Τέλη της δεκαετίας του ‘70, αρχές της
δεκαετίας του ‘80 ο Κώστας Βουτσάς φτάνει
στην Κοζάνη επικεφαλής θιάσου με σκοπό
να κάνει περιοδεία σ’ όλη την Δυτική
Μακεδονία. Ως έδρα του επιλέγει την
Κοζάνη. Το πρώτο του βράδυ στην πόλη
αναζητώντας μια καλή ταβέρνα αλλά και
καλή παρέα φτάνει μέχρι την πόρτα της
“Πουλίτσας” στο κέντρο της πόλης. Αν
και καθημερινή το μαγαζί έχει αρκετό
κόσμο που δείχνει να διασκεδάζει. “Εδώ
είμαστε” λέει και μπαίνει. Τον υποδέχεται
ο “Λοχαγός”, ο κατά κόσμον Ζήσης Πιτένης,
ο πατέρας μου, που εργάζεται εκεί ως
σερβιτόρος. Γνωστός καλαμπουρτζής δεν
αργεί να πάρει τον αέρα του Βουτσά που
ενθουσιάζεται μαζί του και του δηλώνει:
“Ζήση, όσες μέρες μείνω στην Κοζάνη
κάθε βράδυ εδώ θα έρχομαι… Υπάρχει και
τόσο καλή παρέα, πέρασα καταπληκτικά
μαζί σας”. Η παρέα αποτελούνταν όντως
από ανθρώπους κεφάτους, που όλοι τους
ήταν φίλοι των ιδιοκτητών του μαγαζιού,
του Τάσου Παγκαρλιώτα και των αδερφών
Δούσιου, οι οποίοι έδιναν εκεί το παρόν
σχεδόν κάθε βράδυ ακολουθώντας πάντα
την ίδια στρατηγική. Καθόταν ανά δύο
στα τραπέζια για να φαίνεται απ’ έξω
πως το μαγαζί έχει κόσμο και μαζευόταν
σε ένα μόνον όταν πλάκωνε πελατεία.
Ο Βουτσάς κράτησε το λόγο του και κάθε
βράδυ με το που τέλειωνε η παράσταση,
είτε αυτή ήταν στα Γρεβενά, είτε στην
Καστοριά, είτε οπουδήποτε αλλού επέστρεφε
πάντα στην Κοζάνη και την “Πουλίτσα”,
για να συναντήσει τον Ζήση και τα παιδιά.
Ένα βράδυ, το τελευταίο πριν φύγει, εκεί
γύρω τις 3, το κέφι βρισκόταν στο φόρτε
του, τα πειράγματα πήγαιναν κι έρχονταν
και ο ηθοποιός ενθουσιασμένος γυρίζει
προς τον πατέρα μου και του λέει: “Ζήση,
φέρε στα παιδιά από μια φρουτοσαλάτα,
κερασμένη από μένα”. Έλα όμως που ήταν
αργά και είχαν φύγει όλοι, μάγειρας και
βοηθοί και ο πατέρας μου είχε απομείνει
μόνος. Τι να κάνει πάει στην κουζίνα,
καθαρίζει μήλα και αφήνει από ένα σε
κάθε τραπέζι. Τα βλέπει ο Βουτσάς και
του λέει: “Ζήση, τι είναι αυτά; Εγώ
φρουτοσαλάτα παρήγγειλα!” Γνωστός για
την ετοιμολογία του εκείνος δεν τα χάνει
και του απαντάει: “Μην ανησυχείς. Εσύ
φρουτοσαλάτα θα πληρώσεις!”
Χρόνια μετά, τέλη της δεκαετίας του ‘90,
είμαι στη Ρόδο για δουλειά και συναντάω
τυχαία σ’ ένα μπαρ τον Κώστα Βουτσά. Οι
παρέες μας εφάπτονται και κάποια στιγμή
βρισκόμαστε να μιλάμε μεταξύ μας.
- Από πού είσαι;
- Από Κοζάνη.
- Από Κοζάνη! Μήπως ξέρεις κάποιον…
Με κοιτάει, με ξανακοιτάει.
- Τι κάνει; Πώς είναι;
Μιλάμε για τον πατέρα μου και όταν
χωριζόμαστε μου ζητά να του τον φιλήσω.
- Ευχαρίστως.
- Αλλά να του πεις πως ξανά φρουτοσαλάτα
δεν πληρώνω!
Καλό ταξίδι Κώστα Βουτσά και αν συναντήσεις
τον Λοχαγό μας να μου τον φιλήσεις και
να ΄σαι σίγουρος πως θα βρει αυτός τρόπο
να σε ξαναβάλει να πληρώσεις το μήλο
για φρουτοσαλάτα.