Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Το γιορτάσιο.


Άστραφτε το σπίτι. Δεν άφησε γωνιά που να μην την καθαρίσει, άλλοτε πεσμένη στα τέσσερα και άλλοτε ισορροπώντας πάνω στην καρέκλα στις μύτες των ποδιών, με το κορμί τεντωμένο και το δεξί χέρι προτεταμένο για να φτάσει τα φωτιστικά.
Αγωνιούσε. Το γιορτάσιο είχε ξεκινήσει απ’ το πρωί καθώς μερικές φιλενάδες ήρθαν μετά την εκκλησία για τον καφέ, αλλά θα κορυφώνονταν το βράδυ με τις δεκάδες των συγγενών και φίλων να δίνουν το παρόν. Νιώθαμε την αγωνία της απ’ την ώρα που ξυπνήσαμε, κι ας μην έλεγε τίποτα, αν και η δική μας αγωνία ήταν άλλη. Πόσα γλυκά θα περισσέψουν. Δεν είχαμε πολλές ελπίδες. Στο γιορτάσιο του μπαμπά, των Τριών Ιεραρχών, τη μέρα που μόνο στην Κοζάνη γιορτάζει ο Ζήσης, ούτε χιόνι, ούτε κρύο πτοούσε συγγενείς και φίλους.
Λίγο πριν νυχτώσει για τα καλά, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Έλαμψαν τα μάτια της. Η Στέλλα και γω κοιτούσαμε από δίπλα εντυπωσιασμένοι. Τι σαλόνι ήταν αυτό! Βελούδο κόκκινο της φωτιάς. Έκατσα σε μια πολυθρόνα. Το βλέμμα της με επιτηρούσε. Μόλις άρχισα τις δοκιμές αντοχής, με τράβηξε τρυφερά απ’ το χέρι. «Άργησαν να μας το φέρουν και δεν πρόλαβα να κάνω καλύμματα. Ποιος ξέρει τι θα με το κάνουν απόψε;»
Το γιορτάσιο κράτησε μέχρι τις δύο τα μεσάνυχτα. Είμαι σίγουρος πως δεν πήρε τα μάτια της από πάνω του ούτε στιγμή. Την είδα με το που άδειασε το σπίτι και αρχίσαμε να σβήνουμε τα φώτα να το περιεργάζεται και να αγγίζει με τις παλάμες της τρυφερά το βελούδο του, τόσο τρυφερά που σχεδόν ζήλεψα.



Βάλαμε τις πυτζάμες και ο μπαμπάς ένα τελευταίο ποτηράκι. Ξαφνικά, χαλασμός κόσμου. Πού γίνονταν γάμος; Και τέτοια ώρα! Τα όργανα έπαιζαν μπροστά στην εξώπορτα μας. Ο μπαμπάς έτρεξε ν’ ανοίξει. Του ‘φραξε το δρόμο. «Τρελάθηκες; Το σαλόνι… Κι δεν το ‘βαλα καλύμματα».
Ο αδερφός της ο Τάκης Κοκκαλιάρης φώναζε απ’ έξω. «Τζήκα, Τασίτσα, ανοίξτε». Τα όργανα βάραιναν.
Ο Τάκης της είχε αδυναμία. Τρία χρόνια έκανε να την μιλήσει. «Η μάνα σ’ αν ήταν άνδρας, χα να κάνουμι μεγάλη προυκουπή» μου ‘λεγε πάντα.
Έφυγε πρώτος ο Τάκης και η ίδια έβαλε μια μεγάλη φωτογραφία του σε μια όμορφη κορνίζα ακριβώς απέναντι απ’ το σαλόνι. Όταν έφυγε η μάνα μας, κάποιος από μας, δεν ξέρω ποιος, έβαλε τη δική της φωτογραφία δίπλα σ’ αυτήν του Τάκη. Και οι δύο κοιτούν το σαλόνι. Δεν έχασε τίποτα απ’ το χρώμα του, δεν έχει ούτε έναν λεκέ κι ας πέρασαν πάνω από σαράντα πέντε χρόνια…          

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Το “ΠΙΚΑΝΤΙΛΛΥ” και τα μπρατίμια.


Το γαμήλιο ταξίδι. Το ταξίδι στην Κέρκυρα. Η μάνα δεν μας έλεγε λεπτομέρειες. Λιγομίλητη πάντα. Όταν έβλεπε την αδερφή μου και μένα να σκαλίζουμε την παλιά της τσάντα με τα μακριά χερούλια όπου φύλαγε τις οικογενειακές φωτογραφίες και να ανασύρουμε εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες με τις κυματιστές άκρες, περισσότερο χαμογελούσε παρά αφηγούνταν.
Ο μπαμπάς λόγω δουλειάς δεν προλάβαινε να πει πολλά. Αν είχε χρόνο θα έλεγε. Είχε τον τρόπο να ελαφραίνει ακόμα και το δραματικό. Εκμαίευε το γέλιο με το τίποτα, με το λίγο. Χαμογελούσε κι εκείνη, πάντα χαμογελούσε, κουνώντας το κεφάλι. Δεν ήταν πως συμφωνούσε απόλυτα. Ήταν πως θυμόταν.
Το ταξίδι στην Κέρκυρα. Σύμφωνα με τον μπαμπά δεν το δικαιούνταν λόγω οικονομικής δυσχέρειας. Όπως και πολλά άλλα που τα τόλμησε και δεν έχασε. “Όποιος έχει θα χάσει”, συνήθιζε να λέει και δεν βγήκε χαμένος. Ήταν ο τολμηρός. Η μάνα όμως κρατούσε τα ίσα. Αν δεν τον ενθάρρυνε πάντα, φρόντιζε να του στέκεται όταν εκείνος κλονιζόταν.    
 Το γαμήλιο ταξίδι. Με δανεικά και ένα μαγαζί που πριν λίγο καιρό είχε ανοίξει. Το “ΠΙΚΑΝΤΙΛΛΥ” στο νούμερο 4 της οδού Χαρισίου Μούκα στην Κοζάνη. Πώς και γιατί τέτοιο όνομα, μυστήριο που δεν λύθηκε ποτέ. Δεν χρειάστηκε όμως ν’ απαντηθεί το ερώτημα ποιοι ήπιαν την κάβα του μαγαζιού κατά την διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού. Τα μπρατίμια! Τα πρώτα ξαδέρφια και στενοί φίλοι μια ζωή του μπαμπά που έμειναν στο πόδι του. Ο γάμος πήγε καλά. Το μαγαζί σχόλασε. Χωρίς κάβα, έχασαν την αξία τους κι οι καρέκλες και τα τραπέζια. 


Τυχαία, πριν χρόνια, ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα ΘΑΡΡΟΣ έπεσα σε ένα φύλλο του 1960. Ώπα, και διαφήμιση!
ΠΙΚΑΝΤΙΛΛΥ
ΟΛΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΣ- ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΣ

Έτρεξα σπίτι με τη φωτοτυπία. Έβαλε τα γυαλιά του, την είδε γέλασε. Θυμήθηκε το ταξίδι, τα παιδιά που ‘πιαν την κάβα. Κοίταξε στο πλάι την άδεια καρέκλα. Η μάνα είχε φύγει πριν χρόνια (11-4-2009). Άφησε κάτω το χαρτί. Χαμογελούσε αλλά ο νους του ταξίδευε. Πριν φύγει, πέρυσι, τέτοιες μέρες (14-11-2019) πολλές φορές θυμόταν παλιές ιστορίες και πριν τις αφηγηθεί ρωτούσε: Σας το είπα αυτό;
Προσποιούμασταν πως το ακούγαμε για πρώτη φορά και ξεκινούσε. Δίπλα μας, το ίδιο έκανε κι η μάνα. Άκουγε κι εκείνη χαμογελαστή. Όπως πάντα. 


«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...