Του Γιώργου Δελιόπουλου
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια νεο-ηθογραφική τάση στην ελληνική πεζογραφία, μια στροφή στην αποτύπωση των παραδοσιακών κοινωνιών του παρελθόντος, με την ευρεία αξιοποίηση μάλιστα των τοπικών ιδιωμάτων[1]. Κάποιοι κριτικοί, αναφερόμενοι στα βιβλία του Σωτήρη Δημητρίου, στα διηγήματα του Δημήτρη Κανελλόπουλου, στο Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου (Αντίποδες, 2014), στο Μόνο το αρνί της Βασιλικής Πέτσα (Πόλις, 2015) ή στο Χάθηκε Βελόνι του Χρήστου Αρμάντου Γκέζου (Μεταίχμιο, 2021), μιλούν για τη λογοτεχνία της ντοπιολαλιάς[2]. Πολλοί συγγραφείς, λοιπόν, είτε νοσταλγώντας τον γενέθλιο τόπο τους είτε αναζητώντας πιο παρθένες πηγές έμπνευσης, απομακρύνονται από τον κορεσμένο λογοτεχνικά αστικό χώρο και αναζητούν τις ιστορίες τους σε μέχρι τώρα περιθωριακά, υποφωτισμένα και ανεξερεύνητα περιβάλλοντα, όπως είναι οι τοπικές κοινωνίες του παρελθόντος. Αυτή η έκκεντρη θεματολογική αναζήτηση επηρεάζει και τη γλώσσα, η οποία επίσης αποκλίνει, εξερευνώντας τους θησαυρούς των ξεχασμένων ιδιωμάτων. Μέσα από αυτή την απομάκρυνση από τον μακρόκοσμο της μεγαλούπολης και την εστίαση στον μικρόκοσμο του χωριού ή τις μεμονωμένες προσωπικές ιστορίες, παρουσιάζονται πιο ανάγλυφα και παραστατικά οι μεγάλες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις του 20ού αιώνα, αλλά και η αποτύπωσή τους στην ανθρώπινη συμπεριφορά και τον ψυχισμό[3]. Επομένως, ο στόχος των συγγραφέων δεν είναι η νοσταλγική και εξωραϊσμένη αναπόληση του παρελθόντος, όπως στην ηθογραφία του 19ου αιώνα. Η νεο-ηθογραφία καταθέτει μια ωμή, σκληρή και αψιμυθίωτη ματιά στις παραδοσιακές κοινωνίες, ερμηνεύοντας μέσα από αυτό το τοπικό φίλτρο τη σύγχρονη καθημερινότητα.


