Τρίτη μέρα στη γύρα, ξεχείλιζε το φορτίο απ' τα
παραπέτα του κάρου. Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει για πίσω πριν το μεσημέρι. Τα
φρούτα είχαν αντικατασταθεί από στάρι, καλαμπόκι και αυγά. Να μην πιεί όμως μια
ρακί για το δρόμο; Η μία ίσον δύο, αφού “δύο πόδια έχς Γιώρ. Πιε μια ακόμα” και
όταν πήρε απόφαση να σηκωθεί σαν να ζαλίζονταν λίγο.
Ο
νοικοκύρης που τον φίλεψε τη ρακί, φίλος καλός από παλιά, τον προέτρεψε να
μείνει. Μπα, το 'χε βάλει με το νου του να μην κοιμηθεί και τρίτη νύχτα μακριά
απ' το σπίτι. Ξεκίνησε. Με το που τον χτύπησε ο αέρας και καθάρισε το μυαλό
δαγκώθηκε. “Ωχ. Θα μας νυχτώσει. Λες να 'χουμε τίποτα μύθια;”
Δεν ήταν όμως και για σταματημό. Η καρότσα απ' το κάρο ήταν
γερή και θ' άντεχε. Για τις ρόδες ανησυχούσε που 'χαν λυγίσει προς τα έξω. Το
άλογο με το που ξεκίνησαν έδειχνε ζωηρό. Πάνω από δύο ώρες κράτησαν οι ρακές.
Ξεκουράστηκε. Μέχρι την Κοζάνη όμως ήταν απόσταση.
“Πάμε κι ό,τι τυχερά έχουμε.”
Αν είχε ένα απ' τα παιδιά του μαζί θα 'ταν αλλιώς. Ό,τι κι
αν πάθαινε θα 'τρεχε να ειδοποιήσει τη Σουλτάνα. Είχε αρχίσει όμως το σχολείο
και είπε να τα αφήσει και φέτος. Αν έβγαζαν την τάξη καλά. Όποιο κόβονταν στο
τέλος θα το τραβούσε μαζί του στη δουλειά. Έτσι κι αλλιώς την ήξεραν. Όλο το
καλοκαίρι τουλάχιστον ένα το 'χε μαζί του. Μεγάλη βοήθεια. Και μόνο που τα
άφηνε να 'χουν αυτά το νου τους στο δρόμο και αυτός αποκοιμιόταν δίπλα ή πάνω
στα εμπορεύματα και ξεκουράζονταν λίγο, ήταν μεγάλη υπόθεση. Πόσο να αντέξει;
Από νύχτα σε νύχτα χρόνια τώρα και δεν ήταν πια μικρός.
Οι ρακές του έπεσαν βαριές. Καλά θα ήταν να τον έπαιρνε
λίγο πάνω στην καρότσα. Και δέκα λεπτά ύπνος θα τον συνέφερε. Το 'βγαλε απ' το
νου του. Το άλογο ήξερε το δρόμο μα δεν ήθελε να του προσθέσει κι άλλο βάρος.
Έδεσε τα γκέμια απ' τον μπροστινό αριστερό ορθοστάτη της καρότσας, κρατήθηκε
και αυτός από εκεί με το δεξί χέρι και ακολουθούσε ποδαράτος.
Μπήκαν στην Κοζάνη. Μια ριπή δροσερού αέρα σήκωσε ένα μικρό
σύννεφο σκόνης. Είχε μέρες να βρέξει. Έβγαλε ένα απ' τα άφιλτρα τσιγάρα του και
το πέρασε στην ξύλινη πίπα του. Καθώς το άναβε με το τσακμάκι λοξοκοιτούσε το
άλογο. Έσταζε απ' τον ιδρώτα και τα πόδια του σαν να μην πατούσαν σταθερά. Πολύ
το βάρος…
Ο αέρας δυνάμωσε και αισθάνθηκε σαν να του 'ριχναν κρύο
νερό στην πλάτη. Η μάλλινη φανέλα του μουσκεμένη. Φόρεσε αμέσως το σακάκι που 'χε
ριγμένο στους ώμους. Δεν ήταν για αρρώστιες.
Με το που πέταξε κάτω το τελειωμένο τσιγάρο του 'φυγε μια
χριστοπαναγία καθώς το άλογο γλίστρησε στο καλντερίμι που βάδιζαν τώρα και
φάνηκε πως πήγαινε να πέσει. Καλά που πρόλαβε και το άρπαξε απ' τα γκέμια
βοηθώντας το να ισορροπήσει. Κοντοστάθηκαν, πρόσωπο με πρόσωπο. Με την καυτή
ανάσα του αλόγου να καίει το πρόσωπο του. Το χτύπησε απαλά στο μάγουλο.
