Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Γιαλάν Ντουνιάς

Κοζάνη, Δεκέμβρης 1960. Η πόλη βουλιάζει στο χιόνι, αλλά κουμπάρος και μπράτιμοι οδεύουν χορεύοντας υπό την συνοδεία οργάνων για να παραλάβουν τη νύφη, καθώς γάμος που ξεκίνησε δεν σταματά. Αυτός ο γάμος, όμως, δεν μέλλεται να γίνει ποτέ. Φλεβάρης 2010. Ο 65χρονος Νικολάκης επιστρέφει στην γε¬νέθλια πόλη, την Κοζάνη, αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματα που τον ταλανίζουν εδώ και 50 χρόνια. Η ζωή μιας μικρής επαρχιακής πόλης την εποχή του ’60 όταν αρχίζει σιγά σιγά να αναπτύσσεται και να ξεφεύ¬γει απ’ τις δυσκολίες και την ανέχεια σκιαγραφείται μέ¬σα από τα ήθη και τα έθιμα της και, κυρίως, το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων της. “Γιαλάν ντουνιάς”. Μια έκφραση που χρησιμοποιούσαν παλιά στην Κοζάνη και σημαίνει “ψεύτικος κόσμος”, όπως ο κόσμος του μυθιστορήματος και τα γεγονότα που παρουσιάζονται, που είναι προϊόντα μυθοπλασίας, αλ¬λά ορισμένα θα μπορούσαν να είναι αληθινά, ακόμα και αν κάποιες φορές φαντάζουν σαν ψέματα.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Συνάντηση- (Συλλογικός τόμος)

Πεζά και ποιήματα δημιουργών που πήραν μέρος στην πρώτη συνάντηση συγγραφέων στην Κοζάνη τον Ιούνιο του 1996 Συλλογικό έργο: Γιώργος Αδαμίδης, Γιώργος Αλεξανδρινός, Διαμαντής Αξιώτης, Πέτρος Αμπατζόγλου, Λίλυ Εξαρχοπούλου, Αθηνά Κακούρη, Β. Π. Καραγιάννης, Κώστας Κοντοδήμος, Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, Ανδρέας Μήτσου, Δημήτρης Νόλλας, Μανόλης Ξεξάκης, Λάζαρος Παυλίδης, Μιχάλης Ζ. Πιτένης, Πέτρος Τατσόπουλος, Σ. Μ. Παστουρματζής Κοζάνη- Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης- 1997- σ. 116 Περίληψη: Στις 7,8 Ιουνίου 1996 στην Κοζάνη και στη σειρά των ετήσιων λογοτεχνικών συναντήσεων του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης, έγινε η πρώτη συνάντηση συγγραφέων με θέμα συζήτησης: τις σχέσεις του συγγραφέα με τον εκδότη, το αναγνωστικό κοινό και την πολιτεία. Τα υλικά προβλήματα, συμβόλαιο, δικαιώματα, κοινωνική ασφάλιση. Την κοινωνική και επαγγελματική θέση του συγγραφέα στη σημερινή Ελλάδα. Ο συγγραφέας στην περιφέρεια (τα ειδικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται). Στην συνάντηση πήραν μέρος οι παρακάτω συγγραφείς, ορισμένοι από τους οποίους εκπροσωπούσαν και σωματεία συγγραφέων: Άρης Φακίνος, Γιώργος Αλεξανδρινός (Παρίσι), Ανδρέας Μήτσου, Λίλυ Εξαρχοπούλου, Πέτρος Αμπατζόγλου, Δημήτρης Παπαχρήστου, Αντώνης Σουρούνης, Πέτρος Τατσόπουλος, Κώστας Κοντοδήμος, Δημήτρης Λαζογιώργος, Αθηνά Κακούρη, Φωτεινή Ξανθοπούλου, Δημήτρης Νόλλας (Αθήνα), Ηλίας Κουτσούκος, Χρήστος Ζαφείρης, Βασίλης Χατζηβασιλείου, Γιώργος Ξίνος, Γιώργος Κορδομενίδης (Θεσσαλονίκη), Διαμαντής Αξιώτης (Καβάλα), Βασίλης Τζανακάρης (Σέρρες), Θανάσης Μαρκόπουλος (Βέροια), Μιχάλης Πιτένης, Β. Π. Καραγιάννης (Κοζάνη). Ορισμένοι από τους συγγραφείς που συμμετείχαν στη συνάντηση αυτή, έστειλαν ένα κείμενό τους για να περιληφθεί σε τόμο που θα εξέδιδε το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης. Τα κείμενα που στάλθηκαν, αποτελούν το αντικείμενο του τόμου αυτού.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

“Μια Γαλάτεια που σπάει κοινωνικά πρότυπα” Για το βιβλίο της Κατερίνας Λάκκα, «Μια κάποια Γαλάτεια», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ.

Η αξιοποίηση ενός μύθου, ακόμα και αν αυτός έχει χρησιμοποιηθεί και σε προγενέστερα έργα, είναι μια συχνή και, σε πολλές περιπτώσεις, ασφαλής επιλογή στην λογοτεχνία. Είναι το θεμέλιο που πάνω του ο κάθε συγγραφέας θα υψώσει το δικό του οικοδόμημα, τα χαρακτηριστικά του οποίου, λογικά και φυσιολογικά, διαφέρουν και προσδιορίζονται από την λογοτεχνική σκεύη, την στόχευση και την ικανότητα στην γραφή και την ανάπτυξη ενός θέματος. Η Κατερίνα Λάκκα στην δική της πρώτη εκδοτική εμφάνιση με το μυθιστόρημα «Μια κάποια Γαλάτεια», από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, επιλέγει τον μύθο του Πυγμαλίωνα. Ένας μύθος ο οποίος αναφέρεται στον άντρα που θέλει να διαπλάσει τη γυναίκα σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα και στην ουσία να γίνει ο δημιουργός της από την αρχή. Αυτή βέβαια είναι μια πρώτη ανάγνωση και αν μείνουμε εκεί θα αδικήσουμε σίγουρα το έργο της καθώς εκείνο που προκύπτει, τελικά, είναι πως εδώ επιχειρείται από την συγγραφέα να μιλήσει όχι μόνο για την προσπάθεια δημιουργίας της γυναίκας με βάση τα πρότυπα που ορίζουν οι άνδρες, αλλά για την γενικότερη, και πιο επικίνδυνη, προσπάθεια της δημιουργίας του σύγχρονου ανθρώπου. Ένα είδος ανθρώπου που θα πρέπει να σκέφτεται, να αισθάνεται, να επιθυμεί, να αποφασίζει και να ενεργεί με βάση τα πρότυπα που έχει διαμορφώσει και επιβάλει στην αρχή η οικογένεια και έπειτα η κοινωνία στην οποία ζει. Πρότυπα που κάνουν τα όποια συνθήματα υπέρ της διαφορετικότητας να είναι κενά περιεχομένου ή απλώς ¨διαφημιστικά¨ πυροτεχνήματα, λάμψεις που τυφλώνουν και κρύβουν την αλήθεια πως τελικά το ζητούμενο είναι η ομοιομορφία καθώς έτσι όλα μπορούν να ελέγχονται καλύτερα, χωρίς να διαταράσσεται η διαμορφωμένη και γενικά αποδεκτή κοινωνική νόρμα.
Η συγγραφέας, μια νέα και διαρκώς εξελισσόμενη μέσω των σπουδών της φιλόλογος, στηρίζει το όλο εγχείρημα της σ’ ένα έξυπνο και απόλυτα λειτουργικό εφεύρημα της. Η Γαλάτεια που πρωταγωνιστεί εκφράζει το μισό του όλον το οποίο συμπληρώνει η δίδυμη αδερφή της, η Θαλασσινή. Έτσι έχουμε δύο αδερφές σχεδόν πανομοιότυπες εξωτερικά, αλλά που εσωτερικά είναι η μέρα με την νύχτα. Δύο χαρακτήρες που κινούνται αντίθετα, χωρίς όμως ποτέ να συγκρούονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται πάντα, πετυχαίνοντας μια αξιοθαύμαστη ισορροπία. Η Γαλάτεια υπομένει, η Θαλασσινή αντιδρά. Η πρώτη συμβιβάζεται με τις αποφάσεις των άλλων, η δεύτερη διεκδικεί το ρόλο της σύμφωνα με τα δικά της θέλω. Η μια οπισθοχωρεί, η άλλη επιτίθεται. Ένας ιδιότυπος δυισμός, μια εσωτερική πάλη ανάλογη με αυτή που βιώνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, ακόμα και εκείνοι που θεωρούνται επιτυχημένοι, μια πάλη καθημερινή ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, ανάμεσα στα κοινωνικά ή επαγγελματικά πρέπει και τις πραγματικές προσωπικές επιθυμίες. Η ιστορία του βιβλίου εξελίσσεται μέσα από την πορεία μιας φοβισμένης και ανασφαλούς Γαλάτειας και της ωσεί παρούσας Θαλασσινής που εμφανίζεται είτε μέσω νοερών συζητήσεων ή αναπολήσεων παλιότερων κοινών στιγμών, είτε μέσω των σημερινών μορφών επικοινωνίας (κινητό τηλέφωνο, skype), για να της υποδείξει το λάθος, όπως εκείνη το βλέπει μέσα απ’ την δική της οπτική, να την μαλώσει ή να την ενθαρρύνει. Μια παρουσία απαραίτητη και επιθυμητή για την Γαλάτεια παρόλο που μπροστά της αισθάνεται «…αιωνίως δεύτερη…», συναίσθημα που της καλλιέργησαν πρωτίστως οι ίδιοι οι γονείς της και που πασχίζει από παιδί να ξεπεράσει, αποδεικνύοντας με τα όσα θα ήθελε να πετύχει πως και εκείνη αξίζει τον έπαινο, τον καλό τους λόγο. Και τα πετυχαίνει παρόλα τα εμπόδια και τις αναποδιές που θα της τύχουν. Αυτή η εύθραυστη, συναισθηματική και ευάλωτη ύπαρξη που θα τραυματιστεί ψυχικά και σωματικά, που θα βιώσει ιδιαίτερα δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις, θα καταφέρει να προχωρήσει, συνειδητοποιώντας πως δεν είναι απαραίτητο να αποδείξει τίποτα στους άλλους, αλλά μόνο στον ίδιο της τον εαυτό, πείθοντας τον πως όσο διαφορετική και αν φαίνεται, αλλά και είναι, όσο και αν παρεκκλίνει από παγιωμένα κοινωνικά πρότυπα και συμπεριφορές, είναι ένας άνθρωπος που θέλει και μπορεί να βαδίσει με τον δικό του ρυθμό, να χαράξει τον δικό του δρόμο. Ξεκινώντας την ανάγνωση του βιβλίου, απ’ τις πρώτες κιόλας γραμμές, απόλαυσα μια μεστή, ώριμη και πλούσια γραφή. Μια γραφή διανθισμένη σε πολλά σημεία με μακροπερίοδες προτάσεις που δεν έχαναν σε κανένα σημείο την συνοχή και τον ρυθμό τους. Μια γραφή καλά δουλεμένη με όλα εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν ενδιαφέρουσα και περιεκτική, με μικρές αλλά έντονες δόσεις αυτοσαρκασμού και χιούμορ. Ένα κείμενο, συνολικά, που θυμίζει την πορεία ενός κύματος που άλλοτε ανυψώνεται με δύναμη και άλλοτε καταβυθίζεται σιγά, σιγά για να πάρει τις δικές του και να δώσει και στον αναγνώστη τις ανάσες του. Εντυπωσιάστηκα όμως, κυρίως, από το θέμα του βιβλίου και τον τρόπο που το χειρίστηκε η Κατερίνα Λάκκα. Ένα θέμα που εύκολα μπορεί να παρεκκλίνει και να μετατραπεί σε κάτι μελό και επιφανειακό, παγίδα την οποία έντεχνα απέφυγε δίνοντας το απαραίτητο βάθος και την απαιτούμενη ανάλυση στην ιστορία της. Έτσι κατάφερε αυτός ο νέος άνθρωπος, με την φρέσκια αλλά δυνατή φωνή του να αναδείξει μέσα απ’ την «Γαλάτεια» πολλά από τα ψεγάδια της κοινωνίας μας, χωρίς να ενδύεται τον ρόλο του άτεγκτου κριτή, αλλά αυτόν του πολίτη που προβληματίζεται και ζητά πειστικές απαντήσεις για όσα άσχημα συμβαίνουν. Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω πως το βιβλίο «Μια κάποια Γαλάτεια» δεν ανήκει απλώς σ’ αυτό που ονομάζουμε ¨καλή λογοτεχνία¨, αλλά χάρη στο θέμα του και τον τρόπο που αυτό παρουσιάζεται είναι ένα έργο που απηχεί την εποχή μας κι αυτό χάρη σε μια συγγραφέα που τόλμησε να μιλήσει για το σήμερα, εκφράζοντας μια αλήθεια που αξίζει την προσοχή μας. (Η κριτική δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τεύχος 209-210)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Μπάντες της Κοζάνης. Ο Τούλης και οι άλλοι.

Πήρε στα χέρια του το περιοδικό που ‘χα ανοίξει στην σελίδα που τον αφορούσε και διάβασε: «Τούλης: Ο βιρτουόζος του κλαρίνου». Έσκυψε για λίγο το κεφάλι και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν σηκώσει το βλέμμα του. «Βιρτουόζος; Βαριά κουβέντα Μιχαλάκη. Τ’ν αξίζου;»
Τον γνώριζα από πάντα. Μικρός εγώ, να παίζω μπάλα ή μπίλιες τα απογεύματα στον χωματόδρομο μπροστά στο σπίτι μας στην Καμβουνίων και εκείνος να κατεβαίνει τα εξωτερικά σκαλιά απ’ το δεύτερο σπιτάκι, στο βάθος της αυλής τους. Κουστουμαρισμένος, με την μπριγιαντίνη να γυαλίζει στα καλοχτενισμένα μαύρα του μαλλιά, έφτανε μέχρι την πόρτα απ’ το πρώτο σπιτάκι, ένα μέτρο, περίπου, πιο μέσα απ’ τον εξωτερικό αυλόγυρο, εκεί που ‘χαν την κουζίνα και το καθιστικό, έπιανε μια καρέκλα, καθόταν και άναβε τσιγάρο πριν πιει μια γουλιά απ’ τον αχνιστό καφέ που του ‘χε ετοιμάσει η μάνα του. Αυτός χαμογελαστός, εκείνη, η Ουρανία, αγριεμένη, ανήσυχη, με το βλέμμα προς εμάς, ανησυχώντας για την στραβοκλωτσιά που θα έστελνε την μπάλα στα τζάμια της ή για εκείνον που θα έμπαινε τάχα να δροσιστεί απ’ την εξωτερική τους βρύση για να δώσει την ευκαιρία στους άλλους να σκαρφαλώσουμε στον αυλόγυρο αρπάζοντας όσα περισσότερα λαχταριστά κεράσια προλαβαίναμε απ’ την αειφόρο και επίζηλη κερασιά τους. «Φεύγατι, ξιπατουμένα μη σας χιρίσου». Γελούσε ο Τούλης, «πιδιά μαρ μάνα, την τα συνιρίζισι», απόσωνε τον καφέ του, έπαιρνε το βαλιτσάκι με το όργανο του κι ανέβαινε στο ΤΑΞΙ του για την απογευματινή του πιάτσα στην κεντρική πλατεία της Κοζάνης. Ο ίδιος, προσεκτικός και ήρεμος οδηγός, δεν μας ενοχλούσε όποια ώρα και αν γύριζε. Πάρκαρε μπροστά στο σπίτι τους, απέναντι απ’ το δικό μας. Πολλές φορές, όμως, μας έκαναν να πεταχτούμε απ’ το κρεβάτι μες τ’ άγρια χαράματα απότομα φρεναρίσματα, άγριες φωνές, γέλια. «Σήκω βρε κιαρατά Τούλη, μην κοιμάσαι. Εδώ έχουμε αρραβώναν…». Σηκώνονταν, πάντοτε χαμογελαστός και πρόθυμος να μην χαλάσει χατίρι. Και για αρραβώνα και για γάμο και για γλέντι σε γιορτάσιο και για το μεράκι μιας παρέας που αποχαιρετούσε φίλο για το στρατό ή για το εξωτερικό. Αρχές καλοκαιριού του 1996. Καθόμαστε στην βεράντα του πατρικού μου με την μάνα και τον πατέρα μου. Ο Τούλης, ή αλλιώς ο Δημήτρης Καλέας, έρχεται κοντά μας χαμογελαστός. «Μιχαλάκη, πώς παν τα γραψίμια;» Πίνει έναν καφέ, κάτι λένε για τα παλιά με τον πατέρα, «α, Τζήκα; Θυμάσαι τότες…» , η μάνα μου κρυφογελάει και σχολιάζει απευθυνόμενη στο σύζυγο «κι ισύ μ’ έλεγις, μας κράτ΄σαν δύο παρέες μέχρι του προυί», γελάνε ο Τούλης κι ο πατέρας και μας παίρνει η νύχτα με ιστορίες παλιές για τις οποίες λίγα λέγονται και πολλά εννοούνται, πριν μας αποχαιρετίσει ο καλός γείτονας, λέγοντας: «άλλα χρόνια ικείνα. Καλά χρόνια».
