Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια… (το κείμενο της παράστασης)


 
(Η Γαλάτεια μπαίνει σ’ ένα χώρο όπου υπάρχουν τραπεζάκια και καρέκλες, κρατώντας ένα βαλιτσάκι στο δεξί της χέρι. Δεν υπάρχει ψυχή. Στα δεξιά κρεμασμένη μια παλιά ταμπέλα με τις ώρες αναχωρήσεων τρένων ή λεωφορείων.  Επιλέγει ένα τραπέζι και κάθεται. Στρέφεται προς το βάθος που είναι σκοτεινό και φωνάζει)
-          Πιάσε ένα χαμομήλι… Α, κι ένα σφηνάκι κονιάκ. Απ’ το καλό…
(Βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα απ’ την τσάντα της, το ανοίγει και ετοιμάζεται να πιάσει ένα τσιγάρο. Το κλείνει και το πετά ξανά μέσα μουρμουρίζοντας)
-          Με τέτοιο λαιμό και μου θες και τσιγάρο…
Βήχει.
-          Την άρπαξα κι άμα μέχρι το βράδυ κλείσει (πιάνει το λαιμό της) πάει το μεροκάματο. Άσε που πρέπει να πλακωθώ πάλι στις κορτιζόνες και δεν τις αντέχω. Την τελευταία φορά κόντεψα να ματώσω το δέρμα μου. Τέτοια φαγούρα… Κι από κάψιμο να πεις… Ναι, αλλά σου λέει ο γιατρός, αυτό είναι κι άμα θες. Αλλιώς μεροκάματο γιοκ. ¨Φουντώνω¨ γιατρέ του λέω. ¨Καίγομαι. Τι θες; Ν’ αρχίσω να ξεβρακώνομαι πάνω στην πίστα;¨.
¨Άσχημα; Θα σε πνίξουν στα λουλούδια!¨
Χα,χα,χα… Καλός γιατρός. Κι ομορφόπαιδο. Μου ‘φτιαξε το κέφι. Γιατί όσο να πεις, τον καλό το λόγο τον θέλουμε όλοι μας. Πιότερο εμείς οι καλλιτέχνες. Καλός λόγος να ‘ναι κι ας είναι και παραμύθι. Σάμπως είμαστε οι μόνοι; Οι παραπάνω, μη σου πω όλοι, με τα παραμύθια δεν τη βγάζουμε;
(σηκώνεται και πάει προς την ταμπέλα με τις ώρες αναχωρήσεων. Προσπαθεί να τη διαβάσει)
Μπα. Χωρίς γυαλιά και με τέτοιο φως, δε βλέπω την τύφλα μου. (κοιτάζει ολόγυρα) Ψυχή…
Ευτυχώς που βραδιάζει… Τη νύχτα είναι αλλιώς. Ή μπορεί εγώ να τη βλέπω έτσι. Επειδή τη συνήθισα. Την αγάπησα…
(1ο τραγούδι)
Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια. Όπως πάντα στην ώρα του. Μόνο εσύ δεν ήσουνα στην ώρα σου… Μόνο εσύ…
(ξανακάθεται και σκουπίζει ένα δάκρυ) Να αυτά είναι που δεν μ’ αρέσουν. Αλλά μου ‘ρχονται. Σάμπως και το θέλω; Της λέω της καρδιάς μου να ηρεμήσει, μα αυτή εκεί. Το δικό της. γιατί αυτή τα κάνει όλα. Αυτή…  



Κάποτε, με το που γύριζα απ’ τη νύχτα έπεφτα και ξεραινόμουνα. Καλό μεσημέρι ξανά στο πόδι. Μπορεί και απόγευμα. Θα πεις, ήμουνα και νέα κι ο νέος τον εθέλει τον ύπνο. Τον αγαπάει.
Τώρα, να το μάτι γαρίδα. Τριγυρνάω σαν το βρικόλακα.
Τι τα βάζω με την καρδιά μου όμως; Μήπως κι αυτό (δείχνει το μέτωπο της) κάθεται καλά; Απ’ το ένα στο άλλο με το που γείρω στο κρεβάτι και πολύ θέλει ο ύπνος να σε παρατήσει;
Τι σκέφτομαι; Τίποτα δε σκέφτομαι. Όλα μόνα τους έρχονται. Μια ολάκερη ζωή. Τι να λέμε; Και λίγα δεν είναι κι εύκολα δεν ήταν πάντα. Δεν παραπονιέμαι. Ούτε μ’ αρέσει να μυξοκλαίω, αλλά να… Αναρωτιέμαι πώς πέρασαν όλα τόσο γρήγορα. Έτσι, σαν το νεράκι κύλησε η ζωή μου… Είπαμε, δεν μυξοκλαίω, έχει ακόμα νερό ο μύλος μου, μα ό,τι και να πεις τα χρόνια πια βαραίνουν κι αλλάξανε. Αλλάξανε τα χρόνια κι ας μην άλλαξα εγώ. (κοιτάει το σώμα της και γελάει) Καλά, εξόν από μερικά κιλά, που πήρα τώρα τελευταία… Αλλά πρόσωπο; Φεγγάρι! Ε; (σκάει στα γέλια)
Πάντως στην πίστα ούτε εικοσάρα δεν με πιάνει. Με θαυμάζουνε τα πιτσιρίκια που μπαίνουν τώρα στη δουλειά κι έρχονται και με ρωτούν.
¨Τι πρέπει να κάνουμε κ. Γαλάτεια για να γίνουμε σαν και σας;¨
Τι να κάνετε; Τίποτα, τους απαντώ. Να ‘χετε μόνο δύναμη. Δύναμη (πιάνει την καρδιά της) εδώ μέσα. Δύναμη.    (2ο τραγούδι)
Γελιέται όποιος θαρρεί πως είναι εύκολη η πίστα. Πως είναι μόνο σκέρτσα και κουνήματα. Ναι, τα ‘χει κι αυτά, τα θέλει κι αυτά. Εδώ βλέπεις ονόματα πρώτα, φίρμες σου λέει, δικές μας και ξένες, και τα πετάνε όλα έξω για να επιβιώσουν, να προχωρήσουν. Ύστερα εμείς. Οι δευτεράντζες… Που για να πούμε τη μαύρη αλήθεια πιότερο το κορμί μας κοίταζαν πάντα κι ύστερα τη φωνή μας. Έχω δει κορμιά εγώ να κάνουν καριέρα…
Θέλει όμως να ‘χεις δύναμη για να μην πέσεις στην ευκολία. Και τη δύναμη δεν την έχουμε όλοι μας. Γι’ αυτό καμιά και κανένα δεν κακίζω, μήτε κρίνω… Ούτε και παριστάνω την αθώα. Καθένας πορεύεται με ό,τι έχει κι όπως μπορεί.  Εγώ πάντως τα ‘χα και τα δύο. Και φωνή και κορμί. Μπουμπούκι ήμουνα. Μπουκιά και συχώριο που λένε.
Καριέρα όμως μόνο με τη φωνή έκανα. Να, μάρτυς μου ο Θεός. Όχι πως δεν το χόρτασα το κορμί μου έρωτα. Α, όλα κι όλα. Μυξοπαρθένα δεν το ‘παιξα και δεν θα το παίξω ποτέ μου. Ό,τι γούσταρα, το χάρηκα. Στα προσωπικά μου, για να ‘μαστε ξηγημένοι. Γιατί τη δουλειά την περπάτησα με τούτο (πιάνει το λαιμό της). Με το λαρύγγι. Μόνο με τούτο. Κι ας ήταν όλο νύχτα.
Δε λέω. Πρώτο όνομα δεν έγινα ποτέ. Κι ας είμαι καλή τραγουδίστρια. Το παραδέχονται όλοι. Όποιος και να μ’ άκουσε. Και πού ‘σαι; Όχι σε καμιά συναυλία και σε κάνα Μέγαρο να πούμε, σε καταστάσεις εκκλησίας και τέτοια. Όχι. Στη νύχτα μάγκα μου, με μικρόφωνα της πλάκας πολλές φορές  και ορχήστρα για τ’ ανάθεμα κάποιες άλλες. Αλλά το καλό πράμα ξεχωρίζει. Αν το μέταλλο που ‘χεις εδώ είναι πρώτη ποιότης, το καταλαβαίνει ο άλλος. Το νιώθει.
