Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ: Το περιοδικό “κιβωτός της συλλογικής μας μνήμης”

Η ποιότητα του περιεχομένου, η διάρκεια, η συνέχεια και η συνέπεια στον σκοπό που τέθηκε απ’ την αρχή, είναι κάποιοι απ’ τους βασικούς δείκτες αξιολόγησης οποιουδήποτε περιοδικού εντύπου. Σ’ όλους αυτούς τους δείκτες το πρόσημο είναι αναμφίβολα θετικό για το περιοδικό ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ που εκδίδει ανελλιπώς από τον Μάϊο του 1982 ο Σύλλογος Κοζανιτών της Θεσσαλονίκης.
Σήμερα, φαίνεται να τίθεται εμφαντικά το ερώτημα για το πώς θα καταφέρει το περιοδικό να συνεχίσει την πορεία του λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει, ερώτημα που έθεσε προ ημερών η ίδια η Πρόεδρος του Συλλόγου κ. Δήμητρα Παπαδέλη- Παπαναστασίου, απ’ τους άοκνους και σταθερούς εργάτες της έκδοσης του, σημειώνοντας ότι: “Τα Ελιμειακά κλείνουν φέτος τα σαράντα χρόνια (!) κυκλοφορίας και προσφοράς στον τόπο και θα είναι κρίμα να αναστείλουν ή να διακόψουν παντελώς την έκδοσή τους για οικονομικούς και μόνον λόγους. Απευθύνουμε και πάλι έκκληση προς τους τοπικούς φορείς να επιδείξουν τη δέουσα ανταπόκριση και υπευθυνότητα για τη συνέχιση αυτής της έκδοσης, κάτι που στο παρελθόν συνέβαινε αδιάλειπτα. Δεν θα είναι καθόλου τιμητικό για όλους τους Κοζανίτες να διακοπεί επί των ημερών μας αυτή η προσπάθεια, που έχει να προσφέρει πολλά ακόμη στην ιστορία και στην παράδοση αυτού του τόπου.” Φυσικά τα ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ δεν είναι το πρώτο και σίγουρα όχι το τελευταίο περιοδικό που βρίσκεται αντιμέτωπο μ’ αυτό το αμείλικτο και πολλές φορές δυσεπίλυτο ερώτημα. Οι καιροί άλλαξαν, μαζί και οι συνήθειες μας, και η ψηφιακή τεχνολογία που πολλές φορές προσφέρεται με ελάχιστο ή και μηδαμινό κόστος, τείνει να εξαλείψει τέτοιου είδους εκδόσεις, αν δεν αποφασίσουν, ή προνοήσουν αν προτιμάτε, να αφήσουν το χαρτί και να περάσουν στην οθόνη. Αυτή είναι όμως η μία πλευρά του θέματος, προφανώς η πιο δημοφιλής, αλλά υπάρχει και η άλλη που σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί σ’ έναν λογικό συμβιβασμό, ο οποίος είναι η ψηφιακή και ταυτόχρονα έντυπη έκδοση. Προσωπικά, ως λάτρης του τυπωμένου χαρτιού, επιλέγω σε κάθε περίπτωση την δεύτερη, σεβόμενος αφενός το γεγονός της εξοικείωσης, ιδιαίτερα των νεότερων, με την σημερινή τεχνολογία και αφετέρου εκτιμώντας, όσο κι αν διαφωνούν ορισμένοι, πως δεν έχει έρθει ακόμα το τέλος της ιστορίας των εντύπων. Όπως βέβαια δεν έχει τελειώσει, κι ούτε θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να τελειώσει η ιστορία ενός περιοδικού σαν τα ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ και μάλιστα για οικονομικούς λόγους. Η άποψη μου σίγουρα επηρεάζεται από κάποιον, ασυγχώρητο πολλές φορές, ρομαντισμό και συναισθηματισμό μου, ωστόσο είναι, πρέπει να ομολογήσω, πολύ περισσότερο ωφελιμιστική και εξηγούμαι γιατί. Από την πρώτη μέρα της έκδοσης τους τα ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ υπηρέτησαν αυτό που κατέθεσε ο Διευθυντής Σύνταξης τους και βασικός στυλοβάτης τους ο κ. Στράτος Ηλιαδέλης στο Γ’ Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας ότι: “...κινητήρια δύναμη για την έκδοση αυτή αποτέλεσαν και αποτελούν οι συνεργάτες μας, κυρίως οι νεότεροι ερευνητές και συγγραφείς με τις πρωτότυπες εργασίες τους, που με βάση τη σύγχρονη επιστημονική μεθοδολογία διασώζουν σημαντικά, άγνωστα ή δυσπρόσιτα στοιχεία της αρχαιολογίας, ιστορίας και παράδοσης, ιδιαίτερα δε εκείνα που αφορούν το σπουδαίο κεφάλαιο της διασποράς στη Μεσευρώπη από την εποχή της τουρκοκρατίας μέχρι τα νεότερα χρόνια.” Σ’ όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε τα πολύ ξεχωριστά αφιερώματα- μονογραφίες για σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες της Κοζάνης (Παύλος Παπασιώπης, Νίκος Π. Δελιαλής, Γιάννης Δόδουρας κ.α.), που κάποιες σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να ΄χαν παραμείνει στο περιθώριο της ιστορίας ή και να ‘χαν ξεχαστεί, τα αφιερώματα σε χαρακτηριστικά στοιχεία της πόλης που, δυστυχώς, έχουν χαθεί (βλέπε παλιά Αρχοντικά), σε ήθη και έθιμα άγνωστα και λησμονημένα. Τα ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ αποτέλεσαν, επίσης, το βήμα και η ευκαιρία ορισμένων πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, λαογράφων και επιστημόνων να κάνουν εκεί την πρώτη τους δημοσίευση ενώ, ταυτόχρονα, συνέχιζαν με αξιοθαύμαστη επιμονή την δημοσίευση κειμένων στο ιδιαίτερο κοζανίτικο γλωσσικό ιδίωμα, κείμενα που χάρη στην γλώσσα τους αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό και την κοινωνική εξέλιξη της πόλης. Έτσι, όποιος πάρει στα χέρια του τα ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ και είναι κάποιας ηλικίας μπορεί πραγματικά να συγκινηθεί, αλλά το σίγουρο είναι πως όλοι, ανεξάρτητα ηλικίας, κάτι θα μπορέσουν να μάθουν για την Κοζάνη που έφυγε, για την ιστορική της διαδρομή, τις σημαντικές της προσωπικότητες, και κάτι που για μένα μετράει πάρα πολύ, γι’ αυτόν “τον κόσμο τον μικρό τον μέγα”, όπως πολύ εύστοχα τον περιγράφει ο στίχος του Οδυσσέα Ελύτη. Αυτόν τον κόσμο που θα τον βρουν στις διάφορες ηθογραφίες, στην αναπόληση συνηθειών που χάθηκαν και καταγράφονται σε πολλά τεύχη, στις μικρές και μεγάλες στιγμές μιας κοινωνίας που έχει αλλάξει πάρα πολύ αλλά που υπήρξε κάποτε η Κοζάνη. Για όλα αυτά, τα ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ μπορούν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως “η κιβωτός της συλλογικής μας μνήμης”, της μνήμης του κάθε Κοζανίτη ανεξάρτητα από ηλικία, μόρφωση και τόπο διαμονής. Ο σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας Ίταλο Καλβίνο στο βιβλίο του “Αόρατες πόλεις” , γράφει πως “… η πόλη δεν μιλάει για το παρελθόν της, το περιέχει στις γραμμές ενός χεριού, γραμμένο σε γωνιές δρόμων, σε γρίλιες παραθύρων… ” Αυθαιρετώντας θα προσέθετα πως η πόλη βρίσκει το παρελθόν της και σε περιοδικά σαν τα ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ. Και εδώ έρχεται ο ωφελιμιστικός λόγος που αναφέρω πιο πάνω. Όσοι γράφουν για την πόλη θέλοντας να αναφερθούν και στο παρελθόν της, πασχίζοντας να ερμηνεύσουν το παρόν της, είτε πρόκειται για ένα άρθρο είτε για ένα βιβλίο, σ’ αυτό το περιοδικό προστρέχουν, κάτι στο οποίο συνηγορεί και το γεγονός πως υλικό του έχει αξιοποιηθεί και χρησιμοποιηθεί σε διάφορες άλλες εκδόσεις. Είναι κρίμα λοιπόν και άδικο για όλους να σταματήσει το περιοδικό την πορεία του. Ακόμα και αν ο Σύλλογος Κοζανιτών της Θεσσαλονίκης δεν είχε καμιά ανάγκη οικονομικής στήριξης αυτής της έκδοσης, οι τοπικοί φορείς, όποιοι κι αν είναι αυτοί, θα ΄πρεπε να προστρέξουν μόνοι τους για να συνδράμουν. Τρόποι υπάρχουν πάντα. Η έλλειψη χρημάτων, δικαιολογία που δεν μπορεί με τίποτα να σταθεί. Βούληση να υπάρχει και όλα γίνονται και χρήματα βρίσκονται. Για να στηριχθεί όχι μόνο η έντυπη έκδοση αλλά και η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός και της ψηφιακής μορφής του περιοδικού. Ο σεβασμός στην μνήμη και την ιστορία μας, σε ό,τι συνθέτει το παρελθόν μας, δεν εξαρτάται από το πόσο χρήματα κοστίζει, αλλά από το αν έχουμε πραγματικά συνειδητοποιήσει την αξία του για το παρόν και το μέλλον μας.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

"Με την πένα σπαθί"

«Με την πένα σπαθί» Ο τίτλος του θεατρικού μου έργου που θ’ ανεβάσει το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης μες το καλοκαίρι. Με αφορμή το ’21, αλλά αιτία πως οι σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες έχουν θέση και ρόλο σε κάθε εποχή. Δύο ιστορικές προσωπικότητες της Κοζάνης, η Μητιώ Μεγδάνη- Σακελλαρίου και ο Γεώργιος Λασσάνης, μια τρίτη που αν και δεν κατάγεται απ’ την πόλη έχει συνδεθεί μαζί της χάρη και στην Χάρτα του, ο Ρήγας Βελεστινλής, οι πρωταγωνιστές του έργου. Περισσότερα προσεχώς…

Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

Γιώργος Δελιόπουλος: Η ωρίμανση ενός ποιητή

Πάντοτε με συγκινούν οι προσφορές βιβλίων με την ιδιόχειρη αφιέρωση του δημιουργού. Πόσο μάλλον όταν μ' αυτούς με συνδέει μια σχέση αλληλοεκτίμησης, πρώτα απ' όλα, φιλίας και συνοδοιπορίας. Χθες παρέλαβα απ'το Γιώργο Δελιόπουλο την νέα ποιητική του συλλογή, από κοινού με τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη, "κατά ανεφίκτου γλυφές, 1- της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις", εκδόσεις ΑΩ, με την άκρως αναλυτική και διαφωτιστική εισαγωγή της Ευσταθίας Δήμου για την ποίηση των δύο και την εξαιρετική, ως συνήθως, εικαστική παρέμβαση της Γλύκας Διονυσοπούλου.
Εγώ ¨παγιδεύτηκα¨ απ την υπέροχη ΡΟΥΘ του Γιώργου και ο πειρασμός να την μοιραστώ μεγάλος. ΡΟΥΘ Δεν μπήκα στη ζωή σου μετανάστις από την πίσω πόρτα της ντροπής δεν μ’ έδιωξαν η πείνα ή τα σάπια όνειρα είχα στο σπίτι μου το πιάτο της ημέρας κι έφτανε την ανάγκη να χορταίνω γιατί να σέρνω παραμάσχαλα τη μοίρα μου ικέτιδα στα ξένα; όλη τη μέρα να θερίζω απ’ την αγάπη σου μέχρι να κουραστεί ο ήλιος; γιατί να ζω από τα στάχυα των δακρύων με ό,τι γέλιο περισσεύει στις γιορτές; στον έρωτα ποτέ δε με κατήχησαν δε μέτρησα τα θαύματα στο ζύγι μα η χαρά αλλιώς δε βγάζει νόημα χωρίς αγκάθια δεν αγγίζονται καρδιές κι από τη λάσπη των χεριών που σ’ αγκαλιάζουν γεννιέται ο ερχόμενος Μεσσίας.

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Όνειρα ψυχών!

Συνήθως από τους τίτλους που προσπερνώ. Σ’ αυτόν στέκομαι καθώς διαβάζω πως πρόκειται για το πρώτο τεύχος λογοτεχνικού περιοδικού μαθητών! Το ότι είναι παιδιών του 3ου ΓΕΛ Κοζάνης, της πατρίδας μου, λεπτομέρεια. Το μαθητών μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Μέσω διαδικτύου ξεφυλλίζω τις 128 σελίδες του. Κείμενα, φωτογραφίες, ζωγραφιές. Πόσο άδικοι γινόμαστε πολλές φορές, για να μην πω πάντα, με τα παιδιά; ¨Δεν διαβάζουν!¨, ¨Μόνιμα με το κινητό στο χέρι, να σερφάρουν στο ίντερνετ!¨. Μάλλον όσο άδικοι υπήρξαν κάποιοι άλλοι μεγάλοι για μας, λες και θέλουμε να πάρουμε μια άτυπη ρεβάνς. Αντιγράφω αυτούσιο του δελτίο τύπου που συνοδεύει αυτή την πρώτη έκδοση: «Το πρώτο τεύχος του μαθητικού λογοτεχνικού περιοδικού του 3ου ΓΕΛ Κοζάνης, ΟΝΕΙΡΑ ΨΥΧΩΝ, είναι έτοιμο. Στο πρώτο τεύχος φιλοξενούνται ποιήματα, διηγήματα, άρθρα, παιχνίδια, φωτογραφίες και ζωγραφιές των μαθητών και των μαθητριών, με θέμα τη σχέση τους με την πόλη που ζουν, την Κοζάνη. Πώς αντικρίζουν οι έφηβοι του σήμερα το ένδοξο παρελθόν της πόλης τους, πώς αντιμετωπίζουν το δύσκολο παρόν και πώς οραματίζονται το μέλλον; Επιπλέον, κριτικές βιβλίων, μουσικής, ταινιών και επίκαιρα άρθρα συμπληρώνουν την πλούσια ύλη του πρώτου τεύχους. Ξεφυλλίστε online το πρώτο τεύχος στον παρακάτω σύνδεσμο: https://online.fliphtml5.com/oeubs/xyrg/, απολαύστε τη δημιουργικότητα των νέων και προβληματιστείτε μαζί τους.» Σ’ ένα μόνο διαφωνώ. Γιατί να προβληματιστώ μαζί τους και να μην χαρώ που καταφέρνουν, και πάλι, να διαψεύσουν την γκρίνια και την απαισιοδοξία μας; Εμείς στα χρόνια μας… Σιγά! Τους νέους να δεις. Τους καινούργιους. Τους φρέσκους. Μακάρι να γυρνούσε ο χρόνος και να ‘μουν μαζί τους. Κι ας προβληματιζόμουν για το σήμερα, για το αύριο, παρά να κοιτώ το χθες με κάποια δόση μελαγχολίας. Μπράβο παιδιά. Σε όλους. Και στους δύο φιλολόγους σας την Άννα Ελευθεριάδου και τον Γιώργο Δελιόπουλο.

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Ζήνων Μ. Πιτένης: Ο ¨Λιόλος¨ που μας κληροδότησε τα πολύτιμα ¨Κουζιανιώτ΄κα μπέντια» του.

Προσφεύγοντας στα εξαιρετικά λεξικά του κοζανίτικου ιδιώματος του Κώστα Δ. Ντίνα “Το γλωσσικό ιδίωμα της Κοζάνης” (έκδοση του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης- 2005) και του Χριστόδουλου Αστ. Χριστοδούλου “Κοζανιτολόγιο”, Λεξικό του Κοζανίτικου Ιδιώματος (έκδοση του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης- 2017) για τις ανάγκες του νέου μου μυθιστορήματος που θα εμπεριέχει ορισμένους διαλόγους στη μητρική μου γλώσσα, συνειδητοποίησα την σημαντική συνεισφορά ενός συνεπώνυμου μου στη διατήρηση της. Αναφέρομαι στον αείμνηστο Ζήνωνα Μ. Πιτένη, που τόσο με το ψευδώνυμο ¨Λιόλιος¨, αλλά κυρίως με την υπογραφή ¨Π.ΤΕΝΗΣ¨ μας άφησε έναν μεγάλο αριθμό χιουμοριστικών χρονογραφημάτων, γραμμένα όλα στο κοζανίτικο ιδίωμα. Τα περισσότερα απ’ αυτά δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ένα μέρος τους, 117 χρονογραφήματα, αποτέλεσαν το υλικό μιας προσωπικής έκδοσης που κυκλοφόρησε το 1971 στην Αθήνα με τον τίτλο “ΚΟΥΖΙΑΝΙΩΤ’ΚΑ ΜΠΕΝΤΙΑ”.
Καταφεύγοντας, λοιπόν, στα δύο προαναφερόμενα λεξικά διαπίστωσα πως σημαντικός αριθμός των αποθησαυρισμένων λέξεων προέρχονται απ’ τα χρονογραφήματα του, κάτι που ομολογώ πως δεν είχα προσέξει μέχρι σήμερα, ή αν προτιμάτε δεν είχα αξιολογήσει σωστά. Γι’ αυτό και χρησιμοποίησα πιο πάνω το ρήμα ¨συνειδητοποίησα¨. Το βιβλίο του Ζήνωνα Μ. Πιτένη, μακρινού μας συγγενή, βρισκόταν στο σπίτι μας ανέκαθεν και όλοι μας το ξεφυλλίσαμε κατά καιρούς, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο. Προσωπικά, όμως, είχα την μεγάλη χαρά να λάβω ως δώρο ένα υπογεγραμμένο αντίτυπο του από τον γιο του συγγραφέα Μιχάλη Ζ. Πιτένη, όταν ανταμώσαμε στην Αθήνα πριν χρόνια. Με τον Μιχάλη, έναν διακεκριμένο αρχιτέκτονα που έχοντας μελετήσει τα αρχαία θέατρα συμμετείχε στην συλλογική έκδοση “Μια σκηνή για τον Διόνυσο” (έκδοση Καπόν- 2009) με την εργασία του "Επιδράσεις των αρχαίων προτύπων στη θεατρική αρχιτεκτονική κατά τον 19ο και 20ό αιώνα", μας μπέρδεψαν πολλές φορές όχι μόνο λόγω κοινού ονόματος και επιθέτου αλλά και του πατρωνύμου Ζ, με την διαφορά πως ο πατέρας του λεγόταν Ζήνων ενώ ο δικός μου Ζήσης. Θύμα αυτού του μπλεξίματος και ο πατέρας μου ο οποίος μια Κυριακή πρωί όταν πήγε να πιει τον καφέ του, κάποιοι απ’ τους θαμώνες του καφενείου τον συνεχάρησαν επειδή ο γιος του, μαζί με άλλους, είχαν γράψει το αφιέρωμα για τα αρχαία θέατρα στο ένθετο ¨Επτά μέρες¨ που εξέδιδε η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής. ¨Τιμή¨ που ο πατέρας μου αποδέχτηκε ευχαρίστως γνωρίζοντας πως γράφω θεατρικά έργα και για να την επικυρώσει κέρασε όλο το μαγαζί!
Ξαναγυρνώντας στο Ζήνωνα Μ. Πιτένη, δεν γνωρίζω πολλά πράγματα για την ζωή του, αλλά είναι αξιοσημείωτο πως παρόλο που έφυγε σχετικά νέος από την Κοζάνη για να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα όχι μόνο δεν την ξέχασε ποτέ, αλλά φρόντισε για πολλά χρόνια να γράφει τα πικάντικα χρονογραφήματα του στο κοζανίτικο ιδίωμα και να τα δημοσιεύει στον τότε τοπικό τύπο. Αναφερόμενος ο ίδιος στους λόγους που τον έκαναν να προχωρήσει στην έκδοση ορισμένων απ’ αυτά γράφει στον πρόλογο του “… είναι η επιθυμία μου να βοηθήσω κι εγώ, μαζί με τους άλλους γνωστούς Πατριώτας, που ασχολούνται μ’ αυτό, στη διατήρησι και τη μελέτη της τοπικής μας διαλέκτου, για την δημιουργία και την ορθή διατύπωσι της οποίας υπάρχουν διάφορες γνώμες.” και πιο κάτω σημειώνει πως “… προσπάθησα να περιλάβω στην έκδοσί μου αυτή, εκείνα απ’ τα ιδιωματικά χρονογραφήματα που όχι μόνον είναι χαρακτηριστικά του λεπτού και μοναδικού ίσως Κοζανίτικου πνεύματος αλλά και περιγράφουν διάφορα ήθη και έθιμα τα οποία σιγά- σιγά, γενιά με γενιά λησμονιούνται και διατρέχουν τον κίνδυνο να χαθούν…”* Το βιβλίο “ΚΟΥΖΙΑΝΙΩΤ’ΚΑ ΜΠΕΝΤΙΑ” διακινήθηκε χέρι με χέρι και δεν γνωρίζω πόσα αντίτυπα του κυκλοφόρησαν. Το σίγουρο είναι πως υπάρχει ακόμα σε πολλά σπίτια της Κοζάνης και αποτελεί, χωρίς υπερβολή, μια ακόμα κιβωτό της ιδιαίτερης γλώσσας των κατοίκων της πόλης. *Διατηρήθηκε η σύνταξη και η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Μαύρος Ήλιος

Τα μαύρα στίγματα στο χιόνι. Η σκόνη της τέφρας στους ιδρωμένους, τους γεμάτους χαραγματιές σβέρκους, δεύτερο δέρμα, στα νύχια των χεριών, μαύρο κάδρο, στα απλωμένα στις αυλές, τα μπαλκόνια και τις ταράτσες ρούχα που με δυσκολία κυματίζουν στον δυνατό αέρα, στις στολές εργασίας που αλλάζουν χρώμα μέσα σε λίγες μέρες, στα κορδόνια από τ’ άρβυλα που δεν λυγίζουν, σπάνε, στα λάστιχα των αυτοκινήτων όπου δεν διακρίνεται πια η ανάγλυφη μάρκα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ο γκρίζος καπνός, χαρακιά στον ορίζοντα. Η αψιά μυρωδιά του καμένου από μια φωτιά κοντινή και αόρατη. Όλα, έννοιες και λέξεις, πίσω από μια και μόνο στοιχήθηκαν. Λιγνίτης.
Πολλά τα παράγωγα της, σε μία και μόνο παραπέμπουν. Ανάπτυξη. Ό,τι ανθίζει, ό,τι καρποφορεί εδώ δεν είναι από χώμα, δεν έχει ρίζες, με ό,τι κι αν το ποτίσεις, με νερό, με ιδρώτα, σε τρύπες καταλήγει που αχόρταγα ρουφάνε, βροχή, κόπο, ανθρώπινες σάρκες. Μέχρι να ‘ρθει, κι έρχεται πάντα, η στιγμή που το κλειδί θα γυρίσει στη μηχανή ανάστροφα κι η σιωπή θα απλωθεί. Η σιωπή. Για μια ανάπτυξη που μετουσιώθηκε σε εξοχικά στην Χαλκιδική, σε μεγάλα και βαριά κλειδιά πολυτελών αυτοκινήτων που έκαναν τα τραπεζάκια έξω να αγκομαχούν και τα φλιτζάνια του καφέ ή τα ποτήρια με το ουίσκι να μην βρίσκουν χώρο για να σταθούν. Η σιωπή. Για τους εκπροσώπους που σαν άλλες μπάμπουσκες κάτω απ’ το κεφάλι- καπάκι κρύβουν την επανάληψη και το πανομοιότυπο σύνθημα- πρόσκληση σε έναν αέναο αγώνα και σε μια ατελεύτητη πορεία- για πού ακριβώς, δεν μαρτυρούν- που μας εξαντλεί και τους συντηρεί όπως ο πάγος κάθε τι που περιβάλει. Η σιωπή. Για ν’ απορροφήσει τις φωνές όσων κτίζουν καριέρες αντλώντας έμπνευση απ’ την προσδοκία μας μετουσιώνοντας την, λόγω και έργω, σε απελπισία μας, γράφοντας και καταθέτοντας προτάσεις- συνταγές για ένα αύριο που θα ‘ναι καλύτερο από ένα χθες, χωρίς να μπουν στον κόπο να πουν κάτι γι’ αυτό το σήμερα στο οποίο βρισκόμαστε χρόνια τώρα, ένα σήμερα μετέωρο βήμα στο κενό. Η σιωπή. Η μόνη συντροφιά στο χέρι που μένει μετέωρο, υψωμένο σ’ έναν ουρανό που όλο και αδειάζει, αποχαιρετώντας το παιδί που γίνεται πουλί και ξεμακραίνει με αργό αλλά σταθερό άνοιγμα των άγουρων ακόμα φτερών του, με τις ελπίδες του τυλιγμένες σε χαρτιά που απέκτησε καταθέτοντας την παιδικότητα και την εφηβεία του επειδή πείστηκε πως κάποτε θα τις πάρει πίσω και με τόκο, κρεμασμένες με σπαγκάκι απ’ τα πόδια του να ανεμίζουν σαν σημαίες που υπεστάλησαν πριν καν σηκωθούν, σημαίες που θ’ αναζητήσουν και μακάρι να βρουν έναν άλλο ιστό για να αναρτηθούν και να υψωθούν όπως τις αξίζει. Η κραυγή. Ψίθυρος, “να κάνουμε κάτι” που περισσότερο ακούγεται σαν “κάντε κάτι”, αφού ο φόβος φυλάει τα έρμα και όσους αποφεύγουν τις ευθύνες και μιας και το ντεπόζιτο του αμαξιού έχει ακόμα βενζίνη ας ξεκινήσουμε για μια εκδρομή και έπειτα βλέπουμε. Αν δεν μας αρέσει, γυρνάμε. Έχουμε επιλογές κι είναι καλό αμάξι. Καίει λίγο και στο πρατήριο ο νεαρός με τα άριστα ελληνικά του που καθάρισε τα τζάμια υποσχέθηκε πως με αυτό το καύσιμο κερδίζουμε χιλιόμετρα. Η κραυγή. Το αύριο είναι εδώ! Ναι, αλλά το αύριο είναι πάντα μια άλλη μέρα και μια άλλη μέρα είναι μακριά. Ίσως και ν’ απέχει έτη φωτός. Κι έπειτα, προς τι η βιασύνη. Τόσα αύριο πέρασαν και ποιος θυμάται το χθες που η αγωνία μας έσβηνε σε μια μάζωξη που ‘χε ως τίτλο “κουβέντα να γίνεται”. Η κραυγή. Πόση ομορφιά! Τι ησυχία! Κι αυτός ο ήλιος που όλο απομακρύνεται και όλο μένει εδώ, εξασκημένος πια να μην βήχει κάθε που τον κυκλώνουν οι μαύροι καπνοί, δεν θ’ αργήσει να μάθει να συμβιώνει και με τα μαύρα σύννεφα που τώρα τον συντροφεύουν κι ας τον ενοχλούν, μέχρι να μαυρίσει κι αυτός σαν τα σωθικά μας που χάνουν πια τα φίλτρα που μας προμήθευε αφειδώς η ουτοπία μας. Η κραυγή. Όλοι μαζί, όσοι τέλος πάντων θα δηλώσουμε παρόντες στο επόμενο προσκλητήριο, θα αναφωνήσουμε. Όμορφος κι αυτός ο μαύρος ήλιος! Όλα θέμα συνήθειας είναι και αποδοχής μιας αλήθειας που ακόμα κι αν δεν σου ανήκει, γίνεται δική σου, φέρει το όνομα σου, η σιωπή σου την γέννησε κι η κραυγή σου ίσως ήρθε αργά για να την αλλάξει. Υ.Γ. 1. Η φωτογραφία είναι του Αλέξη Κασνάκη 2. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην έκδοση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ (2020) με τίτλο "Στο τέλος είναι η αρχή μου...", In my end iw my beginning...

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Μητιώ Σακελλαρίου: Πρωτοπόρος και ανατρεπτική, σε δύσκολους καιρούς!

 

“Η Μητιώ Σακελλαρίου (1789- μετά το 1863), η Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου (1801-1832) και η Ευανθία Καΐρη (1799- μετά το 1866) είναι σχεδόν συνομήλικες, και η λογοτεχνική και δραματουργική τους δραστηριότητα πέφτει στα χρόνια του Αγώνα ή και λίγο νωρίτερα: της Μητιώς Σακελλαρίου από το 1810 έως το 1818 περίπου, της Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου από το 1820 έως το 1825 και της Ευανθίας Καΐρη από το 1817 έως το 1828 περίπου. Συνεσταλμένες, σεμνές και ηθικές, βρίσκονται υπό την επήρεια σημαντικών και μορφωμένων ανδρών, πατέρων, αδερφών και διδασκάλων, απευθύνονται όμως όλες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με διαμορφωμένη και έκδηλη γυναικεία συνείδηση, στις γυναίκες, τις Ελληνίδες.”

Αυτά αναφέρει ο Βάλτερ Πούχνερ στο βιβλίο του ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ- ΜΗΤΙΩ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ- ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ
ΕΥΑΝΘΙΑ ΚΑΪΡΗ- ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΟ
ΗΘΙΚΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ, έκδοση Ινστιτούτο του Βιβλίου- Α.
Καρδαμίτσα που κυκλοφόρησε το 2001, στο οποίο αναφέρεται διεξοδικά και στο έργο της
πρωτοπόρου Κοζανίτισας που στα 1810, περίπου, και σε ηλικία 20, 21 ετών, μετέφρασε δύο
κωμωδίες του μεγάλου Ιταλού δραματουργού και αναμορφωτή του θεάτρου Carlo Goldoni. Οι δύο
σημαντικοί άνδρες στην ζωή της Μητιώς δεν ήταν άλλοι από τον ιεροφιλόσοφο Χαρίσιο Μεγδάνη
(1768- 1823), τον πατέρα της, και τον ιατροφιλόσοφο Γεώργιο Σακελλάριο (1765- 1838), τον
σύζυγο της. Γνωστοί κι οι δύο και διακεκριμένοι λόγιοι της εποχής, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα
και στην δική της μόρφωση.

Το έργο της όμως παρέμεινε για πολλά χρόνια άγνωστο και όπως σημειώνει ο Πούχνερ “Η Μητιώ Σακελλαρίου και οι δύο μεταφράσεις των κωμωδιών του Goldoni ανασύρονται από τη λήθη της ιστορίας λόγω του σημαντικού προλόγου ¨Προς τας ευμενείς αναγιγνώσκουσας¨ από την Άννα Ταμπάκη (1993). Τα έργα αυτά δεν έχουν ανεβεί ποτέ, ούτε ανατυπωθεί, και ήταν γνωστά μόνο για τους insider, που ασχολούνται με τον Διαφωτισμό, και για τους θεατρολόγους και φιλολόγους, που παρακολουθούν την πρόσληψη του Βενετσιάνου κωμωδιογράφου του Διαφωτισμού στην Ελλάδα”, για να συμπληρώσει πως “Μόλις τα τελευταία χρόνια, με τις έρευνες για τον πατέρα της Χαρίσιο Μεγδάνη, και τον άνδρα της, Γεώργιο Σακελλάριο, και με ανανεωμένο ενδιαφέρον για Ελληνίδες γυναίκες συγγραφείς, η βιογραφία της αφανούς ως πρόσφατα θεατρικής μεταφράστριας κάπως φωτίστηκε.”

Τα μεταφρασμένα έργα και ο πρόλογος.

Η Μητιώ Μεγδάνη- Σακελλαρίου προσπαθώντας να μάθει καλά τα ιταλικά, με την συνδρομή και την στήριξη συζύγου και πατέρα, μεταφράζει δυο θεατρικά έργα (κωμωδίες) του Goldoni, τα  La vedova scaltra” (Η πανούργος χήρα) και ‘L’amore paterno o sia la serva riconoscente” (Η πατρική αγάπη ή η ευγνώμων δούλη). Δύο έργα που θα εκδοθούν το 1818 στη Βιέννη, έχοντας έναν σημαντικό πρόλογο, αυτόν στον οποίο αναφέρεται ο Πούχνερ. Έναν πρόλογο που περιλαμβάνει την επιστολή της Μητιώς προς τον πατέρα της στις 16 Οκτωβρίου του 1812 από τα Ιωάννινα όπου βρισκόταν με τον σύζυγο της, με την οποία του ζητά να κρίνει το μεταφραστικό της έργο, την απάντηση του πατέρα της στις 5 Νοεμβρίου 1812 από την Κοζάνη που την ενθαρρύνει να συνεχίσει προσέχοντας την υγεία της και χωρίς να παραμελεί τα οικιακά της καθήκοντα και το εισαγωγικό σημείωμα της ίδιας, με τον τίτλο  “Προς τας ευμενείς αναγινώσκουσας”! Σχολιάζοντας αυτό το εισαγωγικό σημείωμα ο Ηλίας  Σπυριδωνίδης, καθηγητής του τμήματος Ιταλικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ., στο άρθρο του  «CARLO GOLDON “LA VEDOVA SCALTRA” ΚΑΙ “L’AMORE PATERNO” Ο  ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΙΜΟΣ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΙΩΣ  ΜΕΓΔΑΝΗ- ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ» τονίζει ότι “Η Μητιώ μετάφραζε από τα ιταλικά όχι μόνο για να ¨γυμνασθεί εις την γλώσσα¨ όπως έλεγε η ίδια, αλλά γιατί φιλοδοξούσε με το έργο της να επηρεάσει τους συμπολίτες της στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, να μεταδώσει τις ιδέες του Διαφωτισμού μέσα από το θέατρο που θεωρούσε ως ¨την ευγενεστέραν διάχυσις όλων των Ευρωπαϊκών γενεών¨. Διατηρούσε την ελπίδα οι μεταφράσεις της να αποτελέσουν έναυσμα για την μελέτη άλλων σπουδαιότερων πονημάτων, να προκαλέσουν την αφύπνιση της φιλομάθειας του γένους και να χρησιμεύσουν ως ¨ηθικήν διδασκαλίαν¨ όπως η ίδια έγραφε στον πρόλογο της έκδοσης: ¨ ἐθαρρύνθην νά τάς κοινοποιήσω εἰς τό γένος μας διά τοῦ τύπου, στοχαζομένη ότι ἔχουν καί αὐταί τί χαρίεν καί χρήσιμον· διότι ἡ ἀνάγνωσις τῶν δραματικῶν ποιημάτων ὂχι μόνον συντείνει εἰς διασκέδασιν τοῦ καιροῦ, μάλιστα τῶν μακρῶν νυκτῶν τοῦ χειμῶνος, καί ἀναπληροῖ τρόπον τινά τάς θεατρικάς παραστάσεις, αἰ ὁποῖαι εῖναι ἡ εύγενεστέρα διάχυσις ὅλων τῶν Εὐρωπαϊκών γενῶν, ἀλλά καί ἡδύνουσα τούς άναγνώστας, τούς προδιαθέτει καί προθυμοποιεῖ εἰς ἂλλας σπουδαιοτέρας μελέτας, διά τῶν όποίων ἠμποροῦν νά πλουτισθοῦν μέ ἀνωτέρας ἰδέας καί μαθήσεις· καί ἐν ταὐτῷ χρησιμεύει καί πρός ἠθικήν διδασκαλίαν¨.


Η επιλογή των έργων.

Σε ό,τι αφορά την επιλογή των συγκεκριμένων έργων ο Σπυριδωνίδης στο ίδιο άρθρο του σημειώνει πως “η επιλογή των προς μετάφραση κωμωδιών από τη Μητιώ Μεγδάνη δεν είναι τυχαία. Αντίθετα φαίνεται πως γνώριζε πολύ καλά το έργο του ιταλού κωμωδιογράφου και πως επέλεξε τις συγκεκριμένες κωμωδίες γιατί ενδεχομένως ήταν έργα που η ίδια θα ήθελε να έχει γράψει, που την εξέφραζαν απόλυτα, την εξυπηρετούσαν και πετύχαιναν το σκοπό της, δεδομένου ότι μετέφεραν τα μηνύματα και τις ιδέες (αρκετά ανατρεπτικές για την εποχή τους οφείλουμε να ομολογήσουμε και ειδικότερα για την οθωμανοκρατούμενη Ελλάδα), που η ίδια δεν θα τολμούσε ποτέ να κοινοποιήσει μέσα από ένα δικό της έργο.”

Η άποψη του Πούχνερ δεν διαφέρει και πολύ καθώς στο βιβλίο του αναφέρει ότι στις μεταφράσεις της Μητιώς “κυριαρχεί η θεματική νύξη για το γερασμένο σύζυγο, ¨αυτοβιογραφικό στοιχείο¨, ώστε η μετάφραση αποτελεί έμμεση διαμαρτυρία για τις πρακτικές του παραδοσιακού παντρολογήματος· ο πρόλογος αναπτύσσει μια στρατηγική κατοχύρωσης του κωμικού θεατρικού είδους και του φύλου της συγγραφέως· απευθύνεται στις γυναίκες ως διδαχή και προειδοποίηση για τη σωστή εκλογή συζύγων.”

Η θεατρολόγος  Αγνή Παπαδοπούλου, Επίκουρη καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, έγραψε το έργο “Μητιώ Σακελλαρίου”  που ανέβασε το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης τον Μάρτη του 2009 σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία της  Μαρίας Βαρδάκα, και στο πρόγραμμα της παράστασης υπογράμμιζε πως η Μητιώ “Είχε πολλά πράγματα να κάνει στην καθημερινότητά της, αγαπούσε το διάβασμα και αφιέρωνε χρόνο για αυτήν την αγάπη της.

Έμαθε ότι το να στοχάζεσαι είναι μέτρο ελευθερίας, ενώ εκείνη ζούσε στη σκλαβιά και αντιλαμβανόταν ότι και η προσωπική της ζωή είχε περιορισμούς. Οι κωμωδίες έβαζαν χρώμα, μετέτρεπαν το γκρίζο σε έντονα χρώματα, σε χορούς, σε πολυτελείς αίθουσες, σε λαμπερά στολίδια. Ίσως η μετάφραση να ήταν μια κάποια λύση, όπως θα έλεγε και ο Καβάφης. Σίγουρα αρχίζουμε να γράφουμε, να μεταφράζουμε, για να δημιουργήσουμε με αυτά έναν κόσμο που να έχει κάποια κατεύθυνση. Και η Μητιώ ήθελε να νιώσει πώς τα πράγματα έχουν κάποιο νόημα, γι’ αυτό και η συγκεκριμένη επιλογή των έργων, ιδιαίτερα η Πανούργος Χήρα, ήταν σαν να έβαζε τάξη στα κομμάτια που κατακερματίστηκαν είτε στον προσωπικό της κόσμο είτε για να τακτοποιήσει καλύτερα τον κόσμο γύρω της…

…Η Μητιώ Σακελλαρίου αρνήθηκε την αποσιώπηση και ήθελε οι γυναίκες να βγουν από αυτόν τον κόσμο της άγνοιας, του φόβου, της ανημποριάς. Να αντιληφθούν ότι η επιλογή συντρόφου είναι καθοριστικό γεγονός για την ευτυχία τους και δεν πρέπει να αφήνεται ούτε στην τύχη ούτε να γίνεται αστόχαστα ή με λάθος κριτήρια ούτε να είναι επιλογή άλλων προσώπων, - που το πιθανότερο είναι τα κριτήρια τους να εξυπηρετούν ίδιον όφελος -, γιατί στο τέλος θα τις κατέχει μόνο το μίσος, αυτό θα «παντρευτούν» ή στην καλύτερη περίπτωση θα έχουν υποστεί μία αργή και επώδυνη κατανόηση της κατάστασης.

Η επιλογή των κωμωδιών, ιδιαίτερα Η Πανούργος Χήρα ήταν συνειδητή επιλογή που δεν είχε στόχο μόνο να ευχαριστήσει τις αναγνώστριες με ένα αίσιο τέλος, αλλά να τις προτρέψει να σκεφτούν, να προσέξουν και να συγκρίνουν τις δικές τους αποφάσεις με τη στρατηγική της σκέψης της ηρωίδας θέτοντας βασικά ζητήματα διεκδίκησης της ελευθερίας. Το σπουδαιότερο όλων ήταν να επιτευχθεί ο στόχος να μπορέσουν οι γυναίκες να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κρίνουν σωστά και να μην παρασύρονται από λόγια και κινήσεις εντυπωσιασμού.”

Από την παράσταση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης 

Η αξιολόγηση των μεταφράσεων της.

Η Μητιώ δεν είδε δυστυχώς ποτέ τις μεταφράσεις της να ανεβαίνουν σε κάποια θεατρική σκηνή. Οι καιροί βλέπετε. Τουλάχιστον τις είδε να έχουν εκδοθεί.

Όμως η δουλειά της ήταν εξαιρετική και όπως γράφει ο Σπυριδωνίδης “Η Μεγδάνη εκπλήσσει με την υψηλή απόδοση και ακρίβεια των μεταφράσεων της. Το τελικό αποτέλεσμα, η μεταφορά του κειμένου- πηγή στο κείμενο- στόχο είναι εξαιρετική από λεξιλογική, τεχνική και μορφοσυντακτική άποψη. Ο τομέας όμως που το έργο της ξεχωρίζει, από μεταφρασεολογική άποψη, είναι ο σημασιολογικός. Η μοναδική απόδοση του περιεχομένου, των εννοιών, των ιδεών και του περιβάλλοντος των κειμένων του Goldoni, κάτι που αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για μια απλή εξάσκηση στην ιταλική γλώσσα όπως η ίδια ταπεινά δήλωνε, αλλά για μια απολύτως επιτυχή μεταφορά και απόδοση των κωμωδιών του Goldoni στην νεοελληνική γλώσσα της εποχής, από μια μεταφράστρια με βαθειά και ευρεία γνώση της γλώσσας που μεταφράζει. Σ’ αυτό το επίπεδο ανάλυσης εντυπωσιάζει ο αριστοτεχνικός τρόπος (ειδικά αν λάβουμε υπόψη τους όρους και τις συνθήκες της προεπαναστατικής τουρκοκρατούμενης Ελλάδας) με τον οποίο καταφέρνει να διατηρήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Goldoni. Έτσι έχουμε ζωντάνια στο κείμενο, έντονους ρυθμούς, διατήρηση του στυλ και του ύφους του συγγραφέα, εξαιρετική απόδοση των εννοιών, των ηθών, των χαρακτήρων και των καταστάσεων.”

Πόσα θαυμαστικά να βάλει κανείς γι’ αυτό το επίτευγμα μιας γυναίκας στις αρχές του 19ου αιώνα, μια περίοδο που όχι μόνο η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών αλλά και των ανδρών δεν γνώριζε καν ανάγνωση και γραφή;

Το γιατρικό για την ευλογιά!

Δεν περιορίστηκε όμως μόνο σ’ αυτό. Όπως μας λέει η  Παπαδοπούλου στο ίδιο κείμενο της “Κατά πληροφορίες των απογόνων της η Μητιώ επινόησε ¨γιατρικό¨ για την ευλογιά, που μάστιζε τότε Ευρώπη και Ασία, θεραπεύοντας με αυτό την ασθένεια. Πιθανώς ο Κ.Σάθας στο έργο του ¨Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων (1453-1821) Αθήναι 1868¨, αναφερόμενος στην εποχή της Τουρκοκρατίας να εννοεί την Μητιώ λέγοντας: ¨Κατά την εποχή εκείνη εμάστιζε την Ευρώπην η φρικώδης της ευλογίας νόσος, καθ’ ης ηδυνάτει πάσα ιατρική συνδρομή. Γυνή τις τότε εκ Θεσσαλίας καταγομένη, επενόησε το κατά της φθοροποιού ταύτης νόσου αλεξιτήριον κέντρισμα...¨

Η ίδια η Μητιώ εξέταζε τις Μουσουλμάνες που δεν μπορούσε να τις δει ο Σακελλάρης ως άντρας γιατρός και περιέγραφε τα συμπτώματα στο σύζυγό της. Ο γιατρός Σακελλάρης έκανε τη διάγνωση προτείνοντας και το κατάλληλο το φάρμακο.

Η Μητιώ δεν ήταν ποτέ στη θέση του ηττημένου. Η Μητιώ ήταν σίγουρα λεπτολόγα, συλλέκτρια και αναδιανεμήτρια εικόνων από μία Κοζάνη όπως την λαχταρούσε απελευθερωμένη, για ένα γυναικείο φύλο που το ήθελε δυνατό. Οι μεταφράσεις της μπορεί να λειτούργησαν σαν δικά της “ξόρκια”, τα δικά της φαρμάκια να έγιναν φάρμακο, να ήταν παρηγοριά και βοήθημα μαζί. Τα έργα της μπορεί να είναι η δική της εξήγηση στην απορία της για τον κόσμο που ζούσε. Έναν κόσμο που είχε σαφώς περισσότερες επιρροές από τη δυτική κουλτούρα λόγω του πατέρα της και του συζύγου της.”  

 Αδικημένη ή ξεχασμένη;

Συλλέγοντας στοιχεία γι’ αυτό το άρθρο (και όσα επακολουθήσουν) αναρωτήθηκα πολλές φορές αν όταν μιλάμε για την Μητιώ Μεγδάνη- Σακελλαρίου θα πρέπει να την χαρακτηρίζουμε ως μια αδικημένη ιστορική προσωπικότητα ή αν πρέπει να πούμε πως την αφήσαμε, τόσο άδικα και αναίτια, να ξεχαστεί;

Κι όμως, μιλάμε για μια ξεχωριστή προσωπικότητα, πρωτοπόρος και ανατρεπτική συνάμα, που κατάφερε σε μια εποχή όπου τα πάντα ήταν δύσκολα για τους σκλαβωμένους Έλληνες και δυσκολότερα, έως ακατόρθωτα, για τις γυναίκες, να σπάσει ταμπού και προκαταλήψεις και να αφήσει ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα της παρουσίας της. Ναι το οικογενειακό της περιβάλλον την βοήθησε, αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό. Είχε το έναυσμα, είχε την στήριξη, αλλά είχε και τις δυνάμεις και τις ικανότητες.

Ίσως αν η Μητιώ είχε γεννηθεί αλλού, να προβάλλονταν και να αναδεικνύονταν, όπως πιστεύουν πολλοί, όσο πραγματικά της αξίζει. Το ότι στα καθ’ ημάς κινείται μεταξύ λήθης και αδιαφορίας, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις ανθρώπων που έγραψαν και μίλησαν για την Μητιώ, είναι σίγουρα ένα θέμα, που δεν πρέπει όμως να διαιωνίζεται.

Η Μητιώ, όπως και άλλες ιστορικές προσωπικότητες, είναι ώρα να πάρουν την θέση τους στο Πάνθεον των τοπικών μας ηρώων, όχι λόγω μιας στείρας λατρείας για το κάθε τι που ανήκει στο συλλογικό παρελθόν μας, ούτε γιατί χρειαζόμαστε περισσότερα αγάλματα, αλλά επειδή σήμερα, όπως και σε κάθε εποχή άλλωστε, έχουμε ανάγκη από θετικά πρότυπα που δεν διαμορφώθηκαν μέσα από ευτελείς και εφήμερες αξίες, αλλά σφυρηλατήθηκαν και ατσαλώθηκαν από το πέρασμα του χρόνου, που δεν έφθειρε το όποιο έργο τους, αλλά το διατήρησε ζωντανό γιατί έχει ακόμα κάτι να μας πει. Θέλουμε, άραγε, να το ακούσουμε;


Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Αντίο κ. Νίκο.

Καλοκαίρι του 1981. Ετοιμάζομαι για τις σπουδές μου στη Θεσσαλονίκη και αρχές του καλοκαιριού συνοδευόμενος από τον πατέρα μου χτυπάμε την πόρτα της εβδομαδιαίας εφημερίδας της Κοζάνης ¨Ο Χρόνος¨. Ο Νίκος Κωσταρέλλας, λιγομίλητος πάντα, δέχεται να μου δώσει μια ευκαιρία να δοκιμάσω την τύχη μου ως δημοσιογράφος. Φρενάρει όπου χρειάζεται τον νεανικό μου ενθουσιασμό, διορθώνει τα πολλά λάθη μου και δημοσιεύει τα πρώτα μου κείμενα με το όνομα μου.

Ετοιμάζω την βαλίτσα μου για την Θεσσαλονίκη και την ώρα που πάω να τον αποχαιρετίσω σημειώνει σ’ ένα χαρτάκι ένα όνομα και μου το δίνει. “Θα πας εκεί. Είναι φίλος και συνεργάτης στην ΕΡΤ Βορείου Ελλάδος.” Το χαρτάκι γράφει Τάκης Χασήρ (Χασηρτζόγλου) και η διεύθυνση είναι Αριστοτέλους 4. Τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία με πολλούς δημοσιογραφικούς σταθμούς.

Έκτοτε, πάντοτε ένιωθα μέλος της οικογένειας του ΧΡΟΝΟΥ, κι ας μην ξαναγύρισα ως συνεργάτης. Ενός ΧΡΟΝΟΥ που άλλαξε γραφεία, έγινε από εβδομαδιαία ημερήσια εφημερίδα και κατάφερε να διατηρήσει το στίγμα του και την ιδιαίτερη ταυτότητα του, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε που δεν ήταν λίγες και αμελητέες.

Τον κ. Νίκο τον είδα λίγες φορές από τότε. Μάθαινα τα νέα του και χαίρομαι πάντα που ο σπόρος (ή το σαράκι αν προτιμάτε) της δημοσιογραφίας που έριξε απέδωσε δύο καρπούς. Την Ιωάννα και τον Γιάννη. Παιδιά που μόλις τα γνωρίσεις καταλαβαίνεις αμέσως και την ποιότητα των γονιών που τα εξέθρεψαν. Του κ. Νίκου, που δυστυχώς μας άφησε, και της κ. Πόπης.

Λένε, και γω το πιστεύω, πως δεν χάνεσαι όταν οι άνθρωποι που μένουν πίσω σε κρατούν στην μνήμη και την καρδιά τους, όχι μόνο οι οικείοι σου, αλλά και αυτοί που σε γνώρισαν. Δεν ξέρω, λοιπόν, πόσοι γνώρισαν από κοντά τον κ. Νίκο, μπορώ όμως να πω πως θα τον θυμούνται πολλοί, πάρα πολλοί, χάρη στο αποτύπωμα που άφησε τόσο στο δημοσιογραφικό χώρο όσο και στον τόπο μας. Γιατί, πιστός πάντα στις δικές του αξίες, υποστήριξε με συνέπεια και πάθος, και εμμονή θα μπορούσε να πει κανείς, αυτά που έκρινε πως θα ωφελούσαν τον τόπο. Σε κάποια δικαιώθηκε. Σε άλλα, ίσως, όχι. Σημασία έχει πως έβαζε την υπογραφή του σε ό,τι υποστήριζε με παρρησία και εξέφραζε την άποψη του με την οποία μπορεί να διαφωνούσες, αλλά που σε καμία περίπτωση δεν προσπερνούσες χωρίς πρώτα να την αξιολογήσεις και να την εκτιμήσεις. Κι αυτό από μόνο του, νομίζω πως, λέει πολλά για τον κ. Νίκο.

Λυπάμαι πολύ για την απώλεια του και οι οικείοι του σίγουρα ξέρουν πόσο. Αισθάνομαι όμως και τυχερός που τον γνώρισα. Εκείνο το χαρτάκι που μου ‘δωσε δεν με σύστησε απλώς στον τότε δημοσιογραφικό κόσμο της Θεσσαλονίκης. Ήταν το εισιτήριο για να μπω σε μια τάξη δημοσιογράφων που με δίδαξαν πολλά και με βοήθησαν να δω τον κόσμο καλύτερα.

κ. Νίκο καλό σας ταξίδι και εύχομαι οι νέοι άνθρωποι που θα θελήσουν να μπουν στον δύσκολο και απαιτητικό χώρο της δημοσιογραφίας να σταθούν τυχεροί και να συναντήσουν τον δικό τους κ. Νίκο.    

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Μια άλλη ματιά στην "Μετέωρη γυναίκα". Γράφει η Κατερίνα Τσίχλα


Στη σκηνή ενός εγκλήματος μας συστήνεται η Δομνίκη. Στο κάδρο της σκηνής, κάποιος Ανδρέας κείτεται, στα σίγουρα η γυναίκα κρατάει ένα όπλο, ο πυροβολισμός όμως έρχεται από κάπου δεξιά της. Το περιβάλλον ορίζεται από τον συγγραφέα, για την πράξη όμως ο δράστης παραμένει άγνωστος. Ο αναγνώστης υποψιάζεται ότι οι συντελεστές του έργου θα πολλαπλασιαστούν με πολλές μεταβλητές. Το βιβλίο ξεκινά πετυχαίνοντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον της επόμενης σελίδας.

Στη γυναίκα αρέσει να φεύγει, μας μηνύει ο συγγραφέας, αδιαφορώντας για επιστροφές. Ο χρόνος του βιβλίου κάνει την πρώτη του επιστροφή. Στέκεται στην εφηβεία της Δομνίκης και προχωράει μαζί μας. Τόπος αστικός, εποχή του όχι μακρινού χθες. Συνήθειες οι συνήθεις σε σπίτι υπό την ηγεσία πατέρα στο ρόλο του δικτάτορα. Το επιλεγμένο από τον συγγραφέα επάγγελμα δημιουργεί άμεσους συνειρμούς αντίληψης της ατμόσφαιρας. Στρατηγός. Η μητέρα, μάλλον νεοσύλλεκτος ανεξαρτήτως χρόνου κατάταξης. Τα παιδιά εξετάζεται η μοίρα τους, μόνον εάν τηρήσουν τους όρους. Το κλίμα αποδίδεται αδρά. Οι ψυχολογίες το ίδιο.

Ο φακός εστιάζει στην κόρη.

Ένας μακρύς δρόμος που περπατιέται για να καλύψει ένα συναισθηματικό κενό με βάθος σπηλαίου, περιγράφεται. Η Δομνίκη αγωνίζεται να πάρει απόσταση από την ατυχία του τυχαίου της οικογένειας που την γέννησε. Άνδρες στην πατρική ηλικία αναλαμβάνουν με τη συναίνεση της αλλά χωρίς τη θέληση της να μυήσουν το σώμα της. Η ψυχή της παραμένει απούσα. Κάποιον εξίσου πατέρα στην ηλικία, που δεν την θέλησε ακριβώς, τον ερωτεύτηκε εκείνη. Το παιχνίδι του ανικανοποίητου κρατιέται για να παίζεται σταθερά. Μοτίβο και επανάληψη.

Η ανάγκη του συναισθήματος του ερωτεύομαι, της δίνει την ευκαιρία με μια γυναίκα. Συμπτωματικά –άραγε- την ίδια εποχή - η μητέρα της χάνεται χωρίς προηγούμενα δείγματα υφέρπουσας επαναστατικής διάθεσης. Απότομα, όπως όλα στο βιβλίο. Ο Μιχάλης Πιτένης εδώ, δεν χρησιμοποίησε την Μεγάλη Αρκάνα. Οι προβλέψεις δεν τέθηκαν σε ενέργεια. Το περιβάλλον κινείται απρόβλεπτα, ουράνια, θάνατοι ερχόταν για να αλλάξουν την πορεία ζωής, αυτών που μένουν. Ο κόσμος δημιουργούσε το χάος, ώστε τα μάτια του αναγνώστη να παρακολουθούν και να στοιχηματίζουν μόνο για τη θέση της ηρωίδας. Η αταξία του σύμπαντος βάζει τα δυνατά του. Αποκαλύψεις κόλαφος για τις δυνατότητες ενός μυαλού, φέρνουν ξανά και ξανά τη Δομνίκη σε μυθικό τόπο βασανιστηρίων. Μέχρι την τελευταία. Πάντα τελευταία, είναι η αβάσταχτη.

Σημεία του τόπου Ελλάδα εντοπίζουν τον χρόνο και τον τρόπο. Η φούσκα του χρηματιστηρίου, η άνθηση των παρά αυτού επιχειρήσεων, οι αλλαγές των κυβερνήσεων, οι μέθοδοι εισαγωγής και προαγωγής στο δημόσιο, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις. Ο συγγραφέας γειώνει το μυθιστόρημα με την πραγματικότητα, επενδύει το προσωπικό με το περιβάλλον, η ζωή εξελίσσεται όπως πάντα εκ του παραλλήλου.

Με μια πράξη φόνου η Δομνίκη αποχωρεί.





«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...