Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

“Μια Γαλάτεια που σπάει κοινωνικά πρότυπα” Για το βιβλίο της Κατερίνας Λάκκα, «Μια κάποια Γαλάτεια», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ.

Η αξιοποίηση ενός μύθου, ακόμα και αν αυτός έχει χρησιμοποιηθεί και σε προγενέστερα έργα, είναι μια συχνή και, σε πολλές περιπτώσεις, ασφαλής επιλογή στην λογοτεχνία. Είναι το θεμέλιο που πάνω του ο κάθε συγγραφέας θα υψώσει το δικό του οικοδόμημα, τα χαρακτηριστικά του οποίου, λογικά και φυσιολογικά, διαφέρουν και προσδιορίζονται από την λογοτεχνική σκεύη, την στόχευση και την ικανότητα στην γραφή και την ανάπτυξη ενός θέματος. Η Κατερίνα Λάκκα στην δική της πρώτη εκδοτική εμφάνιση με το μυθιστόρημα «Μια κάποια Γαλάτεια», από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, επιλέγει τον μύθο του Πυγμαλίωνα. Ένας μύθος ο οποίος αναφέρεται στον άντρα που θέλει να διαπλάσει τη γυναίκα σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα και στην ουσία να γίνει ο δημιουργός της από την αρχή. Αυτή βέβαια είναι μια πρώτη ανάγνωση και αν μείνουμε εκεί θα αδικήσουμε σίγουρα το έργο της καθώς εκείνο που προκύπτει, τελικά, είναι πως εδώ επιχειρείται από την συγγραφέα να μιλήσει όχι μόνο για την προσπάθεια δημιουργίας της γυναίκας με βάση τα πρότυπα που ορίζουν οι άνδρες, αλλά για την γενικότερη, και πιο επικίνδυνη, προσπάθεια της δημιουργίας του σύγχρονου ανθρώπου. Ένα είδος ανθρώπου που θα πρέπει να σκέφτεται, να αισθάνεται, να επιθυμεί, να αποφασίζει και να ενεργεί με βάση τα πρότυπα που έχει διαμορφώσει και επιβάλει στην αρχή η οικογένεια και έπειτα η κοινωνία στην οποία ζει. Πρότυπα που κάνουν τα όποια συνθήματα υπέρ της διαφορετικότητας να είναι κενά περιεχομένου ή απλώς ¨διαφημιστικά¨ πυροτεχνήματα, λάμψεις που τυφλώνουν και κρύβουν την αλήθεια πως τελικά το ζητούμενο είναι η ομοιομορφία καθώς έτσι όλα μπορούν να ελέγχονται καλύτερα, χωρίς να διαταράσσεται η διαμορφωμένη και γενικά αποδεκτή κοινωνική νόρμα.
Η συγγραφέας, μια νέα και διαρκώς εξελισσόμενη μέσω των σπουδών της φιλόλογος, στηρίζει το όλο εγχείρημα της σ’ ένα έξυπνο και απόλυτα λειτουργικό εφεύρημα της. Η Γαλάτεια που πρωταγωνιστεί εκφράζει το μισό του όλον το οποίο συμπληρώνει η δίδυμη αδερφή της, η Θαλασσινή. Έτσι έχουμε δύο αδερφές σχεδόν πανομοιότυπες εξωτερικά, αλλά που εσωτερικά είναι η μέρα με την νύχτα. Δύο χαρακτήρες που κινούνται αντίθετα, χωρίς όμως ποτέ να συγκρούονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται πάντα, πετυχαίνοντας μια αξιοθαύμαστη ισορροπία. Η Γαλάτεια υπομένει, η Θαλασσινή αντιδρά. Η πρώτη συμβιβάζεται με τις αποφάσεις των άλλων, η δεύτερη διεκδικεί το ρόλο της σύμφωνα με τα δικά της θέλω. Η μια οπισθοχωρεί, η άλλη επιτίθεται. Ένας ιδιότυπος δυισμός, μια εσωτερική πάλη ανάλογη με αυτή που βιώνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, ακόμα και εκείνοι που θεωρούνται επιτυχημένοι, μια πάλη καθημερινή ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, ανάμεσα στα κοινωνικά ή επαγγελματικά πρέπει και τις πραγματικές προσωπικές επιθυμίες. Η ιστορία του βιβλίου εξελίσσεται μέσα από την πορεία μιας φοβισμένης και ανασφαλούς Γαλάτειας και της ωσεί παρούσας Θαλασσινής που εμφανίζεται είτε μέσω νοερών συζητήσεων ή αναπολήσεων παλιότερων κοινών στιγμών, είτε μέσω των σημερινών μορφών επικοινωνίας (κινητό τηλέφωνο, skype), για να της υποδείξει το λάθος, όπως εκείνη το βλέπει μέσα απ’ την δική της οπτική, να την μαλώσει ή να την ενθαρρύνει. Μια παρουσία απαραίτητη και επιθυμητή για την Γαλάτεια παρόλο που μπροστά της αισθάνεται «…αιωνίως δεύτερη…», συναίσθημα που της καλλιέργησαν πρωτίστως οι ίδιοι οι γονείς της και που πασχίζει από παιδί να ξεπεράσει, αποδεικνύοντας με τα όσα θα ήθελε να πετύχει πως και εκείνη αξίζει τον έπαινο, τον καλό τους λόγο. Και τα πετυχαίνει παρόλα τα εμπόδια και τις αναποδιές που θα της τύχουν. Αυτή η εύθραυστη, συναισθηματική και ευάλωτη ύπαρξη που θα τραυματιστεί ψυχικά και σωματικά, που θα βιώσει ιδιαίτερα δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις, θα καταφέρει να προχωρήσει, συνειδητοποιώντας πως δεν είναι απαραίτητο να αποδείξει τίποτα στους άλλους, αλλά μόνο στον ίδιο της τον εαυτό, πείθοντας τον πως όσο διαφορετική και αν φαίνεται, αλλά και είναι, όσο και αν παρεκκλίνει από παγιωμένα κοινωνικά πρότυπα και συμπεριφορές, είναι ένας άνθρωπος που θέλει και μπορεί να βαδίσει με τον δικό του ρυθμό, να χαράξει τον δικό του δρόμο. Ξεκινώντας την ανάγνωση του βιβλίου, απ’ τις πρώτες κιόλας γραμμές, απόλαυσα μια μεστή, ώριμη και πλούσια γραφή. Μια γραφή διανθισμένη σε πολλά σημεία με μακροπερίοδες προτάσεις που δεν έχαναν σε κανένα σημείο την συνοχή και τον ρυθμό τους. Μια γραφή καλά δουλεμένη με όλα εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν ενδιαφέρουσα και περιεκτική, με μικρές αλλά έντονες δόσεις αυτοσαρκασμού και χιούμορ. Ένα κείμενο, συνολικά, που θυμίζει την πορεία ενός κύματος που άλλοτε ανυψώνεται με δύναμη και άλλοτε καταβυθίζεται σιγά, σιγά για να πάρει τις δικές του και να δώσει και στον αναγνώστη τις ανάσες του. Εντυπωσιάστηκα όμως, κυρίως, από το θέμα του βιβλίου και τον τρόπο που το χειρίστηκε η Κατερίνα Λάκκα. Ένα θέμα που εύκολα μπορεί να παρεκκλίνει και να μετατραπεί σε κάτι μελό και επιφανειακό, παγίδα την οποία έντεχνα απέφυγε δίνοντας το απαραίτητο βάθος και την απαιτούμενη ανάλυση στην ιστορία της. Έτσι κατάφερε αυτός ο νέος άνθρωπος, με την φρέσκια αλλά δυνατή φωνή του να αναδείξει μέσα απ’ την «Γαλάτεια» πολλά από τα ψεγάδια της κοινωνίας μας, χωρίς να ενδύεται τον ρόλο του άτεγκτου κριτή, αλλά αυτόν του πολίτη που προβληματίζεται και ζητά πειστικές απαντήσεις για όσα άσχημα συμβαίνουν. Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω πως το βιβλίο «Μια κάποια Γαλάτεια» δεν ανήκει απλώς σ’ αυτό που ονομάζουμε ¨καλή λογοτεχνία¨, αλλά χάρη στο θέμα του και τον τρόπο που αυτό παρουσιάζεται είναι ένα έργο που απηχεί την εποχή μας κι αυτό χάρη σε μια συγγραφέα που τόλμησε να μιλήσει για το σήμερα, εκφράζοντας μια αλήθεια που αξίζει την προσοχή μας. (Η κριτική δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τεύχος 209-210)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Μπάντες της Κοζάνης. Ο Τούλης και οι άλλοι.