Τι κέρδισα; Το λόγο, τον καλό. Απ’ όλους. Λίγο το ‘χεις;
Στ’ αυτιά μου έχω τη φωνή εκείνης της κυρίας που ‘σκυψε μια φορά και μου ‘πε: Σ’ ευχαριστούμε που τόσα χρόνια μας γλέντησες με τη φωνή σου, με τα τραγούδια σου…
Ούτε που ξέρω ποια ήταν, ούτε που θυμάμαι πως ήταν. Αλλά η φωνή της βάλσαμο. Να, λες και κυλάει εδώ μέσα (πιάνει το στήθος της) και με γλυκαίνει…
Και για ποιον δεν τραγούδησα; Ποιον να πρωτοθυμηθώ;.. Ξημέρωσαν παλληκάρια ίσα με δύο μέτρα στα πόδια μου να τους τραγουδάω και να γίνονται αλοιφή εκεί, πάνω στην πίστα.  (3ο τραγούδι)
Μήτε ήξερα, μήτε μπορούσα να μαντέψω τι σεβντάς έτρωγε καθενός τα στήθια. Τους τραγούδαγα όμως με την καρδιά μου. Και το νιώθανε. Γι’ αυτό  εμένανε μόνο ζητούσαν. Γιατί πώς να το κάνουμε; Καλός ο άντρας ο τραγουδιστής να σου πει το βαρύ, το ασήκωτο, αλλά το σεβντά, μάτια μου, θα στον ετραγουδήσει η γυναίκα. Η γυναίκα, πώς να το πω, τον έχει μέσα της το σεβντά, είναι ζυμωμένη με το παράπονο, με το αχ, βαχ. 
Γι’ αυτό, δευτεράντζα, και σκυλού πέσμε, δεν με πειράζει, αλλά να ξέρεις πως πολλοί, πάρα πολλοί με παραδέχτηκαν και μου ‘βγαλαν το καπέλο.
Φίρμα βέβαια δεν έγινα ποτέ κι ούτε χτύπησα δίσκο δικό μου. Προτάσεις μου γίνανε, αλλά άμα ο άλλος έρχεται και σου λέει βάλε τόσα και θα σου βγάλω δίσκο, αυτό δεν είναι ευκαιρία. Κοροϊδιλίκι σκέτο είναι. Πώς την είδες ρε μεγάλε, να πούμε; Εγώ φωνή, εγώ το χρήμα κι εσύ τι; Την καλλιτεχνία; Και να σου κάτσουμε κιόλας για να μας προωθήσεις; Άντε πάγαινε ρε. Καλύτερα δευτεράντζα και να κουμαντάρω κατά πως θέλω εγώ και τη φωνή και το κορμί μου.
Γι’ αυτό το πήρα απόφαση και τα ‘χα καλά με τον εαυτό μου. Για μένα τραγουδώ. Το φχαριστιέμαι πρώτα εγώ και το φχαριστιούνται κι όσοι μ’ ακούν. (4ο τραγούδι)
Δε λέω. Είναι και ξηγημένοι, τίμιοι να πούμε, που σ’ ακούνε, και τραγούδια σου γράφουνε και δίσκο σου χτυπάνε και σε προωθούνε, γιατί κάτι βρήκαν σε σένα, στη φωνή σου. Κάτι… Εμένα δεν μου ‘τυχε, γιατί πώς να το κάνουμε, θέλει και τύχη η ζωή. Όσοι μου τύχαν, να μου τα πάρουν θέλανε και τους έδωσα και γω τον πούλο. Κι ούτε μετανιώνω…            
Το τραγούδι από μικρή το ‘χα μέσα μου. Ό,τι τραγούδι άκουγα και μ’ άρεσε, το ξεσήκωνα. Έλεγα, ¨εγώ τραγουδίστρια θα γίνω¨.  Ήταν οικογενειακό μας βλέπεις. Κι ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου μες τη μουσική ήταν. Πώς να ξεφύγω εγώ;
Αχ, ο πατέρας μου.  Πώς του άρεζε η φωνή μου!  Σαν άραζε μετά τη δουλειά στο ντιβανάκι της κουζίνας, μου ‘γνεφε και φώλιαζα κοντά του. Και τότε αρχινούσαμε μαζί το τραγούδι του. Αυτό το τραγούδι που τ’ αγάπαγε πολύ. ¨Έλα¨, μου ‘λεγε, ¨να το πούμε μαζί¨.  Πρώτη φωνή εγώ, σεκόντο αυτός. Και να δεις πώς ταιριάζαμε!  (5ο τραγούδι)  
 Απ’ τον πατέρα μου πρέπει να πήρα και το λαρύγγι. Η μάνα μου είχε αγριοφωνάρα. ¨Ντιζέζα θα την κάνεις, κορίτσι πράμα;¨ τον αγρίευε, κι όσο περνούσε απ’ το χέρι της μ’ έστρωνε στις δουλειές για να νοικοκυρευτώ, ν’ ανοίξω σπίτι μια μέρα. Καημένη μάνα. Πολλές φορές σκέφτομαι πως την πείραζαν περσότερο τα λόγια του τραγουδιού που τη θύμιζαν τη ζωή της και ξεσπούσε σε μένα. Πάντως, ό,τι κι αν μ’ έκανε, και το ξεσκονόπανο, σα μικρόφωνο το ‘βλεπα γω. Τα τζάμια σκούπιζα κι απ’ το χνώτο μου τα θάμπωνα. Όλο τραγούδαγα, τραγούδαγα.
Μια μέρα το πήρα απόφαση και πάω στη μάνα μου και το ξεφουρνίζω. ¨Μάνα θα γίνω τραγουδίστρια¨. Μόλις είχα πατήσει τα δέκα επτά. Με τσουρομάδησε. ¨Τι είπες μωρή; Να σε γαμάει ο ένας κι ο άλλος!¨. ¨Άστηνε. Μικρή είναι θα της έρθει το μυαλό¨, είπε ο πατέρας μου σαν το ‘μαθε. Στην αρχή πλακώθηκαν αναμετάξυ τους. Στο τέλος πλακώσαν εμένα. Πιο πολύ η μάνα μου… 
Η μάνα μου ήταν τσαούσα. Αυτήν έκανε κουμάντο στο σπίτι. Μ’ άρπαξε απ’  το χέρι και με πήγε σε μια συγγενή της κομμώτρια. ¨Να. Αυτή την τέχνη να μάθεις¨, μου ‘πε και δε σήκωνε κουβέντα.
Μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Αλλά άμα το μυαλό κι η καρδιά σου είναι για αλλού… Χτένα έπιανα και μικρόφωνο το ‘βλεπα. Στην αρχή ίσα που ψιθύριζα, μα σαν πήρα θάρρος το ‘δινα και καταλάβαινε. Με σιγοντάριζαν κι οι πελάτισσες που όλο και μου ‘λεγαν, ¨πες μας αυτό, πες μας το άλλο το τραγούδι…¨.  Άλλο που δεν ήθελα και γω… (6ο τραγούδι) 
Βράδιασε όταν στάθηκε στην πόρτα του κομμωτηρίου ένα λιγνό, μα γεροδεμένο παλληκαράκι. Δεν τον ήξερα. Πρώτη φορά τον έβλεπα. ¨Επιτρέπεται;¨, μου κάνει και μπαίνει. Τον κοίταξα απορημένη. ¨Με μάγεψε η φωνή σου¨, συνέχισε. Τι με θες εμένα. Κόπηκαν τα γόνατα μου κι ούτε που θυμάμαι αν του ‘πα κάτι, ή απλώς κούνησα το κεφάλι.
Δέκα βήματα δρόμος το σπίτι μας απ’ το κομμωτήριο μα κείνο το βράδυ έκανα πάνω από ώρα να γυρίσω. Πώς να ξεκολλήσω απ’ το πλάι του; Περπατούσαμε πλάι, πλάι κι όλο αυτός μιλούσε. ¨Δεν θα πεις κάτι;¨, με ρώτησε. Τι να πω; Χαιρόμουνα να τον ακούω. Τόσο γλυκομίλητος… Κρεμόμουνα απ’  τα χείλη του. Μα και το πρόσωπο ωραίο, μακρύ, αντρικό. Μιλούσε κι όλο κλεφτές ματιές έριχνα στα μάτια του. Ματάκια μπλε, φωτεινά. Ίδια ο ουρανός. Θες ήμουνα άβγαλτη, θες ήταν η βραδιά… Μπορεί κι όλα μαζί. Ποιος ξέρει…  (7ο τραγούδι)
Παναγιώτης το όνομα του κι αυτό το όνομα πήραν πια οι Κυριακές μου. Ξένος στα μέρη μας είχε έρθει για δουλειά και μόνο την Κυριακή ευκαιρούσε. 
Δεν ήταν εύκολο να το σκάω απ’ το σπίτι, μα ας είναι καλά η κομμωτική. Πότε τη μια δήθεν χτένιζα, πότε την άλλη κούρευα.  
Αμάξι δικό του δεν είχε μα αγκαζάριζε ΤΑΞΙ και το σκάγαμε γι’ αλλού. Μικρός βλέπεις ο τόπος κι αν μας έπαιρνε κανένα μάτι… Ποιος με ξέπλενε.
