Λιοπύρι,
κατακαλόκαιρο. Το κατάμαυρο του φουστανιού της έσπαγε το λευκό των χεριών και
του λαιμού της. Τα πόδια της περιτυλιγμένα και αυτά στο χρώμα του πένθους και
τη νάιλον ύφανση του καλτσόν της. Ευτυχώς είχε προνοήσει να ανασαίνουν,
τουλάχιστον, δάχτυλα και φτέρνες με τα μαύρα πέδιλα που ΄χε φορεμένα.
Βγήκε
απ΄ την εκκλησία, με ένα μικρό κομμάτι αντίδωρο στο δεξί χέρι, απ΄ το βραχίονα
του οποίου κρεμόταν η γυαλιστερή τσάντα που συμπλήρωνε αρμονικά και τόσο
ταιριαστά την όλη εικόνα, και κοντοστάθηκε. Τον εντόπισε στο κέντρο μιας μικρής
ομήγυρης ανδρών να δέχεται, κουνώντας το κεφάλι και αναστενάζοντας, τα
συλλυπητήρια για την απώλεια.
Είδε
το δεύτερο νεύμα της και άρχισε να περπατά δίπλα της, αφήνοντας ένα μικρό αλλά
ικανό να τους κρατά σε απόσταση κενό μεταξύ τους.
Αμίλητοι
προχώρησαν, με το κενό να μεγαλώνει, λίγο κάθε φορά, αλλά όλο και περισσότερο,
για να αποφεύγονται οι τυχαίες επαφές των χεριών τους, όταν το βήμα
λοξοδρομούσε χάνοντας έστω και για κλάσματα δευτερολέπτου τη νοητή γραμμή που
ακολουθούσε.
Κόντευαν
να φτάσουν, όταν η Ελένη έφραξε το δρόμο σ΄ εκείνη.
-
Γιατί μαύρα; Ποιος…
Απάντησε
αμέσως, απευθύνοντας το λόγο προς την Ελένη και το βλέμμα προς εκείνον που ΄χε
ξεμακρύνει.
-
Η πεθερά μου…
Η
Ελένη έμεινε προς στιγμήν αμήχανη, ανάμεσα στη δική της ολόμαυρη εικόνα και στη
δική του άσπρη. Δεν όμως και εντελώς άσπρη. Παντελόνι και παπούτσια κάτασπρα,
αλλά το πουκάμισο ανοιχτό γκρι. Από μακριά έδειχνε άσπρο, αλλά από κοντά δεν
ήταν. Και η Ελένη ήταν τόσο κοντά, όσο έπρεπε για να το ξεχωρίσει.
Τους
συλλυπήθηκε και τους δύο και αποχώρησε. Πιο θερμά εκείνον. Τι στο καλό. Μάνα
είχε χάσει, δεν το δικαιούνταν περισσότερο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου