Σκέφτομαι την αδιάκοπη εφημερία της γραφής. Που υπό μία άλλη
έννοια είναι σαν τη μύγα του Σωκράτη. Μονολογική και αυτοαναφορική, τρόπον
τινά. Δεν σε αφήνει να ησυχάσεις. Αλλά και μοναχική, σιωπηλή, ζαλιστική. Πιάνω
τις “Κόρες τις Αφροδίτης”, τα “Υγρά ίχνη της μνήμης”, την “Προφητεία του
Μότσαρτ” και την “Απόγονο” και πίσω από το συγγραφικό αποτέλεσμα νιώθω
συναδελφικώ τω τρόπω να αναφύεται ένα πλήθος από απορίες. Αναρωτιέμαι, λοιπόν:
Πόσα αποτυχημένα αρχινίσματα
πρέπει να ξεκινήσεις, για να κάνεις μια οριστική αρχή; Πόσες σβησμένες λέξεις
πρέπει να ξεχάσεις, για να σχηματίσεις μια τελειωμένη φράση; Πόσα
εγκαταλελειμμένα πρόσωπα πρέπει να θάψεις, για να πλάσεις έναν ολοκληρωμένο
ήρωα; Πόσα πειραματικά στοιχεία πλοκής πρέπει να απορρίψεις για να προωθήσεις
μια συνεπή δράση; Πόσες αξημέρωτες νύχτες πρέπει να ξημερώσεις, ώσπου να
γράψεις την τελευταία λέξη; Και πόσα επιμέρους βιβλία πρέπει να αθροίσεις για
να ολοκληρώσεις το νόημα όσων έχεις κατά νου να πεις;
Ο λόγος για όσους αφοσιωμένα
διακονούν τη γραφή, και στην προκειμένη για τον Μιχάλη τον Πιτένη, που με τα
έξι ως τώρα πεζογραφικά του και με τη μία συμμετοχή σε συλλογικό έργο θύει σε
αυτή την εργώδη εφημερία του πληκτρολογίου με τον μοναχικό, σιωπηλό και
ζαλιστικό τρόπο της σωκρατικής μύγας. Αφήνω λοιπόν στην άκρη τα “Κουβάρια της
σιωπής”, το “Μην ενοχλείτε τον πρίγκιπα” και το συλλογικό “Συνάντηση”, για τα
οποία δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, και επανέρχομαι στον αρχικό μου προβληματισμό
για τη δυσκολία της γραφής.