Το ‘λεγα, μα η αλήθεια ήταν πως δεν μ’ ένοιαζε κιόλας. Χανόμουνα στην αγκαλιά του, κρατιόμουν γερά απ’ το χέρι του και σ’ αυτόν αρχίνιζαν και τέλειωναν όλα για μένα.       
Τον αγάπησα τον Παναγιώτη. Τον αγάπησα πολύ. Και πίστεψα πως κι αυτός μ’ αγάπησε. Γιατί και σαν γυναίκα με σεβάστηκε. Δεν με πίεσε. ¨Εσύ θ’ αποφασίσεις κούκλα μου την ώρα. Εσύ. Σαν κρίνεις πως είσαι έτοιμη…¨.
Κι ήρθε κείνη η ώρα. Τη θυμάμαι και λέω ¨ναι, δεν έκανες λάθος¨. Ήταν η ώρα η σωστή κι ήταν η αγάπη που μ’ οδηγούσε. Η αγάπη που άνοιξε την αγκαλιά μου και τον καλοδέχτηκε τον Παναγιώτη. Η αγάπη που όρισε αυτή την ώρα… (8ο τραγούδι)
Στον Παναγιώτη ακούμπησα απ’ την πρώτη στιγμή. Ανοίχτηκα. Τον λογάριασα πραγματικά δικό μου άνθρωπο. Του μίλησα για όλα, μα πιότερο για το όνειρο μου. ¨Εγώ¨ μου ‘πε. ¨Έχω γνωστό και θα πάμε να σε δοκιμάσει¨.
Πετάρισε η ψυχή μου. Μήτε να κλείσω μάτι, μήτε μπουκιά στο στόμα. ¨Λες¨, έλεγα μέσα μου, ¨να με λυπήθηκε η Παναγιά και να άκουσε τις προσευχές μου;¨. 
Κυριακή, πρωί φύγαμε για Σαλονίκη. Για το μαγαζί που θα με δοκίμαζαν.  Φτάσαμε και λαχτάρησα.  Μαγαζί ήταν αυτό ή η παράγκα του Καραγκιόζη; Είμαι έτοιμη να φύγω. ¨Άντε ρε χαζό. Έτσι είναι τα νυχτερινά μαγαζιά τη μέρα. Ξέρεις ποιες φίρμες ξεκίνησαν από ‘δω;¨. Μπαίνουμε. Κάπως καλύτερα τα πράγματα. Μας υποδέχτηκε το αφεντικό. ¨Καλή είναι ρε Παναγιώτη. Άμα τα λέει και λίγο, να την πάρουμε¨.
¨Καλή¨ χωρίς ν’ ανοίξω το στόμα μου; Μπερδεύτηκα. ¨Τι λέει αυτός ρε Παναγιώτη;¨ τράβηξα το δικό μου απ’ το μανίκι. Πριν μ’ απαντήσει ήρθε ένας τύπος βλογιοκομμένος, ¨ο μαέστρος¨  είπε το αφεντικό, έκατσε σ’ ένα αρμόνιο και έπαιξε κάτι. ¨Το ξέρεις αυτό;¨ στράφηκε σε μένα. Ούτε που κατάλαβα ποιο ήταν. Μου ‘πε δύο στίχους. Την πρώτη φορά τους μισοείπα. Τη δεύτερη κάπως καλύτερα. Πάει, είπα, αυτό ήταν. Τώρα θα με διώξουν. Γυρνάει όμως ο μαέστρος στο αφεντικό και του λέει. ¨Εντάξει. Θα στρώσει…¨
Ζαβλακωμένη βγήκα με καμιά δεκαριά χαρτιά στα χέρια με στίχους. ¨Να τους αντιγράψεις και να τους φέρεις πίσω. Την Παρασκευή το απόγευμα πρόβα και το Σάββατο ξεκινάς¨, τα τελευταία λόγια του αφεντικού πριν μας ξεπροβοδίσει.
Με τσάκισε το άγχος, με γονάτισε. Ποια Παρασκευή και πώς να το πω στους δικούς μου; Απ’  τη μια χαιρόμουν κι απ’ την άλλη ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί.
Γύρισα σπίτι κι η καρδιά μου να πάει να σπάσει. ¨Θα το πω, έλεγα. ¨Θα το πω κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει¨. Δεν πρόλαβα. Η μάνα μου θεριό ανήμερο καθώς τα μαντάτα για τον Παναγιώτη μόλις της τα ‘χαν προφτάσει. Δεν προλάβαινα να μετράω χαστούκια. Με κλείδωσε στην κάμαρα μου. ¨Δεν θα μας κάνεις εσύ ρεντίκολο της κοινωνίας¨, ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από εκείνη.
Αξημέρωτα πήδηξα απ’ το παράθυρο. Μάτωσα τα γόνατα μου μα δε στάθηκα. Εδώ στον κόρφο μου σφιχτά κρατημένη μια σακούλα με τα υπάρχοντα μου. Υπάρχοντα; Ένα καθαρό κιλοτάκι όλο κι όλο. Ξύπνησα την κομμώτρια που μ’ είχε στο μαγαζί της. Μου ‘δωσε όσα είχε πάνω της και με φίλησε.
Ο Παναγιώτης κατάλαβε. Μ’ άρπαξε απ’ το χέρι. ¨Κι η δουλειά σου;¨, ρώτησα. ¨Μη σε νοιάζει, τ’ αφήνω όλα κι εγώ για πάρτη σου¨.
Χειμώνας καιρός. Τα ματωμένα μου γόνατα έτσουζαν, τα χέρια μου ξύλα. Κοντοστάθηκα και γύρισα. Το πατρικό μου εκεί μπροστά. Δύο βήματα που λένε. Μα και τόσο μακριά… Τα χαστούκια και τις τσιμπιές της μάνας μου τα ‘νιωθα στα μάγουλα και το κορμί μου, αλλά ένιωθα και τα δάκρυα να κυλάν στα μάγουλα μου. Πώς θα να ‘βλεπα ένα χέρι να με ξεπροβοδά; Ένα στόμα να μου λέει, ¨εδώ θα ‘μαστε για σένα¨.  Πώς το ‘θελα… (9ο τραγούδι)
Στη Σαλονίκη πιάσαμε δωμάτιο στο υπόγειο ενός φίλου του Παναγιώτη. Το πατρικό μου το ‘λουζε ο ήλιος όλη τη μέρα και στο δωμάτιο μούλιαζα απ’ την υγρασία.  Ας είναι, έλεγα, θα περάσει. Θα στρώσουν τα πράγματα. Στον εαυτό μου τα ‘λεγα μη και στεναχωρήσω τον Παναγιώτη που ‘τρεχε κι αυτός όλη μέρα να βρει τρόπο να τακτοποιηθούμε.
Εκεί στο υπόγειο, με τα στιχάκια που μου ‘χαν δώσει, έκανα πρόβες μόνη μου. Έτσι, χωρίς μουσική, χωρίς τίποτα.  ¨Θα σκίσεις¨ μου ‘δινε κουράγιο ο Παναγιώτης. ¨Θα σκίσεις πάνω στην πίστα¨. 
(γελάει) Δεν είχε κι άδικο. Με το που έκανα να βγω το πρώτο βράδυ στην πίστα, το βράδυ του Σαββάτου, πιάστηκε το φουστάνι μου σ’  ένα καρφί και σχίστηκε μέχρι πάνω, ίσα με τη μέση. Τι με θες εμένα; Με το ‘να χέρι να κρατάω το μικρόφωνο και  με τ’ άλλο το καλώδιο και να ‘χω και το νου μου μην ξηλωθεί κι άλλο το φουστάνι κι έχουμε παραπάνω αποκαλύψεις.
Να ‘ναι καλά η σόμπα που ‘χαν στη μέση του μαγαζιού που με το που άναψε πνιγήκαμε όλοι και όλα στον καπνό και δε βλέπαμε τη μύτη μας.   
Ξημέρωμα Κυριακής, με το πρώτο μεροκάματο  σφιγμένο εδώ, να σ’ αυτή τη χούφτα τη δεξιά, μάτι δεν μπορούσα να κλείσω. Μ’ είχαν ζώσει οι αμφιβολίες. Έκανα καλά ή θα το μετάνιωνα; Γιατί βλέπεις τώρα πια θα ξεκινούσα κανονικά. Τρεις μέρες τη βδομάδα, όχι μία. Μαρτύρησα. Κόμπος το στομάχι μου. ¨Ρε συ Παναγιώτη, κάνω καλά που μπήκα στο τραγούδι ή μπας και…¨.
¨Τρελή είσαι. Ξετρελάθηκαν στο μαγαζί μαζί σου¨, μου ‘δωσε κουράγιο. ¨Έχουν να το λένε για την πρώτη σου εμφάνιση…¨. Ίσως γιατί απ’ την κάπνα δεν μ’ έβλεπαν, σκέφτηκα να του πω και έπιασα να μαντάρω το φουστάνι για να ‘μαι έτοιμη για τη δεύτερη εμφάνιση.
Την Παρασκευή τα πόδια μου έτρεμαν περισσότερο απ’ την πρώτη φορά. Και μέχρι ν’ ανέβω στην πίστα μόνο αυτό τριγυρνούσε συνέχεια στο μυαλό μου. Αν κάνω καλά, αν βαδίζω σωστά ή αν μπήκα σε λάθος μονοπάτι… (10ο τραγούδι)
Αν μετάνιωσα; Όχι. Μα πάλι λέω, αν δεν έφευγα έτσι απ’ το σπίτι. Αν έβγαινα απ’  την πόρτα κι όχι απ’ το παράθυρο, θα ‘ταν αλλιώς. Άχαρο πράμα να γυρίζεις μονάχη σου στον κόσμο. Χωρίς τους δικούς σου ανθρώπους. Το αίμα σου. Να ‘χεις κοντά σου ένα δικό σου άνθρωπο, να ζαρώνεις δίπλα του, χωρίς να χρειάζεται να πεις τίποτα, να του ξηγήσεις…
Φεύγοντας απ’ το πατρικό μου βαλαντωμένη, θυμωμένη, κακιωμένη που δεν με καταλάβαιναν, όρκο έκανα μέσα μου πως δεν θα ματαγυρίσω. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ν’ αλλάξω απόφαση και πάλι δε με δέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκάλες. Ούτε και την πόρτα μου έκλεισαν. Σάμπως δεν είχαν κι αυτοί τα δίκια τους; Μικρός τόπος, τα λόγια λέγονται εύκολα κι οι κακίες ευκολότερα. Όλοι μάθαν που γίνηκα τραγουδιάρα, κάποιοι μ’ είχαν ακούσει κιόλας, το πήραν βαριά οι δικοί μου. Είπαμε όμως. Το αίμα νερό δε γίνεται. Κάπου, κάπου πάω, και στο τηλέφωνο μιλάμε με τη μάνα μου και τον αδερφό μου.
Εντάξει, στερήθηκα τους δικούς μου, αλλά και παράπονο μεγάλο δεν έχω απ’ τη ζωή μου. Ό,τι ήθελα, αυτό έκανα. Άλλο αν δεν τα βρήκα όλα όπως τα περίμενα. Και ποιος τα βρίσκει; Κι άμα παραπονιέσαι και μιζεριάζεις τι θα βγει;
Γι’ αυτό λέω, και καλά πέρασα, και πολλοί μ’ αγάπησαν, και πολλοί με πρόσεξαν. 
Εντάξει δεν ήταν όλα καλά. Πέρασα κι άσχημα και δύσκολα. Μα αυτά καλά λένε πως ξεχνιούνται όταν περνάνε. Όλα… Ή τα περισσότερα. (11ο τραγούδι)
 Είπα πολλές συγγνώμες στη ζωή μου, κι ας μην έφταιγα πάντα  γω. Κακό πράγμα ο εγωισμός, αγάπη μου, κι όπου μπαίνει μόνο καταστροφή φέρνει. Εγώ εγωισμό δεν είχα ποτέ. Κι ίσως γι’ αυτό άντεξα στη νύχτα, που ό,τι και να πεις μόνο εύκολη δεν είναι.
Πολλοί με ρωτάνε πώς άντεξα τόσα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά. Στη βρωμιά της νύχτας.
Ποια βρωμιά της, ρε μάγκες; Εγώ στη νύχτα βρήκα παραπάνω αλήθεια απ’ όση κυκλοφορεί στο φως. Ναι, κι ας ακούγεται κάπως. Στη μέρα κρύβει ο άλλος τα ελαττώματα, τα κουσούρια του γιατί φαίνονται. Ντρέπεται μην τα δουν οι άλλοι και τα σκεπάζει. Στη νύχτα όμως ξεσκεπάζονται όλοι και όλα. Ο άλλος χαλαρώνει, αφήνεται. Ξεβρακώνεται. Πετάει γραβάτα και σακάκι και τότε μπορείς να δεις ποιος πραγματικά είναι.
Είδα ανθρώπους με τριμμένους αγκώνες στο σακάκι και τρύπα στο παντελόνι να ‘ναι κιμπάρηδες και άρχοντες κι είδα άλλους με παλτά και καμπαρντίνες σένιες να ξεφτιλίζονται για το τίποτα.
Εγώ πάντως τους ανθρώπους της νύχτας τους πόνεσα. Τους αγάπησα. Και τη νύχτα την αγαπώ. Κάθε που βραδιάζει, πώς να το πω… Λες και χαράζει, λες και ξημερώνει μια καινούργια μέρα για μένανε… (12ο  τραγούδι)
(Γυρίζει προς την πλευρά του ψυγείου και φωνάζει)
-          Μάστορα. Κόκκαλα έχει αυτό το χαμομήλι; Φέρε τουλάχιστον το κονιάκ που στέγνωσε το στόμα μου…
Ποιος είπε πως είναι εύκολη η νύχτα; Γιατί είναι εύκολη η ζωή; Για τους περισσότερους... Και γω λίγο έλειψε να τα παρατήσω απ’ την αρχή, απ’ τη δεύτερη κιόλας εκείνη νύχτα.
Την πρώτη, μάλλον για να μη με τρομάξουν, όλα καλά. Τη δεύτερη όμως… Με το που ‘πα τα δύο πρώτα τραγούδια έρχεται ένα γκαρσόνι και μου λέει ¨σε θέλει τ’ αφεντικό¨. Αμάν, λέω μέσα μου, με σχολάσανε τώρα. Κάτι φάλτσο έκανα.  ¨Να εκεί στο τραπέζι στο βάθος, μ’ αυτό το γκριζομάλλη¨, μου δείχνει το γκαρσόνι και με σπρώχνει προς τα κει. Είδα κι έπαθα να φτάσω καθώς τρέμαν τα πόδια μου. Το αφεντικό χαμογελάει, συστήνει τον κύριο και φεύγει. Μούγκα εγώ. Τι να πω με τον ξένο άνθρωπο που ‘ταν και πιο μεγάλος απ’ τον πατέρα μου; Εκείνος μίλαγε μόνος του. Και μόνος του πήρε την πρωτοβουλία. Και μπούτι έπιασε και βυζί πασπάτεψε κι απ’ όλα. Μόνο που δεν με πήδηξε επί τόπου, μετά συγχωρήσεως. Δεν άντεξα. Του δίνω μια αγκωνιά στο στομάχι και σφαίρα στα καμαρίνια, να τρέμει το κορμί και το φυλλοκάρδι μου. Από πίσω μου κι ο Παναγιώτης. ¨Τι έπαθες;¨. Το και το του λέω. Ακούς εκεί τον κωλόγερο!  ¨Μην κάνεις έτσι¨, μου λέει. ¨Τα ‘χει αυτά η δουλειά. Σιγά, σιγά θα μάθεις να τους τα παίρνεις μια χαρά και να μένουν με την όρεξη… Αλλά μην το ξανακάνεις γιατί το αφεντικό τα πήρε και είπε για πρώτη φορά σε συγχωράει. Γιατί είσαι πρωτάρα…¨.
Μ’ ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ζαλίστηκα. Τα λόγια της μάνας μου όταν της πρωτόπα πως θέλω να γίνω τραγουδίστρια άρχισαν να γυρνάν στ’ αυτιά μου. Σμάρι από μέλισσες που βούιζαν ασταμάτητα και με τρέλαιναν. Τον έσπρωξα και καρφώθηκε με το κεφάλι στο μεγάλο καθρέπτη; Σκόνταψε μόνος του; Ούτε που ξέρω.
Η Στέλλα, κι αυτή απ’ τις δευτεράντζες του μαγαζιού, μπήκε στο καμαρίνι και με το που είδε τον Παναγιώτη στα αίματα έμπηξε τις φωνές σαν υστερική. Πώς έφυγα, από πού έφυγα, ένας Θεός ξέρει.
Ποτάμια τα δάκρυα, δεν έβλεπα μπροστά μου, αλλά δε στάθηκα. Τσακίστηκα μες τη νύχτα με τα ψηλοτάκουνα, μα ούτε στιγμή δε γύρισα να δω πίσω μου. Ένα αυτοκίνητο μου ‘κοψε το δρόμο. Αυτό είναι, λέω, με πιάσανε και όπως κάνω να γυρίσω απ’ την άλλη γκρεμοτσακίζομαι. Γίνηκαν ένα χώμα, δάκρυα και αίματα. Εκεί, κουλουριασμένη μες τη μαύρη νύχτα, να σπαρταρώ σαν το ψάρι μες το δίχτυ.  (13ο τραγούδι)
Απ’ τα χώματα με μάζεψε η Λάρα. Λάρα το καλλιτεχνικό της γιατί Καλλιόπη τη βαφτίσανε.   
