Ξεπέρασε,
εδώ και χρόνια, κάθε όριο υποκρισίας και πλέον δοκιμάζει και τα όρια της γελοιότητας
αυτή η έκδοση μηνυμάτων και ψηφισμάτων επ΄ αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου.
Έκδοση, με ρυθμό βιομηχανικής παραγωγής και περιεχόμενο- φασόν, επειδή “η μέρα
το απαιτεί” και όσοι λείψουν θα προσμετρηθούν στους απόντες των πολιτικών και
κοινωνικών αγώνων. Και που ήταν και είναι “παρόντες”, τι;
Με
φράσεις όπως “τιμή και δόξα” και “τα οράματα και οι αξίες εκείνων θα μας οδηγούν
και θα μας εμπνέουν”, καθαρίζουν και στέκονται στο ύψος των ημερών, κάθε χρόνο,
κάθε τέτοια μέρα. Φράσεις πομπώδεις όσο και ρηχές, ενοχλητικές όσο και
αποκρουστικές πια στ΄ αυτιά μας.
Οδηγούν
και εμπνέουν!
Για
να οδηγείς πρέπει να βλέπεις πιο πέρα απ΄ τη μύτη σου, αλλά θέλει θάρρος και
δύναμη ψυχής για να το παραδεχτείς όταν δεν μπορείς.
Για
να εμπνέεσαι είναι απαραίτητο να βγάλεις τα χαλινάρια απ΄ το μυαλό σου και να
το αφήσεις να τρέξει ακόμα και εκεί όπου θα βουλιάξει ίσα με το γόνατο στη
λάσπη. Αν η έμπνευση σου αξίζει να τη μοιραστείς και μ΄ άλλους, θα ξεκολλήσει. Μπορεί
ν΄ αργήσει αλλά θα ξεκολλήσει.
Αν
σιωπούσαν, έστω για μια χρονιά, για μια φορά, ίσως να απέδιδαν πραγματική τιμή
και στο Πολυτεχνείο και τους πρωταγωνιστές του και σε κάθε στιγμή απ΄ αυτές της ιστορίας που αξίζει να θυμόμαστε και να κρατούμε διαρκώς ένα κερί της μνήμης
αναμμένο προς χάριν τους.
Ας
σιωπούσαν μια φορά για να ακουστεί ο ποιητής, όχι γιατί μόνο οι ποιητές
κατέχουν την αλήθεια, μα επειδή τους κατατρέχει άγνοια κινδύνου και την
εκφράζουν:
“Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ
ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ
ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστική τά παιδιά καί λάβανε την ἀπόφαση, ἐπειδή τά
κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγοῦν ἔξω σε δρόμους καί σε πλατεῖες
με το μόνο πρᾶγμα πού τους εἶχε ἀπομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτό
πουκάμισο, με τις μαῦρες τρίχες και το σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου είχε κράτος κι
εξουσία ἡ Ἄνοιξη.
Καί
ἐπειδή σίμωνε ἡ μέρα πού το Γένος εἶχε συνήθειο να γιορτάζει τον ἄλλο Σηκωμό, τη
μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε για την Ἔξοδο. Καί νωρίς ἐβγήκανε καταμπροστά στον
ἥλιο, με πάνου ὡς κάτου ἁπλωμένη την ἀφοβιά σά σημαία, οἱ νέοι με τά πρησμένα
πόδια πού τους έλεγαν ἀλῆτες. Καί ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, καί γυναῖκες, καί
λαβωμένοι με τον ἐπίδεσμο καί τά δεκανίκια. Ὅπου έβλεπες ἄξαφνα στην ὄψη τους
τόσες χαρακιές, πού ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ὥρα.