Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Η ατομικότητα στη διαλεκτική της σχέση με το οικογενειακό πλέγμα: η περίπτωση της «Μετέωρης Γυναίκας» του Μ. Πιτένη – της Αγνής Γ. Παπακώστα

Η Προφητεία του Μότσαρτ και η Μετέωρη Γυναίκα θεωρώ ότι αποτελούν κρίσιμη καμπή στην πεζογραφική διαδρομή του Μ. Πιτένη, καθώς εγκαινιάζουν μια νέα κάθε φορά φάση της λογοτεχνικής του έκφρασης και των θεματολογικών αναζητήσεών του. Απ’ την εξωστρέφεια, την πολυσημία και το παλίμψηστο της Προφητείας, δοκιμή του συγγραφέα σε εκφραστικούς τρόπους και αφηγηματικές διαδρομές στο χώρο και το χρόνο με έκδηλα τα στοιχεία της αυτοαναφορικότητας και της διακειμενικότητας επιχειρείται με τη Μετέωρη Γυναίκα η μετάβαση σ’ ένα λογοτεχνικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από έντονη εσωτερικότητα, έκδηλο υποκειμενισμό, βαρύ ψυχικό κλίμα, εσωστρέφεια, ζωές ανεκπλήρωτες, συμπτώσεις δραματικές και καταλυτικές, που αλλάζουν οριστικά και αμετάκλητα την πορεία του προσωπικού βίου και συμπαρασύρουν στο διάβα τους και τις ζωές των άλλων, στοιχεία που παραπέμπουν σε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της διαπλοκής των προσώπων και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους.
Ο τίτλος Μετέωρη Γυναίκα υπονοεί το βασικό πρόσωπο και αφηγητή ταυτόχρονα της ιστορίας, τη Δομνίκη, που καταλαμβάνει με τη χειμαρρώδη, εξομολογητική και εκ βαθέων αποκαλυπτική πρωτοπρόσωπη αφήγησή της τα εξελικτικά στάδια μιας ζωής, της δικής της, που κυριαρχείται έντονα από μια αμφιταλάντευση, τη μόνιμη αίσθηση της αναμονής, της εκκρεμότητας και του μετεωρισμού ανάμεσα σ’ αυτό που θέλει να κάνει, να είναι και σ’ αυτό που μονίμως καταλήγει να βιώνει ως μια ύπαρξη κατεστραμμένη, ρημαγμένη ψυχικά και σωματικά που προσπαθεί ν’ αποκοπεί απ’ το παρελθόν και να χτίσει ένα διαφορετικό, πιο υγιές μέλλον.
Η αρχή του βιβλίου παρουσιάζει το τέλος της ιστορίας, τη δραματική μετεξέλιξη μιας πληγωμένης γυναίκας που δε ζήτησε τίποτε άλλο παρά να πάρει τη ζωή της στα χέρια της, τέλος που, όπως υπονοείται, σηματοδοτεί μια νέα αρχή, πάντως σίγουρα την απελευθέρωση της Δομνίκης απ’ τα ασφυκτικά δεσμά του παρελθόντος, την κατάκτηση της αυτοκυριαρχίας της και την αίσθηση ότι έχει πετύχει με τις δικές της εσωτερικές δυνάμεις να ξεφύγει απ’ τις αυταπάτες της.
Το αδιέξοδο και η υπέρβαση των ορίων της Δομνίκης οπλίζουν το χέρι της και το πιστόλι σημαδεύει δύο διαφορετικούς όσον αφορά τη συναισθηματική εμπλοκή της μαζί τους ανθρώπους. Ο ένας είναι ο Ανδρέας, το μόνο ίσως πρόσωπο που πίστεψε ότι μπορεί να τη λυτρώσει, που βασίστηκε πάνω του, που τον εμπιστεύτηκε και αφέθηκε στις ψεύτικες υποσχέσεις του. Και ο άλλος, ο πατέρας της, ο Στρατηγός, όπως υποτιμητικά τον αποκαλεί καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ο βασικός υπαίτιος που ρήμαξε κυριολεκτικά τις ζωές όλων όσοι τον περιστοίχιζαν.
Η Δομνίκη μέσω μιας αναδρομικής αφήγησης που γυρνά τον αναγνώστη πίσω στην εφηβική της ηλικία προτιμά να συστηθεί ως η Δομνίκη τού τότε, για να αντιληφθεί κανείς όλα τα στάδια της ζωής της και να ερμηνεύσει και γιατί όχι να δικαιολογήσει το απονενοημένο διάβημά της.

