Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Μύρισε Σαμαρίνα…

"...Είχαμε δρόμο ακόμα που μέχρι να τον διασχίσουμε περίμενα πώς και πώς ν ακούσω τον πατέρα να λέει την συνηθισμένη του φράση. «Μύρισε Σαμαρίνα». Βρισκόμασταν στο τελευταίο ύψωμα πριν πάρουμε τις κατηφόρες. Έπαιρνα κουράγιο και έλεγα ¨φτάσαμε¨ κι ας περνούσαν πάνω από είκοσι λεπτά μέχρι να φρενάρουμε μπρος το ποταμάκι της εισόδου όπου έπρεπε όλοι να αποβιβαστούμε για να μην βουλιάξει το λεωφορείο..."
Το παλιό πράσινο λεωφορείο αγκομαχούσε πασχίζοντας να βγάλει τις ανηφόρες. Στα ισιάδια πήγαινε σαν μεθυσμένο για ν’ αποφύγει τις μεγάλες λακκούβες και τις κάθετες ή διαγώνιες χαρακιές, τις πληγές που ΄χε αφήσει πίσω του ο χειμώνας. Ένα πυκνό σύννεφο σκόνης το ‘χε πάρει στο κατόπι, κολλημένο στην πλάτη του. Λίγο μετά την Σμίξη, κάτω απ’ τον ίσκιο που άπλωναν τα έλατα, τα πεύκα κι οι οξιές, ο οδηγός το ΄φερνε δεξιά στην άκρη και τραβούσε χειρόφρενο. Κατεβαίναμε αναμαλλιασμένοι, με πρόσωπα στο χρώμα της ώχρας, παραπατώντας, αλλά χαρούμενοι που θα πατούσαμε έστω και για λίγο χώμα. Ο ιδιοκτήτης της καλύβας έπαιρνε παραγγελίες και άρχιζε να σερβίρει πάνω στους ξύλινους πάγκους. Ο πατέρας μου γέμιζε μέχρι πάνω το ποτήρι του με παγωμένη μπύρα και καθώς την έφερνε στα χείλη του εγώ ορμούσα στο λαχταριστό ζυμωτό ψωμί και το πεντανόστιμο τυρί! Ξανανεβαίναμε. «Άντε, μια ανάσα και φτάσαμε». Μια κουβέντα ήταν. Είχαμε δρόμο ακόμα που μέχρι να τον διασχίσουμε περίμενα πώς και πώς ν ακούσω τον πατέρα να λέει την συνηθισμένη του φράση. «Μύρισε Σαμαρίνα». Βρισκόμασταν στο τελευταίο ύψωμα πριν πάρουμε τις κατηφόρες. Έπαιρνα κουράγιο και έλεγα ¨φτάσαμε¨ κι ας περνούσαν πάνω από είκοσι λεπτά μέχρι να φρενάρουμε μπρος το ποταμάκι της εισόδου όπου έπρεπε όλοι να αποβιβαστούμε για να μην βουλιάξει το λεωφορείο. Άλλοι περνούσαν στεγνοί απέναντι, πηδώντας από πέτρα σε πέτρα, άλλοι μούσκευαν τον αστράγαλο και κάποιοι και την γάμπα. Ένα μούγκρισμα της μηχανής, ένας επιδέξιος χειρισμός του τιμονιού από τον οδηγό και η τελευταία και οριστική στάση λίγα βήματα πριν την πλατεία. Σκονισμένοι, κατάκοποι αλλά και ανακουφισμένοι μυρίζαμε, επιτέλους, Σαμαρίνα. Στις σούβλες τα ψητά είχαν αρχίσει ήδη να ροδίζουν καθώς δεν θ’ αργούσε να νυχτώσει και στα μαγαζιά γύρω απ’ τον αιωνόβιο πλάτανο ετοιμάζονταν για ν’ ανάψουν οι μεγάλες γκαζόλαμπες. Ο Τασιούλης, ξάδερφος που ‘γινε ο φίλος του καλοκαιριού, βοηθούσε να σύρουμε την μεγάλη βαλίτσα που οι μεταλλικές της άκρες τσακμάκιζαν πάνω στις πέτρες μέχρι το σπίτι της γιαγιάς. «Ξάδερφε, αύριο τι ώρα να ‘ρθω; Θα σε πάω να παίξουμε σ’ ένα νέο τσαϊρι! Δεν το ξέρεις αυτό…» Λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο, μια μπαταρία πλακέ απ’ τον μπακάλη για τον παραλληλόγραμμο φακό με την στρόγγυλη λάμπα μπροστά του, τον απαραίτητο οδηγό της νύχτας στο θεοσκότεινο χωριό, μια δραχμή κοκορέτσι συνοδευόμενο από μια φέτα ψωμί απ’ την χασαποταβέρνα του Μπούλη και νωρίς για ύπνο, με τον ήχο απ’ τα κλαρίνα και τις κορνέτες να φτάνουν στ’ αυτιά, μακρινός απόηχος ενός γλεντιού που μπορούσε να περιμένει. Κι αύριο μέρα ήταν… Κι η μέρα εκείνη ξημέρωνε νωρίς, μαζί μ’ ένα δροσερό αεράκι και μια ατμόσφαιρα φωτεινή και λαμπερή που και δεμένο να σ’ είχαν στο κρεβάτι πάλι θα σηκωνόσουν. Για τα τσαϊρια, τον Προφήτη Ηλία, την μικρή Παναγιά, την βρύση του Σακελλάρη, τον Ξενία, το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Και την πλατεία όπου λαμποκοπούσαν οι γκαζόλαμπες, τα χρυσαφικά που στόλιζαν λαιμούς και αυτιά των καλοντυμένων γυναικών, τα κοκκινωπά πρόσωπα των τσομπαναραίων που ακουμπισμένοι στην γκλίτσα τους έπιναν το κρασί τους, τα χάλκινα όργανα που άρχιζαν να ηχούν μόλις έδινε το σύνθημα η γκραν κάσα, τα χέρια που σηκώνονταν μόλις ακουγόταν «Τα παιδιά της Σαμαρίνας»… Πάνε χρόνια που ο πατέρας δεν κάνει πια δίπλα μας το ταξίδι, αλλά δεν λείπει ποτέ. Κι όταν φτάσουμε στο κατάλληλο σημείο, γυρνάμε προς το μέρος του και αναφωνούμε όλοι μας: Μύρισε Σαμαρίνα! κι εκείνος χαμογελά…

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...