Μεγάλη Πέμπτη απομεσήμερο. Έπεσα πάνω
της. Αλλιώς, πώς να τη δω; Ίδια σκιά, γλιστρά εδώ και χρόνια στα ίδια
πεζοδρόμια, στους ίδιους δρόμους. Στην ίδια κατεύθυνση. Στο νεκροταφείο. Σκιά που
διαβαίνοντας την πύλη του θυμίζει κάτι από ανθρώπινο πλάσμα και όταν σέρνεται
έξω απ΄ αυτή αχνό σημάδι από σύννεφο που αποσυντίθεται.
Χτενισμένη, καλοντυμένη και μ΄ ένα
χαμόγελο φορεμένο στα σβησμένα μάγουλα της. Απ΄ τα μάτια γνωρίζεται πια. Τα δάκρυα
αλλοίωσαν πρόσωπο και σώμα, αλλά θαρρείς πως σεβάστηκαν το βλέμμα.
Να ΄ναι έτσι ή μήπως φταίει η
ανθοδέσμη που κρατά στα χέρια; Τη σηκώνει και μου τη δείχνει. Τα μάτια λάμπουν.
“Την πάω στο Χρήστο”. Χρησιμοποιεί ενεστώτα για ό,τι εγώ υποχρεωτικά θα επέλεγα
αόριστο.
“Καλή Ανάσταση”. Αγγίζει απαλά το
αριστερό μου χέρι που αμήχανο με μισομαζεμένα τα δάχτυλα κρέμεται στο πλάι μου.
Φεύγει. Ίσα που προλαβαίνω να της φωνάξω
και γω “Καλή Ανάσταση”. Δεν τα πάω ποτέ καλά με τις ευχές. Άλλες μου θυμίζουν
υποχρέωση. Οι περισσότερες συνήθεια. Οι άνθρωποι που τις έχουν εύκολες και σε
μεγάλο αριθμό στο λεξιλόγιο τους με φοβίζουν. Αυτή την ευχή, όμως, τη νιώθω να πηγάζει από
βαθιά μέσα μου. Λες κι αυτές οι δύο δικές της λέξεις έγιναν πια δικές μου,
χωρίς να μου ανήκουν. Τις ξεστομίζω και ανασαίνω καλύτερα. Τις ψιθυρίζω ξανά
και ξανά και μέχρι να χαθεί απ΄ το οπτικό μου πεδίο βλέπω μια γυναίκα να
περπατά. Με σταθερό, κανονικό βήμα. Μια γυναίκα, όχι μια σκιά. Μια γυναίκα που
κρατά τρυφερά στην αγκαλιά της όχι μια ανθοδέσμη. Μια ελπίδα. “Καλή Ανάσταση”.