αδιάλειπτα, σε τυχαίες και ανύποπτες στιγμές, σε μια καθημερινότητα του παρόντος γεμάτη απ’ το παρελθόν, χωρίς αυτό να συνεπάγεται και οπισθοδρόμηση, υστέρηση ή καθήλωση. Εξάλλου, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Παπαμόσχος στο παραπάνω απόσπασμα, το παρόν είναι η μόνη αιωνιότητα! Και στην αιωνιότητα χωράνε οι πάντες. Και τα πάντα. Έμψυχα και άψυχα. Μονιασμένα και αλληλένδετα. Τα ζώα, η φύση, τα αντικείμενα, στοιχεία βασικά και όχι δευτερεύοντα στο σύμπαν του συγγραφέα. Δεν υποκαθιστούν τους ανθρώπους. Τους θυμίζουν, τους συνδέουν μεταξύ τους. Συνυπάρχουν αρμονικά και τόσο ταιριαστά λες και ένα αντικείμενο φτιάχτηκε αποκλειστικά για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενός και μόνο προσώπου. Όπως το σαπούνι του πατέρα, στο ομώνυμο διήγημα, που χάθηκε μαζί του.

Κρυφοκοιτάζοντας στην κόλαση του άλλου

E-mailΕκτύπωση
altΓια το μυθιστόρημα του Νταβίντ Γκρόσμαν «Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ» (μτφρ. Λουίζα Μιζάν, εκδ. Ψυχογιός).
Του Μιχάλη Πιτένη
Άνθρωποι κοιτάζονται μεταξύ τους και κουνιούνται ανήσυχοι.
Όλο και λιγότερο κατανοούν τι είναι αυτό το πράγμα στο οποίο μετέχουν εδώ ακούσια. 
Δεν έχω αμφιβολία πως θα είχαν σηκωθεί να φύγουν εδώ και ώρα, 
ή θα τον έδιωχναν τουλάχιστον από τη σκηνή με σφυρίγματα και φωνές, 
αν δεν υπήρχε αυτός ο πειρασμός που είναι δύσκολο να του αντισταθείς 
– ο πειρασμός να κρυφοκοιτάζεις την κόλαση του άλλου.
«Μπορείτε να συνειδητοποιήσετε πόσο αγχωτικό είναι να σε υποχρεώνει ο πατέρας σου στα τρία σου να πηγαίνεις στην παιδική χαρά κάθε μέρα από άλλο δρόμο για να μπερδέψεις τον εχθρό;» Οι θεατές του Ντόβαλε γελάνε μ’ αυτή του την ατάκα, αλλά δεν αντέχουν κι οι περισσότεροι αποχωρούν όταν το πράγμα «χοντραίνει».
Ο Ντόβαλε Γκρίνσταϊν, ο κεντρικός ώρας του Νταβίντ Γκρόσμαν στο βιβλίο Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ, είναι αυτός που βρίσκεται στη σκηνή ενός καταγώγιου μιας μικρής πόλης του Ισραήλ, πρωταγωνιστής μιας βραδιάς, υποτίθεται, σταντ απ κωμωδίας. Σταδιακά όμως μετεξελίσσεται σ’ έναν άνθρωπο που πασχίζει να βγάλει από μέσα του ό,τι τον βαραίνει, ό,τι συσσώρευσε η ψυχή του στα πενήντα και πλέον χρόνια της ζωής του. Κι όλα αυτά μόνο αστεία δεν είναι· είναι κομμάτια της προσωπικής του κόλασης, αυτής της κόλασης που, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο παραπάνω απόσπασμα, οδηγεί ορισμένους από τους θεατές του στο να παραμείνουν εκεί, απέναντί του, καρφωμένοι στις θέσεις τους, ενδίδοντας στον πειρασμό του «να κρυφοκοιτάζεις την κόλαση του άλλου».
Ο υπόγειος χώρος, το μισοσκόταδο, η θολή ατμόσφαιρα απ’ τα τσιγάρα μοιάζουν να είναι το κατάλληλο σκηνικό για μια ιστορία που ξεκινά κάπως υποτονικά, χωρίς να σε προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει. Το προσωπικό τραύμα του Ντόβαλε Γκρίνσταϊν δεν είναι από μόνο του αρκετό για να σε συγκινήσει τόσο, να σε τραβήξει μέχρι το τέλος του βιβλίου. Ωστόσο ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί μόνο ως αφορμή για να μιλήσει μέσω του Ντόβαλε για τα συλλογικά τραύματα του λαού του, για τις εμμονές και τις προκαταλήψεις του, για το πώς το παρελθόν εξακολουθεί να επηρεάζει και να καθορίζει το παρόν και το μέλλον του. Ένα παρελθόν που στοιχειώνει όσους το έζησαν αλλά καταδυναστεύει και τους νεότερους. Και το κάνει αυτοσαρκαζόμενος. «Μπορείτε να συνειδητοποιήσετε πόσο αγχωτικό είναι να σε υποχρεώνει ο πατέρας σου στα τρία σου να πηγαίνεις στην παιδική χαρά κάθε μέρα από άλλο δρόμο για να μπερδέψεις τον εχθρό;» Οι θεατές του Ντόβαλε γελάνε μ’ αυτή του την ατάκα, αλλά δεν αντέχουν κι οι περισσότεροι αποχωρούν όταν το πράγμα «χοντραίνει», και ο κωμικός μέσω του σκληρού –και άγαρμπου, είναι η αλήθεια– χιούμορ που σε πολλά σημεία επιλέγει, δεν αφήνει τίποτα όρθιο, περνώντας από κόσκινο τους πάντες και τα πάντα σε μια κοινωνία που βλέπει παντού εχθρούς και εκπαιδεύει τα παιδιά της στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, αγόρια και κορίτσια, στον χειρισμό της χειροβομβίδας και στο καμουφλάζ!