Ήταν στο μαγαζί η Λάρα κι είδε όλη τη φάση. Ήταν άνθρωπος της δουλειάς, της πιάτσας, αλλά ήταν και ξηγημένη. Με το που με μάζεψε, με τάισε, μ' έστρωσε να κοιμηθώ, μ' έδωσε το μπράτσο της ν' ακουμπήσω. Και τι ήθελα τότε γω ρε μάγκα μου παραπάνω; Ένα μπράτσο ν' ακουμπήσω. Με το που συνήλθα και πήρα λίγο τα πάνω μου, γυρίζει και μου λέει. . ¨Φωνή έχεις μα θα δυσκολεύεσαι να κονομάς απ’ αυτή. Ειδικά σε μαγαζιά σαν αυτό που ήσουν. Μπορείς να το προσπαθήσεις, αλλά θέλει κότσια. Αλλιώς υπάρχει κι ο εύκολος δρόμος κι όπως σε κόβω εκεί θα κονομάς πολλά φράγκα κι αν είσαι έξυπνη θα μένουν και για σένα αρκετά. Τι λες;¨.  Τι να πω; Είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μου. ¨Καλά¨, μου ‘πε. ¨Σε λίγες μέρες μ’ απαντάς¨. 
Άραξα σπίτι της κι είχα και παρέα το Λενάκι. Γειτονάκι της Λάρας, ορφανό,  που ‘ρχόταν και τη συγύριζε και κείνη το χαρτζηλίκωνε καλά. Τ’ αγαπούσε, σαν κόρη, σαν αδερφή να πούμε, και το πρόσεχε. Πολύ το πρόσεχε…
¨Τραγουδάω¨,  μου λέει το Λενάκι. ¨Αλλά η Λάρα ούτε ν’ ακούσει να με βγάλει σε μαγαζί κι ας το μπορεί. Έχει γνωριμιές¨. Φωνή, το Λενάκι; Μέλι. Μα και πρόσωπο; Άγγελος. Κατάλαβα τι φοβόταν η Λάρα και δεν την προωθούσε.  
Το συμπάθησα και με συμπάθησε το Λενάκι. Δέσαμε. Το ‘χα για παρηγοριά κείνες τις μέρες. Είχε κι αυτό σεβντά μ’ ένα φανταράκι που δεν της έγραφε. Ακούμπαγε η μια πάνω στην άλλη. ¨Έλα να κάνουμε πρόβα μαζί¨, με παρακάλαγε. ¨Μπας και μ’ ακούσει κι η Λάρα κι αλλάξει γνώμη¨. Πώς να του χαλάσω χατίρι; Πάμε Λενάκι, του ‘λεγα και σμίγαν οι φωνές μας… (14ο τραγούδι)
Πού πάει η αγάπη τραγουδούσαμε και γω σκεφτόμουν ακόμα τον Παναγιώτη. Κι ήταν λες και προκαλούσα την τύχη μου. Δεν άργησε ο λεγάμενος να σκάσει μύτη. Όλο τσιριμόνιες και κλάψες. ¨΄Έσφαλα¨ μου λέει. ¨Τοιμάσου την Κυριακή να σε πάω στους δικούς μου¨. ¨Και το τραγούδι; Να το παρατήσω;¨ του λέω. ¨Σα θα ‘σαι γυναίκα δική μου και θα τραγουδάς και κανείς δεν θα σε πειράξει. Ούτε να σ’ αγγίξει. Στο υπόσχομαι. Να, φιλώ και σταυρό. Εγώ, στο πλάι σου και μη σε νοιάζει…¨
Δεν ήμουνα σίγουρη πως το ‘θελα στ’ αλήθεια να συνεχίσω στο τραγούδι. Όχι πως είχε σβήσει τ’ όνειρο. Μα να. Η πρώτη εμπειρία με χάλασε. Το ρώτησα όμως για να δω αντιδράσεις, να μετρήσω τον Παναγιώτη. Η απάντηση του μ’ άρεσε και να, μα τον Θεό, αν βάζαμε στεφάνι και μου το ζήταγε, θα το σταματούσα. Μπορεί να το ‘κανα με κρύα καρδιά, μα για την πάρτη του θα το ‘κανα. Τόσο πολύ τον αγάπαγα.
Συννέφιασε η Λάρα σαν το ‘μαθε, μα δεν είπε κουβέντα. Ζήλεψε, λέω μέσα μου. Επειδή αυτή μεγάλωσε κι έμεινε ξέμπαρκη. Που να ‘ξερα… 
Το μυαλό μου ήταν αλλού. Φτερά στα πόδια μου για να ετοιμαστώ. Μες σε δύο μέρες σκάρωσα καινούργιο φουστάνι. Έπιανε το χέρι μου, μ’ είχε δείξει παλιά μια θειά μου μοδίστρα, είχε και το Λενάκι μια μηχανή, το κατάφερα το φουστάνι. Αγόρασα γαλάζιο ύφασμα κι έραψα ένα φουστάνι σαν αυτά που ‘βλεπα στα περιοδικά. Απλό, αλλά σένιο. Έγινα! Τι να λέμε. Όλο με φιλούσε το Λενάκι και χαιρόταν μαζί μου. ¨Κούκλα είσαι φιλενάδα. Κούκλα! Θα πάθουν πλάκα οι δικοί του.¨.
 Θες να ‘ρθεις μαζί μου, της λέω. Να ‘χω και γω ένα δικό μου άνθρωπο. ¨Και το ρωτάς;¨.
Με το που μας είδε ο Παναγιώτης, σήκωσε το δεξί φρύδι. ¨Το Λενάκι. Φιλενάδα καλή κι αγαπημένη¨, του τη σύστησα. Δε μίλησε. Μόνο τη μέτρησε από πάνω μέχρι κάτω. Δεν έδωσα σημασία. Έτσι κάνουν όλοι οι άνδρες άμα δουν τεφαρίκι πράμα. Και το Λενάκι αν ήταν!
Μπήκε αυτός μπροστά κι εμείς από πίσω. Όλο να γελάμε και να σφίγγεται η μια πάνω στην άλλη. Γελούσε το Λενάκι, χαιρόταν, λες και πηγαίναμε στη δική της χαρά. Μετά από λίγο φτάνουμε μπροστά σ’ ένα μαγαζί, παρόμοιο μ’ εκείνο το πρώτο που τραγούδησα. Με ζώσαν τα φίδια. ¨Εδώ μένουν οι δικοί σου Παναγιώτη;¨. ¨Όχι. Κάτι φίλοι θα κεράσουν ένα για το καλό…¨. Τα φίδια σφίχτηκαν εδώ, γύρω απ’ το λαιμό, μα μπήκα. Σ’ ένα τραπέζι μας περίμεναν οι ¨φίλοι¨. ¨Μπράβο Παναγιώτη. Για μια είπες και φέρνεις δύο! Και… φωνάρες!¨
Τον μάγκωσα απ’ το μπράτσο. ¨Πού μας έφερες ρε αλήτη;¨.  ¨Ήσυχα. Μου χρωστάς και θα ξεπληρώσεις¨, μ’ αποκρίθηκε αγριεμένος. Δεν πα να ‘ταν και σωστό θεριό. Τίποτα δε λογάριαζα γω κείνη την ώρα. Τίποτα. Τον σπρώχνω μ’ όλη τη δύναμη μου, αρπάζω το Λενάκι απ’ το χέρι και τραβάμε για την πόρτα. Ένα βήμα θέλαμε ακόμα, ένα βήμα ρε μάγκα μου. Ένα γαμημένο βήμα. Ένα μπουκάλι σπασμένο έρχεται καταπάνω μου και με το που σκύβω να τ’  αποφύγω ακούω το Λενάκι να ουρλιάζει. Γεμίσαμε αίματα, κι αυτή και γω. Εμένα χαράκωσε και δεν το πήρα χαμπάρι μες τη θολούρα μου, για εκείνη; Μονάχα στο σπίτι είδα τη ζημιά. Τη χαράκωσε στ’ αριστερό μάγουλο, απ’ το μάτι ίσα με κάτω. Πάλι καλά που δεν το τύφλωσε το έρμο.
Φρόντισε η Λάρα για όλα. Το γιατροπόρεψε, το προίκισε και το πάντρεψε μ’  ένα καλό παιδί σ’ ένα χωριό. Μα τι τα θες; Βάρος το ‘χω μέσα μου, βάρος ασήκωτο. Τέτοιο μπουμπούκι, τέτοιος άγγελος και να τη χαλάει έτσι ο αλήτης; Και γιατί;
Πολλές φορές μου μήνυσε το Λενάκι να πάω να τη δω, μα δεν είχα μούτρα, ούτε καρδιά. ¨Δε φταις εσύ και δεν σου κρατάει¨, μου ‘πε τόσες φορές η Λάρα. Ναι, εσείς καλά τα λέτε, μα εμένα η καρδιά μου το ξέρει. Μακάρι να ‘γειανε η πληγή στο προσωπάκι της Ελένης, μα η δική μου δεν θα γειάνει ποτέ.
Και το φουστάνι, αυτό που φορούσα εκείνη τη μέρα, χίλιες φορές είπα να το σκίσω. Να το κάνω κουρέλια. Μα το κράτησα. Έτσι όπως το ‘βαψε το αίμα απ’ το Λενάκι. Και το κοιτώ πότε πότε. Για να θυμάμαι το ψέμα, την αλητεία… (15ο τραγούδι)
Δεν με χώραγε ο τόπος. "Λάρα, να φύγω".  ¨Για πού; Θα γυρίσεις στους δικούς σου;¨  Ήμουν που δεν ήμουνα για πίσω…
¨Κάπου… Να τραγουδάω… Οπουδήποτε…¨.  Είχε γνωριμίες και καλή καρδιά. Μ’ έβαλε στο λεωφορείο και έχωσε στην τσέπη μου μερικά χρήματα. ¨Για τα πρώτα έξοδα¨.  ¨Θα στα ξεπληρώσω Λάρα¨.  ¨Καλά, καλά…¨. 
Βράδιαζε σαν έφτασα. Μικρή πόλη και το μαγαζί στο πουθενά. ¨Πού πάω¨ λέω στον εαυτό μου, αλλά ήμουνα πια μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Εδώ όμως ήταν πιο ξηγημένοι. Μου το ‘παν απ’  την αρχή. ¨Ο πελάτης και θα ακούσει και θα πιάσει. Πώς αλλιώς να βγει το μεροκάματο;¨.
¨Μα, εγώ…¨.  ¨Τι εσύ; Μπας και νόμισες πως ήρθες στο Μουλέν Ρουζ;¨.
Τι να κάνω; Έμεινα… Μέχρι να πω κανά δύο τραγούδια, τίγκα το μαγαζί. Όλο αγροτιά καθώς γύρω, γύρω απλώνονταν ο κάμπος. Άνθρωποι δουλεμένοι, κορμιά ποτισμένα στον ιδρώτα. Πώς να τους πλησιάσω; Όχι, ούτε τους σιχαινόμουνα, ούτε το ‘παιζα κάποια. Αλλά να… Πρέπει να το μπορείς…
Ήπια μονορούφι ένα ποτήρι ουίσκι και πήγα στο πρώτο τραπέζι που με φώναξαν. Πόσο κάθισα; Μήτε που θυμάμαι… Δε φεύγει όμως το μυαλό μου απ’  το τραγούδι που ‘λεγε ο συνάδελφος στην πίστα.
Απ’ τις κακές παρέες μου
ήρθ’ η καταστροφή μου
ρεζίλεψα στην τρέλα μου
τ’ όνομα του πατέρα μου
και κλαίω απ’  τη ντροπή μου.

Μα κανένας δεν μου φταίει για το χάλι μου
σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου.*

Εκείνη τη βραδιά ένιωσα τι θα πει να κλαις με μαύρο δάκρυ. Μέχρι και το αφεντικό με λυπήθηκε, μου ‘δωσε το μεροκάματο και μ’ άφησε να φύγω.
Μαγαζί βρήκα, κι άλλο, κι άλλο. Όλοι με παραδεχόντουσαν για τη φωνή, αλλά αφού τσινούσα για τους πελάτες, πώς να με κρατήσουν;
Τρεις, τέσσερις μέρες, βαριά μια βδομάδα και στο δρόμο πάλι. Εγώ δεν το ‘ξερα, αλλά από πίσω μου λέγαν πως το ‘σκαγα για να μη μ’ έβρει ο αγαπητικός μου, ο Παναγιώτης! Ναι, ο αλήτης μ’ είχε πάρει στο κατόπι και ρωτούσε σ’  όλα τα μαγαζιά για μένα. Και κοίτα να δεις ρε μάγκα μου, άμα υπάρχει μπέσα! Κανείς και πιότερο οι συναδέλφισσες δεν βγάλαν άχνα. ¨Δεν ξέρω¨, ¨δεν είδα¨, ¨πέρασε αλλά πάει καιρός¨, όλο κάτι τέτοια του ‘λεγαν και τον καθυστερούσαν για να μην πέσει πάνω μου.
Τι απόγινε δεν ξέρω. Κάποτε άκουσα πως κατέληξε φυλακή, άλλοτε πως τον καθάρισαν ένα βράδυ… Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε, κι ούτε ήθελα να μάθω την αλήθεια.   
Τότε βρήκα αποκούμπι στο Λάμπρο. Μου τον συστήσανε για ατζέντη καλό. Πήγα και τον βρήκα. Βαρύς, λιγομίλητος, αλλά ξηγημένος. Ανέλαβε να με οδηγεί στη νύχτα. Είχε κι άλλες τραγουδίστριες που τις έκλεινε δουλειές, αλλά εμένα με πρόσεχε παραπάνω. Μ' είχε αδυναμία. Αυτός μου 'δωκε και το νέο μου όνομα, Γαλάτεια, που το 'χω ακόμα και μ' αυτό είμαι γνωστή εδώ και χρόνια, τόσο που ξέχασα το δικό μου. "Γιατί Γαλάτεια; " τον ρώτησα, μα απόκριση δεν πήρα. Το 'μαθα πολλά χρόνια αργότερα από μια περπατημένη που τον ήξερε από μικρό, τότε που σύχναζε ολημερίς κι ολονυχτίς στο σπίτι που δούλευε κι εκείνη. Στο μπουρδέλο ντε.  "Έλιωνε ο μικρός για τη Γαλάτεια. Κι εκείνη τον αγαπούσε. Έγινε κι ορντινάτσα της για να τη συντρέχει μέρα νύχτα. Όταν την έσφαξε ο αγαπητικός της, βαλάντωσε ο Λάμπρος. Είδαμε και πάθαμε να τον συνεφέρουμε. Τώρα που σε βλέπω, της φέρνεις λίγο. Εσένα, πώς είπαμε ότι σε λένε;".
Τον εκτίμησα παραπάνω το Λάμπρο. Κι εκεί που έλεγα πως μετά το στραπάτσο με τον Παναγιώτη δεν θέλω άντρα μήτε ζωγραφιστό να τον δω, τα 'μπλεξα μαζί του. Δεν με πίεσε. Εγώ το ‘θελα. Μα δεν φερόταν και πολύ σαν εραστής. Πιότερο θύμιζε πατέρα που με φρόντιζε. Αδερφό. Άγρυπνο το μάτι του πάνω μην και με κουτσουλίσει πουλί πετάμενο.
Το πρώτο μαγαζί που μ' έκλεισε ο Λάμπρος ήταν ένα στην Καλαμαριά. Σένιο μαγαζί και με καλό κόσμο. Εκεί ξεπετάχτηκα και πήρα τα πάνω μου. Τραγούδια βέβαια δε διάλεγα ακόμα μονάχη μου, αλλά έπεσα σε μαέστρο κολλητό του Λάμπρου που όλο και μ' άφηνε λάσκα τα λουριά κι έλεγα και κανένα απ' αυτά που γούσταρα. Μαζί δουλέψαμε σε πολλά μαγαζιά, οργώσαμε τη Σαλονίκη και φτάσαμε μέχρι Αλεξανδρούπολη. Χάρη τον ελέγανε αυτό το μαέστρο, καλή του ώρα, και μέσα σ' ένα χρόνο με βόηθησε κι έφτιαξα και γω το δικό μου ρεπερτόριο. Καίτη Γκρέυ, Πολύ Πάνου, Σακελλαρίου, Πίτσα Παπαδοπούλου, Μοσχολιού… Η φωνή μου μέστωσε και τη δούλευα πια καλά. Τα ερμήνευα τα τραγούδια, δεν τα τραγούδαγα απλώς… Αλλά και βαριά, χασικλίδικα και ρεμπέτικα έλεγα, άμα το καλούσε η ώρα και το ζητούσε κι ο πελάτης. (16ο τραγούδι)
Και ποιότητα βέβαια. Μαρινέλα, Γαλάνη και Χαρούλα, για τα ανοίγματα και για τις μικρές ώρες, τότες που μέναμε λίγοι πελάτες και αποσταμένοι κι αυτοί κάναν κέφι ν' ακούσουν κάτι πιο ελαφρύ.  
Στην αρχή το μεροκάματο ήταν μικρό, μα ο Λάμπρος σε μένα έκανε σκόντο. Πολλά βράδια ούτε που άπλωνε το χέρι για το ποσοστό του. Μπορεί επειδή μ' αγαπούσε, κι όχι γιατί με πήδαγε που λέγαν οι άλλες, οι φαρμακόγλωσσες, μπορεί επειδή έβλεπε πως τα λεφτά μου τα μετρούσα και δεν τα σκόρπαγα σε λούσα και τέτοια. Με νοιαζόταν.