“Άϊντε. Τόσο δρόμο έκανες. Τώρα θα τα χαλάσουμε;”
Το άλογο χλιμίντρησε και αφού αντιστάθηκε για λίγο στα
τεντωμένα απ' το χέρι του αφεντικού του γκέμια, πειθάρχησε και ξανάρχισε τον
αργό και δύσκολο βηματισμό του.
Στο μαχαλά, στη Γεωργίου Τιόλη, ο χωρατάς δεν έλεγε να
σχολάσει αν και το σκοτάδι είχε πυκνώσει. Οι γειτόνισσες μαζεμένες όλες κάτω
απ' την ηλεκτρική λάμπα του δρόμου, με τις ζακέτες ριγμένες στους ώμους και κολλημένες
ώμο με ώμο σαν να προσπαθούσαν η μία να ζεστάνει την άλλη, τιτίβιζαν
σχολιάζοντας τους πάντες και τα πάντα. Η ομάδα μίκραινε μόνο όταν φαίνονταν ν'
ανηφορίζει απ' την πλατεία της Γιτιάς κάποια ανδρική φιγούρα, πλησιάζοντας με
αργά, βαριά αλλά ασταθή βήματα. Όποια αναγνώριζε στο πρόσωπο της φιγούρας το
σύζυγο, που είχε πιει στο καφενείο ή στην μπακαλοταβέρνα όσο άντεχε ο
οργανισμός του, για την τσέπη του δεν ανησυχούσε για όσο τουλάχιστον το τεφτέρι
έγραφε, στραβομουτσούνιαζε και αποχωρούσε με βαριά καρδιά.
“Να πάω κι γω. Να τον βάλω τίποτας να χάψει γιατί ποιος
ξέρει πόσο φαρμάκωσε πάλι. Αλλιώς θα χαλαστεί κι… Ξέρτε τώρα. Καλό
ξημέρωμα.”
Οι άλλες της αντιγύριζαν την ευχή κουνώντας το κεφάλι με
νόημα, ενώ μελαγχολούσαν καθώς σκέφτονταν πως από ώρα σε ώρα θα 'ρχονταν στη
θέση της.
Στο τέλος οι μόνες που απόμειναν ήταν η Αγνή του Μαλιόγκα
και η Σουλτάνα του Κοκκαλιάρη. Αυτές δεν είχαν κανένα λόγο να ανησυχούν για
τους άνδρες τους καθώς και ο Γιώργος ο Μαλιόγκας την ίδια δουλειά έκανε με τον
Κοκκαλιάρη. Γυρολόγος- πραματευτής. Έφερνε γύρα όλα τα χωριά και πολλά βράδια
βολεύονταν σε όποιο σπίτι τον δέχονταν μέχρι να ξημερώσει. Για να μη φανεί ούτε
ο ένας, ούτε ο άλλος μέχρι τώρα πάει να πει πως δεν θα γύριζαν απόψε.
Για τα μικρά που 'χαν στο σπίτι δεν είχαν κανένα λόγο
ν' ανησυχούν. Τα μεγαλύτερα κορίτσια είχαν το νου τους και ήξεραν να τα βάλουν
να φαν. Τι κι αν ήταν κορίτσια; Η Σουλτάνα τη δεύτερη κόρη της, την Τασίτσα,
προτιμούσε να 'χε μαζί όταν πήγαινε για ψώνια, γιατί δεν της ξέφευγε τίποτα στο
λογαριασμό, ενώ η ίδια αγαπούσε την κουβέντα και ξεχνιόταν εύκολα. Κι η
Αγνή, την κόρη της την Ελένη, κι ας ήταν απ' τις μικρότερες, εμπιστεύονταν για
να μετρήσει τα αυγά που έφερνε ο άντρας της απ' τα χωριά και έδιναν στο
μπακάλικο του Τζάκα, ανταλλάσσοντας τα με τα χρειαζούμενα για το σπίτι.
