Το
ασθενοφόρο κόστισε 5.000 ευρώ! Όχι λόγω της μεγάλης διαδρομής, που διήρκησε
λίγο πάνω από μια ώρα, αλλά επειδή ήταν πλήρως εξοπλισμένο και στελεχωμένο. Ο
ίδιος δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Ευρισκόμενος μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας με την
καρδιά του έτοιμη να σταματήσει για πάντα, δεν είδε αν υπήρχε γιατρός δίπλα
του, μία ή δύο νοσοκόμες και αν τα σωληνάκια και τα καλώδια που κόλλησαν στο
σώμα του ήταν πρώτης ή δεύτερης ποιότητας. Δεν το σχολίασαν ούτε και οι δικοί
του, όταν του ανέφεραν, με πολύ δισταγμό είναι η αλήθεια, το ποσό που
αναγκάστηκαν να πληρώσουν για να μεταφερθεί απ΄ το δημόσιο νοσοκομείο στην
ιδιωτική κλινική. Εστίασαν μόνο στο ότι δεν είχαν άλλη επιλογή. Αν έμενε στο
νοσοκομείο, όπου προσέφυγε μόλις ένιωσε το βάρος στο στήθος του να γίνεται
ασήκωτο και ανυπόφορο, τώρα δεν θα μιλούσαν για τα έξοδα νοσηλείας, αλλά για
της κηδείας.
Παρότι καλωδιωμένος ακόμα, οι
γιατροί ήταν απόλυτοι λέγοντας πως θα έπρεπε να ανασαίνει πια χωρίς το παραμικρό
βάρος στο στήθος, καθώς η επέμβαση ήταν απολύτως επιτυχής. Δεν συμφωνούσε μαζί
τους, αλλά δεν είπε και τίποτα υποθέτοντας πως δεν θα είχαν κάποια
αποτελεσματική θεραπεία για το βάρος που αισθανόταν, όχι εξ αιτίας κάποιας
διαταραχής στην καρδιά του, αλλά επειδή δεν μπορούσε να χωνέψει αυτά τα πέντε
χιλιάρικα του ασθενοφόρου! Δεν είχε έρθει μόλις σ΄ αυτό τον κόσμο και γι΄ αυτό
ήταν σε θέση να εκτιμήσει πως τα έξοδα θεραπείας και νοσηλείας θα ήταν
πολλαπλάσια, αλλά να που κόλλησε στα πέντε χιλιάρικα και όλο αυτά σκεφτόταν… Κι
όσα τα σκεφτόταν τόσο σιγοψιθύριζε το στίχο «σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και
διωγμοί, τώρα στη μαύρη αρρώστια ανάξια πλερωμή» (σ. σ. «Τίποτα δεν πάει
χαμένο», στίχοι Μ. Ρασούλης, μουσική Μ.
Λοΐζος), μόνο που ενώ έλεγε, λόγω συνήθειας, τη λέξη «βάσανα» στο μυαλό
του είχε τη λέξη «ασφάλιση» και αντί για τη λέξη «διωγμοί», τη λέξη «ένσημα».
Γιατί μπορεί ο ίδιος να μην ανήκει στη γενιά για την οποία μιλά το τραγούδι,
αλλά είναι μέλος αυτής που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα απ΄ τα χρόνια των
τελευταίων τάξεων της βασικής εκπαίδευσης και πλάκα, πλάκα κοντεύει να
συμπληρώσει πενήντα χρόνια ασφάλιση και ένσημα.
Τους δικούς του δεν τους ρώτησε που
βρήκαν τα πέντε χιλιάρικα. Το φαντάστηκε. Ήταν απ΄ τα λεφτά που ΄χαν μαζευτεί
για να ΄ναι στην άκρη για την κακιά, ή τη δύσκολη ώρα. Δεν είχε προλάβει και να
τους πει πως ήδη είχε σκεφτεί να τα διαθέσει αλλού, καθώς εκείνος παρέλαβε το
χαρτί της εφορίας που τον ενημέρωνε πως έπρεπε να πληρώσει ένα ποσό που
προσέγγιζε τα λεφτά του ασθενοφόρου, ως φόρο εισοδήματος, ή ακινήτων, επίδομα
αλληλεγγύης, δεν κατάλαβε… Και δεν κατάλαβε γιατί κρατώντας το χαρτί στο χέρι
το μυαλό του ταξίδευε στη φορολογική του δήλωση που αποδείκνυε πως ο τζίρος του
είχε μειωθεί δραματικά και δεν τα έβγαζε πέρα…
Και τώρα τι θα γίνει; Το βάρος στο
στήθος μεγάλωσε και δεν ελάφρυνε καθόλου ούτε και όταν θυμήθηκε τα λόγια
εκείνου του καλού παιδιού που είδε πρόσφατα να μιλάει στην τηλεόραση, με τη
λέξη υπουργός να στολίζει το στήθος του. «Όποιος δεν μπορεί να πληρώσει την
εφορία, να πουλήσει το σπίτι του», είχε πει το καλό παιδί, αλλά δυστυχώς, σαν
παιδί που είναι, δεν γνώριζε φαίνεται πως για να πουλήσεις το σπίτι σου για να
πληρώσεις την εφορία, πρέπει να πάρεις φορολογική ενημερότητα, την οποία δεν
παίρνεις αν χρωστάς στην εφορία.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την
τηλεόραση μπας και ξεχαστεί λίγο. Κοίτα να δεις. Απ΄ ό,τι θέλεις να ξεφύγεις
αυτό και σε κυνηγά. Μπροστά του ο υπουργός υγείας, επίσης καλό παιδί, να
ανακοινώνει πως για να μπεις πλέον σε νοσοκομείο θα πρέπει να πληρώνεις 25
ευρώ.
Έκλεισε την τηλεόραση και αναζήτησε
το παντελόνι του. Θυμόταν πως στη δεξιά τσέπη είχε 10 ευρώ. Βρήκε πέντε. Δεν
απόρησε. Τα άλλα πέντε θα πρέπει να δόθηκαν για να μπει στο δημόσιο νοσοκομείο.
Ανάσανε ανακουφισμένος. Ευτυχώς πρόλαβε. Αν ίσχυε ήδη το αντίτιμο των 25 ευρώ,
θα του έλειπαν 15… Θα είχε όμως γλιτώσει και τα 5.000 του ασθενοφόρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου