Ξανάρθε πολλές φορές. Πάντα για
κάποιο λόγο. Μόνο σήμερα δεν είχε κανέναν.
Προψές την είδε στον ύπνο του.
Χθες το αποφάσισε. Σήμερα έφτασε με το που άρχισε να ξημερώνει.
Την είδε… Που λέει ο λόγος. Μια
εικόνα θολή. Όπως εκείνες οι παλιές κουνημένες έγχρωμες φωτογραφίες. Όσες απ΄
αυτές έβρισκαν θέση σε κάποιο οικογενειακό άλμπουμ, είχαν από κάτω γραμμένη, με
μπλε στυλό συνήθως, και την ημερομηνία
που τραβήχτηκαν. Αυτήν την ημερομηνία που όταν την ψηλάφιζε το δάχτυλο και τα
χείλη τη συλλάβιζαν χαμηλόφωνα, έδιναν το έναυσμα στη μνήμη για να ανασύρει τα υπόλοιπα. Να
ξαναβάλει στα πρόσωπα που απεικονίζονταν όσα απ΄ τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους δεν
ξεχώριζαν στην κουνημένη φωτογραφία.
Το δικό του όνειρο δεν είχε από
κάτω ημερομηνία. Ούτε στο πλάι, ούτε πάνω. Πουθενά.
Πότε ήταν που έφυγε; Πριν
τριάντα χρόνια; Λιγότερα, περισσότερα… Δεν φρόντισε να σημειώσει τότε την
ημερομηνία ή την άφησε να ξεφτίσει μέχρι που χάθηκε;
Σαν κλέφτης έφυγε. Χωρίς να
κοιτάξει πίσω του. Ίσως γιατί τον στοίχειωνε εκείνη η κουβέντα που ΄χε πει σ΄
ένα φίλο. «Αν φύγω ποτέ απ΄ τη Θεσσαλονίκη, αν αναγκαστώ να το κάνω, θα το κάνω
με μισή καρδιά…». Με ολόκληρη την καρδιά έφυγε, με μισή γυρνούσε. Γι΄ αυτό
άραγε δεν παρέμενε πολύ σε κάθε επιστροφή του;
Μήπως βρει κάπου την άλλη μισή του καρδιά και αναγκαστεί να ζει έπειτα
έχοντας δύο;
Τότε δεν το΄ ξερε. Αργότερα κατάλαβε πως είχε
εκστομίσει βαριά κουβέντα, μα δεν ήταν κι η μόνη. Η νιότη ύφαινε με ευκολία το ένα όνειρο πίσω
απ΄ το άλλο και οι κουβέντες ατέλειωτες πάντα, όπου και αν στήνονταν, τα
πρόβαλαν όπως η κινηματογραφική μηχανή στο πανί μεγεθύνοντας τα. Κανείς δεν
αμφισβητούσε τότε πως ό,τι έβλεπαν στο πανί θα ΄ταν πάνω κάτω το μέλλον τους.
Μόνο η ανάγκη της επιβίωσης, ή του αναπόφευκτου συμβιβασμού; - ήρθε κάποια
στιγμή να μαζέψει οθόνη και ταινίες και να τα στοιβάξει όλα μαζί σε μια στεγανή
αποθήκη, όπως στοιβάζονται τα έπιπλα που αχρηστεύτηκαν.
Τα δικά του φοιτητικά έπιπλα
εκτιμήθηκαν για μερικές πενταροδεκάρες απ΄ τον παλιατζή. Ανάξιο αντίτιμο, όχι για
την αξία των υλικών που τα ΄χαν συνθέσει ή την κατάσταση τους, αλλά για τη
διαδρομή που είχαν κάνει. Κομνηνών, Ιπποδρομίου, Χαλκιδικής, Ν. Εγνατία,
Βοσπόρου. Απ΄ τη μια άκρη της πόλης στην άλλη, μέσα από στενές και ανήλιες
σκάλες που άλλες ανέβαιναν για ένα στενό διαμέρισμα που ΄χε θέα κάποιον βρώμικο
ακάλυπτο, και άλλες κατέβαιναν για ένα ευρύχωρο απ΄ όπου όμως έβλεπε μόνο
πόδια, μέχρι το ύψος του γονάτου. Ποιος τα λογάριαζε βέβαια αυτά και ποιος
νοιαζόταν; Οι μέρες της νιότης ήταν πάντα φωτεινές γιατί δεν περιορίζονταν στα
δωμάτια και τα έπιπλα περισσότερο φθείρονταν απ΄ τις μετακομίσεις παρά απ΄ τη
χρήση. Δεν διαπραγματεύτηκε, ούτε πήρε τα χρήματα. Όχι πως δεν του χρειαζόταν.