Κρύωσαν και σηκώθηκαν. Είχε περάσει και η ώρα. Η λάμπα
φώτιζε το μέρος που καθόταν, μα πού ήξερες παραπέρα τι μπορούσε να κρύβεται στα
σκοτάδια. Η Σουλτάνα βέβαια είχε τη φήμη της αφόβστης, αλλά και πάλι σκοτάδια
ήταν αυτά. Ακόμα και αυτή που 'χε ξεματιάσει κόσμο και κόσμο καθώς και πολλά
απ' τα ζωντανά της γειτονιάς και άναβε κάθε βράδυ το καντήλι της πριν νυχτώσει,
με τα στχια δεν θα τα 'βαζε ποτέ. Μια φορά αναμετρήθηκε μ' ένα και
νικήθηκε. Τότε που ο Γιώργος ο Μαλιόγκας, τη φώναξε επειγόντως να ξεματιάσει το
άλογο του, τη μηχανή της δουλειάς του, που με το που μπήκε στην αυλή σωριάστηκε
ένα μέτρο έξω απ' το στάβλο. Πανικόβλητος ο Μαλιόγκας έτρεξε για βοήθεια στη
Σουλτάνα απέναντι και σε λίγο στέκονταν και οι δύο πάνω απ' το άλογο που
έδειχνε να ψυχομαχά. Η Σουλτάνα έβγαλε αμέσως τις χάντρες και τις πετρούλες που
'χε στο υφασμάτινο σακουλάκι της και άρχισε να τις ρίχνει σ' ένα ποτήρι με
νερό. Το ποτήρι ξεχείλιζε ενόσω το άλογο βαριανάσαινε και φαινόταν να σβήνει. Η
Σουλτάνα σταμάτησε την προσευχή που ψιθύριζε, επαναλαμβάνοντας τη, και στράφηκε
στον περίλυπο ιδιοκτήτη.
“Μπα Γιωρ. Δύσκουλα. Είνι πουλύ ματιασμένο…”
Ο Γιώργος Μαλιόγκας είδε συντετριμμένος το άλογο να αφήνει
την τελευταία του πνοή εκεί, στη μέση της αυλής του, και τον κυρίεψε απελπισία.
Πώς θα τα 'βγαζε τώρα πέρα καθώς είχε χάσει το βασικό εργαλείο της δουλειάς
του; Άντε χρέος πάλι απ' την αρχή για να πάρει άλλο.
Η Σουλτάνα αμίλητη, στεναχωρεμένη, δεν είπε τίποτα. Και τι
να πει; Πως το άλογο δεν πήγε από μάτι αλλά μάλλον το 'χε πατήσει στχιο;
Σκέφτηκε καλύτερα να μη μιλήσει, μην και φορτώσει στο νοικοκύρη εκτός απ' το
σκάσιμο για το άλογο και το μέλλον του, και το φόβο. Την άλλη μέρα όμως
συμβούλεψε την Αγνή να κάνει ένα ευχέλαιο. Έτσι, για το καλό.
Κόντευαν. Το άλογο με το ζόρι τραβούσε το κάρο. Τα πόδια
του λύγιζαν, γλιστρούσαν. Τα πέταλα τους τσακμάκιζαν στο καλντερίμι. Ο Γιώργος
Κοκκαλιάρης με το βλέμμα προσηλωμένο στις ρόδες, μην και πεταχτούν απ' τον
άξονα τους. Με φωνή βραχνή που 'βγαινε δύσκολα, προσπαθούσε να το ενθαρρύνει.
“Άϊντε και να το σπίτι. Να το.”
Δεν έλεγε ψέματα. Εκεί ήταν. Καμιά εκατοστή μέτρα μακριά
τους. Εκατό μέτρα που και τα δικά του πόδια σέρνονταν παρά περπατούσαν.
Έφτασαν. Κάτω απ' την ηλεκτρική λάμπα του δρόμου άχνιζε η
ανάσα του αλόγου κι ο Κοκκαλιάρης είδε κι έπαθε να του κόψει τη φόρα μέχρι να
το φρενάρει. Όχι πως το ζωντανό δεν ήξερε το σπίτι και το στάβλο που το
περίμενε. Η κούραση όμως το 'χε θολώσει και απλώς βάδιζε έστω και αν έδειχνε
πως από στιγμή σε στιγμή θα κατέρρεε.
Το χάϊδεψε λίγο στο λαιμό, έβγαλε τις αλυσίδες απ' τη
λαιμαριά του και άφησε τις φάλαγγες απ' το τιμόνι να πέσουν με κρότο στο
καλντερίμι δίπλα στα πόδια του υποζυγίου. Εκείνο, μαθημένο, χωρίς να περιμένει
καμιά προσταγή, δρασκέλισε τη μια φάλαγγα και βάδισε αργά τραβώντας κατά το
στάβλο του. Δεν έκανε ούτε δύο βήματα. Ξάφνου σηκώθηκε στα πισινά του πόδια,
χλιμιντρίζοντας δυνατά και κλωτσώντας με δύναμη τον αέρα με τα μπροστινά. Ο
Κοκκαλιάρης ξαφνιάστηκε μα δεν πρόκανε να κάνει τίποτα. Τον χτύπησε τ' άλογο ή
γλίστρησε στις πέτρες πριν το αρπάξει απ' τα γκέμια; Όλα σκοτείνιασαν γύρω του.
Μια γυναικεία φωνή σήκωσε όλη τη γειτονιά στο πόδι.
“Σουλτάνα, έβγα”.
