“Η ιστορία δεν είναι μόνο πράξεις
και γεγονότα, είναι επίσης ένας πόνος στην καρδιά. Και επαναλαμβάνουμε την
ιστορία μέχρι να καταφέρουμε να νιώσουμε τον πόνο κάποιου άλλου σαν δικό μας ”. Τα λόγια αυτά του καθηγητή
Τζούλιους Λέστερ ενέπνευσαν τη Σου Μανκ
Κιντ να γράψει το μυθιστόρημα της “Η
εφεύρεση των φτερών” (εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗΣ),
όπως σημειώνει η ίδια. Ξεδιπλώνοντας την αφήγηση της που μεγάλο μέρος της βασίζεται
σε γεγονότα και η μία απ΄ τις πρωταγωνίστριες της, η Σάρα Γκριμκέ. είναι ιστορικό
πρόσωπο, καταφέρνει να μεταδίδει τον πόνο των ηρώων στους αναγνώστες της.
Η Χέτι
Σκοτούρα Γκριμκέ, η μικροκαμωμένη σκλάβα, η λευκή Σάρα, ο μικρόκοσμος του
σπιτιού των Γκρίμκε, ιδιοκτητών φυτείας
και σκλάβων, η κοινωνία του Τσάρλεστον (Η.Π.Α.) των αρχών του 19ου αιώνα,
ζωντανεύουν μέσα σ΄ αυτό το αριστουργηματικό έργο και είναι στιγμές που σου
κόβεται η ανάσα λες και πρόκειται το μαστίγιο που σφυρίζει στον αέρα να
χαρακώσει τη δική σου πλάτη, ή πώς κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να υποστείς μια
επώδυνη τιμωρία για ασήμαντη αιτία. Κι όλα αυτά ευλογώντας και δοξάζοντας το Θεό, όπως
όλοι οι λευκοί αρέσκονται να τονίζουν στους σκλάβους τους πως είναι υποχρεωμένοι
να κάνουν, γιατί σ΄ έκανε αυτό που είσαι.
“Προσέχετε να μη γίνετε διπλά σκλάβοι, όχι
μόνο στο σώμα αλλά και στο μυαλό σας”. Αυτό ακούγεται στο κήρυγμα στην εκκλησία των Αφρικανών και η Σκοτούρα το υιοθετεί απολύτως. Σκλάβα
μόνο στο σώμα που όσο εκείνο κακοπαθαίνει και σακατεύεται, άλλο τόσο το μυαλό
ταξιδεύει. Τα πούπουλα των πουλιών που μαζεύει απ΄ το χώμα είναι για τα δικά της
φτερά που όμως θα γίνουν και φτερά της Σάρας. Γιατί και εκείνη έχει να
αποτινάξει από πάνω της τα δικά της δεσμά. Δεν είναι εύκολο ούτε απλό. Η θεοσεβούμενη
και ευσεβής κοινωνία της εποχής του Αμερικάνικου Νότου δεν καταδυναστεύει μόνο τους
μαύρους σκλάβους της, στραγγίζοντας μέχρι και την τελευταία σταγόνα απ΄ τον
ιδρώτα και το αίμα τους για τη δικιά της ευημερία και καλοπέραση, επικαλούμενη
διαρκώς πως αυτό είναι θέλημα Θεού. Στραγγαλίζει και όσα μέλη της τολμήσουν να εξοκείλουν
μη αποδεχόμενα τους κανόνες που ισχύουν και τον καθιερωμένο τρόπο ζωής.
Οι δύο
γυναίκες, συνομήλικες περίπου, ακολουθούν παράλληλες πορείες από τη μέρα που η
Σκοτούρα στέκεται μ΄ ένα ροζ φιόγκο σφιγμένο γύρω απ΄ το λαιμό της, που τη δυσκολεύει
να πάρει ανάσα, ως το γενέθλιο δώρο στην 11χρονη Σάρα από τη μητέρα της. Η,
έστω και ασθενική άρνηση της, να το δεχτεί ουσιαστικά σηματοδοτεί την πορεία
που μέλλεται να ακολουθήσει. Από γόνος ιδιοκτητών και εκμεταλλευτών δούλων, σφοδρή
πολέμια της δουλείας, αλλά και απ΄ τις πρώτες κήρυκες της ισότητας των δύο φύλων.
Η αδύναμη και τραυλίζουσα πολλές φορές μπροστά στους άλλους Σάρα, ανακαλύπτει
πως μέσα της κρύβει τόση δύναμη που ούτε η ίδια είχε ποτέ φανταστεί. Τα δεσμά της
σπάνε και το τίμημα που θα αναγκαστεί να πληρώσει εξοβελιζόμενη απ΄ την
οικογένεια της και μετατρεπόμενη σε παρίας της κοινωνίας και της φυλής της, την
απασχολεί αλλά δεν την πτοεί. Εξάλλου είναι μικρό μπροστά στην αίσθηση της ελευθερίας
που γεύεται και απολαμβάνει.
Το διάστημα
που η Σάρα, συνεπικουρούμενη απ΄ τη μικρή αδερφή της την Αντζελίνα, επίσης ιστορικό
πρόσωπο, ταράζει τα νερά της αμερικάνικης κοινωνίας, η Σκοτούρα τσαλαβουτά στους
λασπωμένους δρόμους του Τσάρλεστον και ρίχνει αμέτρητες βελονιές στα ρούχα των
αφεντικών και των δούλων του σπιτιού των Γκρίμκε. Όσο και αν την επαινούν όμως όλοι
για τις αναμφισβήτητες ικανότητες στο ράψιμο, για εκείνη μετρά πάνω απ΄ όλα το
όνειρο της απελευθέρωσης της, που απλώνει μες το μυαλό της μέρα νύχτα, κεντώντας
το με τη φράση που συχνά της έλεγε η μητέρα της. “Ή θα φύγουμε ή θα πεθάνουμε προσπαθώντας”. Θα τα καταφέρει και
ίσως η συγγραφέας να δίνει αυτή την επιλογή στο μυθικό πρόσωπο της Σκοτούρα ως
έναν ελάχιστο φόρο τιμής για τις χιλιάδες των σκλάβων που το ονειρεύτηκαν και
είτε δεν το επιχείρησαν, είτε δεν το πέτυχαν.
Η Σου Μανκ Κιντ είναι μια λευκή
συγγραφέας. Στην εφεύρεση των φτερών όμως και στα κομμάτια που αφορούν τη
Σκοτούρα μπορεί κάποιος να νιώσει πως είναι γραμμένα απ΄ τη μεγάλη έγχρωμη
Αμερικανίδα συγγραφέα, την τιμημένη με Νόμπελ και Πούλιτζερ, Τόνι Μόρισον. Προσωπικά και ως λάτρης της
Μόρισον, το ένιωσα. Κάποιες φορές συγκρίνοντας έναν συγγραφέα με κάποιον άλλο,
και ειδικά όταν αυτός είναι τεράστιος, όπως η Μόρισον, ελλοχεύει ο κίνδυνος να τον
αδικήσεις. Προσπαθώ να το αποφύγω συνειδητά κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο. Στην
εφεύρεση των φτερών δεν τα κατάφερα. Ομολογώ πως ένιωσα ανάλογη συγκίνηση μ΄
αυτή που νιώθω κάθε φορά που διαβάζω ένα έργο της Μόρισον.
Έκλεισα το
βιβλίο γεμάτος συναισθήματα και έναν απέραντο θαυμασμό για την αμερικανίδα
συγγραφέα. Είμαι σίγουρος πως το κείμενο της θα μ΄ ακολουθεί πάντα. Αν όμως υπάρχει
μια παράγραφος που με συντάραξε είναι αυτή της σελίδας 473, όταν το μαστίγιο
χαράζει την πλάτη της Σκοτούρα και εκείνη περιγράφοντας τη σκηνή λέει: “Ούρλιαξα επειδή δεν μπορούσα να κάνω
αλλιώς, επειδή το σώμα μου ήταν μικρό και χωρίς προστατευτική επένδυση. Ούρλιαξα
για να ξυπνήσω το Θεό από το λήθαργο του”.
Εξαιρετική η
μετάφραση της κ. Χριστιάννας Ελ. Σακελλαροπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου