Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

“Ξέφωτο… ”



Έφευγα. Ολόγιομο, κιτρινωπό το φεγγάρι προπορεύονταν και μου ‘στρωνε φωτεινό μονοπάτι. Μπροστά μας δάσος πυκνόφυτο. Σύρθηκε πάνω απ’ τις κορφές των δένδρων. Τις άγγιξε. Κοκάλωσε. Στις παρυφές του σταμάτησα και γω. Σύνορο με το άγνωστο, πώς να το διαβώ;
Αθόρυβα κι απρόσμενα με κύκλωσε πυκνό σκοτάδι. Το φεγγάρι πουθενά. Μόνο το αντιφέγγισμα του ανάμεσα σε φύλλα και κορμούς, ξεφτίδια που χάνονταν γρήγορα λες και τα μάζευε ένα αόρατο χέρι. Σφιγμένη καρδιά, πέτρα στο στομάχι. Μέχρι εδώ; Αποθαρρύνθηκα. Πάει, είπα, ρίζωσα εδώ.    
Δεν το’ δα. Το ‘νιωσα το φως. Λίγο θάρρος ξεγλίστρησε απ’ τη χαραμάδα που άφησαν αφύλαχτη ο φόβος κι η απελπισία που μ’ είχαν περιζώσει κι άπλωσα το χέρι το δεξί. Υγράθηκε και ζεστάθηκε η παλάμη του. Την έφερα στη μύτη, στα χείλη. Ευφράνθηκα. Γλύκα απλώθηκε σ’ όλο μου το κορμί λες κι είχε βυθιστεί σε χλιαρό ιαματικό νερό.
Το γέλιο της δυνατό, καθαρό, πλούσιο. Άνοιξα τα μάτια. Το βλέμμα ξεδιάκρινε πρώτα το αποτύπωμα της παλάμης μου πάνω στο γυμνό της στέρνο. Το πρόσωπο της εικόνα σμιλεμένη σ’ έβενο, καλοδουλεμένη λεπτοδουλειά από ταλαντούχο χέρι. Μαύρα μαλλιά χυμένα στους ώμους, με στριφογυριστές άκρες. Κορμί σαν ύφασμα από μετάξι που ο αέρας του ‘δινε σχήματα. Κι ολόγυρα της φως. Αντανακλούσε το φεγγάρι ή το ‘χε ρίξει στους ώμους της;  
Κόμπος η γλώσσα. Κλειδωμένες οι λέξεις.
Γέλασε εκείνη. Δεν με περιγελούσε. Με καλούσε. Δίσταζα. Δύο βήματα μόνο να περάσω απ’ την άλλη μεριά. Η καρδιά χτυπούσε δυνατά σαν να ‘χε αποφασίσει να την πάρει μόνη της στο κατόπι. Ανάσανα βαθιά λες κι έτσι θα ‘βρισκα μέσα μου και θα ξυπνούσα όση δύναμη χρειάζονταν τα πόδια για να ξεκολλήσουν απ’ το χώμα. Μια ευωδιά άγνωστη, πρωτόγνωρη, με πλημμύρισε. Πράσινο φύλλο, αγριολούλουδα, μουσκεμένο χώμα. Κύμα που με σήκωσε. Μου ‘δωσε ώθηση. Περπάτησα. Φώτιζε εκείνη να πατώ.
Δε μετρούσα βήματα, δε λογάριαζα χρόνο. Λαχταρούσα να τη φτάσω, να την αγγίξω. Ένιωθα ευγνωμοσύνη κι ας μ’ αγκάλιαζε μόνο η αύρα της ενόσω ξεμάκραινε εκείνη. Φορές, σκέφτηκα, να φωνάξω, να ρωτήσω. “Πώς είναι το όνομα σου;” Είχα φωνή μα σεβάστηκα τη σιωπή και τη βάφτισα μέσα μου. Γυναίκα!
Μ’ άκουσε; Στάθηκε, στράφηκε προς το μέρος μου για μια στιγμή. Μέχρι να προλάβω να δέσω την ανάσα που μου ‘χε κοπεί για να κυλήσουν πάνω της οι λέξεις, χάθηκε. Τρέμουλο ξεκίνησε απ’ το σαγόνι κι απλώθηκε σ’ όλο μου το κορμί. Με το βλέμμα την αναζήτησα μες τις σκιές που όλο και με ζύγωναν.        

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...