Η Προφητεία του Μότσαρτ και η Μετέωρη Γυναίκα θεωρώ ότι αποτελούν κρίσιμη καμπή στην πεζογραφική διαδρομή του Μ. Πιτένη, καθώς εγκαινιάζουν μια νέα κάθε φορά φάση της λογοτεχνικής του έκφρασης και των θεματολογικών αναζητήσεών του. Απ’ την εξωστρέφεια, την πολυσημία και το παλίμψηστο της Προφητείας, δοκιμή του συγγραφέα σε εκφραστικούς τρόπους και αφηγηματικές διαδρομές στο χώρο και το χρόνο με έκδηλα τα στοιχεία της αυτοαναφορικότητας και της διακειμενικότητας επιχειρείται με τη Μετέωρη Γυναίκα η μετάβαση σ’ ένα λογοτεχνικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από έντονη εσωτερικότητα, έκδηλο υποκειμενισμό, βαρύ ψυχικό κλίμα, εσωστρέφεια, ζωές ανεκπλήρωτες, συμπτώσεις δραματικές και καταλυτικές, που αλλάζουν οριστικά και αμετάκλητα την πορεία του προσωπικού βίου και συμπαρασύρουν στο διάβα τους και τις ζωές των άλλων, στοιχεία που παραπέμπουν σε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της διαπλοκής των προσώπων και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους.
Ο τίτλος Μετέωρη Γυναίκα υπονοεί το βασικό πρόσωπο και αφηγητή ταυτόχρονα της ιστορίας, τη Δομνίκη, που καταλαμβάνει με τη χειμαρρώδη, εξομολογητική και εκ βαθέων αποκαλυπτική πρωτοπρόσωπη αφήγησή της τα εξελικτικά στάδια μιας ζωής, της δικής της, που κυριαρχείται έντονα από μια αμφιταλάντευση, τη μόνιμη αίσθηση της αναμονής, της εκκρεμότητας και του μετεωρισμού ανάμεσα σ’ αυτό που θέλει να κάνει, να είναι και σ’ αυτό που μονίμως καταλήγει να βιώνει ως μια ύπαρξη κατεστραμμένη, ρημαγμένη ψυχικά και σωματικά που προσπαθεί ν’ αποκοπεί απ’ το παρελθόν και να χτίσει ένα διαφορετικό, πιο υγιές μέλλον.
Η αρχή του βιβλίου παρουσιάζει το τέλος της ιστορίας, τη δραματική μετεξέλιξη μιας πληγωμένης γυναίκας που δε ζήτησε τίποτε άλλο παρά να πάρει τη ζωή της στα χέρια της, τέλος που, όπως υπονοείται, σηματοδοτεί μια νέα αρχή, πάντως σίγουρα την απελευθέρωση της Δομνίκης απ’ τα ασφυκτικά δεσμά του παρελθόντος, την κατάκτηση της αυτοκυριαρχίας της και την αίσθηση ότι έχει πετύχει με τις δικές της εσωτερικές δυνάμεις να ξεφύγει απ’ τις αυταπάτες της.
Το αδιέξοδο και η υπέρβαση των ορίων της Δομνίκης οπλίζουν το χέρι της και το πιστόλι σημαδεύει δύο διαφορετικούς όσον αφορά τη συναισθηματική εμπλοκή της μαζί τους ανθρώπους. Ο ένας είναι ο Ανδρέας, το μόνο ίσως πρόσωπο που πίστεψε ότι μπορεί να τη λυτρώσει, που βασίστηκε πάνω του, που τον εμπιστεύτηκε και αφέθηκε στις ψεύτικες υποσχέσεις του. Και ο άλλος, ο πατέρας της, ο Στρατηγός, όπως υποτιμητικά τον αποκαλεί καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ο βασικός υπαίτιος που ρήμαξε κυριολεκτικά τις ζωές όλων όσοι τον περιστοίχιζαν.
Η Δομνίκη μέσω μιας αναδρομικής αφήγησης που γυρνά τον αναγνώστη πίσω στην εφηβική της ηλικία προτιμά να συστηθεί ως η Δομνίκη τού τότε, για να αντιληφθεί κανείς όλα τα στάδια της ζωής της και να ερμηνεύσει και γιατί όχι να δικαιολογήσει το απονενοημένο διάβημά της.