“Τα ωραία
πράγματα είναι μοναχικά, είναι δραματικά, είναι στερημένα, είναι τραγικά, είναι
με λίγα υλικά… Λίγα και ταπεινά είναι και τα υλικά των στίχων μου. Αυτή είναι
όλη η τέχνη μου. Προσπαθώντας να κάνω τα ποιήματα μου αντισεισμικά, δηλαδή να
αντέχουν στο χρόνο και να ΄ναι ισχυρά, διαλέγω υλικά ταπεινά. Όσο υπάρχουνε
δάκρυα στα μάτια των ανθρώπων, όσο οι τηλεοράσεις διαφημίζουν τη χαρά αλλά οι
άνθρωποι θα παίρνουν λύπη, εγώ θα γράφω τα ποιήματα μου με τα πιο ξεπεσμένα
υλικά. Ένα τακούνι σπασμένο, ένα κρεβάτι σ΄ ένα ξενοδοχείο πέμπτης κατηγορίας,
ένα υπόγειο γεμάτο καπνούς, ένα γράμμα σκισμένο, ένα πακέτο άδειο- αυτά είναι
τα περιουσιακά μου στοιχεία. Με ό,τι ευτελέστερο, εγώ θα στήνω το ποίημα. Ενώ
οι περισσότεροι ψάχνουν τα υψηλά υλικά, εγώ παίρνω ό,τι πετούν οι άλλοι και μ΄
αυτά κάνω τα ποιήματα μου. Επειδή ξέρω πως μερικές φορές κάτι συμβαίνει και ο
Θεός κατεβαίνει σε μικρά, βρώμικα, μοναχικά δωμάτια, που φωτίζονται από γυμνές
λάμπες ”.
Δεν το
κρύβω. Μου φαίνεται εξόχως αντιφατικό να συνυπάρχουν, έστω και κατ΄ αυτό τον
τρόπο Ταχτσής και Παντελίδης. Αναζητώ στις σελίδες του περιοδικού την απάντηση.
Τη βρίσκω, τελικά, στην «Προσωρινή
μέθη». Στα μικρά και ευσύνοπτα κείμενα που αναφέρονται σε συναισθήματα και
σκέψεις για φίλους του, για πρόσωπα που δε γνώρισε ποτέ αλλά θαυμάζει, για
στιγμές που έζησε. Στις δέκα συνεντεύξεις που πήρε από διάφορες προσωπικότητες
της τέχνης και στις πέντε που ο ίδιος παραχώρησε. Σ΄ όλα αυτά που αποτυπώνουν
μια διαδρομή τριάντα πέντε χρόνων (1980-2015) και εν πολλοίς αποκαλύπτουν και
το ποιος είναι ο Γιώργος Χρονάς. Ένα ανοιχτό πνεύμα που έχει διαμορφώσει τα
δικά του πιστεύω, χωρίς να περιχαρακωθεί μέσα σ΄ αυτά. Πού δίνει χώρο και χρόνο
στο άλλο, το διαφορετικό. Ακόμα και το ξένο προς αυτόν.