Κριτική του Αντώνη Χαριστού για το μυθιστόρημα "Μετέωρη γυναίκα".


Μετέωρη γυναίκα

(Μυθιστόρημα, εκδ. Διάπλαση, Αθήνα 2019)

   «Η μεγαλύτερη ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί ποτέ και που κι εγώ δεν έχω κατορθώσει να απαντήσω μετά από τριάντα χρόνια έρευνας, είναι: «τι θέλει μια γυναίκα;» έγραφε ο Ζίγκμουντ Φρόυντ και στο μυθιστόρημα του Μιχάλη Πιτένη μοιάζει να αντιστρέφεται το ερώτημα μεταλλάσσοντας τις λέξεις «θέλω» σε «καθορίζει». «Τι καθορίζει» επομένως τη γυναίκα στο έργο; Δεν θα περιστραφεί η ανάλυση μας γύρω από την πλοκή, την εξέλιξη αυτής, τα στάδια τα οποία μετέρχεται ο συγγραφέας ξεδιπλώνοντας χαρακτήρες και στιγμές. θα στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο ερώτημα που μόλις θέσαμε. Πριν απ’ αυτό θα υπογραμμίσουμε μόνο το εξής: Η αφήγηση εντάσσεται σε ρεαλιστικά και μη ρεαλιστικά επίπεδα και διαδραματιζόμενες σκηνές. Κι ενώ θα ανέμενε ο αναγνώστης αυτού του είδους οι μη ρεαλιστικές σκηνές να καταργούν την αληθοφάνεια και την τεκμηρίωση των εναλλασσόμενων γεγονότων είναι αυτή η ακριβώς η αριστοτεχνική δόμηση της πλοκής που απομαγνητίζει τη σκέψη από την ρεαλιστική αφήγηση. Υποστηρίζω πως ο συγγραφέας Μιχάλης Πιτένης δεν επιδίωκε να σκιαγραφήσει μία τεχνικά ρεαλιστική ιστορία. Δεν αποτέλεσε πρώτιστο στόχο η αλήθεια των περιγραφών, αυτή καθαυτή. Βασικό μέλημα υπήρξε η απογύμνωση μίας πολλαπλότητας ρόλων και περιορισμών τις οποίες υφίσταται η γυναίκα, και όχι συγκεκριμένα η πρωταγωνίστρια, αλλά η εκάστοτε γυναίκα εγκλωβισμένη στην πατριαρχία και τον μηχανισμό αναπαραγωγής αυτής στο σύγχρονο περιβάλλον. Ανέπτυξε με τρόπο ιδιάζοντα την πραγματικότητα των συσχετισμών δύναμης εντός των σχέσεων τις οποίες ετεροκαθορίζουν οι σχέσεις εξουσίας που διέπουν την πατριαρχική κοινωνία. Το έργο του αποτελεί ράπισμα στα κατάστιχα της ανδροκρατούμενης ηθικής και των προεπιλογών τις οποίες η τελευταία ορίζει και αναγνωρίζει ως αποδεκτά εχέγγυα επιβίωσης στην επιφάνεια των πραγμάτων. Είναι η γυναίκα φερέφωνο εντεταλμένων δεσμεύσεων; Μήπως το θύμα είναι παράλληλα και θύτης εντός αυτο-εγκλωβισμού με βασικό πυρήνα αναπαράστασης και αντικατοπτρισμού μία ηθελημένη άρνηση παραδεδεγμένων αληθειών; Άρνηση, η οποία δεν κατευθύνει τις προσπάθειες της στην ανατροπή μίας ατροφικής διεργασίας μαζικού ευνουχισμού συνειδήσεων αλλά στην αποδοχή μίας οριοθετημένης θέσης εντός των ασφυκτικών πλαισίων ελέγχου που το ίδιο το κοινωνικό σύνολο αναγνωρίζει ως κοινά θεμιτούς κανόνες εκπροσώπησης. «Επιστρέφω όμως. Όχι βέβαια για να μείνω. Για να κόψω την αλυσίδα της τελευταίας άγκυρας που με κρατά δεμένη στο παρελθόν» (σελ. 14). Αυτό το παρελθόν η πρωταγωνίστρια το βιώνει έντονα ανάμεσα σε ερωτικά πάθη, ηδονικούς πόθους και ανεκπλήρωτες συναισθηματικές απολήξεις συμπερασμάτων. Είναι ο βάσιμος εντολοδόχος μίας νοσηρής πραγματικότητας η οποία δεν ξεγυμνώνεται ενώπιον της. Αντίθετα, είναι η ίδια η οποία παράλληλα με την καταπιεστική όψη του πατέρα απευθύνεται στην εκάστοτε ανδρική φιγούρα που θα εξέπεμπε αισθηματική γαλήνη καταπραΰνοντας τις δοξασίες μίας εξουσιαστικής σχέσης ιεραρχιών.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Θα σε θυμόμαστε Τάκη.