Όνομα έκανα στη νύχτα με τη φωνή μου, αλλά και στην πίστα πάντοτε προσεγμένη ανέβαινα. Και μαλλί και πρόσωπο και χείλι και νύχι και ντύσιμο. Όλα! Ντυνόμουνα, τι να λέμε; Στην πένα. Είχα τον τρόπο μου βέβαια. Έβλεπα στα περιοδικά τι φοράνε οι διάσημες κι οι κυρίες του κόσμου και τα αντέγραφα. Έκοβα μόνη μου πατρόν, αγόραζα υφάσματα και σκάρωνα κάτι φουστάνια και παθαίναν την πλάκα τους όλες. Και του συναφιού και κυρίες που ερχόταν στα μαγαζιά.
Με τον καιρό έγινα η Γαλάτεια με τ' όνομα. Θες η φωνή, θες το κορμί που 'ταν ακόμα νέο και σφιχτό, θες που ήξερα πώς να τους παίξω και να τους ανεβάσω το κέφι, πιάστηκα. Όπου και να πήγαινα μ'  ακολουθούσαν οι δικοί μου. Κι όχι τίποτα λαμόγια και μπινέδες. Κύριοι. είτε είχαν είτε δεν είχαν λεφτά. Όσοι τα ‘χαν κάναν τρελές καταστάσεις και κονομούσε πολλά το μαγαζί. Όσοι δεν τα ‘χαν πίναν το ποτό τους, γλεντούσαν μετρημένα αλλά όμορφα, πλήρωναν ό,τι έπεφτε στο μερτικό τους και πάλι ευχαριστημένοι ήταν οι καταστηματάρχες.
Κι από κατακτήσεις, τι να λέω! Μετρούσα και σαν γυναίκα μα και σαν αρτίστα. Λιγώνονταν από κάτω και παρακαλούσαν για μια μου ματιά. Αλλά εγώ εκεί, κυρία. Τους έπαιζα, δεν τους χαλούσα χατίρια με τα τραγούδια, άντε και κάνα ποτό παρέα, και μέχρι εκεί.
Για να πω την αμαρτία μου δεν ήταν που 'μουνα με το Λάμπρο. Καλός, δε λέω, μ' αγαπούσε, με πρόσεχε και τον εκτιμούσα. Μα περισσότερο ήταν φίλος παρά εραστής. Και  γω 'μουν νέα, στα ντουζένια μου πάνω. Διψούσε και μένα η αυλή μου. Φοβόμουνα όμως ν' ανοιχτώ γιατί οι άντρες πολλές φορές χειρότεροι απ'  τις γυναίκες είναι. Να πας μ'  έναν που γουστάρεις, να του ξηγηθείς όμορφα και την άλλη μέρα να σε βγάλει βούκινο. "Η πουτάνα η Γαλάτεια, τον παίρνει αβέρτα¨, κι ας κάνεις να μυρίσεις αρσενικό για μήνες, μπορεί και χρόνια. Κατάλαβες φίλε μου; Να πέσεις στο στόμα του ενός και του άλλου και να ξεπέσεις. (17ο τραγούδι)
Είπαμε όμως, νέα ήμουνα και μυξοπαρθένα δεν το 'παιξα ποτέ. Άσε που η νύχτα σε κάνει, πώς να το πω;-  να το θέλεις περισσότερο;- σε σπρώχνει ρε μάγκα μου προς τα κει; Κι είναι και κάποια τραγούδια που δε λέει μόνο να τα λες. Θέλουν και τον ώμο να σκύψεις πάνω του. Το μπράτσο που θα σε σφίξει απ' τη μέση, την αγκαλιά που θα σε χώσει μέσα της. Πήρα τα ρίσκα μου και ευτυχώς δεν την πάτησα. Το γλέντησα όσο μπορούσα.
Ο Λάμπρος κορόιδο δεν ήτανε. Μα και γω δεν ήθελα να του φερθώ σκάρτα. Το και το του 'πα. Με το που τελείωσα σηκώθηκε και μ' άστραψε ένα χαστούκι. Μέχρι να ξανάβρω το φως μου, ήρθε και μ' αγκάλιασε. ¨Να προσέχεις¨, μ' είπε. Τέτοιος άντρας ήταν. Γι’ αυτό και τον εκτίμησα όσο κανένανε.
Από τότε είχε και τα δύο μάτια πάνω μου. ¨Σε ζηλεύει" μ' είπε μια κολλητή. "Με προσέχει" της γύρισα. Θα 'λεγα ¨φοβάται μη χάσει κι άλλη Γαλάτεια¨ μα πού να καταλάβει εκείνη.
Έτσι πορεύτηκα. Μήτε η θύρα μου δεν μ' έπαιρνε χαμπάρι. ¨Τι κάνει αυτή η μουλωχτή ρωτούσαν¨ όλες, ¨τι μας το παίζει; Αγία;¨ Πρόσεχα. Τόσες και τόσες μαλλιοτραβήχτηκαν για τους αγαπητικούς. Ξεφτιλίστηκαν και τι προκοπή είδαν; Καμιά. Και τα μαγαζιά τις διώχναν, κι οι αγαπητικοί τις ξεζούμιζαν και τις παρατούσαν.
Το ξέκοψα και σ’ όποιον άρεσε. Είσαι κύριε στο μαγαζί και πληρώνεις; Και τις παραγγελίες σου θα πούμε, και κάνα ποτό παρέα και καμιά χαζομάρα να γελάσουμε. Στο κρεβάτι το δικό μου δεν μπαίνεις το Θεό μπάρμπα να ‘χεις. Εξόν κι αν σου ανοίξω την πόρτα εγώ. Κι έτσι και τη ζωή μου έκανα και το κεφάλι μου ήσυχο είχα.
Πού πας κι έρχεσαι όμως την έπαθα τη ζημιά και ‘γω ένα βράδυ. Τον Ανδρέα μήτε που τον πρόσεξα μέχρι τότε κι έμαθα μετά ότι τρεις μήνες που 'μουνα σ' εκείνο το μαγαζί, στη Σαλονίκη στην Άνω Πόλη,  Παρασκευή και Σάββατο ξεροστάλιαζε στο μπαρ μέχρι το ξημέρωμα. Μ' ένα ποτό την έβγαζε όλη τη νύχτα και γι' αυτό δεν τον είχαν σε υπόληψη ο μπάρμαν και τα γκαρσόνια. Καλό παιδί, λέγανε, μα φτωχαδάκι του ενός ποτού.
Με το που τελειώνω κείνο το βράδυ και κατεβαίνω απ' την πίστα, μισοάδειο το μαγαζί, κανείς γνωστός δεν σηκώνει χέρι να πάω κατά το μέρος του για ένα ποτό και τραβώ ίσα για το μπαρ. Βγάζω τσιγάρο και με το που τ' ακουμπώ στα χείλια μου ίσα πάνω με τη φωτιά του να μ' ανάψει. ¨Σιγά πουλάκι μου¨, του λέω, ¨θα με κάψεις¨. Ντράπηκε, έχασε τη μιλιά του. ¨Βάλε στο παιδί ένα από μένα¨, παραγγέλνω στο μπάρμαν. ¨Τι πίνεις παλληκάρι μου;¨. Μούγκα και το κεφάλι σκυμμένο κάτω.
Θες που 'ταν ντροπαλός, μα φαινόταν πως έλιωνε για μένα, θες τα μάτια του που έλαμπαν σαν με κοιτούσε, κι ήταν ¨δύο ματάκια δολοφονικά¨, την πάτησα την πεπονόφλουδα. Και την πάτησα για τα καλά. (18ο τραγούδι)
Ποιος Λάμπρος και ποιοι αγαπητικοί πια; Μόνο Αντρέας και ξερό ψωμί. Κι εδώ που τα λέμε με τη φτώχεια που τον έδερνε μόνο ξερό ψωμί μπορούσε να με ταΐσει ο Ανδρέας. Αλλά μήτε που τα λογάριαζα αυτά τότε. Ο έρωτας μ' είχε κάνει να βλέπω αυτό που λένε ροζ συννεφάκια. Δε λες καλύτερα να πετώ στα σύννεφα. Χωνόμουνα στην αγκαλιά του και μέλωνα, λιγονόμουν. Ξεχνούσα που βρισκόμουν και πού πατούσα. Για τέτοιο έρωτα μιλάμε μάγκα μου. Κι εκείνος, δε λέω. Να με κοιτάει στα μάτια κι ούτε να βλεφαρίζει. Να με σφίγγει πάνω του και να λέω, πάει τώρα θα με λιώσει.
Κι αν πεις στο κρεβάτι! Μωρέ τι κι αν ήταν άγαρμπος, καθότι δεν ήταν και πολύ περπατημένος; Τι κι αν δεν ήταν αυτό που λέμε ¨προικισμένος¨; Με το που έμπαινε μέσα μου έχανα γη και ουρανό. Τι να λέμε τώρα; Άλλο πράμα…
Κοντά δύο χρόνια ζήσαμε έτσι, αλλά φαίνεται πως κάποιος μας μούντζωσε, μας μάτιαξε. Τι να πω; Ήρθε ο Ανδρέας και μου 'ριξε την κεραμίδα. "Θα πάω Καναδά για δουλειά. Έλα μαζί μου¨. Τα ‘χασα. Το ‘ξερα πως δυσκολεμένος ήταν πάντα, μα για Καναδά και τέτοια, κουβέντα μέχρι τα τότε. Πήρα ανάσα και σκέφτηκα. ¨Γιατί να φύγω;¨ Εδώ τότε κονομούσα εγώ σ' ένα βράδυ όσα άλλοι βγάζαν σε βδομάδα, μη σου πω και σε 10 μέρες. Δευτεράντζα, ξεδευτεράντζα είχα όνομα και γω διάλεγα τα μαγαζιά με τους όρους που ήθελα. Τρελή ήμουνα να φύγω; Και να πάω πού; Στην άλλη άκρη του κόσμου;
¨Κάτσε δω ρε πουλάκι μου. Κι άμα θες να τσοντάρω εγώ ν' ανοίξεις μια δουλειά δικιά σου. Κρίμα είναι να μας φαν τα ξένα;¨. Ξέρω ΄γω; Του 'χανε πάρει τα μυαλά αυτοί που κανόνισαν να τον πάρουν στον Καναδά, δεν  ήθελε να του πούνε πως έγινε αγαπητικός για να μου τα τρώει γιατί 'χε φιλότιμο; Θεό τον έκανα. Φράγκο δε δέχτηκε και γέμισε τη βαλίτσα του. Τη βραδιά την τελευταία, ούτε που να τη θυμάμαι θέλω. Ήπια ίσα μ' όλο το Θερμαϊκό και του τραγούδαγα και κλαίγαμε μαζί (19ο τραγούδι)
¨Θα γυρίσω¨ μου ‘λεγε. ¨Θα γυρίσω για σένα. Θα γυρίσω να σε πάρω…¨
Σκούπισα το δάκρυ, έπνιξα το μαράζι μέσα μου και τον αποχαιρέτισα στο σταθμό. (κοιτάζει ολόγυρα). Να ‘ναι ο ίδιος; Μοιάζει, αλλά… Δε βαριέσαι. Όλοι σταθμοί ίδιοι είναι σαν φεύγει ο δικός σου άνθρωπος…  
¨Καλύτερα. Πήρες τη σωστή απόφαση¨, με παρηγόρησε ο Λάμπρος. ¨Εδώ είσαι καλά.¨ Καλύτερα είπα και γω για να το πιστέψω και συνέχισα. Δούλεψα πολύ, κάθε βράδυ. Όλο με κόσμο ήμουνα. Κι από αγαπητικούς παράπονο δεν είχα. Και με πρόσεχαν και με φρόντιζαν. Μα να. Άμα έχεις καημό εδώ μέσα (δείχνει την καρδιά της) τι καλά είσαι; Σκατά είσαι. Σέρνεσαι… Όταν θυμάσαι και κοιτάς συνέχεια με λαχτάρα την πόρτα ζεις; Δε ζεις… Ψέματα λέω;
Δεν με ξέχασε ο Ανδρέας. Δε γύρισε, μα κι ούτε με ξέχασε. Προσπάθησε να με τραβήξει εκεί.  Κάθε βδομάδα και γράμμα. Μπορεί και δύο τη βδομάδα. Ακόμα τα 'χω. Και γεμάτα φιλιά κι αγάπες. Δεν του 'γραψα ποτέ. Τι να του αποκριθώ; Έλα πίσω, σε περιμένω; Αν ήθελε, λέω, αν ήθελε στ' αλήθεια πολύ, δεν θα 'ρχόταν έστω μια φορά; Εισιτήρια δεν έβρισκε; Τόσοι πήγαν και γύρισαν. Αυτός γιατί;
Μπορεί να 'ταν εγωισμός, μπορεί και φόβος. ¨Να πάγαινες και συ, να δούλευες εκεί¨, μ’ άρπαξε απ’ τα μούτρα μια φιλενάδα. Πού, στον Καναδά; Δεν ξέρω καλά, καλά κατά πού πέφτει. Κι ύστερα πώς; Ξέρω γω… Τι να πω;..
Πες, φοβήθηκα. Πες, περίμενα απ’ αυτόν το πρώτο βήμα.
Δεν του 'γραψα, μα κι ούτε άλλαξα σπίτι τόσα χρόνια. Γύρναγα από 'δω, γύρναγα από 'κει και όλο στο ίδιο μέρος ήμουνα. Εκεί που μ' άφησε σαν έφυγε...   (20ο τραγούδι)

Δεν θέλω γράμμα να μου φέρει ταχυδρόμος
δεν μπαίνει η αγάπη σ' ένα άψυχο χαρτί
δεν έχω αλλάξει ούτε εγώ ούτε κι ο δρόμος
ξέρεις που μένω κι άμα θέλεις γύρνα εσύ.

Δεν θέλω γράμμα να μου φέρει ταχυδρόμος
φιλιά δε θέλω με πολλά θαυμαστικά
δεν έχω αλλάξει ούτε εγώ ούτε κι ο δρόμος
κι αν μ' αγαπάς γύρνα μια μέρα ξαφνικά.

Τι να μου κάνει ένα γράμμα
κι ένα φιλί ζωγραφισμένο,
κάθε αράδα κι ένα κλάμα
κι εγώ μ' αυτά ν' αργοπεθαίνω.

Δεν θέλω γράμματα εγώ,
θέλω να ζω, θέλω να ζω...**
(Φωτίζεται και το πίσω μέρος του σκηνικού και φαίνεται πως είναι το καφενείο ενός σταθμού)
Γυρίζω απ’ τη νύχτα και πάλι στη νύχτα καταλήγω. Να το πήρα λάθος; Να το ‘δα στραβά; Τι να πω; Λες κι αυτός ο χριστιανός φεύγοντας πήρε το φως μαζί του και μ’ άφησε να βολοδέρνω στη νύχτα. Κι όλο να τον εβλέπω μπροστά μου. να λέω, να ‘τονε. Γύρισε…
Εχτές το βράδυ καθώς γύριζαν τα τρένα
είδα τον κόσμο να φιλιέται στο σταθμό
κι ενώ το ήξερα πως ήσουνα στα ξένα
εγώ κοιτούσα μ' αγωνία να σε δω.

Μην επιμένεις, δεν υπάρχει άλλος δρόμος
μην ξαναγράψεις σε εξορκίζω να χαρείς
αν μ' αγαπάς, γίνε εσύ ο ταχυδρόμος
κι έλα να νιώσω ότι ζω και ότι ζεις.**
Τι ώρα πήγε; Όπου να ‘ναι νυχτώνει. Θυμάμαι παλιά στον τόπο μου, όπου κι αν πήγαιναν λέγαν, πάμε μη μας πιάσει η νύχτα. Τι φοβόταν; Δεν ξέρω… Ίσως εκείνες οι νύχτες να ‘ταν αλλιώτικες. Μα εγώ όσες φορές κι αν γυρίσω στη νύχτα δεν τη φοβάμαι. Πες τη συνήθισα, πες την αγάπησα. Ίσως γι’ αυτό δεν θα ματαγυρίσει ο Ανδρέας. Γιατί μπορεί να κατάλαβε το αγόρι μου πως ό,τι κι αν λέω τη νύχτα αγάπησα πάνω απ’ όλους και γι’ αυτό σ’ αυτήν πάντα γυρίζω…  
(γυρίζει προς την πλευρά του ψυγείου)
Μάστορα, να μένει το χαμομήλι. Και το κονιάκ. Άσε μια άλλη φορά.
(φεύγει)

Υ.Γ. Η παράσταση "Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια" ανέβηκε σε παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, έκανε πρεμιέρα στις 10-10-2018 στην Εναλλακτική Σκηνή, με τους εξής συντελεστές: 
 Σκηνοθεσία: Στέλιος Χλιαράς
Σκηνικά – Κοστούμια: Βενετία Νάση
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νικολέτα Σιώμου
Βοηθός Σκηνογράφου: Εύη Μιμίκου
Ερμηνεύει η Καίτη Τσιμπέρη
Ακορντεόν: Αλέξανδρος Τσούγιεφ
*ΑΠ' ΤΑ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΧΑΜΗΛΑ (Στίχοι Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου- μουσική Απόστολος Καλδάρας)
**ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΓΡΑΜΜΑ (μουσική Κώστα Χατζή - στίχοι Φώντα Φιλέρη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...