Αλλά να, σκέφτηκε πως ίσως ο παλιατζής
του τα φύλαγε και μια μέρα τα έπαιρνε πίσω. Τη μέρα που θα ξανακοιτούσε
στις κολώνες της ΔΕΗ κάποιων δρόμων της Θεσσαλονίκης τα «ενοικιάζεται»…
Κοζάνη Θεσσαλονίκη μια ώρα
δρόμος τώρα. Όχι πως και πριν την ΕΓΝΑΤΙΑ ήταν τόσο μακρινή η απόσταση. Με δικό
του αυτοκίνητο δύο ώρες παρά κάτι. Είχε
όμως μεγαλώσει η απόσταση για την απόφαση της επιστροφής και κάθε νέα υποχρέωση
που πρόσθετε και του πρόσθεταν την απομάκρυνε όλο και περισσότερο. «Να ΄ταν
αλλιώς τα πράγματα, να μην είχαν περάσει και τόσα χρόνια», σκέφτηκε πολλές
φορές, μέχρι που συνειδητοποίησε πως ήταν μια δικαιολογία που δεν έπειθε ούτε
τον ίδιο και την ξέχασε οριστικά. Όπως ξέχασε και τις σκέψεις για επιστροφή,
καθώς από εκεί και πέρα ως επισκέπτης λογάριαζε τον εαυτό του κάθε φορά που
επέστρεφε. Επισκέπτης που άλλοτε βιαζόταν και άλλοτε πήγαινε με το πάσο του, μα
πάντοτε με προαποφασισμένη την αναχώρηση. Ποιος θα του ΄δινε άδικο; Τα όνειρα
ήθελαν το ρίσκο και την αφέλεια της νιότης και όχι τον καλά μετρημένο και
ζυγισμένο υπολογισμό της ωριμότητας.
Ξεκίνησε απ΄ το λιμάνι.
Σηκωμένος ο γιακάς απ΄ το παλτό και τα χέρια στις τσέπες. Πήρε το καλό παλτό,
το βαρύ, αυτό που θα φορούσε στην Κοζάνη για μια επίσημη εμφάνιση. Το παλτό που
τον έκανε και να φαίνεται καθώς πρέπει. Μάλλινο, σκούρο μπλε, με απαλή υφή,
στεκόταν πάνω του σαν να ΄χε ραφτεί ακριβώς στα μέτρα του. Και ζεστό, καθώς η
ηλικία δεν συγχωρούσε εύκολα τα κρυώματα. Ξέχασε βέβαια, ή δε λογάριασε, πως η
θερμοκρασία στη Θεσσαλονίκη ήταν πάντα λίγο ψηλότερη…
Περπάτησε, για ώρα πολύ. Πέρασε
από τόσα μέρη, αλλά ήταν σαν να ΄κανε τη μια σημειωτόν και την άλλη σαν να
γυρνούσε διαρκώς γύρω απ΄ το ίδιο σημείο.
Ο ήλιος τον ανάγκασε να
κατεβάσει το γιακά απ΄ το παλτό και να λύσει τα κουμπιά του. Η μέρα γέμιζε φως
αλλά η δική του εικόνα πάντα ίδια. Θολή.
Περασμένες έντεκα πια, στάθηκε
μπροστά στη βιτρίνα του καφέ στην πλατεία Αριστοτέλους. Ίδιο μόνο το όνομα. Να
΄χαν αλλάξει και το τζάμι της βιτρίνας ή κράτησαν το ίδιο; Άπλωσε διστακτικά τα
χέρια και ακούμπησε πάνω του τα δάχτυλα του. Έγινε ένα μ΄ αυτόν τον γκριζομάλλη
μεσήλικα που τον κοιτούσε ίσια στα μάτια, ενώ προσπαθούσε και προσδοκούσε να
δει έναν νεαρό να περνά μπροστά από εκεί, σχεδόν τρέχοντας. Πώς να τον δει; Ο
νεαρός που ήταν τότε δεν σταματούσε ποτέ μπροστά στη βιτρίνα. Βιαζόταν να
προσθέσει. Ο μεσήλικας που είναι τώρα λαχταρούσε να αφαιρέσει.