Πήρε στα χέρια του το περιοδικό που ‘χα ανοίξει στην σελίδα που τον αφορούσε και διάβασε: «Τούλης: Ο βιρτουόζος του κλαρίνου». Έσκυψε για λίγο το κεφάλι και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν σηκώσει το βλέμμα του. «Βιρτουόζος; Βαριά κουβέντα Μιχαλάκη. Τ’ν αξίζου;»
Τον γνώριζα από πάντα. Μικρός εγώ, να παίζω μπάλα ή μπίλιες τα απογεύματα στον χωματόδρομο μπροστά στο σπίτι μας στην Καμβουνίων και εκείνος να κατεβαίνει τα εξωτερικά σκαλιά απ’ το δεύτερο σπιτάκι, στο βάθος της αυλής τους. Κουστουμαρισμένος, με την μπριγιαντίνη να γυαλίζει στα καλοχτενισμένα μαύρα του μαλλιά, έφτανε μέχρι την πόρτα απ’ το πρώτο σπιτάκι, ένα μέτρο, περίπου, πιο μέσα απ’ τον εξωτερικό αυλόγυρο, εκεί που ‘χαν την κουζίνα και το καθιστικό, έπιανε μια καρέκλα, καθόταν και άναβε τσιγάρο πριν πιει μια γουλιά απ’ τον αχνιστό καφέ που του ‘χε ετοιμάσει η μάνα του. Αυτός χαμογελαστός, εκείνη, η Ουρανία, αγριεμένη, ανήσυχη, με το βλέμμα προς εμάς, ανησυχώντας για την στραβοκλωτσιά που θα έστελνε την μπάλα στα τζάμια της ή για εκείνον που θα έμπαινε τάχα να δροσιστεί απ’ την εξωτερική τους βρύση για να δώσει την ευκαιρία στους άλλους να σκαρφαλώσουμε στον αυλόγυρο αρπάζοντας όσα περισσότερα λαχταριστά κεράσια προλαβαίναμε απ’ την αειφόρο και επίζηλη κερασιά τους. «Φεύγατι, ξιπατουμένα μη σας χιρίσου». Γελούσε ο Τούλης, «πιδιά μαρ μάνα, την τα συνιρίζισι», απόσωνε τον καφέ του, έπαιρνε το βαλιτσάκι με το όργανο του κι ανέβαινε στο ΤΑΞΙ του για την απογευματινή του πιάτσα στην κεντρική πλατεία της Κοζάνης. Ο ίδιος, προσεκτικός και ήρεμος οδηγός, δεν μας ενοχλούσε όποια ώρα και αν γύριζε. Πάρκαρε μπροστά στο σπίτι τους, απέναντι απ’ το δικό μας. Πολλές φορές, όμως, μας έκαναν να πεταχτούμε απ’ το κρεβάτι μες τ’ άγρια χαράματα απότομα φρεναρίσματα, άγριες φωνές, γέλια. «Σήκω βρε κιαρατά Τούλη, μην κοιμάσαι. Εδώ έχουμε αρραβώναν…». Σηκώνονταν, πάντοτε χαμογελαστός και πρόθυμος να μην χαλάσει χατίρι. Και για αρραβώνα και για γάμο και για γλέντι σε γιορτάσιο και για το μεράκι μιας παρέας που αποχαιρετούσε φίλο για το στρατό ή για το εξωτερικό. Αρχές καλοκαιριού του 1996. Καθόμαστε στην βεράντα του πατρικού μου με την μάνα και τον πατέρα μου. Ο Τούλης, ή αλλιώς ο Δημήτρης Καλέας, έρχεται κοντά μας χαμογελαστός. «Μιχαλάκη, πώς παν τα γραψίμια;» Πίνει έναν καφέ, κάτι λένε για τα παλιά με τον πατέρα, «α, Τζήκα; Θυμάσαι τότες…» , η μάνα μου κρυφογελάει και σχολιάζει απευθυνόμενη στο σύζυγο «κι ισύ μ’ έλεγις, μας κράτ΄σαν δύο παρέες μέχρι του προυί», γελάνε ο Τούλης κι ο πατέρας και μας παίρνει η νύχτα με ιστορίες παλιές για τις οποίες λίγα λέγονται και πολλά εννοούνται, πριν μας αποχαιρετίσει ο καλός γείτονας, λέγοντας: «άλλα χρόνια ικείνα. Καλά χρόνια».