Ποια φώναξε; Κάποια απ' τις Ζάμπραινες, η Ντίντινα ή η
Μαλιόγκινα; Όποια κι αν ήταν η φωνή της έφτασε μέχρι τη Σουλτάνα που πάνω στη
βιάση της έχασε μια παντόφλα πριν ακόμα δρασκελίσει το κατώφλι της. Με το που
βγήκε όμως έχασε και το φως της. Τι σκοτάδι ήταν αυτό; Μαυρίλα. Ευτυχώς που 'χε
φεγγάρι καλό. Έτσι μπόρεσε να δει. Το άλογο να αφρίζει, να ιδρωκοπάει και να
χτυπιέται.
“Να ιδείς ένα πράμα! Έλαμπεν του ξιπατουμένου. Σαν του
άλογο του Αη Γιώργη που σκότωσε το δράκο. Ή μήπως ήταν φίδι;”
Οι περισσότεροι απ' τους αυτόπτες μάρτυρες ακόμα και χρόνια
μετά ποτέ δεν ήταν σίγουροι. Όχι για το δράκο ή το φίδι του Αη Γιώργη. Για το
αν το στχιο πάτησε τότε το άλογο, εκεί έξω απ' το σπίτι, κι “ποδαρίζονταν
έτσι”, ή το 'χε φέρει απ' το δρόμο ο Γιώργς και δεν το κατάλαβε.
Πάντως ο Γιώργς, ο Κοκκαλιάρης και όχι ο Αη Γιώργης, έδειξε
πως δεν ήθελε να μιμηθεί τον Άγιο του οποίου το όνομα είχε. Πεσμένος καταγής
παρακολουθούσε απλώς τη Σουλτάνα που 'χε αρπάξει απ' τα γκέμια το αλαφιασμένο
ζώο και πάλευε να το ημερέψει. Τίποτα εκείνο. Όσο έβλεπε το στχιο εκεί μπροστά
του, ένα μαύρο φίδι που χτυπιούνταν και σέρνονταν στο χώμα, πετώντας φλόγες απ'
το στόμα, τόσο περισσότερο αγρίευε.
Με τα πολλά η Σουλτάνα κατάφερε να το γυρίσει απ' την άλλη
μεριά και το ζώο πάτησε στα τέσσερα. Βοήθησε κι ο Γιωργς που θέλοντας και μη
σηκώθηκε και μαζί το έσπρωξαν στο στάβλο και ασφάλισαν την πόρτα.
Τίποτα άλλο δεν κοίταξαν. Ούτε κάρο, ούτε πραμάτεια.
Χώθηκαν στο σπίτι τους και περίμεναν μέχρι να ξημερώσει, χωρίς να ρίξουν ούτε
μια ματιά στο φίδι που συνέχισε να σέρνεται και να κοπανιέται στο χώμα πετώντας
ολόγυρα σπίθες. Το ίδιο έκανε και όλη η γειτονιά. Οι άντρες αμίλητοι ενώ οι
γυναίκες άρχισαν αμέσως τις μετάνοιες και τα τάματα, ανάλογα με το τι μπορούσε
η κάθε μια, στον Αη Γιώργη.
Με το πρώτο χάραμα η Σουλτάνα, έριξε τη ζακέτα στην πλάτη
και έτρεξε στον Αη Κωνσταντίνο για να βρει τον παπά. Εκείνος απόρησε.
“Σοβαρά μαρ Σουλτάνα; Φίδ΄ κι να πιτάει κι φουτιές;
Ξανάδες ισύ τέτοιου στχιο;”
Χωρίς χρονοτριβή, με το ευαγγέλιο, τον αγιασμό και όλα τα
απαιτούμενα στα χέρια ο παπάς έσπευσε να διαβάσει επί τόπου το ευχέλαιο. Με το
που έφτασαν στάθηκε για λίγο αναποφάσιστος.
“Τι είναι παπά 'μ;”
Τι να πει; Ήταν νέος και δεν του ξανάτυχε κάτι τέτοιο. Δεν
ήταν όμως για πίσω. Κι έπειτα ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Βγαίνουν τα
στχια μέρα; Δεν βγαίνουν. Φόρεσε το πετραχήλι και έστειλε τη Σουλτάνα να
φέρει μια γαβάθα με νερό για να το αγιάσει και να ραντίσει παντού με το ματσάκι
το βασιλικό.
Οι εργάτες της ηλεκτρικής εταιρείας πέρασαν από δίπλα του
καλημερίζοντας τον. Ο μεγαλύτερος απ' αυτούς έσκυψε και του φίλησε το χέρι. Ο
παπάς δεν το πρόσεξε καν. Με γουρλωμένα μάτια κοιτούσε τα σημάδια που είχε
αφήσει πάνω στο χώμα το στχιο και η καρδιά του κόντευε να βγει απ' τα στήθια
του. Έκανε γρήγορα το σταυρό του, ψιθυρίζοντας “Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον…”