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Ο Κώστας Βουτσάς και η... φρουτοσαλάτα!



Τέλη της δεκαετίας του ‘70, αρχές της δεκαετίας του ‘80 ο Κώστας Βουτσάς φτάνει στην Κοζάνη επικεφαλής θιάσου με σκοπό να κάνει περιοδεία σ’ όλη την Δυτική Μακεδονία. Ως έδρα του επιλέγει την Κοζάνη. Το πρώτο του βράδυ στην πόλη αναζητώντας μια καλή ταβέρνα αλλά και καλή παρέα φτάνει μέχρι την πόρτα της “Πουλίτσας” στο κέντρο της πόλης. Αν και καθημερινή το μαγαζί έχει αρκετό κόσμο που δείχνει να διασκεδάζει. “Εδώ είμαστε” λέει και μπαίνει. Τον υποδέχεται ο “Λοχαγός”, ο κατά κόσμον Ζήσης Πιτένης, ο πατέρας μου, που εργάζεται εκεί ως σερβιτόρος. Γνωστός καλαμπουρτζής δεν αργεί να πάρει τον αέρα του Βουτσά που ενθουσιάζεται μαζί του και του δηλώνει: “Ζήση, όσες μέρες μείνω στην Κοζάνη κάθε βράδυ εδώ θα έρχομαι… Υπάρχει και τόσο καλή παρέα, πέρασα καταπληκτικά μαζί σας”. Η παρέα αποτελούνταν όντως από ανθρώπους κεφάτους, που όλοι τους ήταν φίλοι των ιδιοκτητών του μαγαζιού, του Τάσου Παγκαρλιώτα και των αδερφών Δούσιου, οι οποίοι έδιναν εκεί το παρόν σχεδόν κάθε βράδυ ακολουθώντας πάντα την ίδια στρατηγική. Καθόταν ανά δύο στα τραπέζια για να φαίνεται απ’ έξω πως το μαγαζί έχει κόσμο και μαζευόταν σε ένα μόνον όταν πλάκωνε πελατεία.
Ο Βουτσάς κράτησε το λόγο του και κάθε βράδυ με το που τέλειωνε η παράσταση, είτε αυτή ήταν στα Γρεβενά, είτε στην Καστοριά, είτε οπουδήποτε αλλού επέστρεφε πάντα στην Κοζάνη και την “Πουλίτσα”, για να συναντήσει τον Ζήση και τα παιδιά.
Ένα βράδυ, το τελευταίο πριν φύγει, εκεί γύρω τις 3, το κέφι βρισκόταν στο φόρτε του, τα πειράγματα πήγαιναν κι έρχονταν και ο ηθοποιός ενθουσιασμένος γυρίζει προς τον πατέρα μου και του λέει: “Ζήση, φέρε στα παιδιά από μια φρουτοσαλάτα, κερασμένη από μένα”. Έλα όμως που ήταν αργά και είχαν φύγει όλοι, μάγειρας και βοηθοί και ο πατέρας μου είχε απομείνει μόνος. Τι να κάνει πάει στην κουζίνα, καθαρίζει μήλα και αφήνει από ένα σε κάθε τραπέζι. Τα βλέπει ο Βουτσάς και του λέει: “Ζήση, τι είναι αυτά; Εγώ φρουτοσαλάτα παρήγγειλα!” Γνωστός για την ετοιμολογία του εκείνος δεν τα χάνει και του απαντάει: “Μην ανησυχείς. Εσύ φρουτοσαλάτα θα πληρώσεις!”
Χρόνια μετά, τέλη της δεκαετίας του ‘90, είμαι στη Ρόδο για δουλειά και συναντάω τυχαία σ’ ένα μπαρ τον Κώστα Βουτσά. Οι παρέες μας εφάπτονται και κάποια στιγμή βρισκόμαστε να μιλάμε μεταξύ μας.
- Από πού είσαι;
- Από Κοζάνη.
- Από Κοζάνη! Μήπως ξέρεις κάποιον…
Με κοιτάει, με ξανακοιτάει.
- Τι κάνει; Πώς είναι;
Μιλάμε για τον πατέρα μου και όταν χωριζόμαστε μου ζητά να του τον φιλήσω.
- Ευχαρίστως.
- Αλλά να του πεις πως ξανά φρουτοσαλάτα δεν πληρώνω!
Καλό ταξίδι Κώστα Βουτσά και αν συναντήσεις τον Λοχαγό μας να μου τον φιλήσεις και να ΄σαι σίγουρος πως θα βρει αυτός τρόπο να σε ξαναβάλει να πληρώσεις το μήλο για φρουτοσαλάτα.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Μετέωρη Γυναίκα

Είναι δυνατόν να ξεφύγεις οριστικά από το παρελθόν αν δεν κλείσεις όλους τους ανοιχτούς λογαριασμούς που έχεις μαζί του;

Η Δομνίκη αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή στη ζωή της πως, όσο παραμένουν ανοιχτοί αυτοί οι λογαριασμοί, δεν θα πάψει ποτέ να είναι μια μετέωρη γυναίκα. Και η Δομνίκη θέλει όσο τίποτε άλλο να περπατάει με σταθερό και σίγουρο βήμα. Κάτι που πετυχαίνει μόλις συνειδητοποιήσει πως από τις αυταπάτες της και ό,τι την πληγώνει δεν μπορεί να την απαλλάξει κανένας άλλος παρά μόνο ο ίδιος της ο εαυτός.

Ένα μυθιστόρημα για την ενηλικίωση μιας σύγχρονης γυναίκας που από την εφηβεία της κιόλας αναγκάζεται να κουβαλάει και να συμβιώνει με τις πράξεις των άλλων, θύμα ξένων επιλογών και συμπεριφορών. Μέχρι που αποφασίζει, όχι μόνη της μα αναγκασμένη από τα γεγονότα, να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Και τότε θα διαπιστώσει πόσο εύκολο είναι να πατήσεις ακόμα και τη σκανδάλη ενός όπλου που σημαδεύει ένα πολύ αγαπημένο σου πρόσωπο, αν έχεις ξεπεράσει τα όριά σου…

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

«Είναι οι άνθρωποι ερημιά κι ο τόπος κρύος»

E-mailΕκτύπωση
Jason deCaires Taylor sculpture 700Για την ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου «Αχερουσία η θάλασσα» (εκδ. Γκοβόστη).
Του Μιχάλη Πιτένη
Απ’ άκρη σ’ άκρη μια γριούλα το νυφικό της περιφέρει, 
κρατά τα ξεφτισμένα στέφανα
τα δίνει δώρο, λέει, ψάχνει για κάποια
ανύπαντρη φτωχιά να το προσφέρει.
«Η λευκή της ιστορία»
(Αχερουσία η θάλασσα)
Το απόσπασμα που παραθέτουμε από τη νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου Αχερουσία η θάλασσα είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του προβληματισμού και της ανησυχίας που κατακλύζουν τον ποιητή για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, δίπλα μας, στις δικές μας θάλασσες, στις δικές μας ακτές, με πρωταγωνιστές χιλιάδες ανθρώπους που προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ την όποια κακή τους μοίρα. Ενός προβληματισμού που ξετυλίγεται και εκφράζεται μέσα από τα τριάντα οκτώ ποιήματα της συλλογής που είναι εικόνες τού σήμερα, οι οποίες, όμως, συνδέονται με το χθες και το πιθανότερο είναι πως θα τις δούμε και αύριο.
Η ποίηση του Τασιόπουλου γεμάτη σωσίβια επιπλέοντα, απομεινάρια από τσακισμένες βάρκες, άδειες βαλίτσες, σώματα χωρίς ζωή κι ελπίδα, υγρά και σκληρά χώματα που από πάνω τους πασχίζουν να γαντζωθούν τρυφερά χέρια παιδιών ή ροζιασμένα δάχτυλα γερόντων. Ποίηση που εμπνέεται από ειδήσεις της σημερινής μέρας, αλλά τροφοδοτείται και από τις ειδήσεις της χθεσινής προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα και εκείνες της επόμενης.

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Ένα επιτυχημένο εγχείρημα από το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης

E-mailΕκτύπωση
altΓια το μιούζικαλ «Χριστούγεννα ξανά» των Μιχάλη Πιτένη και Παναγιώτη Δημόπουλου σε σκηνοθεσία Ευθύμη Χρήστου, το οποίο παρουσιάστηκε από το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης.
Της Ιωάννας Κωσταρέλλα
Έχει γίνει –και εξακολουθεί να γίνεται– πολύς λόγος για το αν τα ΔΗΠΕΘΕ καταφέρνουν να υπηρετούν το όραμα της Μελίνας που, σε γενικές γραμμές, στόχευε στην πολιτιστική αποκέντρωση, με την ίδρυση κυττάρων δημιουργίας και παραγωγής πολιτισμού στην ελληνική περιφέρεια. Ένα όραμα που φαίνεται να υπηρετεί το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης χρόνια τώρα, και που επιβεβαίωσε με εμφατικό τρόπο με την παράσταση που ετοίμασε και παρουσίασε αυτά τα Χριστούγεννα. Την παράσταση παρακολούθησαν 1.200 περίπου θεατές σε διάστημα τεσσάρων μόλις ημερών (26-29/12). Μια παράσταση πρωτότυπη κατόπιν παραγγελίας του ίδιου του θεάτρου, που θέλησε να μας προσφέρει αυτή τη χρονιά κάτι διαφορετικό, και το πέτυχε, με το μιούζικαλ «Χριστούγεννα ξανά», σε λιμπρέτο του Μιχάλη Πιτένη και το μουσική του Παναγιώτη Δημόπουλου.
Ο μεν Μιχάλης Πιτένης, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, έχει ήδη στο ενεργητικό του το ανέβασμα έντεκα θεατρικών και οκτώ λογοτεχνικών έργων. Ο δε Παναγιώτης Δημόπουλος, μέλος μιας μουσικής οικογένειας, είναι ένας διακεκριμένος πιανίστας με εξαιρετικές κλασικές σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ολοκλήρωσε τρεις κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών και μια διδακτορική διατριβή.
Όλα ξεκίνησαν τον περασμένο Μάρτη, όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης Λευτέρης Γιοβανίδης (σ.σ. του οποίου η σύμβαση δεν ανανεώθηκε παρά το πολύ αξιόλογο έργο που παρήγαγε κατά τη διάρκεια της μόλις διετούς θητείας του, προσφορά που αναγνωρίστηκε από πολλούς στην περιοχή), ανέθεσε στον συγγραφέα και τον μουσικό να ετοιμάσουν ένα μιούζικαλ για τα Χριστούγεννα, στο οποίο θα συνέπρατταν και θα συνεργάζονταν όλες οι πολιτιστικές δομές του δήμου.
Φυσικά ήξερε σε ποιους ανέθετε ένα τέτοιο δύσκολο και τολμηρό εγχείρημα. Ο μεν Μιχάλης Πιτένης, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, έχει ήδη στο ενεργητικό του το ανέβασμα έντεκα θεατρικών και οκτώ λογοτεχνικών έργων. Τα δύο τελευταία θεατρικά έργα του, μια σουρεαλιστική μαύρη κωμωδία και ένας θεατρικός μονόλογος μιας τραγουδίστριας, παραγωγές και αυτά του ΔΗΠΕΘΕ, σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και έτυχαν ευρείας αποδοχής από το θεατρόφιλο κοινό της περιοχής. Ο δε Παναγιώτης Δημόπουλος, μέλος μιας μουσικής οικογένειας, είναι ένας διακεκριμένος πιανίστας με εξαιρετικές κλασικές σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ολοκλήρωσε τρεις κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών και μια διδακτορική διατριβή, και διδάσκει σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Οι διάφορες ηχογραφήσεις του έχουν λάβει πολύ θετικές κριτικές από τον διεθνή Τύπο (Gramophοne, Tempo, International Record Review κ.ά.) και τα περισσότερα από 70 πρωτότυπα έργα του έχουν πάρει τις πρώτες εκτελέσεις τους σε διεθνή Φεστιβάλ.