Σηκώνομαι και γω να φύγω και ο πατέρας μου πετάει την ιδέα. «Να θέμα να κάν’τς για το περιοδικό. Για τον Τούλη. Ξέρ’ς τι είνι ου Τούλης;» Ήξερα; Όχι ακριβώς. Όταν εγώ έβγαινα να γλεντήσω, ο Τούλης μαζί και όλη αυτή η σπουδαία γενιά μουσικών που συνέθεσαν τις λαϊκές κομπανίες της Κοζάνης, με τις οποίες κι αν δεν γλέντησε όλη η πόλη, αλλά και οι γύρω περιοχές, για δεκαετίες πολλές, σιγά σιγά αποσύρονταν. Τα όργανα τους που γέμισαν με νότες κέντρα διασκέδασης όπως Ο κήπος του Τερζή, του Καραδήμου, η Ακρόπολη, του Καπρίνη, το Υπόγειο του Ταρτάρα, το Ερμιόνιο, το Κοβεντάρειο και το Τιτάνια, σίγησαν και μαζεύτηκαν στις θήκες τους. Ο χρόνος είναι αμείλικτος για όλους ακόμα και γι’ αυτούς που όταν έπαιζαν οι μερακλωμένοι χορευτές φώναζαν μες απ’ τα βάθη της ψυχής του «Να πιθάνει ου χάρους». Αύγουστος του 1996 και μετά από δύο ώρες και κάτι με τον Τούλη να ξεδιπλώνει τις εικόνες των αναμνήσεων του, έτοιμο το αφιέρωμα στο 9ο τεύχος του περιοδικού «γεγονός». Ένα αφιέρωμα που ναι μεν είχε ως κεντρικό πρόσωπο τον Δημήτρη Καλέα, αλλά δεν έλειψαν απ’ αυτό φίλοι και συνεργάτες του μια ζωή όπως ο Γ. Δούρβας, ο Ν. Ντόνας, ο Γ. Αποστολίδης, ο Σιώμος, ο Μ. Ζιάκας. Κάποιοι, μοιραία και αναπόφευκτα, ξεχάστηκαν. Πολλά τα χρόνια και οι θύμησες σκαλώνουν, ξεφτίζουν. Ξεχνάς όχι γιατί θέλεις, αλλά γιατί πώς να τα θυμάσαι και όλα. Αυτούς όλους, θα πρέπει να, σκέφτηκε ο Τούλης όταν πήρε στα χέρια του το περιοδικό και διάβασε το «βιρτουόζος». Γιατί, για όλους είχε να μου πει μια καλή κουβέντα και δεν ήθελε να βγαίνει μπροστά κι ας ηγούνταν της μπάντας του. «Άλλη ήταν κι η μουσική. Νομίζω πως τέτοιοι μουσικοί δεν πρόκειται να ξαναβγούν…». Υπερβολή; Ίσως… Ο Τούλης, φαινόταν να το πιστεύει. Μπορεί πάλι, να ΄θελε κι έτσι ν’ αποτίσει φόρο τιμής σ’ όλους αυτούς με τους οποίους μοιράστηκε τόσες βραδιές, τόσα ξενύχτια…
Μετάνιωσα, αλλά στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα, που τότε και υπό την δική του καθοδήγηση δεν άνοιξα κι άλλο αυτό το κεφάλαιο με τις μπάντες. Οι περισσότεροι, γνωστοί, γείτονες. Θησαυρός που χάθηκε μες απ’ τα χέρια μας… Ο Τούλης έφυγε εδώ και χρόνια κι ήρθε πια ο καιρός ν’ αξιοποιήσω ένα από τα δώρα που μ’ άφησε. Σαν να τον ακούω ακόμα να μου λέει πως «σ’ έναν γάμο, θυμάμαι ήταν χειμώνας και είχε μισό μέτρο χιόνι έξω. Ξεκινήσαμε παίζοντας απ’ το σπίτι του γαμπρού για να πάμε να πάρουμε τη νύφη. Στο δρόμο πετούσαν κάτω τα παλτά για να περάσουμε, χόρευαν μέσα στο χιόνι…». Μ’ αυτή την σκηνή ξεκινάει και το νέο μου μυθιστόρημα «Γιαλάν ντουνιάς» που εξελίσσεται το 1960 στην Κοζάνη και θα κυκλοφορήσει σύντομα απ’ τις εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ. Μια σκηνή με την πόλη να βουλιάζει στο χιόνι αλλά τον Τούλη να παίζει μπροστά με το κλαρίνο του κι ο κουμπάρος και τα μπρατίμια να στρώνουν τα παλτά τους για να περάσει. Μια σκηνή που αν και δεν την έζησα, κάθε που χιονίζει την βλέπω μπροστά μου κι εκείνον πριν βάλει το κλαρίνο στο στόμα να γνέφει στους άλλους για ν’ ακολουθήσουν.

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...