"Πάντα ήθελε να γυρίζει πίσω. Ακολουθώντας την
ίδια διαδρομή. Απ΄ τα ίδια σοκάκια, μπροστά απ΄ τις ίδιες ασπρισμένες αυλές.
Αναζητώντας τα ίδια, γνώριμα, πρόσωπα, τους ίδιους ήχους, τις ίδιες μυρωδιές.
Ελάχιστα έβρισκε απ΄ αυτά που αναζητούσε. Τα
σοκάκια, ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι πια. Πεζοδρόμια, εκεί όπου κάποτε οι μεγάλες
πέτρες έκαναν η μια παρέα στην άλλη, προσμένοντας την ώρα που θα ΄ρχονταν οι
κυράδες τους, να στρώσουν πάνω τους ένα χαλάκι και να καθίσουν, δίπλα, δίπλα
για να στήσουν το χωρατά της γειτονιάς μέχρι αργά. Με τα χέρια τους να ρίχνουν βελονιές
στα κεντήματα τους ή πόντους στο πλεκτό
τους και να συναγωνίζονται σ΄ αντοχή τα στόματα τους που δεν έβαζαν γλώσσα
μέσα, τιτιβίζοντας ασταμάτητα και σχολιάζοντας όποιον περνούσε, αφού πρώτα τον
χαιρετούσαν εγκάρδια. Κι οι αυλές… Όσες
είχαν απομείνει, σφηνωμένες ανάμεσα στις νεόδμητες ομοιόμορφες πολυκατοικίες,
έδειχναν ανήμπορες ν΄ ανασάνουν, απογοητευμένες, ξέροντας πως δεν θ΄ αργούσε η
σειρά τους.
Συνέχιζε όμως.
Γύριζε πίσω, όποτε το μπορούσε, την ίδια περίπου ώρα. Λίγο πριν πέσει η νύχτα.
Και ήταν όλοι και όλα εκεί. Τα σοκάκια, οι αυλές, οι νοικοκυραίοι...".
Μ΄
αυτές τις φράσεις ξεκινά το μυθιστόρημα μου "Οι κόρες της Αφροδίτης"
(εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ- 2006), αποκαλύπτοντας τη διαδρομή που ακολουθώ σχεδόν
πάντα στο λογοτεχνικό μου έργο.
"Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους
θα γυρνάς τους ίδιους". Διαβάζω για πρώτη φορά τους στίχους αυτούς
του Καβάφη στο υπέροχο ποίημα του "Η Πόλις" και τους προσπερνώ. Μόνη
δικαιολογία μου η εφηβική πεποίθηση πως "Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη
θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή".
Μ΄ αυτούς τους στίχους ταξιδεύω.
Περούτζια της Ιταλίας για σπουδές, Θεσσαλονίκη για σπουδές και εργασία, είναι
οι άλλες πόλεις, οι άλλες θάλασσες. Καλύτερες σίγουρα απ΄ την Κοζάνη από πολλές
απόψεις. Πιο ανοιχτές, περισσότερο ενδιαφέρουσες.