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Μιχάλης Πιτένης: «Μετέωρη γυναίκα» Γιάννης Παπαγιάννης - diastixo.gr- Δημοσιεύτηκε 15 Ιανουαρίου 2020

Το νέο μυθιστόρημα του Μιχάλη Πιτένη είναι ένα εγχείρημα που κερδίζει σταδιακά τον αναγνώστη με την εμβάθυνση στους χαρακτήρες, και ειδικά στον χαρακτήρα της κεντρικής ηρωίδας, με τη γεμάτη ενσυναίσθηση προσέγγιση στις δυσκολίες και στον πόνο της ζωής της και με την απλότητα κι ακρίβεια της αφήγησης.
Η Μετέωρη γυναίκα είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα, γραμμένο για μια γυναίκα από την οπτική ενός άντρα. Ερωτικές-σεξουαλικές σκηνές που δεν θα υπήρχαν αν το κείμενο το υπέγραφε γυναίκα, μια απλή, καθημερινή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μια γυναίκα που αισθάνεται διαρκώς προδομένη, που της συμβαίνουν μύρια όσα κακά, που την εκμεταλλεύονται σεξουαλικά ηλικιωμένοι άντρες, που της λένε ψέματα όσοι αγαπάει κ.λπ. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όσα περιγράφονται κι αποτελούν τον καμβά της αφήγησης είναι μανιχαϊστικά κι ίσως κοινότοπα. Κι ωστόσο, αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Το μυθιστόρημα του Βορειοελλαδίτη συγγραφέα κερδίζει κατά τη διάρκεια της αφήγησης το στοίχημα. Τα πολλαπλά οικογενειακά μυστικά που επιδέξια χειρίζεται κι αποκαλύπτει σταδιακά, όχι μόνο δεν έχουν τη μηχανιστική επίδειξη ανατροπής που συναντάμε συχνά σε ανάλογες μυθοπλασίες, αλλά επεξηγούν σταδιακά τον χαρακτήρα της ηρωίδας και τον κάνουν κατανοητό στον αναγνώστη.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Η αγάπη μπορεί!


Δεν το περίμενα. Ή μάλλον δεν το φανταζόμουν. Να κερδίσω τόσα πολλά απ’ το τελευταίο θεατρικό μου κείμενο, το λιμπρέτο του μιούζικαλ “Χριστούγεννα ξανά”.
Το παρέδωσα 13 Αυγούστου. Μες το κατακαλόκαιρο. Ένα κείμενο πενήντα σελίδων, που εμπεριείχε και τους στίχους των δέκα επτά (17) τραγουδιών. Το άφησα στα χέρια του Παναγιώτη Δημόπουλου για να το ντύσει μουσικά. Αφοσιώθηκα στην τελική διόρθωση του μυθιστορήματος μου “Μετέωρη γυναίκα” που θα κυκλοφορούσε τέλη Οκτώβρη, αρχές Νοέμβρη.
Μίλησα λίγο, ελάχιστα, με τον σκηνοθέτη Ευθύμη Χρήστου που ανέλαβε να το στήσει επί σκηνής. Συναίνεσα όταν μου είπαν πως έπρεπε να κοπούν δύο τραγούδια και κάποιες φράσεις (ατάκες) των διαλόγων καθώς θα ξεπερνούσε τις δύο ώρες και θα κούραζε.  
Δεν είχα ιδέα ποιοι θα παίξουν τελικά, εκτός των δύο που ζήτησα να συμπεριληφθούν οπωσδήποτε. Δημήτρης (Τάκης) Συνδουκάς και Γιώργος Κοντορίκος δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Φορτωμένοι κι οι δύο από άλλες παραστάσεις ήταν ξεκάθαροι απέναντι μου. «Αφού μας το ζητάς, πώς να πούμε όχι;». Χάρηκα, πάρα πολύ, που για μια ακόμα φορά στα είκοσι έξη χρόνια της συνεργασίας μας μοιραστήκαμε κάτι που φάνηκε πως ο κόσμος το αγάπησε. Το στήριξε. Δεν είναι και λίγοι κοντά 1.200 θεατές σε τέσσερις (4) μόλις παραστάσεις!
Μάθαινα, μέσες άκρες, πώς εξελίσσονται τα πράγματα, αλλά σε πρόβα πήγα στο τέλος. Μόλις μια βδομάδα πριν την πρεμιέρα.
Κάθισα δίπλα στο Γιώργο (Κοντορίκο). Η μουσική του Παναγιώτη (Δημόπουλου) εξαίσια. Μέχρι κι οι στίχοι μου άρεσαν! «Εγώ τους έγραψα», ψιθύρισα με περηφάνια στο Γιώργο. Γέλασε.

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...