Σηκώνομαι και γω να φύγω και ο πατέρας μου πετάει την ιδέα. «Να θέμα να κάν’τς για το περιοδικό. Για τον Τούλη. Ξέρ’ς τι είνι ου Τούλης;» Ήξερα; Όχι ακριβώς. Όταν εγώ έβγαινα να γλεντήσω, ο Τούλης μαζί και όλη αυτή η σπουδαία γενιά μουσικών που συνέθεσαν τις λαϊκές κομπανίες της Κοζάνης, με τις οποίες κι αν δεν γλέντησε όλη η πόλη, αλλά και οι γύρω περιοχές, για δεκαετίες πολλές, σιγά σιγά αποσύρονταν. Τα όργανα τους που γέμισαν με νότες κέντρα διασκέδασης όπως Ο κήπος του Τερζή, του Καραδήμου, η Ακρόπολη, του Καπρίνη, το Υπόγειο του Ταρτάρα, το Ερμιόνιο, το Κοβεντάρειο και το Τιτάνια, σίγησαν και μαζεύτηκαν στις θήκες τους. Ο χρόνος είναι αμείλικτος για όλους ακόμα και γι’ αυτούς που όταν έπαιζαν οι μερακλωμένοι χορευτές φώναζαν μες απ’ τα βάθη της ψυχής του «Να πιθάνει ου χάρους». Αύγουστος του 1996 και μετά από δύο ώρες και κάτι με τον Τούλη να ξεδιπλώνει τις εικόνες των αναμνήσεων του, έτοιμο το αφιέρωμα στο 9ο τεύχος του περιοδικού «γεγονός». Ένα αφιέρωμα που ναι μεν είχε ως κεντρικό πρόσωπο τον Δημήτρη Καλέα, αλλά δεν έλειψαν απ’ αυτό φίλοι και συνεργάτες του μια ζωή όπως ο Γ. Δούρβας, ο Ν. Ντόνας, ο Γ. Αποστολίδης, ο Σιώμος, ο Μ. Ζιάκας. Κάποιοι, μοιραία και αναπόφευκτα, ξεχάστηκαν. Πολλά τα χρόνια και οι θύμησες σκαλώνουν, ξεφτίζουν. Ξεχνάς όχι γιατί θέλεις, αλλά γιατί πώς να τα θυμάσαι και όλα. Αυτούς όλους, θα πρέπει να, σκέφτηκε ο Τούλης όταν πήρε στα χέρια του το περιοδικό και διάβασε το «βιρτουόζος». Γιατί, για όλους είχε να μου πει μια καλή κουβέντα και δεν ήθελε να βγαίνει μπροστά κι ας ηγούνταν της μπάντας του. «Άλλη ήταν κι η μουσική. Νομίζω πως τέτοιοι μουσικοί δεν πρόκειται να ξαναβγούν…». Υπερβολή; Ίσως… Ο Τούλης, φαινόταν να το πιστεύει. Μπορεί πάλι, να ΄θελε κι έτσι ν’ αποτίσει φόρο τιμής σ’ όλους αυτούς με τους οποίους μοιράστηκε τόσες βραδιές, τόσα ξενύχτια…
Μετάνιωσα, αλλά στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα, που τότε και υπό την δική του καθοδήγηση δεν άνοιξα κι άλλο αυτό το κεφάλαιο με τις μπάντες. Οι περισσότεροι, γνωστοί, γείτονες. Θησαυρός που χάθηκε μες απ’ τα χέρια μας… Ο Τούλης έφυγε εδώ και χρόνια κι ήρθε πια ο καιρός ν’ αξιοποιήσω ένα από τα δώρα που μ’ άφησε. Σαν να τον ακούω ακόμα να μου λέει πως «σ’ έναν γάμο, θυμάμαι ήταν χειμώνας και είχε μισό μέτρο χιόνι έξω. Ξεκινήσαμε παίζοντας απ’ το σπίτι του γαμπρού για να πάμε να πάρουμε τη νύφη. Στο δρόμο πετούσαν κάτω τα παλτά για να περάσουμε, χόρευαν μέσα στο χιόνι…». Μ’ αυτή την σκηνή ξεκινάει και το νέο μου μυθιστόρημα «Γιαλάν ντουνιάς» που εξελίσσεται το 1960 στην Κοζάνη και θα κυκλοφορήσει σύντομα απ’ τις εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ. Μια σκηνή με την πόλη να βουλιάζει στο χιόνι αλλά τον Τούλη να παίζει μπροστά με το κλαρίνο του κι ο κουμπάρος και τα μπρατίμια να στρώνουν τα παλτά τους για να περάσει. Μια σκηνή που αν και δεν την έζησα, κάθε που χιονίζει την βλέπω μπροστά μου κι εκείνον πριν βάλει το κλαρίνο στο στόμα να γνέφει στους άλλους για ν’ ακολουθήσουν.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Τα παλιά σινεμά της Κοζάνης.

Τα κυριακάτικα απογεύματα των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων είχαν τα ονόματα τους. ΑΣΤΡΟΝ, ΗΡΩ , ΟΛΥΜΠΙΟΝ, ΡΕΞ , ΤΙΤΑΝΙΑ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ. Αγαπημένοι προορισμοί, σκοτεινές αίθουσες γεμάτες ασπρόμαυρες ή έγχρωμες εικόνες που μας ψυχαγωγούσαν αλλά και πυροδοτούσαν τις φαντασιώσεις και τα όνειρα μας. Κινηματογράφοι της Κοζάνης, μιας άλλης εποχής, επί των οδών Δημοκρατίας, Ειρήνης, Παύλου Μελά, με τις φωτεινές τους επιγραφές και τις γεμάτες φωτογραφίες προθήκες τους που τις χαζεύαμε για ώρα μέχρι ν’ αποφασίσουμε πού θα κόψουμε εισιτήριο. Όπου μας επιτρεπόταν βέβαια καθώς οι καρφιτσωμένες διαγώνια χάρτινες επιγραφές με τα μαύρα γράμματα με φράσεις όπως “κατάλληλον άνω των 13 ετών” και “κατάλληλον άνω των 17 ετών” μας απογοήτευαν αλλά ξέραμε πως, θέλοντας και μη, θα ΄ρχόταν η μέρα που θα τις προσπερνούσαμε καμαρωτοί, σαν κάποια απ’ τα εμπόδια που ξεπεράσαμε στην πορεία για την ενηλικίωση μας.
