Με το πρώτο σκοτάδι γλύκαινε ο
καιρός κι η δροσιά που ξεγλιστρούσε απ’ τις αυλές που κατάβρεχαν με το λάστιχο
ή το ποτιστήρι οι νοικοκυρές κάπως έσπαζε την κάψα της μέρας που ‘χε φωλιάσει στα
ντουβάρια των σπιτιών προσμένοντας πότε θα ανέβει για τα καλά ο ήλιος για να
ξεμυτίσει και πάλι.
Βραδιές καλοκαιριού και το παιχνίδι στο δρόμο παρατείνονταν
και πέρα απ’ τα μεσάνυχτα καθώς οι μάνες φλυαρούσαν καθισμένες στα πεζούλια ή
στα καρεκλάκια τους και τα τρομερά και φοβερά ισκιώματα του φθινοπώρου και του
χειμώνα δεν εμφανίζονταν για να μας φοβερίσουν.
Βραδιές καλοκαιριού κι ο Ζήσης ο “λοχαγός” μαζί με
τον βοηθό του το Γιαννάκο αράδιαζε τα τραπέζια γύρω απ’ τον Πλάτανο κλείνοντας
τον δρόμο ολόγυρα, απ’ τον οποίο δεν περνούσε πια αμάξι, εκτός κι αν ήταν
κάποιος ξένος στην Κοζάνη και είχε χαθεί μες τα στενά της.
Βραδιές καλοκαιριού κι όσο κι αν μ’ ενοχλούσε η
γραβάτα με το λάστιχο ή το παπιγιόν δεν ήμουν ακόμα σε θέση να αρνηθώ και να
παραβιάσω το πρωτόκολλο της μάνας μας της Τασίτσας που δεν άλλαζε είτε
πηγαίναμε στην εκκλησία είτε στην ταβέρνα. Κι εκεί, σε μια εποχή που τα πόδια
μου δεν έφταναν ακόμα στο χώμα, παρατηρούσα τον πατέρα μου να κινείται γρήγορα
ανάμεσα στα τραπέζια και να ανταποκρίνεται σ’ όσους τον φώναζαν “λοχαγέ”, εξυπηρετώντας τους όλους μ’ ένα
χιουμοριστικό σχόλιο, μέχρι το βλέμμα μου να ξεστρατίσει στα σπίτια που έζωναν
τον χώρο και μας έκαναν να νιώθουμε σαν να ‘μαστε όλοι ένοικοι της ίδιας αυλής
που έβγαλαν τα τραπέζια τους έξω αυτή την ζεστή νύχτα για να τσουγκρίσουν τα
ποτήρια τους και να πουν δύο κουβέντες μεταξύ τους.
Η μνήμη έχει την τάση να εξιδανικεύει το παρελθόν
και να εξωραΐζει κάθε τι που συνέβη, που πέρασε. Κοιτάζοντας τις παλιές
φωτογραφίες, τους θεματοφύλακες των απωλειών αλλά και των αναμνήσεων μας, λες
και κάτι συμβαίνει μέσα μου που ενεργοποιεί τα φίλτρα για να περάσουν στο παρόν
όσα και ό,τι μπορεί να με γλυκαίνουν απ’ το παρελθόν. Έτσι σπάει ο κόμπος στο
λαιμό που μου δημιουργούν, θέλοντας και μη, όσοι και όσα χάθηκαν, έτσι αναζητώ
μια απόμερη πλατεία όπου απλώσαν τραπέζια για να πιάσω τόπο, έτσι γίνομαι
εγώ “ο μπαμπάς που κερνάει” κι ας πληρώνουν
οι … ευνοούμενοι βαρύ τίμημα με το να με ακούνε να τους λέω, ξανά και ξανά, τι
θυμάμαι, έτσι γλυκαίνουν οι βραδιές του καλοκαιριού… |