Άστραφτε το σπίτι. Δεν άφησε γωνιά που να μην την καθαρίσει,
άλλοτε πεσμένη στα τέσσερα και άλλοτε ισορροπώντας πάνω στην καρέκλα στις μύτες
των ποδιών, με το κορμί τεντωμένο και το δεξί χέρι προτεταμένο για να φτάσει τα
φωτιστικά.
Αγωνιούσε. Το γιορτάσιο είχε ξεκινήσει απ’ το πρωί καθώς μερικές
φιλενάδες ήρθαν μετά την εκκλησία για τον καφέ, αλλά θα κορυφώνονταν το βράδυ
με τις δεκάδες των συγγενών και φίλων να δίνουν το παρόν. Νιώθαμε την αγωνία της
απ’ την ώρα που ξυπνήσαμε, κι ας μην έλεγε τίποτα, αν και η δική μας αγωνία
ήταν άλλη. Πόσα γλυκά θα περισσέψουν. Δεν είχαμε πολλές ελπίδες. Στο γιορτάσιο
του μπαμπά, των Τριών Ιεραρχών, τη μέρα που μόνο στην Κοζάνη γιορτάζει ο Ζήσης,
ούτε χιόνι, ούτε κρύο πτοούσε συγγενείς και φίλους.
Λίγο πριν νυχτώσει για τα καλά, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.
Έλαμψαν τα μάτια της. Η Στέλλα και γω κοιτούσαμε από δίπλα εντυπωσιασμένοι. Τι σαλόνι
ήταν αυτό! Βελούδο κόκκινο της φωτιάς. Έκατσα σε μια πολυθρόνα. Το βλέμμα της με
επιτηρούσε. Μόλις άρχισα τις δοκιμές αντοχής, με τράβηξε τρυφερά απ’ το χέρι. «Άργησαν
να μας το φέρουν και δεν πρόλαβα να κάνω καλύμματα. Ποιος ξέρει τι θα με το
κάνουν απόψε;»
Το γιορτάσιο κράτησε μέχρι τις δύο τα μεσάνυχτα. Είμαι
σίγουρος πως δεν πήρε τα μάτια της από πάνω του ούτε στιγμή. Την είδα με το που
άδειασε το σπίτι και αρχίσαμε να σβήνουμε τα φώτα να το περιεργάζεται και να
αγγίζει με τις παλάμες της τρυφερά το βελούδο του, τόσο τρυφερά που σχεδόν
ζήλεψα.
Βάλαμε τις πυτζάμες και ο μπαμπάς ένα τελευταίο ποτηράκι. Ξαφνικά,
χαλασμός κόσμου. Πού γίνονταν γάμος; Και τέτοια ώρα! Τα όργανα έπαιζαν μπροστά
στην εξώπορτα μας. Ο μπαμπάς έτρεξε ν’ ανοίξει. Του ‘φραξε το δρόμο. «Τρελάθηκες;
Το σαλόνι… Κι δεν το ‘βαλα καλύμματα».
Ο αδερφός της ο Τάκης Κοκκαλιάρης φώναζε απ’ έξω. «Τζήκα,
Τασίτσα, ανοίξτε». Τα όργανα βάραιναν.
Ο Τάκης της είχε αδυναμία. Τρία χρόνια έκανε να την μιλήσει.
«Η μάνα σ’ αν ήταν άνδρας, χα να κάνουμι μεγάλη προυκουπή» μου ‘λεγε πάντα.
Έφυγε πρώτος ο Τάκης και η ίδια έβαλε μια μεγάλη φωτογραφία
του σε μια όμορφη κορνίζα ακριβώς απέναντι απ’ το σαλόνι. Όταν έφυγε η μάνα μας,
κάποιος από μας, δεν ξέρω ποιος, έβαλε τη δική της φωτογραφία δίπλα σ’ αυτήν
του Τάκη. Και οι δύο κοιτούν το σαλόνι. Δεν έχασε τίποτα απ’ το χρώμα του, δεν
έχει ούτε έναν λεκέ κι ας πέρασαν πάνω από σαράντα πέντε χρόνια…