Η προσπάθεια να εξασφαλιστεί το απαραίτητο χρήμα για την κάλυψη του εισιτηρίου, αλλά και του σάντουιτς με το απαραίτητο μικρό γάλα κακάο ΑΓΝΟ που θα προμηθευόμασταν από τους Σιούλα- Τσικριτζή, τον Λάτσκο ή τον Γεμπεκλή, ξεκινούσε ουσιαστικά απ’ το Σάββατο το βράδυ όταν επαναλαμβάναμε ξανά και ξανά στην μάνα μας πως έπρεπε να μας ξυπνήσει νωρίς το πρωί για να προλάβουμε να πιάσουμε κάποια απ’ τα μανάλια στην λειτουργία του Αη Κωνσταντίνου. Τα εξαπτέρυγα και τα κεριά που σηκώναμε ακολουθώντας τις ψαλμωδίες των παπάδων μες το Ναό σήμαιναν πέντε δραχμές που μας χορηγούσε στο τέλος κάποιος απ’ τους Επιτρόπους, ενώ ο φέρων τον Σταυρό, καημός και μεράκι που μου ‘μεινε ανεκπλήρωτος, κέρδιζε 10 δραχμές, καθώς ηγούνταν της πομπής. Αλλά πώς να τον προλάβεις όταν υπήρχε πάντα κάποιος γρηγορότερος στα πόδια… Μεσημέρι Κυριακής με την τελευταία μπουκιά ακόμα στο στόμα, στο γήπεδο για να δούμε την ΚΟΖΑΝΗ, με είσοδο ελεύθερη για μας τους μυξαρέους , μια ολιγόλεπτη επιστροφή στο σπίτι και αμέσως για το κέντρο της πόλης και τους κινηματογράφους για να προλάβουμε την πρώτη προβολή, που άλλοτε ήταν 5 με 7 και άλλοτε 6 με 8, ανάλογα με την εποχή. Δεν πολυσκοτιζόμασταν όμως ακόμα και αν το έργο είχε αρχίσει. Πολλές φορές ξεκινούσαμε με το δεύτερο μέρος και έπειτα παρακολουθούσαμε και το πρώτο. Κι όχι μόνο εμείς, αλλά κι οι μεγάλοι, κάτι που σχολίασε κάποτε αρνητικά ο ξενομερίτης σύζυγος μιας θείας, “μα είναι δυνατόν να μπαίνετε για να δείτε το έργο απ’ τη μέση; Πού ακούστηκε αυτό;”, για να εισπράξει το… πληρωμένο σχόλιο, “όλα τα ξέρει! Ιπειδής είνι απ’ τ’ν Ανθήνα θαρρεί κάποιους είνι!” Τα κριτήρια επιλογής της ταινίας κυμαίνονταν ανάμεσα στο τι μας επιτρέπονταν να δούμε και στο τι μας προτείνονταν από συνομήλικους, “να πάτε σ’ αυτό. Φαίνεται το βρακί της πρωταγωνίστριας!”, “όλο;” “εμ τι; Του μ’σο;” Πώς να μην παρακολουθήσεις έπειτα και δεύτερη φορά το έργο κι ας ήξερες πως σπίτι θα τ’ ακούσεις για τα καλά. Υπήρχαν φορές που άξιζε τον κόπο και άλλες που έλεγες, “σιγά το βρακί! Κι τ’ς έμασα κι τζάμπα”. Οι μεγάλες ουρές που έφταναν μέχρι έξω στον δρόμο, οι κατάμεστες αίθουσες, συνηθισμένο και συχνό φαινόμενο, ειδικά όταν προβαλλόταν σπουδαίες ταινίες. Τελευταία φορά που θυμάμαι να στηθήκαμε σε ουρά ήταν έξω απ’ το ΑΣΤΡΟΝ. Κυριακή απόγευμα για το πρώτο μέρος του αριστουργήματος του Μπερτολούτσι 1900 και Δευτέρα για το δεύτερο, την μόνη ίσως φορά που πήγα σινεμά καθημερινή στα μαθητικά μου χρόνια. Η εποχή της τηλεόρασης έθεσε στο περιθώριο την εποχή των κινηματογραφικών αιθουσών και σιγά σιγά έσβησαν τα φώτα τους ο ένας μετά τον άλλο. Ευτυχώς όχι όλοι. Για τον ΦΙΛΙΠΠΟ έγινε μια προσπάθεια επαναλειτουργίας του με νέα ονομασία CINEPOLIS, που δυστυχώς δεν μακροημέρευσε, αλλά εκείνο που τα κατάφερε τελικά ήταν το ΟΛΥΜΠΙΟΝ χάρη στις προσπάθειες και το μεράκι της οικογένειας Χαλκίδη και ιδιαίτερα του κ. Τέλη που αποχαιρετίσαμε πριν λίγες μέρες. Σεμνός, σοβαρός, μετρημένος, κέρδιζε τον σεβασμό με την στάση του και την εκτίμηση με την δράση του ως επιχειρηματίας. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω τον Μάη του 1993, όταν μια σύμπραξη δύο ερασιτεχνικών ομάδων της πόλης, ΟΧΛΗΡΟΙ ΠΟΛΙΤΑΙ και ΘΕΑΤΡΟΔΡΟΜΙΟ, αποφάσισε να ανεβάσει την επιθεώρηση μου “Ο βασιλικός κι οι γλάστρες” στον μόνο διαθέσιμο, τότε, χώρο, το κινηματοθέατρο ΟΛΥΜΠΙΟΝ. Ο τρόπος που μας φέρθηκε άψογος και το ενδιαφέρον να βοηθήσει στην καλύτερη προώθηση της παράστασης μας συγκινητικό. Έκτοτε, τον θυμάμαι σε κάθε επίσκεψη μου στον κινηματογράφο να κάθεται στο μπαλκονάκι, αριστερά καθώς ανεβαίναμε την εσωτερική σκάλα του ΟΛΥΜΠΙΟΝ και να σηκώνεται ερχόμενος προς το μέρος μας για να μας υποδεχτεί και ν’ ανταλλάξει μαζί μας δύο κουβέντες. Άπειρες ώρες έχω περάσει σ’ αυτό το σινεμά όχι μόνο βλέποντας ταινίες αλλά και… χορεύοντας τις εποχές που μετατρεπόταν σε κέντρο διασκέδασης, κυρίως την περίοδο της αποκριάς, με το όνομα ΓΑΛΑΞΙΑΣ, αν δεν με απατά η μνήμη μου, πριν ακόμα περάσει στην οικογένεια Χαλκίδη, όταν μας πήγαιναν οι γονείς μας νωρίς το απόγευμα ντυμένους καρναβάλια για να συμμετάσχουμε στα θρυλικά μπαλταφάν, και είναι σίγουρο πως θα τον επισκεφτώ πολλές φορές ακόμα. Πάντα όμως θα ξεχωρίζω τις στιγμές που ανεβαίνουμε αυτά τα σκαλιά με το εισιτήριο στο χέρι, έχοντας την αίσθηση πως βαδίζουμε για να μπούμε σ’ έναν κόσμο μαγικό. Και μπαίνουμε. Έναν κόσμο που συνδέει τα χρόνια της νιότης με τα χρόνια της ωριμότητας, δείχνοντας μας πως αρκούν μερικές όμορφες εικόνες και κάποιες εξαίσιες μουσικές για να νιώσεις σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ένα αντίο στον αγαπητό κύριο Τέλη Χαλκίδη και ένα ευχαριστώ που χάρη σ’ αυτόν έμεινε ζωντανό και θα συνεχίσει να υπάρχει ένα κομμάτι της ζωής μας σ’ αυτή την πόλη. Υ.Γ. 1. ΗΡΩ: Στη μία άκρη του δρόμου όπου γινόταν η καθιερωμένη βόλτα. Η άλλη, το Καμπαναριό του Αη Νικόλα. Γι’ αυτό οι Κοζανίτες χαριτολογώντας ονόμαζαν την βόλτα ως διαδρομή ΗΡΩ- Καμπαναριό, Καμπαναριό- ΗΡΩ. 2. ΡΕΞ: Θερινός κινηματογράφος που πρόλαβα για λίγο και βρισκόταν δίπλα ακριβώς στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ. 3. Μυξαρέοι: Έτσι ονόμαζαν οι μεγαλύτεροι τους μικρότερους.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Φύγε βάσανο...

Κατέπεσε. Πόσο ακόμα; Ενενήντα επτά κλεισμένα κι ας έχει γενέθλια σε λίγες μέρες. Οι ώρες στο κρεβάτι εικόνες απ’ όσα έζησε. Κάποιες συχνές, επαναλαμβανόμενες. Άλλες σταθερές, ακλόνητες. Όπως το κάδρο της συμβίας στον απέναντι τοίχο που δραπέτευσε πριν λίγα χρόνια. Απ’ το κρεβάτι κι εκείνη, αλλά μ’ αυτόν όρθιο. Μόνος του, πολλά βήματα στο μπαλκόνι, λίγα έξω απ’ την πόρτα, ώσπου… Το πλήρωμα του χρόνου, σκέφτεται και δεν παραπονιέται. Νομίζει… Κάπου κάπου του ξεφεύγει κάποιος αναστεναγμός, κάποια ιδιοτροπία, σύντροφος της ανημποριάς, κάποια γκρίνια, η κουβέντα για το μέλλον που έχει μικρύνει. Ο γάμος της εγγονής παραδοσιακός. Με κλαρίνα, κορνέτες, γκραν κάσες. Μόλις το ‘μαθε στραβομουτσούνιασε κι όχι ότι δεν την αγαπάει και δεν χαίρεται. Αλλά, να... Πώς, και θα προλάβει; Την Πέμπτη άρχισαν να χτυπούν τα όργανα μες το σπίτι, τα χέρια υψώθηκαν, τα λαρύγγια βράχηκαν, μέτωπα και πρόσωπα γυάλισαν, περιμένοντας το νυφικό. Έσφιξε στην χούφτα τα εικοσάρικα που ΄δωσε στον γιο και του χάλασε. Περίμενε και μάζευε δυνάμεις. Η ψυχή πρόθυμη, η σάρκα όμως; Στο μικρό δωμάτιο του τα όργανα δεν χώρεσαν. Το πλημύρισε η μελωδία τους. Νύφη και γιος έβαλαν τα χέρια κάτω απ’ τις μασχάλες. Όρθιος, πρώτα άνοιξε την χούφτα και τα εικοσάρικα στόλισαν το κλαρίνο. Ύστερα, αφουγκράστηκε για λίγο πριν σηκώσει το δεξί πόδι κι ύστερα το αριστερό. Και μια και δύο φορές και παραπάνω. Σαν να πατούσε στα κύματα της μουσικής και αυτά να τον πηγαινόφερναν όσο κράτησε το αγαπημένο του. «Φύγε βάσανο από μένα…» Ξέπνοος αλλά ξαπλωμένος, έστρεψε το βλέμμα σ’ εκείνη. - Το χόρεψες πάλι… Δεν άκουσε καλά τι του ‘πε. Του το επανέλαβε. Ανασηκώθηκε αλλά και πάλι έπιασε μόνο τις δύο πρώτες λέξεις. Τουλάχιστον είδε καλύτερα το χαμόγελο της. Υ.Γ. Η εικόνα είναι λεπτομέρεια από τον πίνακα του Αργύρη Παφίλη που θα κοσμήσει το εξώφυλλο του νέου μυθιστορήματος μου που έχει τίτλο «Γιαλάν ντουνιάς», «Ψεύτικος κόσμος» στο κοζανίτικο ιδίωμα.

Ο Μιχάλης Πιτένης επί σκηνής (2ο μέρος)

απο TOGETHERTEAM 25 Ιανουαρίου 2022 Κείμενο Λίλα Κύρου Φωτογραφίες: Γιώργος Σιαμπανόπουλος Η σκιαγράφηση της πορείας του συγγραφέα Μιχάλη Πιτένη στον χώρο του θεάτρου, έπειτα από 28 χρόνια και έντεκα έργα. Μια σκιαγράφηση και μια αποτίμηση της πορείας που είχε έντεκα σημαντικούς σταθμούς για τον ίδιο. Στο πρώτο μέρος φτάσαμε μέχρι το 1997 και σ’ αυτό φτάνουμε μέχρι το σήμερα και το τελευταίο του έργο «Με την πένα σπαθί». Η συνέχεια επί…σκηνής Το 1999 έχουμε την επιστροφή του Πιτένη στην κωμωδία αλλά και την είσοδο του στο επαγγελματικό θέατρο, καθώς το έργο του “Η νόσος των παντρεμένων γυναικών” θ’ ανέβει από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης, μαζί με το έργο το Γ. Παφίλη “Μαξιλαράκια από φελιζόλ”, υπό τον γενικό τίτλο “Άνω Κάτω”.
Μετά από έξη χρόνια στο ερασιτεχνικό θέατρο περνάτε πια στο επαγγελματικό με την πρώτη σας συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ. Πώς ήταν η μετάβαση από τον έναν χώρο στον άλλο; Το σκέφτεται λίγο. “Εύκολη. Παρόλο που ό,τι κάναμε στο ερασιτεχνικό θέατρο ήταν καρπός της καλύτερης δυνατής προσπάθειας απ’ όλους, υπήρχαν και δυσκολίες μέχρι ν’ ανέβει μια παράσταση που για να ξεπεραστούν έπρεπε να τρέξουμε όλοι. Αν αγαπάς το θέατρο το κάνεις ευχάριστα, αλλά έρχεται κάποια στιγμή που κουράζεσαι. Φυσικά στο επαγγελματικό θέατρο τα πράγματα είναι διαφορετικά, έχεις άλλης φύσεως θέματα και ζητήματα. Πάντως εγώ στάθηκα τυχερός, η τότε καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ, η Νανά Νικολάου, μου έδωσε πολύ καλά εφόδια να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου. Ανέθεσε το έργο στον εξαιρετικό σκηνοθέτη Στέφανο Κοτσίκο και τον πρωταγωνιστικό ρόλο ανέλαβε η αείμνηστη Ελευθερία Βιδάκη. Πιστεύω πως ευτύχησα να κάνω αυτό το πρώτο και καθοριστικό βήμα με τους κατάλληλους ανθρώπους, πατώντας σε στέρεο έδαφος.” Επιστρέψατε όμως πάλι στην κωμωδία… Γελάει. “Πήγα στα σίγουρα, στη δοκιμασμένη συνταγή. ¨Η νόσος των παντρεμένων γυναικών¨ βέβαια δεν σατίριζε την επικαιρότητα αλλά προσπαθούσε να προσεγγίσει, με χιούμορ, τις ανθρώπινες σχέσεις και ειδικά τις σχέσεις ανάμεσα σ’ ένα παντρεμένο ζευγάρι. Ουσιαστικά, πάλι κάτι νέο για μένα.” Το καλοκαίρι του 2000 έρχεται η συνεργασία με άλλο επαγγελματικό θίασο, το Θέατρο Καισαριανής. με την αστυνομική κωμωδία, πολλών ανατροπών και απρόοπτων, “Το πακέτο”, που παίχτηκε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. “Η συνεργασία μου με το θέατρο Καισαριανής υπήρξε για μένα μια ξεχωριστή και σημαντική εμπειρία. Γνώρισα ταλαντούχους ανθρώπους που αντιμετώπισαν τόσο το έργο μου όσο και μένα με πολύ αγάπη και σεβασμό.”
Διάλειμμα 9 χρόνων! Η θεατρική πορεία σ’ αυτό το σημείο φαίνεται να ανακόπτεται καθώς θα πρέπει να περάσουν εννιά χρόνια για να συνεχιστεί με το έργο η “Η ζωή δίπλα μας”. Μια διακοπή για καλό λόγο, όπως μας εξηγεί ο ίδιος ο συγγραφέας. “Δεν βγήκε φυσικά το θέατρο απ’ την ζωή. Δοκίμαζα την τύχη μου σ’ ένα διαφορετικό είδος λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα, ένα είδος απαιτητικό, που απαιτεί και πολύ και όλο το διαθέσιμο χρόνο.”
Ωστόσο, την περίοδο 2008- 2009 θα του γίνει η πρόσκληση από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης να διασκευάσει διηγήματα της πρώτης του συλλογής “Τα κουβάρια της σιωπής” (1995- εκδόσεις ΚΟΝΤΕΟΣ) για να παρασταθούν επί σκηνής και να παρουσιαστούν σε διάφορες γωνιές της Δυτικής Μακεδονίας, μέσω της σκηνής του ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ. Έτσι, συνδυάζει τις δύο μεγάλες του αγάπες. Λογοτεχνία και θέατρο. “Δεν είναι το ευκολότερο πράγμα να διασκευάσεις δικά σου κείμενα”, τονίζει. “Πρέπει να λογοκρίνεις τον ίδιο σου τον εαυτό, να κόψεις και να πετάξεις κομμάτια που ενώ λειτουργούν σ’ ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν λειτουργούν στη σκηνή. Υπήρχε και η απόσταση του χρόνου. Κείμενα του 1994-1995 ξαναδουλεύτηκαν με βάση την οπτική που είχα αποκτήσει το 2008. Μετά από 13 χρόνια έχει αλλάξει, σε κάποιο βαθμό, ο τρόπος που σκέφτεσαι και ο τρόπος που βλέπεις και κρίνεις τα πράγματα. Κι αυτό προσπάθησα να κάνω. Να ¨ανανεώσω¨ τα κείμενα με βάση και την δική μου ωρίμανση ως άνθρωπος.” Μαύρη κωμωδία! Το 2011 έρχεται η ώρα της σουρεαλιστικής, μαύρης, κωμωδίας, με το έργο “Όπου ο νεκρός και να κρυφτεί ο Καλλικράτης θα τον βρει”, συμπαραγωγή ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και ΟΧΛΗΡΩΝ. Ένα εγχείρημα που ξάφνιασε, αλλά και πέρασε στον κόσμο. “Ήταν πράγματι ένα ρίσκο και ταυτόχρονα μια αναγκαιότητα”, σημειώνει. “Η χώρα είχε μπει στα μνημόνια, η ζωή μας άλλαξε δραματικά προς το χειρότερο και ενώ το γέλιο το είχαμε ανάγκη όλοι μας. Πιστεύω πως το έργο αυτό είναι το πιο πολιτικό έργο που είχα γράψει μέχρι τότε και χαίρομαι που έτυχε μεγάλης αποδοχής. Δεν μπορείς να γράφεις αγνοώντας ό,τι συμβαίνει γύρω σου και από την στιγμή που αποφασίζεις να εκτεθείς δημόσια οφείλεις να πεις την δική σου αλήθεια με παρρησία, όπως εσύ την αντιλαμβάνεσαι. Κι αυτό πιστεύω πως έκανα.”
Θα μεσολαβήσει ένα διάστημα επτά χρόνων μέχρι τον Οκτώβριο του 2018 που ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο. Συνεργάζεται με την πασίγνωστη τραγουδίστρια και πολύ αγαπητή στην νύχτα της Κοζάνης Καίτη Τσιμπέρη, που ακούει και στο ψευδώνυμο Μαζόχα! Στο έργο “Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια” , παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, η κ. Καίτη ερμηνεύει έναν μονόλογο που αφηγείται την ζωή μιας τραγουδίστριας των σκυλάδικων, αποδίδοντας με τον δικό της μοναδικό τρόπο και μια σειρά από αγαπημένα λαϊκά τραγούδια. Το αποτέλεσμα; Πέρα από κάθε προσδοκία, τα εισιτήρια εξαντλούνται σε λίγες ώρες. Ο συγγραφέας αποδίδει τα εύσημα γι’ αυτό στην κ. Καίτη! “Η κυρία Καίτη! Μοναδική εμπειρία η συνεργασία μαζί της. Την γνώριζα ως τραγουδίστρια, την θαύμαζα, την απόλαυσα πολλές φορές. Την αγάπησα μέσα από την συνεργασία μας. Λειτούργησε σαν την καλή μαθήτρια που προσέρχεται στο σχολείο πάντα διαβασμένη, με σεβασμό στο κείμενο και στο σκηνοθέτη της. Αν και έπαιξε πρώτη φορά θέατρο κέρδισε τις εντυπώσεις και επιβεβαίωσε, για μια ακόμα φορά, πως είναι στις καρδιές πολλών ανθρώπων. Χάρη σ’ αυτή μπήκε στο θέατρο κόσμος που δεν είχε ξανάρθει ποτέ. Μακάρι οι δρόμοι μας να διασταυρωθούν και πάλι .” Όσο για το κείμενο, “μια ακόμα δοκιμή, ένα στοίχημα, αν θέλετε. Έχω πάει σε σκυλάδικα, γλέντησα στα μπουζούκια, αλλά για να το γράψω έκανα και έρευνα. Πάντως δεν πρόκειται για την ζωή της κ. Καίτης, αν και μου υποσχέθηκε πως την δική της ζωή θα μου την διηγηθεί κάποια μέρα αλλά για να την κάνουμε μυθιστόρημα.”
Τα Χριστούγεννα του 2019 αλλάζει πεδίο δράσης με το οικογενειακό μιούζικαλ του ΔΗΠΕΘΕ “Χριστούγεννα ξανά”. Μια νέα, πρωτόγνωρη αλλά και απολαυστική για τον ίδιο, δοκιμασία. “Πάντα μ’ ενδιέφερε να γράψω ένα μιούζικαλ. Ο συνδυασμός λόγου και μουσικής είναι άκρως γοητευτικός. Είχα κάνει κάποιες δοκιμές κατά το παρελθόν, χωρίς όμως ποτέ να ολοκληρωθούν. Δυσκολεύτηκα αρκετά αλλά χάρηκα πάρα πολύ το αποτέλεσμα. Είναι αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες εμπειρίες της μέχρι τώρα θεατρικής μου πορείας.”
Τελευταίος του σταθμός, αλλά όχι έσχατος, το ιστορικό δράμα “Με την πένα σπαθί”, μια υποθετική συνάντηση δύο τοπικών ιστορικών προσωπικοτήτων της Μητιώς Μεγδάνη- Σακελλάριου και του Γεώργιου Λασσάνη. Ένα έργο που έκανε πρεμιέρα στις 31 Ιουλίου και ίσως συνεχιστεί, για το οποίο ο ίδιος υποστηρίζει το ότι γράφτηκε την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του ‘21 είναι απλώς η αφορμή, όχι η αιτία. “Πάνε χρόνια που είχα διαβάσει για την Μητιώ και έκτοτε υπήρχε στο μυαλό μου πως για την γυναίκα αυτή, μια γυναίκα πρωτοπόρο και αξιοθαύμαστη, θα ήθελα κάτι να γράψω. Χαίρομαι που το έργο άρεσε και ελπίζω να είναι απλώς η αρχή και να καταφέρω να γράψω και μια μονογραφία για την Μητιώ, καθώς πιστεύω ότι το αξίζει και με το παραπάνω. Μπορεί να μην πολέμησε, να έζησε ουσιαστικά στη σκιά μεγάλων ανδρών, αλλά τα κατορθώματα της μόνο αμελητέα δεν είναι.”
Και η συνέχεια; Η πορεία του Μιχάλη Πιτένη στο θέατρο δεν ολοκληρώνεται φυσικά εδώ. Ήδη προετοιμάζει το επόμενο βήμα που θα είναι το λιμπρέτο μιας οπερέτας, την μουσική της οποίας θα γράψει ο Γιώργος Τζούκας. Κλείνοντας, η ερώτηση αναπόφευκτη. Λογοτεχνία ή θέατρο; Για τον ίδιο δεν υπάρχει δίλημμα. “Ποτέ δεν τα ξεχώρισα. Για μένα είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος.”

Ο Μιχάλης Πιτένης επι σκηνής (1ο μέρος)

απο TOGETHERTEAM 19 Νοεμβρίου 2021
Κείμενο Λίλα Κύρου Φωτογραφίες: Γιώργος Σιαμπανόπουλος Είκοσι οκτώ χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τότε που ο Μιχάλης Πιτένης έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως θεατρικός συγγραφέας. Είκοσι οκτώ χρόνια και έντεκα έργα, με τελευταίο αυτό που ανέβασε το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης στις 31 Ιουλίου 2021. Έντεκα έργα που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεματολογίας, από την σάτιρα, την κωμωδία, την επιθεώρηση, το δράμα, μέχρι και το μιούζικαλ. Μια πορεία παράλληλη μ’ εκείνην της λογοτεχνίας, όπου ο απολογισμός είναι οκτώ έργα, πέντε μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων.
Ποιος όμως είναι ο θεατρικός συγγραφέας Μιχάλης Πιτένης και πώς βλέπει ο ίδιος την μακροχρόνια διαδρομή σ’ αυτό τον χώρο; Με μια πρώτη ανάγνωση των έργων του φαίνεται αμέσως η διάθεση του συγγραφέα να δοκιμάζει καινούργια πράγματα, τόσο σε ό,τι αφορά τον τρόπο γραφής όσο και στα θέματα που επιλέγει. Παίρνοντας το ρίσκο να αφήσει το δοκιμασμένο και πετυχημένο περνώντας σε κάτι άλλο. Έτσι, ενώ ξεκινάει χρησιμοποιώντας το κοζανίτικο ιδίωμα στο πρώτο του θεατρικό έργο, το “Αποκριές είναι, συνήθως… περνούν” το Φλεβάρη του 1993, θα το εγκαταλείψει ως τρόπο έκφρασης πολύ σύντομα επανερχόμενος σ’ αυτό μόνο μια φορά στην κωμωδία “Πού ‘ν’ τς οι άλλοι;”του 1997, γράφοντας έκτοτε μόνο στην γλώσσα της εποχής μας. Παράλληλα, ενώ φαίνεται να του ταιριάζει και να τα πάει καλά στην σάτιρα και την κωμωδία, “Ο βασιλικός κι οι γλάστρες” – 1993, “Η νόσος των παντρεμένων γυναικών” -1999, “Το πακέτο” -2000, “Όπου ο νεκρός και να κρυφτεί ο Καλλικράτης θα τον βρει” – 2011, δεν θα διστάσει να περάσει στο δράμα αλλά και το μιούζικαλ, με επιτυχία και εκεί αν λάβουμε υπόψη μας την αποδοχή που είχαν τα έργα του “Είναι μακριά η πατρίδα” του 1997, “Η ζωή δίπλα μας” του 2009, “Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια” του 2018, “Χριστούγεννα ξανά” του 2019 και το πρόσφατο “Με την πένα σπαθί”! Αλλαγή θεματολογίας και τρόπου γραφής Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της θεατρικής παραγωγής του Πιτένη είναι οι αλλαγές στον τρόπο γραφής αλλά και στην θεματολογία. Αλλαγές που, θεωρητικά, έχουν το ρίσκο τους, αλλά που τις τολμά. Ο ίδιος εξηγεί: “Νομίζω πως το μεγαλύτερο ρίσκο βρίσκεται στην τυποποίηση. Το να δοκιμάζεις κάτι καινούργιο στην γραφή φυσικά και κρύβει κινδύνους, αλλά και πολλές γοητευτικές προκλήσεις. Σ’ αυτό θα μπορούσα να πω πως με βοήθησε η θητεία μου ως δημοσιογράφος καθώς από τότε που ξεκίνησα, το μακρινό 1980, έχω δοκιμάσει διάφορα πράγματα στον τρόπο της γραφής και της έκφρασης μου, εκτιμώντας πως έτσι θα μπορέσω να βελτιωθώ και να αποδώσω καλύτερα αυτό που ήθελα να πω. Ανάλογη συνταγή χρησιμοποίησα στην λογοτεχνία, αλλά και στο θέατρο. Αγαπάω πάρα πολύ το γέλιο, εκτιμώ αφάνταστα τους ανθρώπους που έχουν χιούμορ, που αυτοσαρκάζονται αλλά συγκινούμαι εξίσου εύκολα. Πιστεύω πως ο κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη να ισορροπεί ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο καταστάσεις. Να γελά αλλά και να συγκινείται. Σε όλα μου τα έργα, επιδίωξα να συνυπάρχουν αυτά τα δύο στοιχεία. Ωστόσο είναι και κάτι που μου βγαίνει αυθόρμητα, αβίαστα, γιατί αυτός είναι ο τρόπος που σκέφτομαι, ο τρόπος που λειτουργώ.” Το πρώτο… ρίσκο! Η παρθενική συγγραφική εμφάνιση έγινε με την χρήση του κοζανίτικου ιδιώματος την περίοδο της αποκριάς του 1993 με το έργο “Αποκριές είναι, συνήθως… περνούν”, μια σάτιρα της τότε πολιτικής ηγεσίας του τόπου, πολλά μέλη της οποίας δεν σατιρίστηκαν απλώς, αλλά είδαν… τον εαυτό τους να παρελαύνει και από την μικρή σκηνή του Κοβεντάρειου, της γνωστής αίθουσας συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Κοζάνης, όπου δόθηκαν οι δύο παραστάσεις του έργου. Αναπολώντας εκείνη την περίοδο ο συγγραφέας σχολιάζει: “Είναι αλήθεια πως ό,τι έγινε τότε, έγινε έχοντας και κάποια άγνοια κινδύνου, καθώς μπορεί σε όλους ν’ αρέσει η σάτιρα, αλλά λίγοι είναι εκείνοι που πραγματικά την αποδέχονται και μπορούν να την αντέξουν όταν τους αφορά, ειδικά όταν βλέπουν μια ομάδα παιδιών, γιατί παιδιά ήμασταν τότε, να τους μιμούνται και να τους σατιρίζουν. Εμείς, ευτυχώς, δεν αντιμετωπίσαμε τέτοιο πρόβλημα αφού οι τοπικοί άρχοντες της εποχής έδειξαν πως την αντέχουν και δίνοντας το παρόν στις δύο παραστάσεις μας ουσιαστικά στήριξαν αυτό μας το εγχείρημα. Το σημαντικότερο βέβαια είναι πως το στήριξε ο κόσμος που κατέκλυσε την αίθουσα.”
Τα επόμενα βήματα Η συνέχεια δεν αργεί και τον Μάη του 1993 η ομάδα που έκανε το πρώτο της χτύπημα με το “Αποκριές είναι, συνήθως… περνούν” έχοντας αποκτήσει όνομα, ΟΧΛΗΡΟΙ ΠΟΛΙΤΑΙ (σ.σ. με ιδρυτικά μέλη τους Γ. Κοντορίκο, Μ. Πιτένη, Δ. Συνδουκά και Β. Τζημόπουλο) συνεργάζεται με το ΘΕΑΤΡΟΔΡΟΜΙΟ, μια απ’ τις παλιότερες θεατρικές ομάδες της περιοχής, και παρουσιάζουν στην αίθουσα του κινηματοθεάτρου ΟΛΥΜΠΙΟΝ την επιθεώρηση “Ο βασιλικός κι οι γλάστρες”!Μια σάτιρα που ξεφεύγει από τα τοπικά δρώμενα και περνάει στα πανελλήνια χρησιμοποιώντας την γλώσσα της εποχής μας.
Πώς κρίνει ο ίδιος εκείνη την παράσταση; “Τότε βρισκόταν στην επικαιρότητα το θέμα της βασιλικής περιουσίας που διεκδικούσε ο τέως βασιλιάς. Εξ ου και ο τίτλος. Δεν περιοριστήκαμε βέβαια μόνο σ’ αυτό, αλλά καλύψαμε, στο μέτρο του δυνατού, όλη την τότε πολιτική επικαιρότητα. Ακόμα και σήμερα φίλοι που συμμετείχαν σ’ αυτή την παράσταση την νοσταλγούν και την χαρακτηρίζουν ως κάτι πρωτοποριακό για την περιοχή μας και το ερασιτεχνικό θέατρο. Έκτοτε, έγιναν πολλές συζητήσεις για το πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι ανάλογο με καινούργιο έργο, χωρίς δυστυχώς να το επαναλάβουμε ποτέ.” Θα περάσουν τέσσερα χρόνια μέχρι να γίνει το επόμενο βήμα, που θα έρθει την περίοδο της αποκριάς του 1997 με την κωμωδία “Πού ‘ν’ τς οι άλλοι;”. Και εδώ επανέρχεται και κυριαρχεί το κοζανίτικο ιδίωμα, ενώ ο γενικός τίτλος που δόθηκε στα δύο διαφορετικά μέρη που συνέθεταν την παράσταση, “Κοζάνη πόλη του βιβλίου” και “Το προξενιό της Τσιπούλας”, ανήκε στον πατέρα του συγγραφέα, για τον οποίο θυμάται με συγκίνηση: Το “Πού ‘ν’ τς οι άλλοι;” είναι μια φράση γνωστή στους παλαιότερους Κοζανίτες την οποία καθιέρωσε ο αείμνηστος πατέρας μου, ο Ζήσης, ο οποίος διακρινόταν για το έξυπνο, και καυστικό πολλές φορές, χιούμορ του. Θυμάμαι πόσο είχε χαρεί που χρησιμοποίησα μια δική του φράση για τον τίτλο και έδωσε το παρόν σε όλες τις παραστάσεις λέγοντας σε όσους τον χαιρετούσαν και τον συνέχαιραν για το έργο, ρωτώντας τον αν έχει κάποια ανάμιξη στη συγγραφή του, ¨εγώ τα λέω, αυτός τα γράφει¨. Η προσέλευση του κόσμου ήταν κάτι παραπάνω από συγκινητική, καθώς κατακλυζόταν καθημερινά η Αίθουσα Τέχνης παρά το χιόνι που έπεφτε όλες τις μέρες και το τσουχτερό κρύο που επικρατούσε.
Το κοζανίτικο ιδίωμα Η πρώτη του εμφάνιση συνδυάζεται με το κοζανίτικο ιδίωμα. Έκτοτε, όμως, θα το επαναλάβει μόλις μια φορά. Το αφήνει οριστικά; “Το κοζανίτικο ιδίωμα δεν το άφησα ούτε θα το αφήσω ποτέ. Είναι η μητρική μου γλώσσα. Κάθε φορά που το χρησιμοποιώ, είναι σαν ν’ ακούω την φωνή της μάνας μου, την φωνή των δικών μας ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια. Το ότι γράφτηκε το πρώτο και το τρίτο μου έργο σ’ αυτή την γλώσσα, και για να είμαστε ακριβείς το μεγαλύτερο μέρος τους, όχι όλο, οφειλόταν στις συγκυρίες. Ανέβηκαν και τα δύο την περίοδο της αποκριάς και είναι γνωστό πως στην Κοζάνη εδώ και χρόνια υπάρχει μια παράδοση να ανεβαίνουν έργα λαογραφικού χαρακτήρα, γραμμένα στο ιδίωμα, που παραπέμπουν, κυρίως, στο παρελθόν. Τα δικά μου δεν είχαν αυτό τον χαρακτήρα. Σάτιρες της εποχής ήταν και η κοζανίτικη γλώσσα είναι αλήθεια πως βοηθάει πάρα πολύ στο να κάνεις σάτιρα. Σ’ αυτόν ειδικά τον τομέα έχει μια μοναδική δύναμη.” Σάτιρα και κοζανίτικο ιδίωμα, ένας δυνατός συνδυασμός. Δεν ξαναμπήκε, άραγε, στον πειρασμό να το ξαναδοκιμάσει; Χαμογελάει. “Αν έλεγα όχι, θα έλεγα ψέματα. Υπήρξαν μάλιστα και πάρα πολλοί που μου το ζήτησαν. Προβληματίστηκα αρκετά, ώσπου κατέληξα πως δεν είναι καλό να επαναλαμβάνεις κάτι, ακόμα και αν αυτό είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Εξάλλου αυτό που με ενδιαφέρει πάντα είναι να δοκιμάζω καινούργια πράγματα. Βέβαια το κοζανίτικο ιδίωμα το ξανασυναντάω στο μυθιστόρημα που τώρα ετοιμάζω και ένα μέρος του εξελίσσεται στην Κοζάνη της δεκαετίας του ΄60 και όλοι οι διάλογοι εκείνης της εποχής θα είναι στα κοζανίτικα.”
Η στροφή στο δράμα Το 1997 θα γίνει η μεγάλη στροφή στο δράμα χάρη σε δύο κείμενα για την μετανάστευση, “Pushcar” και “Οι εικόνες που δεν θυμάμαι”, που θα αποτελέσουν τα μέρη της παράστασης που ανεβάζουν οι ΟΧΛΗΡΟΙ με τίτλο “Είναι μακριά η πατρίδα”, που εκτός της Κοζάνης παρουσιάστηκε και σε άλλες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας. Η αφορμή για να γραφτεί αυτό το έργο ήταν το Παγκόσμιο Συνέδριο Αποδήμων Κοζανιτών που διοργάνωσε η τότε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και στο πλαίσιο του παρουσιάστηκε το ένα μέρος του.“Οι στιγμές που βιώσαμε εκείνη την μέρα στην Αίθουσα Τέχνης ήταν συγκλονιστικές και αξέχαστες” θυμάται ο συγγραφέας χωρίς να κρύβει την συγκίνηση του. “Μετανάστες κάποιας ηλικίας

Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Μύρισε Σαμαρίνα…

"...Είχαμε δρόμο ακόμα που μέχρι να τον διασχίσουμε περίμενα πώς και πώς ν ακούσω τον πατέρα να λέει την συνηθισμένη του φράση. «Μύρισε Σαμαρίνα». Βρισκόμασταν στο τελευταίο ύψωμα πριν πάρουμε τις κατηφόρες. Έπαιρνα κουράγιο και έλεγα ¨φτάσαμε¨ κι ας περνούσαν πάνω από είκοσι λεπτά μέχρι να φρενάρουμε μπρος το ποταμάκι της εισόδου όπου έπρεπε όλοι να αποβιβαστούμε για να μην βουλιάξει το λεωφορείο..."
Το παλιό πράσινο λεωφορείο αγκομαχούσε πασχίζοντας να βγάλει τις ανηφόρες. Στα ισιάδια πήγαινε σαν μεθυσμένο για ν’ αποφύγει τις μεγάλες λακκούβες και τις κάθετες ή διαγώνιες χαρακιές, τις πληγές που ΄χε αφήσει πίσω του ο χειμώνας. Ένα πυκνό σύννεφο σκόνης το ‘χε πάρει στο κατόπι, κολλημένο στην πλάτη του. Λίγο μετά την Σμίξη, κάτω απ’ τον ίσκιο που άπλωναν τα έλατα, τα πεύκα κι οι οξιές, ο οδηγός το ΄φερνε δεξιά στην άκρη και τραβούσε χειρόφρενο. Κατεβαίναμε αναμαλλιασμένοι, με πρόσωπα στο χρώμα της ώχρας, παραπατώντας, αλλά χαρούμενοι που θα πατούσαμε έστω και για λίγο χώμα. Ο ιδιοκτήτης της καλύβας έπαιρνε παραγγελίες και άρχιζε να σερβίρει πάνω στους ξύλινους πάγκους. Ο πατέρας μου γέμιζε μέχρι πάνω το ποτήρι του με παγωμένη μπύρα και καθώς την έφερνε στα χείλη του εγώ ορμούσα στο λαχταριστό ζυμωτό ψωμί και το πεντανόστιμο τυρί! Ξανανεβαίναμε. «Άντε, μια ανάσα και φτάσαμε». Μια κουβέντα ήταν. Είχαμε δρόμο ακόμα που μέχρι να τον διασχίσουμε περίμενα πώς και πώς ν ακούσω τον πατέρα να λέει την συνηθισμένη του φράση. «Μύρισε Σαμαρίνα». Βρισκόμασταν στο τελευταίο ύψωμα πριν πάρουμε τις κατηφόρες. Έπαιρνα κουράγιο και έλεγα ¨φτάσαμε¨ κι ας περνούσαν πάνω από είκοσι λεπτά μέχρι να φρενάρουμε μπρος το ποταμάκι της εισόδου όπου έπρεπε όλοι να αποβιβαστούμε για να μην βουλιάξει το λεωφορείο. Άλλοι περνούσαν στεγνοί απέναντι, πηδώντας από πέτρα σε πέτρα, άλλοι μούσκευαν τον αστράγαλο και κάποιοι και την γάμπα. Ένα μούγκρισμα της μηχανής, ένας επιδέξιος χειρισμός του τιμονιού από τον οδηγό και η τελευταία και οριστική στάση λίγα βήματα πριν την πλατεία. Σκονισμένοι, κατάκοποι αλλά και ανακουφισμένοι μυρίζαμε, επιτέλους, Σαμαρίνα. Στις σούβλες τα ψητά είχαν αρχίσει ήδη να ροδίζουν καθώς δεν θ’ αργούσε να νυχτώσει και στα μαγαζιά γύρω απ’ τον αιωνόβιο πλάτανο ετοιμάζονταν για ν’ ανάψουν οι μεγάλες γκαζόλαμπες. Ο Τασιούλης, ξάδερφος που ‘γινε ο φίλος του καλοκαιριού, βοηθούσε να σύρουμε την μεγάλη βαλίτσα που οι μεταλλικές της άκρες τσακμάκιζαν πάνω στις πέτρες μέχρι το σπίτι της γιαγιάς. «Ξάδερφε, αύριο τι ώρα να ‘ρθω; Θα σε πάω να παίξουμε σ’ ένα νέο τσαϊρι! Δεν το ξέρεις αυτό…» Λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο, μια μπαταρία πλακέ απ’ τον μπακάλη για τον παραλληλόγραμμο φακό με την στρόγγυλη λάμπα μπροστά του, τον απαραίτητο οδηγό της νύχτας στο θεοσκότεινο χωριό, μια δραχμή κοκορέτσι συνοδευόμενο από μια φέτα ψωμί απ’ την χασαποταβέρνα του Μπούλη και νωρίς για ύπνο, με τον ήχο απ’ τα κλαρίνα και τις κορνέτες να φτάνουν στ’ αυτιά, μακρινός απόηχος ενός γλεντιού που μπορούσε να περιμένει. Κι αύριο μέρα ήταν… Κι η μέρα εκείνη ξημέρωνε νωρίς, μαζί μ’ ένα δροσερό αεράκι και μια ατμόσφαιρα φωτεινή και λαμπερή που και δεμένο να σ’ είχαν στο κρεβάτι πάλι θα σηκωνόσουν. Για τα τσαϊρια, τον Προφήτη Ηλία, την μικρή Παναγιά, την βρύση του Σακελλάρη, τον Ξενία, το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Και την πλατεία όπου λαμποκοπούσαν οι γκαζόλαμπες, τα χρυσαφικά που στόλιζαν λαιμούς και αυτιά των καλοντυμένων γυναικών, τα κοκκινωπά πρόσωπα των τσομπαναραίων που ακουμπισμένοι στην γκλίτσα τους έπιναν το κρασί τους, τα χάλκινα όργανα που άρχιζαν να ηχούν μόλις έδινε το σύνθημα η γκραν κάσα, τα χέρια που σηκώνονταν μόλις ακουγόταν «Τα παιδιά της Σαμαρίνας»… Πάνε χρόνια που ο πατέρας δεν κάνει πια δίπλα μας το ταξίδι, αλλά δεν λείπει ποτέ. Κι όταν φτάσουμε στο κατάλληλο σημείο, γυρνάμε προς το μέρος του και αναφωνούμε όλοι μας: Μύρισε Σαμαρίνα! κι εκείνος χαμογελά…

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...