Στη μνήμης της μάνας μας.
Σάββατο του Λαζάρου, 11 Απριλίου
2009. Η Στέλλα με το Γιάννη τρέχουν πρώτοι πίσω απ΄ το ασθενοφόρο. Ο μπαμπάς
ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Αδύναμος ακόμα απ΄ την τελευταία δική του περιπέτεια. Ο
ερχομός της θείας Φανής μ΄ απελευθερώνει και τους ακολουθώ μετά από λίγο. Η
Λόλα στο τηλέφωνο περιμένει νεώτερα. Καταλαβαίνει πως είναι δυσάρεστα με το
πρώτο κουδούνισμα. Να ήχησε διαφορετικά εκείνη την ώρα το τηλέφωνο;
Δε θυμάμαι τι είπα. Όπως και τι μου
είπε ο Γιάννης που μ΄ ενημέρωσε ένα λεπτό πριν. Για το μόνο που ΄μαι σίγουρος
είναι για το ράγισμα της φωνής του. Κι η δική μου; Τι σημασία είχε; Μπροστά στα
επείγοντα του Νοσοκομείου αγκαλιαστήκαμε με τη Στέλλα σφιχτά. Τόσο, όσο ποτέ
άλλοτε. Σαν να προσπαθούσαμε να μεταδώσει ο ένας στον άλλο τη ζεστασιά της
δικής της αγκαλιάς. Της αγκαλιάς που τόσες φορές μας χώρεσε κι ας μεγαλώναμε.
Στο δρόμο της επιστροφής στο σπίτι
σκεφτόμουν πως θα ΄πρεπε να μιλάμε πια για εκείνη σε παρελθόντα χρόνο. Η μαμά
τότε. Η μαμά την άλλη φορά… Το ΄χα σκεφτεί κάμποσες φορές πως θα ΄ρχόταν αυτή η
ώρα. Δεν ήμουν έτοιμος. Δεν θα ΄μουν ποτέ.
Σουρούπωνε. Η Άνοιξη είχε γλυκάνει από μέρες. Εκείνο όμως το
απριλιάτικο σούρουπο είχε μια πίκρα… Παντού.
Πάνω κάτω, πάνω κάτω στο δρόμο
μπρος στο πατρικό μου σπίτι. Απ΄ άκρη σε άκρη. Πάσχιζα να εντοπίσω τις αλλαγές
που ΄χαν γίνει από τότε που μικρό παιδί ήταν ο βασικός χώρος δράσης μου και η
φωνή της με καλούσε κάποια στιγμή να μαζευτώ. Ξέφτια στη μνήμη μου πολλά απ΄
όσα ζήσαμε, ήθελα να ΄ναι τα νήματα για να υφάνω το σκηνικό όπου θα ΄χε πάλι
θέση. Όπου θα ξαναγινόταν παρόν.
Πήρα στο χέρι το κινητό μου
τηλέφωνο για να καλέσω το σταθερό του πατρικού μου σπιτιού. Ήχησε ή μου φάνηκε;
“Αμάν ρε παιδάκι μ΄. Πάρε ένα τηλέφωνο…”.
Το παράπονο της κι η ασυγχώρητη αμέλεια μου. Κάθε πρώτη του μήνα σχημάτιζε τα
νούμερα του τηλεφώνου μου για να μου ευχηθεί. “Καλό μήνα”. Δε θυμάμαι ποτέ να
το ξέχασε. Δε θέλω να θυμάμαι που εγώ το ξεχνούσα.
Κοιτάζω μια φωτογραφία της απ΄ τις
τελευταίες. Το καστανό της βλέμμα λαμπερό μα μελαγχολικό. Κάθε που τα δάχτυλα
μου κολλάνε στο πληκτρολόγιο και το μυαλό αναζητά τη σωστή λέξη, κρεμιέμαι απ΄
αυτό. Η σιωπή της μ΄ ενθαρρύνει όπως τότε που κεντώντας καθόταν τα απογεύματα
κοντά μου όταν διάβαζα. Όχι για να μ΄ ελέγξει. Για να χαρεί που έκανα ό,τι
στερήθηκε και ας τα αγαπούσε τόσο. Τα γράμματα, όπως έλεγε. Τα γράμματα που
αποχωρίστηκε στην έκτη δημοτικού κι ας ήταν πρώτη μαθήτρια.
Της χάριζα το πρώτο αντίτυπο κάθε
βιβλίου μου. Της αφιέρωσα, “Στη μνήμη της μάνας μου της Τασίτσας” αυτό που δεν
μπορούσα πια να της το χαρίσω.
Δε μου λείπει ποτέ. Αισθάνομαι να
μου ΄χει χαρίσει τόσα που είναι διαρκώς παρούσα σε ό,τι κι αν κάνω. Κι ας ήταν
πάντα διακριτική. Κι ας μην ήθελε να γίνεται βάρος. Ακόμα και σε μας. Ίσως γι΄
αυτό να μην πάλεψε όσο έπρεπε τη μάχη εκείνου του Σαββάτου. Ίσως πάλι κι η ίδια
να ΄χε κουραστεί. Ήθελε τόσο να προσφέρει και το να της προσφέρουν μπορεί να
΄γινε βάρος ασήκωτο για την ίδια…
Δευτέρα 11 Απριλίου 2016. Επτά
χρόνια μετά. Αφήνω τη μελαγχολία του βλέμματος της ωριμότητας της και προστρέχω
στη χαρά του βλέμματος της νιότης της. Η ορχήστρα παίζει βαλς. Το αγαπημένο της. Της ζητώ να χορέψουμε.
Δυσκολεύεται να σηκωθεί μα καθώς με πλησιάζει το βήμα της ξαναποκτά τη γνώριμη
σβελτάδα του. Νιώθω στις παλάμες μου το ζεστό άγγιγμα της. Σφίγγει γερά το δεξί
μου χέρι και στροβιλίζεται, πατώντας μόνο στο δεξί της πόδι. Χαμογελάει καθώς τα
δάχτυλα της γλιστρούν απ΄ τα δικά μου. Ξεμακραίνει. Η φιγούρα της σβήνει. Κοιτώ
τα χέρια μου. Είναι γεμάτα απ΄ το χαμόγελο της...
Συγκινητικό. Ανθρώπινο. Μην ανησυχείς. Έτσι την κρατάς αιώνια ζωντανή. Το κενό που άφησε δε θα κλείσει ποτέ, απλά κάποτε θα γίνει αόρατο
ΑπάντησηΔιαγραφή