Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Βραδιές καλοκαιριού

 

Με το πρώτο σκοτάδι γλύκαινε ο καιρός κι η δροσιά που ξεγλιστρούσε απ’ τις αυλές που κατάβρεχαν με το λάστιχο ή το ποτιστήρι οι νοικοκυρές κάπως έσπαζε την κάψα της μέρας που ‘χε φωλιάσει στα ντουβάρια των σπιτιών προσμένοντας πότε θα ανέβει για τα καλά ο ήλιος για να ξεμυτίσει και πάλι.

Βραδιές καλοκαιριού και το παιχνίδι στο δρόμο παρατείνονταν και πέρα απ’ τα μεσάνυχτα καθώς οι μάνες φλυαρούσαν καθισμένες στα πεζούλια ή στα καρεκλάκια τους και τα τρομερά και φοβερά ισκιώματα του φθινοπώρου και του χειμώνα δεν εμφανίζονταν για να μας φοβερίσουν.

Βραδιές καλοκαιριού κι ο Ζήσης ο “λοχαγός” μαζί με τον βοηθό του το Γιαννάκο αράδιαζε τα τραπέζια γύρω απ’ τον Πλάτανο κλείνοντας τον δρόμο ολόγυρα, απ’ τον οποίο δεν περνούσε πια αμάξι, εκτός κι αν ήταν κάποιος ξένος στην Κοζάνη και είχε χαθεί μες τα στενά της.

Στον Πατσώνα, στον "Πλάτανο". Αριστερά η αδερφή μου η Στέλλα, ο αδερφός της μάνας μας ο Τάκης Κοκκαλιάρης, δίπλα του άγνωστος σε μένα, η μάνα μας η Τασίτσα, η μικρή αδερφή της μάνας η Ζωή και ο γράφων με την απαραίτητη γραβάτα!

Βραδιές καλοκαιριού κι όσο κι αν μ’ ενοχλούσε η γραβάτα με το λάστιχο ή το παπιγιόν δεν ήμουν ακόμα σε θέση να αρνηθώ και να παραβιάσω το πρωτόκολλο της μάνας μας της Τασίτσας που δεν άλλαζε είτε πηγαίναμε στην εκκλησία είτε στην ταβέρνα. Κι εκεί, σε μια εποχή που τα πόδια μου δεν έφταναν ακόμα στο χώμα, παρατηρούσα τον πατέρα μου να κινείται γρήγορα ανάμεσα στα τραπέζια και να ανταποκρίνεται σ’ όσους τον φώναζαν  “λοχαγέ”, εξυπηρετώντας τους όλους μ’ ένα χιουμοριστικό σχόλιο, μέχρι το βλέμμα μου να ξεστρατίσει στα σπίτια που έζωναν τον χώρο και μας έκαναν να νιώθουμε σαν να ‘μαστε όλοι ένοικοι της ίδιας αυλής που έβγαλαν τα τραπέζια τους έξω αυτή την ζεστή νύχτα για να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους και να πουν δύο κουβέντες μεταξύ τους.  

Η μνήμη έχει την τάση να εξιδανικεύει το παρελθόν και να εξωραΐζει κάθε τι που συνέβη, που πέρασε. Κοιτάζοντας τις παλιές φωτογραφίες, τους θεματοφύλακες των απωλειών αλλά και των αναμνήσεων μας, λες και κάτι συμβαίνει μέσα μου που ενεργοποιεί τα φίλτρα για να περάσουν στο παρόν όσα και ό,τι μπορεί να με γλυκαίνουν απ’ το παρελθόν. Έτσι σπάει ο κόμπος στο λαιμό που μου δημιουργούν, θέλοντας και μη, όσοι και όσα χάθηκαν, έτσι αναζητώ μια απόμερη πλατεία όπου απλώσαν τραπέζια για να πιάσω τόπο, έτσι γίνομαι εγώ  “ο μπαμπάς που κερνάει” κι ας πληρώνουν οι … ευνοούμενοι βαρύ τίμημα με το να με ακούνε να τους λέω, ξανά και ξανά, τι θυμάμαι, έτσι γλυκαίνουν οι βραδιές του καλοκαιριού…       


Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Δεκαπενταύγουστος στη Σαμαρίνα

 

Οι μνήμες επιστρέφουν. Μέσα από μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, με το τσούγκρισμα των ποτηριών και την αναφορά στους απόντες που τους νιώθουμε δίπλα μας, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια χαρά και στην ίδια λύπη που τώρα πια μοιραζόμαστε νοερά. Οι μνήμες επιστρέφουν και τα σημάδια τους είναι πάντα εκεί για να μας δείχνουν το δρόμο.

Μια μικρή Οδύσσεια η διαδρομή Κοζάνη- Σαμαρίνα κάποτε. Παρόντες όμως κάθε χρόνο, σχεδόν. Κι ας μην είχαμε σπίτι καθώς ό,τι υπήρχε από κάποιο παλιό οικόπεδο των παππούδων χάθηκε σε επεκτάσεις δρόμων και γειτονικών αυλών. Το δικό μας κεραμίδι έλειπε αλλά ποτέ δεν έλειψε σε κανέναν μας η αίσθηση πως η Σαμαρίνα είναι ο τόπος, είναι το σπίτι και κάθε που ανηφορίζαμε προς τα εκεί νιώθαμε όπως ο ξενιτεμένος το νόστο του.

Με τον πατέρα μου πηγαίναμε τακτικά μόνο οι δύο μας. Κι ως άντρες επιλέγαμε την δύσκολη διαδρομή. Με λεωφορείο του ΚΤΕΛ Κοζάνη – Γρεβενά, κοντά δύο ώρες, και ύστερα επιβίβαση σε εκείνα τα δίχρωμα μακρυμούρικα λεωφορεία, σαν αυτά που βλέπουμε σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Απαραίτητη στάση κάπου μεταξύ Σμίξης και Σαμαρίνας σ’ ένα σκιερό ξύλινο υπόστεγο όπου ο μπαμπάς ξεδιψούσε με μια μπύρα, καλά παγωμένη μέσα σ’ ένα κιβώτιο με πάγο, και γω εφορμούσα στο πεντανόστιμο ζυμωτό ψωμί και το τυρί που δεν θυμάμαι όμοιο του να ξανάφαγα.

Στην πλατεία της Σαμαρίνας. Στην άκρη δεξιά ο κορνετίστας της ορχήστρας του μαγαζιού, στα δεξιά του τραπεζιού η αδερφή μου η Στέλλα, πίσω της η αφεντιά μου, ο πατέρας μας ο Ζήσης κι η μάνα μας η Τασίτσα και πίσω της, στ' αριστερά, ο παππούς Μιχάλης Πιτένης. Πάντοτε με κοστούμι και γραβάτα.

Όταν έδινε το παρόν όλη η οικογένεια, τα πράγματα άλλαζαν. Ο κύριος Νικολάκης με το ΤΑΞΙ του μας έπαιρνε μπροστά απ’ το σπίτι μας στην Καμβουνίων μέχρι να φρενάρει πριν την γκρεμισμένη γέφυρα στην είσοδο της Σαμαρίνας όπου αποβιβαζόμασταν και περνούσαμε το ποταμάκι με τα πόδια, γιατί με μας μέσα το αμάξι κινδύνευε να βαλτώσει.

Κακοτράχαλοι στενοί δρόμοι, λάμπες γκαζιού και πετρελαίου, φακοί στα χέρια την νύχτα για να βλέπουμε που πατάμε, στρωματσάδα στα σπίτια των συγγενών, αποχωρητήρια στην αυλή που το βράδυ φοβόσουν να πλησιάσεις, βελάσματα προβάτων, φωνές γαϊδουριών και μουλαριών που ξεκινούσαν φορτωμένα να ανέβουν τις πλαγιές των βουνών τραβώντας για τα μαντριά. Αλλά και μια πλατεία, το χάνι, που έλαμπε ως το ξημέρωμα, με το κλαρίνο και τα χάλκινα να παίρνουν φωτιά, δίπλα στις ψησταριές που έσταζαν απ’ το λίπος των αρνιών, των κεμπάπ και των κοκορετσιών. Η Σαμαρίνα, έμοιαζε περισσότερο σαν ένας τόπος μυθικός, φτιαγμένος από θρύλους και αφηγήσεις που διογκώθηκαν και εξωραΐστηκαν από στόμα σε στόμα, και συνάμα τόσο αληθινή και γήινη.

Στο μεγάλο χορό, τον "Τσιάτσιο" στην αυλή της Μεγάλης Παναγίας, κρατιέμαι απ' το χέρι του πατέρα μου. 


 Τέτοια μέρα, 15 του Αυγούστου, έτσι ή αλλιώς, δίναμε το παρόν. Μας περίμενε ο παππούς Μιχάλης κι οι φίλοι του στην πλατεία, στον Αβέλα, ή στο Χώτο, στεκόταν στην πόρτα του νοικιασμένου σπιτιού της η γιαγιά Μιχαλάκαινα, κατά κόσμον Στεργιανή, για να μας υποδεχτεί. Αλλά τέτοια μέρα και εκείνες τις ώρες δεν ήταν για μέσα. Τα όργανα χτυπούσαν ήδη στην πλατεία και μπορεί ο τρανός χορός, ο Τσιάτσιος, να ήταν την επόμενη μέρα στην αυλή της Μεγάλης Παναγίας, αλλά μας καλούσαν άλλοι χοροί στο χάνι. Κι εκεί, ανάμεσα στους μεγάλους που ιδρωμένοι και με τα πουκάμισα έξω απ’ τα παντελόνια χόρευαν εκστασιασμένοι δίπλα σε κυρίες που λες και βρισκόταν σε κάποιο κοσμικό γκαλά φορούσαν ό,τι καλύτερο μπορούσαν από χρυσαφικό και στολίδι σε έναν άτυπο ανταγωνισμό μεταξύ τους, χωνόμασταν και εμείς περιμένοντας πότε θα βαρέσουν «Τα παιδιά της Σαμαρίνας». Ούτε ξέραμε τι ήθελαν να πουν τα λόγια, ούτε κανείς μπήκε στον κόπο να μας το εξηγήσει. Μέχρι να το μάθουμε μόνοι μας, αφηνόμασταν κι εμείς να παρασυρθούμε σ’  αυτή τη μοναδική μαγεία που μόνο η Σαμαρίνα έχει…

'Αννι μουλτς.... κου σινιτάτι λα τούτου ντουνια'ου.
Χρόνια πολλά με υγεία σε όλο τον κόσμο


Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Η φωτογραφία


Εκείνη την χειμωνιάτικη Κυριακή του ‘60 η Κοζάνη βούλιαζε στο χιόνι. Ο γάμος όμως έπρεπε να γίνει και τα όργανα δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Κι ας έφτανε το χιόνι το μισό μέτρο. Και να τι έγινε: “Ξεκινήσαμε παίζοντας απ΄ το σπίτι του γαμπρού για να πάμε να πάρουμε τη νύφη. Στο δρόμο πετούσαν κάτω τα παλτά για να περάσουμε, χόρευαν μέσα στο χιόνι”. Τα παλτά του κουμπάρου, των μπράτιμων, των συγγενών και φίλων, έγιναν το μονοπάτι πάνω στο οποίο πατούσαν οι οργανοπαίκτες για να μην βουλιάζουν στο χιόνι. Το περιστατικό μου αφηγήθηκε το 1996 ο αείμνηστος βιρτουόζος του κλαρίνου ο Τούλης, κατά κόσμον Δημήτρης Καλέας, και συμπεριλαμβάνεται στη συνέντευξη που του πήρα και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “γεγονός”, πριν 24 ακριβώς χρόνια, τον Αύγουστο του 1996 (τεύχος 8ο).
Σήμερα, ανασύρω από την μνήμη τις ιστορίες που μου διηγήθηκαν (μεταξύ των οποίων και αυτές του Τούλη) ή διάβασα, ξαναζωντανεύω εικόνες κάποιων γεγονότων που και γω έζησα, και ετοιμάζομαι να γυρίσω πίσω, στην Κοζάνη της δεκαετίας του 1960 και στο γάμο εκείνης της χιονισμένης Κυριακής για τις ανάγκες του νέου μου μυθιστορήματος. Ενός γάμου που η ανάμνηση του θα ταλαιπωρεί τον κεντρικό μου ήρωα, τον Νίκο, μέχρι και το 2010…
Ένα μυθιστόρημα με ακριβή ιστορικά στοιχεία και ορισμένα πρόσωπα που θα αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονοματεπώνυμα, αλλά και την απαραίτητη μυθοπλασία και την κατασκευή ¨χάρτινων¨ ηρώων προκειμένου να υπηρετηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα η δικής μου επινόησης ιστορία.
Τα πώς και τα γιατί στο βιβλίο μόλις ολοκληρωθεί με το καλό. Προς το παρόν το μόνο που μπορώ ν’ αποκαλύψω είναι ο τίτλος του: “Η φωτογραφία”.
Υ.Γ. Η εικόνα που δημοσιεύω είναι η πρώτη σελίδα της συνέντευξης του Τούλη στο “γεγονός”.


«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...