Το χιόνι πέτρωνε στους δρόμους. Τα χασάπικα και τα μανάβικα
της πλατείας Λασσάνη θύμιζαν σπίτια των ανέμων καθώς έμπαζαν από παντού. Στα
πεζοδρόμια κάποιοι έκαιγαν μέσα σε τενεκέδες ξύλινα τελάρα φρούτων και γύρω
τους στριμώχνονταν ο ένας δίπλα στον άλλο με απλωμένα χέρια πάνω απ' τη φωτιά
μπας και ζεσταθούν λίγο.
Πολλές και αξέχαστες οι μορφές των ανθρώπων που έζησαν,
κυριολεκτικά, μια ζωή εκεί. Η πρώτη, και ξεχωριστή, που μου 'ρχεται στο μυαλό,
του Καραμπόζα με το μανάβικο. Μικρόσωμος, αεικίνητος, με την ποδιά, τη μεσάλα,
περασμένη γύρω απ' τη μέση να γλύφει τα
παπούτσια του και το έδαφος, το τσιγάρο κολλημένο στην άκρη των χειλιών,
στριφογυρνούσε ανάμεσα στους πάγκους που 'ταν γεμάτοι φρούτα και λαχανικά,
επιθεωρώντας διαρκώς το εμπόρευμα. Κι όταν έκρινε πως κάτι έλειπε να κατηφορίζει
με τα μικρά γρήγορα βήματα του ίσα με τα μαγαζιά των χονδρεμπόρων στην αλάνα
της πλατείας, γύρω απ' το ξενοδοχείο ΑΝΕΣΙΣ, για να το προμηθευτεί.
Πολλές φορές μιλάμε με νοσταλγία για τα κτίρια που χάθηκαν,
τα γραφικά στενά που ισοπεδώθηκαν και χάθηκε η Κοζάνη που ξέραμε κι αγαπούσαμε
στα παιδικά μας χρόνια. Μα σαν το συλλογιέμαι καλύτερα, συνειδητοποιώ πως οι άνθρωποι
είναι που μου λείπουν. Τα βήματα τους που αντηχούσαν στα σοκάκια, τις ανάσες
τους που ζέσταιναν τα σπίτια και τα μαγαζιά, οι φωνές τους που αχολογούσαν στις
γειτονιές...
Γι' αυτό κάθε που ξεφυτρώνει μια φωτογραφία σαν αυτές του φίλου
του Μάρκου (Πατσίκα) σκύβω μπας και αναγνωρίσω εκείνον που περπατά, τους άλλους
που μιλάνε μεταξύ τους ή την κυρία που λοξοκοιτά μια βιτρίνα, όλοι τους ανυποψίαστοι
πως εκείνη τη μέρα θα περνούσαν στην αθανασία εξ αιτίας ενός επίμονου και
διακριτικού φωτογράφου. Κι ακόμα κι αν δεν τους ταυτοποιήσω, τι σημασία έχει; Η
πόρτα της μνήμης έχει ανοίξει πάλι για να βρεθώ ξανά μες το κάδρο του Μάρκου
κατηφορίζοντας την Ερμού, προσεκτικά μη γλιστρήσω και φάω τα μούτρα μου, περνώντας
μπροστά από χασαπλιά και μανάβικα, μέχρι να φτάσω εκεί όπου ο παππούς μου ο
Κοκκαλιάρης δίπλα στη φλογισμένη σόμπας του καφενείου της Κατίνας, κολλητά στο χονδρεμπορικό των παιδιών του, θα
μου δώσει σιωπηλός ένα δεκάρικο για να πεταχτώ απέναντι στο περίπτερο του Θανάση
και να του αγοράσω το πλακέ πακέτο με τα άφιλτρα τσιγάρα του...