Οι απώλειες ανακαλούν μνήμες. Μνήμες που όσο κι αν έφθειρε ο χρόνος πάντα κάτι κρατούν απ’ τα γεγονότα που τις δημιούργησαν.
Δύο χρόνια περάσαμε με τον Τάκη Πάπιστα, το ‘79 και το ΄80. Ήταν ένας απ’ την σταθερή τριάδα (σ. σ. που την συναποτελούσαν οι Χρήστος Πατιάς κι Αστέρης Χριστοδούλου) που μας προετοίμαζε στο φροντιστήριο για να ανταπεξέλθουμε στην διπλή τότε δοκιμασία των πανελληνίων εξετάσεων, δευτέρας και τρίτης λυκείου.
Τον προσκαλέσαμε και τον προκαλέσαμε πολλές φορές να συνεχίσει μαζί μας τα ανοιξιάτικα και τα καλοκαιρινά μας βράδια, στα τραπεζάκια που ‘χαν αραδιασμένα έξω το El Greco, η Πουλίτσα. Αλλά και το Κουρί, κάποιες φορές.
Τίναζε την σκόνη της κιμωλίας απ’  τα χέρια του, απεκδυόταν τον ρόλο του δασκάλου και μας συντρόφευε. Μου ‘μεινε το γέλιο του. Πλατύ, εγκάρδιο. Λίγο μεγαλύτερος μόλις από μας, αλλά έμπειρος ήδη στο πώς να απορροφά τον εφηβικό ενθουσιασμό και την συνακόλουθη μαχητικότητα. Παρότι ο ίδιος καταρτισμένος, επαρκής και συνεπής πάντοτε στο ρόλο του ως δάσκαλος, δεν αγάπησα την χημεία, ίσως λόγω λανθασμένης δικής μου επιλογής (σ. σ. τι δουλειά είχα εγώ στο πρακτικό…). Χάρη σ’ αυτόν όμως χάρηκα την κουβέντα, απόλαυσα την ένταση της διαφωνίας, της άλλης γνώμης που δεν κοντράρει, αλλά σου δείχνει πως υπάρχει κι άλλος δρόμος, άλλος τρόπος, άλλη γνώμη. 
Άπειρες φορές ανταμώσαμε από τότε. Στο ίδιο τραπέζι ή στο πόδι. Δεν λέγαμε για τα παλιά. Πάντα κάτι νέο είχαμε να πούμε. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία. Σίγουρα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Μου ‘γνεψε από μακριά με το ίδιο χαμόγελο.
Απ’ το κάδρο της εφηβείας μας δεν θα φύγει ποτέ. Θύμηση που θα φέρνει στο μυαλό μας τριμμένη κιμωλία και όνειρα που ξεδιπλώνονταν αναζητώντας χώρο πάνω στα τραπέζια, ανάμεσα  στα ποτήρια του καφέ ή της μπύρας.
Θα σε θυμόμαστε Τάκη.      
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό του προφίλ στο facebook και θα πρέπει να είναι από την εποχή που τον πρωτογνωρίσαμε. 

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Χάλκινοι άνθρωποι.


Κάθε πρωί, την ίδια ώρα, λίγο μετά τις οκτώ, τους έβλεπα να κάθονται έξω απ’ το καφενείο της Κατίνας. Κάθε καλοκαίρι, τις μέρες που έκανα τη θητεία μου στο μανάβικο που ‘χαν τα αδέρφια της μάνας μου στην πλατεία Λασσάνη. 
Δε θυμάμαι να τους μέτρησα ποτέ. Τέσσερις, πέντε… Μπορεί και λιγότεροι. Ίσως και παραπάνω. Στα μάτια μου έχω ακόμα τα πρόσωπα τους. Ή μάλλον ένα πρόσωπο. Αποστεωμένο, με σκαμμένα μάγουλα και λεπτό μουστακάκι. Ένα πρόσωπο, λες και βγήκαν όλοι απ’ το ίδιο καλούπι. Όπως και τα σώματα τους. Αδύνατα, με κυρτούς ώμους και λεπτοκαμωμένα χέρια και πόδια.
Κάθονταν στο καφενείο και περίμεναν. Αμίλητοι, ανέκφραστοι, με το βλέμμα τους καρφωμένο λίγο πιο κάτω, στο κατάστημα με τα σιδερικά και τα είδη οικοδομών του Σκαρκαλά.
Οκτώμιση, εννιά παρά, με τον ήλιο να ξεσκαλώνει απ’ τις λίγες πολυκατοικίες που περίζωναν τότε την πλατεία, ακουγόταν η μηχανή του φορτηγού που ανέβαινε αγκομαχώντας την οδό Ολύμπου. Με το που έφτανε στην πλατεία, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο μια ασφαλτοστρωμένη μεγάλη αλάνα, με τα πολλά μανάβικα ολόγυρα της, τα δύο μπακάλικα, το φούρνο της κ. Βίκυς και το μισογκρεμισμένο αρχοντικό του Λασσάνη που νόμιζες πως το κρατούσε ακόμα στα πόδια του το περίπτερο του Θανάση που ‘ταν κολλημένο στην πλαϊνή πλευρά του, αυτή που κοίταζε κατά την πλατεία, συνέχιζε για λίγο ακόμα και σταματούσε σαν να ‘θελε να πάρει κι αυτό τις ανάσες του. Κι ύστερα, ακουγόταν ο στριγκός και ανατριχιαστικός ήχος που έκανε η όπισθεν καθώς ο οδηγός προσπαθούσε να την κουμπώσει στο σασμάν του φορτηγού, και ξεκινούσε προς τα πίσω για να κολλώσει ακριβώς μπροστά στο κατάστημα Σκαρκαλά.

Ανεξίτηλες μνήμες γιορτής και πένθους

E-mailΕκτύπωση
altΓια τη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Λ. Παπαμόσχου «Η μνήμη του ξύλου» (εκδ. Πατάκη).
Του Μιχάλη Πιτένη
«Η λίμνη, στιλπνό παλίμψηστο όπου το φως
γράφει και σβήνει τις ηλικίες της πόλης
(αντικατοπτρισμών θνησιγενών επαλληλίες,
ενώσεις επουράνιων και γήινων),
μνημειώνει τη μόνη αιωνιότητα, το παρόν».
Για το παρόν μιλά μέσα απ’ τα είκοσι διηγήματα της νέας συλλογής του ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος. Κι ας κυριαρχούν στις αφηγήσεις του εικόνες του χθες, κοντινού και μακρινού, οι μνήμες των εκλιπόντων, «του πατέρα η σκιά», η μάνα ως «φάσμα, της επιθυμίας και της φαντασίας μου πλάσμα», η ωσεί παρούσα αδερφή, ο Νίκος, ο Γιάννης ο λαχειοπώλης, οι καντηλανάφτες. Όλοι τους δικοί του άνθρωποι, συγγενείς, φίλοι ή απλοί γνωστοί. Όλοι τους κομμάτια του δικού του κόσμου, τους κρατά ζωντανούς με τις λέξεις του αποτρέποντας την αδηφάγα λήθη απ’ το να θρυμματίσει την ανάμνησή τους, να τη σκορπίσει. Όλοι τους παρόντες, διαρκώς και αδιάλειπτα, σε τυχαίες και ανύποπτες στιγμές, σε μια καθημερινότητα του παρόντος γεμάτη απ’ το παρελθόν, χωρίς αυτό να συνεπάγεται και οπισθοδρόμηση, υστέρηση ή καθήλωση. Εξάλλου, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Παπαμόσχος στο παραπάνω απόσπασμα, το παρόν είναι η μόνη αιωνιότητα! Και στην αιωνιότητα χωράνε οι πάντες. Και τα πάντα. Έμψυχα και άψυχα. Μονιασμένα και αλληλένδετα. Τα ζώα, η φύση, τα αντικείμενα, στοιχεία βασικά και όχι δευτερεύοντα στο σύμπαν του συγγραφέα. Δεν υποκαθιστούν τους ανθρώπους. Τους θυμίζουν, τους συνδέουν μεταξύ τους. Συνυπάρχουν αρμονικά και τόσο ταιριαστά λες και ένα αντικείμενο φτιάχτηκε αποκλειστικά για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενός και μόνο προσώπου. Όπως το σαπούνι του πατέρα, στο ομώνυμο διήγημα, που χάθηκε μαζί του.

Κρυφοκοιτάζοντας στην κόλαση του άλλου

E-mailΕκτύπωση
altΓια το μυθιστόρημα του Νταβίντ Γκρόσμαν «Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ» (μτφρ. Λουίζα Μιζάν, εκδ. Ψυχογιός).
Του Μιχάλη Πιτένη
Άνθρωποι κοιτάζονται μεταξύ τους και κουνιούνται ανήσυχοι.
Όλο και λιγότερο κατανοούν τι είναι αυτό το πράγμα στο οποίο μετέχουν εδώ ακούσια. 
Δεν έχω αμφιβολία πως θα είχαν σηκωθεί να φύγουν εδώ και ώρα, 
ή θα τον έδιωχναν τουλάχιστον από τη σκηνή με σφυρίγματα και φωνές, 
αν δεν υπήρχε αυτός ο πειρασμός που είναι δύσκολο να του αντισταθείς 
– ο πειρασμός να κρυφοκοιτάζεις την κόλαση του άλλου.
«Μπορείτε να συνειδητοποιήσετε πόσο αγχωτικό είναι να σε υποχρεώνει ο πατέρας σου στα τρία σου να πηγαίνεις στην παιδική χαρά κάθε μέρα από άλλο δρόμο για να μπερδέψεις τον εχθρό;» Οι θεατές του Ντόβαλε γελάνε μ’ αυτή του την ατάκα, αλλά δεν αντέχουν κι οι περισσότεροι αποχωρούν όταν το πράγμα «χοντραίνει».
Ο Ντόβαλε Γκρίνσταϊν, ο κεντρικός ώρας του Νταβίντ Γκρόσμαν στο βιβλίο Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ, είναι αυτός που βρίσκεται στη σκηνή ενός καταγώγιου μιας μικρής πόλης του Ισραήλ, πρωταγωνιστής μιας βραδιάς, υποτίθεται, σταντ απ κωμωδίας. Σταδιακά όμως μετεξελίσσεται σ’ έναν άνθρωπο που πασχίζει να βγάλει από μέσα του ό,τι τον βαραίνει, ό,τι συσσώρευσε η ψυχή του στα πενήντα και πλέον χρόνια της ζωής του. Κι όλα αυτά μόνο αστεία δεν είναι· είναι κομμάτια της προσωπικής του κόλασης, αυτής της κόλασης που, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο παραπάνω απόσπασμα, οδηγεί ορισμένους από τους θεατές του στο να παραμείνουν εκεί, απέναντί του, καρφωμένοι στις θέσεις τους, ενδίδοντας στον πειρασμό του «να κρυφοκοιτάζεις την κόλαση του άλλου».
Ο υπόγειος χώρος, το μισοσκόταδο, η θολή ατμόσφαιρα απ’ τα τσιγάρα μοιάζουν να είναι το κατάλληλο σκηνικό για μια ιστορία που ξεκινά κάπως υποτονικά, χωρίς να σε προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει. Το προσωπικό τραύμα του Ντόβαλε Γκρίνσταϊν δεν είναι από μόνο του αρκετό για να σε συγκινήσει τόσο, να σε τραβήξει μέχρι το τέλος του βιβλίου. Ωστόσο ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί μόνο ως αφορμή για να μιλήσει μέσω του Ντόβαλε για τα συλλογικά τραύματα του λαού του, για τις εμμονές και τις προκαταλήψεις του, για το πώς το παρελθόν εξακολουθεί να επηρεάζει και να καθορίζει το παρόν και το μέλλον του. Ένα παρελθόν που στοιχειώνει όσους το έζησαν αλλά καταδυναστεύει και τους νεότερους. Και το κάνει αυτοσαρκαζόμενος. «Μπορείτε να συνειδητοποιήσετε πόσο αγχωτικό είναι να σε υποχρεώνει ο πατέρας σου στα τρία σου να πηγαίνεις στην παιδική χαρά κάθε μέρα από άλλο δρόμο για να μπερδέψεις τον εχθρό;» Οι θεατές του Ντόβαλε γελάνε μ’ αυτή του την ατάκα, αλλά δεν αντέχουν κι οι περισσότεροι αποχωρούν όταν το πράγμα «χοντραίνει», και ο κωμικός μέσω του σκληρού –και άγαρμπου, είναι η αλήθεια– χιούμορ που σε πολλά σημεία επιλέγει, δεν αφήνει τίποτα όρθιο, περνώντας από κόσκινο τους πάντες και τα πάντα σε μια κοινωνία που βλέπει παντού εχθρούς και εκπαιδεύει τα παιδιά της στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, αγόρια και κορίτσια, στον χειρισμό της χειροβομβίδας και στο καμουφλάζ!

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...