Δύο νεαρές κυρίες καθισμένες
γύρω απ΄ ένα τραπέζι, μέσα απ΄ τη βιτρίνα, τον έδειξαν και άρχισαν να γελούν. Ένας
εύσωμος σερβιτόρος κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του. Συνειδητοποίησε τι
έβλεπε. Απομακρύνθηκε με βήματα που το ένα μπερδευόταν με το άλλο, όχι από φόβο
μα λόγω του πλήγματος που δέχτηκε ο αυτοσεβασμός του. Ένας κύριος με παλτό,
κομψό και ακριβό, και να κολλάει έτσι στη βιτρίνα;
Κοντοστάθηκε. Να γυρίσει να τις
εξηγήσει; Και να τις πει τι; Πώς δεν τις φλέρταρε, αλλά… Καλύτερα. Τουλάχιστον
έτσι σιγουρεύτηκε πως υπάρχει, πώς κάποιοι τον πρόσεξαν…
Στο πλακόστρωτο της παραλίας ο
μαρτιάτικος ήλιος έκαιγε λες και ήταν πρώιμο καλοκαίρι. Το παλτό έγινε αφόρητο.
Το έβγαλε μα ένα ελαφρύ ρίγος αισθάνθηκε να τον διαπερνά. Το ξαναφόρεσε, αλλά
δεν το άντεχε Το σώμα δεν ήξερε τι ήθελε ή ήταν οι σκέψεις που το μπέρδευαν; Το
έριξε στους ώμους και το συγκρατούσε με το δεξί χέρι, ακουμπισμένο πάνω στο
στήθος του. Περπάτησε για λίγο μέχρι που στάθηκε μπροστά στη θάλασσα. Φυσούσε
λίγο και άνοιξε τα χέρια να δροσιστεί. Στράφηκε μια προς τα δεξιά, μια προς τα
αριστερά σαν να έκανε την πρωινή του άσκηση. Επιτάχυνε το ρυθμό. Πιο γρήγορα,
πιο γρήγορα.
Δεν κράτησε λογαριασμό πόσες
φορές το έκανε. Το σίγουρο ήταν πως αισθάνθηκε να ελαφραίνει. Τα πόδια γερά και
ξεκούραστα, ικανά να περπατήσουν μεγάλες αποστάσεις. Βαρδάρης, κέντρο, περιοχή Μαρτίου, Νέας
Εγνατίας, Κάτω Τούμπας. Θα πήγαινε παντού, όπου είχαν πάει και τα έπιπλα του
πριν του τα πάρει ο παλιατζής. Ναι, τώρα ήταν σίγουρος πως θα κατάφερνε να το
κάνει.
Ξεκίνησε αλλά η μπάσα γυναικεία
φωνή που ερχόταν από πίσω του επέμενε.
-
Νέε μου. Νέε μου.
Γύρισε προς την ηλικιωμένη
κυρία και της χαμογέλασε. Εκείνη τα έχασε προς στιγμήν και έμεινε με το αριστερό χέρι μετέωρο να
δείχνει προς τη θάλασσα, ενώ το δεξί στήριζε το μικροκαμωμένο σώμα της σ΄ ένα
μπαστούνι.
-
Το παλτό σας…
Έστρεψε το βλέμμα του προς τη
θάλασσα και είδε το παλτό να επιπλέει με τα μανίκια ανοιχτά.
Κοιτά να δεις. Αν και ξέρει
κολύμπι ποτέ δεν τα καταφέρνει να επιπλέει έτσι!
Έκανε μια ελαφριά υπόκλιση προς
την κυρία και την αποχαιρέτησε. Του ανταπέδωσε το χαιρετισμό μ΄ ένα νεύμα του
αριστερού χεριού και έμεινε για λίγο να τον παρακολουθεί καθώς ξεμάκρυνε με
γρήγορα βήματα προς την πλευρά του Βαρδάρη. Ύστερα ξανάστρεψε το βλέμμα προς τη
θάλασσα. Το παλτό συνέχιζε να επιπλέει…
Υ.Γ. Δημοσιεύτηκε στο τεύχος της πνευματικής επιθεώρησης ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ που εκδίδεται και διευθύνεται απ΄ τον Β. Π. Καραγιάννη, που ήταν αφιερωμένο στη Θεσσαλονίκη, υπό τον γενικό τίτλο "Περί Θεσσαλονίκης αλλά από μακριά",
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου