Πιτένης Μιχάλης
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025
Τεχνητή νοημοσύνη: Σύμμαχος ή εχθρός του συγγραφέα;
Η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό ν’ αποτελεί σενάριο επιστημονικής φαντασίας, μια εικόνα από ένα πολύ μακρινό μέλλον. Έχει μπει πια για τα καλά στην καθημερινότητα μας αφού δεν υπάρχει, χωρίς να είναι υπερβολή αυτό, σχεδόν κανένας τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας που να μην επηρεάζεται, σε μεγάλο ή σε μικρότερο βαθμό, από την εξάπλωση και την εφαρμογή της.
Η λογοτεχνία, και γενικότερα η γραφή, δεν θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν εξαίρεση. Διάφορα εργαλεία της τεχνητής νοημοσύνης όπως το ChatGPT, το Gemini και άλλες πλατφόρμες παραγωγής κειμένων μπορούν σήμερα, αφού λάβουν τη σχετική εντολή από το χρήστη, να δημιουργήσουν ποιήματα ή πεζά λογοτεχνικά έργα, να ετοιμάσουν μέσα σε λίγα λεπτά ακόμα και ένα ολόκληρο μυθιστόρημα!
Η εξέλιξη αυτή, όπως είναι λογικό και αναμενόμενο, προκαλεί ήδη πολλές συζητήσεις, αλλά και αντιφατικά συναισθήματα στο χώρο των συγγραφέων. Άλλοι βλέπουν την ΤΝ ως ένα πολύτιμο εργαλείο, ικανό να συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των δημιουργιών τους, ενώ άλλοι την αντιμετωπίζουν ως μια σοβαρότατη απειλή για την τέχνη της γραφής. Έτσι, αναπόφευκτα, οδηγούμαστε στο ερώτημα αν είναι «η τεχνητή νοημοσύνη σύμμαχος ή εχθρός του συγγραφέα».
Η απάντηση δεν είναι εύκολη αλλά ούτε και απλή. Όπως αποδέχονται υποστηρικτές αλλά και πολέμιοι της Τ.Ν. ουσιαστικά βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή του δρόμου χωρίς να γνωρίζουμε πού θα μας οδηγήσει και γι’ αυτό το πιο φρόνιμο είναι να είμαστε όσο το δυνατόν πιο προσεκτικοί και να μην βιαστούμε να ταχθούμε με τη μία ή την άλλη πλευρά. Πρόκειται αναμφίβολα για κάτι ξένο για όσους από μας δεν είμαστε καλοί γνώστες ή τόσο εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, οπότε είναι φυσιολογικό και ανθρώπινο να μας ανησυχεί για το τι θα φέρει. Επίσης, για όλους μας, είναι κάτι το καινούργιο και όπως είχε γράψει η Έμιλι Ντίκινσον «Κάθε φορά που ένα πράγμα γίνεται για πρώτη φορά, απελευθερώνει έναν μικρό δαίμονα». Κι οι δαίμονες, μικροί ή μεγάλοι, άλλοτε δρουν υπέρ μας και άλλοτε εναντίον μας.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να δούμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του «συμμάχου» ή «εχθρού» μας.
Η ΤΝ για να παραγάγει λογοτεχνικά κείμενα βασίζεται σ’ έναν τεράστιο αριθμό δεδομένων, τα οποία αυξάνονται και πληθύνονται με ταχύτατους ρυθμούς καθώς έτσι βελτιώνεται και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί.
Αυτό σημαίνει πως έχει πρόσβαση σε χιλιάδες (;), εκατομμύρια (;), δισεκατομμύρια (;) κειμένων, τα οποία αφού «διαβάσει» στη συνέχεια μπορεί να αξιοποιήσει ή και να μιμηθεί προκειμένου να συνθέσει τα δικά της.
Τα κείμενα της δεν είναι προϊόντα βιωμένης εμπειρίας αλλά μόνο της γνώσης που αποκόμισε απ’ όσα δεδομένα έχει στη διάθεση της. Μια γνώση όμως που μπορεί να διευρύνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς καθώς της προσφέρονται διαρκώς και νέα δεδομένα.
Οι ιστορίες που χτίζει μπορεί να έχουν ένα συγκινητικό υπόβαθρο, το οποίο όμως θα έχει ξεσηκώσει ή αντιγράψει από όσες έχουν ήδη γραφτεί από ανθρώπους.
Δεν έχει συναισθήματα, ανάλογα μ’ αυτά του ανθρώπου, από τα οποία μπορεί να εμπνευστεί και να καθοδηγηθεί στη συγγραφή ενός κειμένου. Άρα, στην ουσία «δανείζεται» και αξιοποιεί αυτά των ανθρώπων, προσαρμόζοντας τα ανάλογα με την περίπτωση.
Ένα πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει απ’ τα όσα παρέθεσα μέχρι τώρα είναι πως η ΤΝ βασίζεται αποκλειστικά στον ανθρώπινο παράγοντα, οπότε δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη δική μας συνδρομή και τα δικά μας έργα.
Ωστόσο, αυτό ισχύει σήμερα, αλλά όπως αποδείχτηκε πολλές φορές με την εξέλιξη διαφόρων τεχνολογιών, το σήμερα μπορεί να έχει γίνει ήδη χθες χωρίς καν να προλάβουμε να το αντιληφθούμε.
Οι ειδικοί επιστήμονες που ασχολούνται με την ΤΝ και τη γνωρίζουν από μέσα καθώς εργάζονται για την εξέλιξη της εμφανίζονται καθησυχαστικοί τονίζοντας πως οι υπάρχουσες μορφές της, οι σημερινές, δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί η ανθρώπινη συνείδηση, δεν διαθέτουν την ικανότητα να σκέφτονται, δεν αισθάνονται, δεν παρατηρούν τον κόσμο και ό,τι συμβαίνει σ’ αυτόν με την αμεσότητα που το κάνει ο άνθρωπος. Δηλαδή, στερούνται όλων εκείνων των βασικών και απαραίτητων στοιχείων που εμπνέουν, κινούν και καθοδηγούν τη διαδικασία της γραφής.
Η ΤΝ επικεντρώνεται στην εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών, τρέφεται μόνο από τα δεδομένα που ήδη έχει στη διάθεση της και κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένες διαδικασίες που έχουν σχεδιαστεί από ανθρώπους. Βασίζονται σε αλγόριθμους που γνωρίζουν και ακολουθούν έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας, απ’ τον οποίο δεν είναι σε θέση να παρεκκλίνουν.
Όλα αυτά είναι παρήγορα και ενθαρρυντικά, αλλά το ερώτημα είναι μέχρι πότε θα ισχύουν.
Ο νομπελίστας συγγραφέας Καζούο Ισιγκούρο δεν είναι καθόλου αισιόδοξος και γι’ αυτό σε μια συνέντευξη του στη βρετανική εφημερίδα Guardian όταν ρωτήθηκε σχετικά απάντησε πως κατά τη γνώμη του «η Τεχνητή Νοημοσύνη θα γίνει πολύ καλή στη χειραγώγηση των συναισθημάτων. Νομίζω ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σε μια τέτοια κατάσταση. Προς το παρόν σκεφτόμαστε απλώς την ΤΝ να επεξεργάζεται δεδομένα ή κάτι τέτοιο. Αλλά πολύ σύντομα, η ΤΝ θα είναι σε θέση να καταλάβει πώς προκαλούνται ορισμένα είδη συναισθημάτων στους ανθρώπους, όπως θυμός, θλίψη, γέλιο».
Πρόκειται για μια άποψη που ήδη τη συμμερίζονται πολλοί.
Εν τω μεταξύ, η ΤΝ όσο προχωρά εκτός απ’ το να βασίζεται στις ανθρώπινες δημιουργίες μιμείται πλέον όλο και καλύτερα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γραφής γνωστών και σημαντικών συγγραφέων.
Στις 26 Νοεμβρίου του 2021, η Ai-Da, το πρώτο υπερρεαλιστικό ανθρωποειδές ρομπότ-καλλιτέχνης, απήγγειλε ένα ποίημα που συνέθεσε για να τιμήσει το μεγάλο Ιταλό δημιουργό Δάντη, στο Μουσείο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, στο πλαίσιο μιας έκθεσης για τα 700 χρόνια από το θάνατο του. Ένα ποίημα βασισμένο εξ ολοκλήρου και βγαλμένο απ’ το έργο του ίδιου του Δάντη!
Πώς δούλεψε; Το ρομπότ διάβασε την «Θεία Κωμωδία» και στη συνέχεια αφού μελέτησε πολύ καλά τα μοτίβα διατύπωσης του έπους με τη βοήθεια αλγόριθμων, δημιούργησε το δικό του ποίημα, μιμούμενο το ύφος, τη δομή, το λεξιλόγιο και το περιεχόμενο του σπουδαίου αυτού έργου. Σύμφωνα δε με τον εφευρέτη της Ai-Da, τον Άινταν Μέλερ, η ικανότητα της να μιμείται την ανθρώπινη γραφή είναι «τόσο μεγάλη, που αν διαβάσεις το ποίημα της δεν θα καταλάβεις ότι δεν έχει γραφτεί από άνθρωπο»!
Η κ. Βούλα Κοκολάκη στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο της με τίτλο «Λογοτεχνία και τεχνητή νοημοσύνη» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Αναγνώστης» αναφερόμενη στο γεγονός αυτό, αναρωτιέται: «Κάτι παρεμφερές δεν συμβαίνει, όμως, και στην λογοτεχνία των ανθρώπων; Αν ένας άνθρωπος-πεζογράφος διαβάζει επί μία μακρά χρονική περίοδο αποκλειστικά και συνολικά την εργογραφία του Φραντς Κάφκα, αν μελετήσει τα χαρακτηριστικά στοιχεία, το ύφος και τις θεματικές του και τα αφομοιώσει εύστοχα, αν αναπαράγει στα δικά του λογοτεχνικά κείμενα την αίσθηση του παράλογου, της αδιέξοδης γραφειοκρατίας, της αποξένωσης, της αβεβαιότητας και της σύγχυσης, της υποχώρησης του κανονικού και του λογικού, της παραμορφωμένης πραγματικότητας, παγιδευμένους ήρωες σε ακατανόητα, ανεξήγητα συστήματα κ.α. πολύ πιθανόν να παραγάγει ένα διήγημα ή μυθιστόρημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «καφκικό». Ή αν επιδείξει τέτοια δεξιοτεχνία ενδεχομένως να αναγνωριζόταν ψευδώς βέβαια ως ένα ανέκδοτο έργο του ίδιου του Φραντς Κάφκα.»
Οπότε, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ΤΝ εκτός από τα έργα μας μιμείται και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε πολλοί από μας που γράφουμε.
Για να μην θεωρηθώ… άδικος ή… μονομερής, θέλησα να δώσω και στην ίδια την ΤΝ τη δυνατότητα να μας πει τη γνώμη της για το αν τελικά είναι σύμμαχος ή εχθρός του συγγραφέα, παραθέτοντας τα υπέρ και τα κατά αυτής της σχέσης. Για να το πετύχω κατέφυγα σε τρία διαφορετικά μοντέλα, απ’ αυτά που προσφέρονται ακόμα δωρεάν και δεν είναι βέβαια και τα πιο αξιόπιστα, και να ποια ήταν τα αποτελέσματα, ξεκινώντας με τα υπέρ.
• Βελτιώνουν την παραγωγικότητα: Μπορούν να αυτοματοποιήσουν κουραστικές διαδικασίες, όπως η επιμέλεια, η διόρθωση και η αναδιαμόρφωση κειμένων, επιτρέποντας στους συγγραφείς να εστιάσουν περισσότερο στην έμπνευση και την ουσία της ιστορίας τους.
• Προσφέρουν νέες ιδέες: Μπορούν να λειτουργήσουν ως «πηγή έμπνευσης», δημιουργώντας προσχέδια, ιδέες για πλοκές, χαρακτήρες ή τίτλους. Ο συγγραφέας μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτές τις προτάσεις ως βάση, τις οποίες θα επεξεργαστεί και θα εξελίξει με το δικό του προσωπικό στυλ. Τον βοηθούν να ξεπεράσει τη δημιουργική του στασιμότητα.
• Βοηθούν στην έρευνα: Συγκεντρώνουν πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο θέμα, γεγονός ή ιστορική περίοδο, εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο στους συγγραφείς που γράφουν μυθιστορήματα εποχής ή ιστορικά έργα.
• Συμβάλλουν στη δημιουργία πειραμάτων και την εξερεύνηση: Οι συγγραφείς μπορούν να πειραματιστούν με διαφορετικά αφηγηματικά στυλ και φωνές, δοκιμάζοντας νέες προσεγγίσεις στη γραφή τους.
• Βελτιώνουν τη γραφή: Με εργαλεία όπως το Grammarly, διορθώνουν τη γραμματική, το συντακτικό και το ύφος, ενώ άλλα μπορούν να βοηθήσουν στη συντομία ή την επέκταση κειμένου.
• Επεξεργάζονται και αναδιατυπώνουν: Λειτουργούν ως βοηθοί στην επεξεργασία, προτείνοντας διαφορετικές διατυπώσεις ή τρόπους έκφρασης.
• Μάρκετινγκ και προώθηση: Είναι σε θέση να βοηθήσουν τους συγγραφείς στην προώθηση του έργου τους, δημιουργώντας περιλήψεις, περιγραφές και διαφημιστικό υλικό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και τα «κατά» αυτής της σχέσης, όπως τα περιέγραψε πάντα η ίδια η ΤΝ.
• Αμφισβήτηση της πρωτοτυπίας: Η ικανότητα της ΤΝ να παράγει κείμενα βασισμένα σε υπάρχοντα έργα εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αυθεντικότητα και την πρωτοτυπία. Η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και η έλλειψη πνευματικών δικαιωμάτων για τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την εκπαίδευση των μοντέλων της ΤΝ αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για τους συγγραφείς.
• Αλλοίωση της δημιουργικότητας: Η υπερβολική εξάρτηση από τα εργαλεία ΤΝ μπορεί να αλλοιώσει την ανθρώπινη δημιουργικότητα, οδηγώντας σε τυποποιημένα κείμενα, χωρίς προσωπικό στυλ ή συναισθηματικό βάθος. Η μαγεία της ανθρώπινης εμπειρίας και η μοναδική φωνή του συγγραφέα κινδυνεύουν να χαθούν.
• Απώλεια εργασίας: Ο κίνδυνος αντικατάστασης του ανθρώπινου παράγοντα σε επαγγέλματα όπως η κειμενογραφία και η επιμέλεια είναι πια υπαρκτός, καθώς οι αλγόριθμοι μπορούν να παράγουν περιεχόμενο γρήγορα και με χαμηλό κόστος.
• Ηθικά διλήμματα: Η χρήση της ΤΝ στη συγγραφή θέτει ηθικά ζητήματα, όπως το ποιος έχει την ευθύνη για το τελικό κείμενο, ειδικά σε περιπτώσεις παραπληροφόρησης ή προβληματικού περιεχομένου.
Όλη αυτή η παράθεση των υπέρ και των κατά εκ μέρους της ΤΝ, σε όλες τις περιπτώσεις, κλείνει μ΄ ένα, περίπου, πανομοιότυπο, συμπέρασμα που εμπεριέχει ένα ηθικό δίδαγμα.
(σ. σ. αυτό αν και η ίδια η ΤΝ δεν το αναφέρει στα «κατά» της, το προσθέτω εγώ. Ότι, δηλαδή, σε κάθε κείμενο που της ζητάς να γράψει πάντοτε καταλήγει μ’ ένα ηθικό δίδαγμα, που σε πολλές περιπτώσεις είναι κοινότυπο, κλισέ και ρηχό.)
«Η ΤΝ δεν είναι ούτε πανάκεια ούτε καταστροφικός δαίμονας. Η σχέση της με τον συγγραφέα είναι, τελικά, μια σχέση συνεργασίας, και ο τρόπος που θα διαμορφωθεί εξαρτάται από τον άνθρωπο.
Ο συγγραφέας του μέλλοντος θα πρέπει να μάθει να τη χρησιμοποιεί με σύνεση και κριτική σκέψη, αξιοποιώντας τις δυνατότητές της ως εργαλείο και όχι ως υποκατάστατο της δημιουργικότητάς του. Θα πρέπει να διατηρήσει την προσωπική του φωνή, την αυθεντικότητα και το πάθος του για τη γραφή, χρησιμοποιώντας την για να ενισχύσει και όχι να εξασθενίσει τη δική του τέχνη. Με αυτόν τον τρόπο, η ΤΝ μπορεί να γίνει ένας ισχυρός σύμμαχος, βοηθώντας τους συγγραφείς να εξελίξουν την τέχνη τους σε νέα επίπεδα, διατηρώντας ταυτόχρονα τον ουσιώδη ανθρώπινο παράγοντα που κάνει τη λογοτεχνία τόσο ξεχωριστή.»
Μπορεί στ’ αλήθεια τα πράγματα να εξελιχθούν έτσι; Αυτό που φοβόμαστε σήμερα, εν πολλοίς δικαιολογημένα, και το βλέπουμε αν όχι με εχθρική, σίγουρα με επιφυλακτική, διάθεση να εξελιχθεί τελικά σε έναν σύμμαχο μας;
Πάντως φαινόμενα συνεργασίας ανάμεσα σε συγγραφείς και την ΤΝ έχουμε ήδη και μια εξ αυτών βραβεύτηκε. Πρόκειται για περίπτωση της 34χρονης Ρίε Κουντάν, που το 2024 τιμήθηκε με το Βραβείο Ακουτάγκαβα, ένα από τα σημαντικότερα βραβεία της ιαπωνικής λογοτεχνίας, για το μυθιστόρημά της Tokyo Sympathy Tower, που ένα μέρος του είναι γραμμένο από την ΤΝ.
Όλα όσα συμβαίνουν πλέον ανάμεσα στην ΤΝ και τη λογοτεχνία απασχολούν και τις διάφορες συλλογικότητες που εκπροσωπούν τους συγγραφείς.
Η δική μας Εταιρεία Συγγραφέων συνυπέγραψε, πρόσφατα, μαζί με 13 Μεγάλους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς, Ομοσπονδίες, Ενώσεις Συγγραφέων και άλλων δημιουργών Ανοιχτή Επιστολή σχετικά με την Προστασία των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών και άλλων δημιουργών κατά την ανάπτυξη παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης, προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Με επιστολή που εστάλη προς την Unesco, αλλά και διάφορους άλλους φορείς, Έλληνες εκδότες και συγγραφείς ζήτησαν τον επανακαθορισμό του όρου «βιβλίο», έτσι ώστε να εξαιρούνται όσα είναι προϊόντα της ΤΝ.
Η αμερικανική εταιρεία συγγραφέων The Authors Guild, δημιούργησε μια
διαδικτυακή πλατφόρμα, ώστε τα μέλη της να μπορούν να πιστοποιούν ότι το
έργο τους «προέρχεται από ανθρώπινη νοημοσύνη» και ότι δεν είναι
προϊόν Τ. Ν. Θα καταχωρούν εκεί τα βιβλία τους και θα μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν ένα ειδικό λογότυπο στο εξώφυλλο της έκδοσης και στο
διαφημιστικό υλικό, που θα πιστοποιεί πως η δουλειά τους έχει δημιουργηθεί
χωρίς την παρέμβαση της ΤΝ.
Μετά απ’ όλα αυτά, το ερώτημα παραμένει. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι τελικά σύμμαχος ή εχθρός του συγγραφέα;
Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη απάντηση και δεν νομίζω πως θα μπορούσε κανείς μας να έχει.
Μακάρι ν’ αποδειχθεί μια μέρα πως είναι πραγματικά σύμμαχος μας.
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025
Βραδιάζει κυρία Καίτη και έρχεται η ώρα της Μαζόχας…
Αρχές της Άνοιξης του 2018, συναντιόμαστε για πρώτη φορά με τον τότε καλλιτεχνικό διευθυντή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης, το Λευτέρη Γιοβανίδη. Στην ερώτηση του αν γνωρίζω κάποια τραγουδίστρια Μαζόχα, την ύπαρξη της οποίας πληροφορήθηκε από μια αφίσα της που είδε στο δρόμο, απαντώ αμέσως «και ποιος δεν τη γνωρίζει!». Η ιδέα του, μια απ’ τις πολλές που είχε και εξακολουθεί να παράγει καθώς εκτός από την καλλιτεχνική του κατάρτιση και αξία διακρίνεται πάντα και για τους ανοιχτούς ορίζοντες μέσα απ’ τους οποίους βλέπει το θέατρο, να στήσουμε μια μουσικοθεατρική μαζί της με αιφνιδιάζει. Ζητώ μια βδομάδα προθεσμία για να δω αν μπορώ ν’ ανταπεξέλθω, παρότι φεύγοντας απ’ το γραφείο του σχεδόν το έχω αποφασίσει.
Στην επόμενη συνάντηση μας, η κυρία Καίτη Τσιμπέρη βρίσκεται ήδη στο γραφείο του Γιοβανίδη και δεν έχει απλώς αποδεχτεί την πρόταση, αλλά το κάνει με τον ενθουσιασμό ενός μικρού παιδιού. Τότε γνωριζόμαστε για πρώτη φορά, παρόλο που ως έφηβοι περάσαμε πολλά βράδια, κυρίως, στα ορεινά της Bora Bora, μ’ ένα ποτήρι στο χέρι, περιμένοντα πότε θα ερμηνεύσει το «Μια χαμένη Κυριακή», ερμηνεία που θα ζήλευε ακόμα και η Μαρινέλα.
Το «Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια» είναι πια έτοιμο και η κυρία Καίτη περιμένει πώς και πώς να το διαβάσει και ν’ αρχίσει τις πρόβες.
Επόμενη συνάντηση μας μετά από καιρό με τις πρόβες να εξελίσσονται. Μ’ εντυπωσιάζει η συστολή της και ο σεβασμός που δείχνει σ’ αυτό που ετοιμάζουμε, καθώς λειτουργεί ως την καλή μαθήτρια που όσο και αν δυσκολεύεται σε κάποια σημεία βάζει τα δυνατά της και το παλεύει όσο καλύτερα γίνεται για ν’ ανταπεξέλθει.
«Ξέρεις, φίλε. Κάποια απ’ αυτά που έγραψες, ταιριάζουν και με τη δική μου ζωή». Χαίρομαι με τα λόγια της και καθώς απολαμβάνω το υπέροχο παγωτό που μου ετοίμασε, δεσμεύομαι πως κάποια μέρα αφού μου διηγηθεί τη δική της πραγματική πορεία, θα καθίσω να την κάνω βιβλίο.
Τα φώτα της σκηνής ανάβουν για πρώτη φορά στις 10 Οκτωβρίου του 2018 και παρόλο που η κυρία Καίτη χρειάστηκε ιατρική συνδρομή για να εμφανιστεί αφού είχε ανεβάσει πυρετό το ίδιο απόγευμα, κερδίζει το πηγαίο και ασταμάτητο χειροκρότημα του κόσμου που κατέκλυσε την αίθουσα. Έχοντας πάρει πια το βάφτισμα του πυρός και σ’ αυτό το νέο ρόλο, ποιος την πιάνει. Κάθε βράδυ, κάθε παράσταση, ένα ακόμα βήμα μπροστά. Κι ο κόσμος εκεί. Με το πού άνοιγε η εφαρμογή απ’ όπου μπορούσε να προμηθευτεί κανείς εισιτήριο, σε λίγη ώρα είχαν εξαφανιστεί. Τα ίδια και στην Πτολεμαΐδα όπου οι θέσεις του Πνευματικού Κέντρου αποδεικνύονται λίγες και επιστρατεύονται επιπλέον καρέκλες.
Όλοι εμείς που είχαμε από πριν την εμπειρία του θεάτρου μένουμε με το στόμα ανοιχτό. Την πόρτα του θεάτρου περνούν άνθρωποι που ίσως να μην την είχαν ξαναπεράσει, αλλά και πολλοί θεατρόφιλοι που τους φέρνει η καλή κουβέντα η οποία κυκλοφορεί στην πόλη γι’ αυτό που κάνει η Μαζόχα! Η κυρία Καίτη, πιο άνετη πια και με πολύ λιγότερο άγχος, δείχνει να πατά στο σανίδι σαν να γεννήθηκε πάνω εκεί και η ερμηνεία της σε πείθει πως ό,τι αφηγείται είναι στ’ αλήθεια η ζωή της κι ας μην είναι.
Όταν το «Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια» ρίχνει αυλαία, χωρίζουμε με την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε. Δε χανόμαστε βέβαια καθώς πλέον η Καίτη δεν είναι απλώς μια λαϊκή καλλιτέχνης που θαυμάζω αλλά και μια φίλη που αγαπώ και εκτιμώ ιδιαίτερα.
Το «θα ξαναβρεθούμε» τραβάει πολύ, οι υποσχέσεις προς την Καίτη για την οργάνωση μιας νέας μουσικοθεατρικής παράστασης μένουν υποσχέσεις, ώσπου αποφασίζουμε με τον φίλο και χρόνια συνεργάτη Τάκη Συνδουκά να πάμε να τη βρούμε στο κέντρο που τραγουδά. Η συμφωνία είναι υπόθεση λίγων λεπτών και σύντομα το νέο κείμενο και η επιλογή των κατάλληλων τραγουδιών είναι έτοιμη. Το θεατρικό σχήμα «Θέατρο Παρέα» αγκαλιάζει αμέσως το νέο εγχείρημα και οι μουσικοί Μάκης Μαυρίδης και Κώστας Χόντος κουρδίζουν τα όργανα τους και ετοιμάζονται.
Αυτή τη φορά ο τίτλος της παράστασης βγαίνει εύκολα και αβίαστα. «Μαζόχα: Στους δρόμους της νύχτας»
Μια παράσταση όπου δεν επαναλαμβάνουμε τους εαυτούς μας, αλλά φιλοδοξούμε με την Καίτη μπροστά να φέρει στο θεατρικό φως μερικές πτυχές της νυχτερινής διασκέδασης. Αυτή τη φορά δεν θα είναι μόνη της επί σκηνής ως ηθοποιός. Ο Τάκης Συνδουκάς, έχοντας ερμηνεύσει τόσα χρόνια αμέτρητους ρόλους, θα είναι ο άξιος συμπαραστάτης της.
Οι μέρες πλησιάζουν, οι πρόβες εντείνονται και την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου η Καίτη επιστρέφει και πάλι στη σκηνή, για να γεμίσει με τη φωνή της τα βράδια της Τετάρτης και της Πέμπτης και να μας ταξιδέψει όπως μόνο εκείνη μπορεί.
Βραδιάζει πάλι κυρία Καίτη και είναι ξανά η ώρα της Μαζόχας. Σας περιμένουμε, για να σας χαρούμε και πάλι…
Τετάρτη 19 Απριλίου 2023
«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)
Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδικα τον φέρουν στις πρώτες γραμμές της λογοτεχνικής γραφής. Οι αφηγήσεις και οι ιστορίες του, που έχουν τη μορφή της δύσκολης, αλλά και γι’ αυτό γοητευτικής ειδολογικά τέχνης του μυθιστορήματος, δείχνουν του λόγου το ασφαλές. Το βιβλίο αυτό είναι το 9ο για τον συγγραφέα και το 6ο του μυθιστόρημα. Έχει κεντρικό πυρήνα αφήγησης την πόλη του, την Κοζάνη δηλαδή, από την οποία αντλεί θέματα ιστορικά, λαογραφικά, πνευματικά, που τα επεξεργάζεται και τα μυθοπλάθει σε μια ιστορία που συγκινεί τον αναγνώστη, καθώς κινείται κοντά στα δικά του τοπία γνώσης κι εμπειρίας. Η Κοζάνη του ’60 καδράρεται εντέχνως μέσα από τις λέξεις και κυριαρχούν τελείως οι εικόνες μιας άλλης εποχής, μια εποχής που δεν την έζησε ο συγγραφέας, αλλά τη γνώρισε και την έμαθε μέσα από αφηγήσεις οικείων προσώπων, όπως οι γονείς του, στους οποίους αφιερώνει το βιβλίο αυτό. Γι’ αυτό και θαρρείς νιώθει νοσταλγία, όχι για την εποχή εκείνη, που ούτως ή άλλως δεν την έζησε, μα για τα πρόσωπα που αγάπησε και για την ιστορία που έφεραν μαζί τους. «Γιαλάν Ντουνιάς» ο τίτλος, ψεύτικος κόσμος, δηλαδή. Ένας κόσμος αλλιώτικος από τον σημερινό, με έναν τρόπο σκέψης άλλο. Μια δύσκολη εποχή που αναπαριστάται μέσα από τη δράση των ηρώων. Μήπως η σημερινή εποχή δεν είναι δύσκολη; Αυτό ακριβώς είναι που ενώνει αυτούς τους δύο κόσμους. Όλα είναι αλλιώτικα και όλα ίδια. Ο κόσμος «ψεύτικος» δεν είναι πάντοτε, εξάλλου; Είμαστε αναγκασμένοι να υπάρχουμε σε έναν ψεύτικο κόσμο και να αναζητούμε την όποια αλήθεια του σε κάθε εποχή. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτό, που με άνεση σε παρασέρνει και σε οδηγεί – αφήνεσαι, θαρρείς, σε μια νοσταλγία για το άλλοτε του τόπου-, χάνεσαι στις μικρές του στιγμές που συναθροιζόμενες συνθέτουν ένα μεγάλο πίνακα, μια τοιχογραφία με πολλά και ποικίλα στοιχεία κι αναφορές πάνω στα οποία πατούν με άνεση οι αναγνώστες. Το βιβλίο ξυπνά αναμνήσεις στους ανθρώπους που έζησαν τα χρόνια εκείνα και διεγείρει γοητευτικά το ενδιαφέρον των νεότερων για όσα προηγήθηκαν, για τον τόπο, τους ανθρώπους. Λες και δημιουργεί τεχνητές αναμνήσεις στους επόμενους. Εικόνες, σκηνές και μνήμες της παλιάς Κοζάνης, ορθώνονται στα μάτια του αναγνώστη, τον παίρνουν απ’ το χέρι και τον πηγαίνουν στο άλλοτε της πόλης, τον γυρίζουν στις γειτονιές της και του μαθαίνουν το χθες με έναν τρόπο οικείο και ζεστό. Το κοζανίτικο ιδίωμα κυριαρχεί. Πολλές σκηνές είναι βασισμένες στο ιδίωμα, το οποίο έχει ρόλο καθοριστικό, αφού άλλωστε είναι αυτό που χαρακτηρίζει τον τόπο. Ο Μ.Π. «μιλάει» στο βιβλίο αυτό για την Κοζάνη του ’60 και ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ 92 μιλάει στη «γλώσσα» της. Οι λέξεις, οι εκφράσεις, το ηχόχρωμα των φωνών που θαρρείς ζωντανεύουν στα αυτιά σου, τα ονόματα των ηρώων, όλα είναι συνυφασμένα με τον τόπο και το χρόνο του βιβλίου. Στο σημείωμα που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας αναφέρεται σε βιβλία όπου ανέτρεξε προκειμένου να κάνει σωστή χρήση του γλωσσικού ιδιώματος. Το ιδίωμα ενός τόπου είναι ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του. Η γεωγραφική αυτή γλωσσική ποικιλία και ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει έναν τόπο, σχετίζεται άμεσα όχι μόνο με την πολυμορφία της γλώσσας, αλλά και με την γλωσσική και κοινωνική συμπεριφορά των μελών. Γι’ αυτό και το βιβλίο αυτό αποτελεί ουσιαστικά καταγραφή της κοινωνίας, της λαογραφίας και της παράδοσης μιας ολόκληρης εποχής και του τόπου στον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα, της Κοζάνης δηλαδή. Η λαογραφία είναι από τις ισχυρές του βιβλίου, καθώς περιλαμβάνει πλούσιο υλικό, το οποίο καταγράφει και περιγράφει έμμεσα τη λαϊκή παράδοση του τόπου, μιλώντας για την ψυχική και κοινωνική του ζωή, τον υλικό και πνευματικό βίο, τον παραδοσιακό πολιτισμό, επιβιώσεις που διαμορφώνονται και μεταλλάσσονται, καθώς βρίσκονται σε επικοινωνία και αλληλεπίδραση με άλλες σφαίρες της κοινωνικότητας. Εικόνες, γεύσεις, λέξεις, μυρωδιές… είναι όλα εκεί και μας πάνε στην Κοζάνη του 1960 κι εμείς θέλουμε να μείνουμε εκεί. Τα λαογραφικά στοιχεία του μυθιστορήματος αποτυπώνουν εύστοχα την εποχή και τη γεωγραφία του τόπου. Ο «Γιαλάν Ντουνιάς» (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα) είναι ένα μυθιστόρημα 530 σελίδων, με 55 κεφάλαια και ένα ωραίο εξώφυλλο, μελάνι με πενάκια, έργο του Αργύρη Παφίλη, ειδικά φιλοτεχνημένο για το βιβλίο στο οποίο βλέπουμε μια παλιά γειτονιά της Κοζάνης. Δεν πρόκειται για ένα έργο που συνοδεύει απλά το περιεχόμενο, αλλά για ένα εξώφυλλο που το αναδεικνύει και προϊδεάζει ευχάριστα τον αναγνώστη μεταφέροντάς τον κατευθείαν στο κλίμα του βιβλίου. Τα εξώφυλλα των βιβλίων -και το λέω αυτό και ως εκδότρια- φορές δεν είναι απλά ένα αισθητικό κομμάτι που τα περιγράφει. Είναι ένας λόγος έλξης προς ανάγνωση του κειμένου, κι ακόμα, είναι ένα εικαστικό έργο δεμένο με την αξία του περιεχομένου. Καλλιεργούν και ευφραίνουν τον αναγνώστη αναδεικνύοντας το κείμενο. Ετούτο εδώ το έργο εξωφύλλου είναι το καταλληλότερο για το κείμενο που με στοργή αγκαλιάζει. Ο Μ. Π. αγαπάει τον τόπο του. Η Κοζάνη δεν είναι μόνο ο τόπος όπου γεννήθηκε. Είναι ο τόπος τον οποίο δεν άφησε. Είναι ο τόπος όπου ζει και δημιουργεί. Πολλά γραπτά του έχουν κεντρικό πυρήνα αφήγησης την πόλη του «είναι» του. Η αγάπη του αυτή είναι εμφανής, είναι υπαρκτή και αμετάβλητη. Τον περασμένο Αύγουστο η Παρέμβαση πραγματοποίησε μια διήμερη δράση με θέμα «Τόπος και λογοτεχνία» στην οποία συμμετείχε ο Μιχάλης. Σκοπός ήταν να αναδειχθεί το πόσο οι τόποι καθορίζουν τους συγγραφείς. Και το βλέπουμε σήμερα στο βιβλίο αυτό, που είναι αναπόσπαστα δεμένο με τον τόπο στον οποίο ζωντανεύουν τα γεγονότα. Εξάλλου, οι τόποι καθορίζουν τη σκέψη. Η γραφή είναι καθρέφτης των βιωμάτων μας. Και οι λέξεις γεννιούνται μέσα στους χώρους όπου υπάρχουμε και ζούμε. Αυτό συμβαίνει με τον Μ.Π. και την Κοζάνη του. Και καλώς συμβαίνει, γιατί η σχέση αυτή με την πόλη του γίνεται αιτία για να απολαμβάνουμε ωραία έργα. Θα τολμούσα να πω ότι βλέπω κάποιου είδους συνέχεια του έργου του Μιχ. Παπακων/νου (κυρίως της Τριλογίας του μεσοπολέμου), σαν μια φυσική προέκταση της εποχής του στον καιρό και τον κόσμο μας. Ο Μ.Π παίρνει τη σκυτάλη της μυθιστορηματικής κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της πόλης και του τόπου εκεί που την άφησε ο Μ. Παπακων/νου και την συνεχίζει από άλλη αφετηρία λογοτεχνική στις μεταπολεμικές φάσεις του ανθρωποχωροχρόνου μας με τρόπο εύληπτο και ΤΕΥΧΟΣ 211-212 93 ευχάριστο για στον αναγνώστη. Ο «Γιαλάν ντουνιάς», μέσω της μυθοπλασίας, μιλάει για την αλήθεια μιας ολόκληρης εποχής. Θέλει να τιμήσει το παρελθόν και τους ανθρώπους του. Φανταστικά πρόσωπα συνυπάρχουν με υπαρκτά και κάπου εκεί η φαντασία συναντά την πραγματικότητα και ο αναγνώστης τον συγγραφέα. Στις σελίδες του βιβλίου «υπάρχει» ο συγγραφέας. Είναι εκεί και ακολουθεί τη διαδρομή των προσώπων. Στήνει το σκηνικό και αφηγείται την ιστορία, δηλώντας με κάποιο τρόπο την έμμεση παρουσία του σε όσα περιγράφει. Δε θέλει να ωραιοποιήσει, να μυθοποιήσει, ούτε όμως και να απομυθοποιήσει κάτι. Θέλει μόνο να πει μια αλήθεια. Για τον τόπο, για τον άνθρωπο, για τη ζωή, για το χθες και το σήμερα. Και πετυχαίνει το στόχο του. Το βιβλίο, με αναφορά σε μια δύσκολη εποχή του παρελθόντος, έρχεται να πει κάτι σε μια άλλη δύσκολη εποχή, του σήμερα. Να χτυπήσει ένα καμπανάκι για ό,τι χάνεται, για ό,τι αδίκως αλλάζει, για όσα έφυγαν και δε γυρίζουν, για όσα μας αφήνουν ακριβώς επειδή τα αφήνουμε, για όσα θα έπρεπε να κρατηθούν ζωντανά γύρω και μέσα μας. Και το κάνει αυτό μέσα από τη δύναμη που έχει η λογοτεχνία να μιλάει με τον πιο απλό τρόπο για τα πιο μεγάλα πράγματα. Οι εικόνες είναι έντονες, οι περιγραφές πολλές, είναι ένα κείμενο που δημιουργεί αναμνήσεις… Ευχάριστο, εύληπτο, με δυνατή γλώσσα που ρέει, το 6ο αυτό μυθιστόρημα του Μ. Π., αποτελεί ένα από τα ωραιότερά του κι ένα σημείο αναφοράς στο παρελθόν της Κοζάνης. Είναι ένα βιβλίο -θα το έλεγα «λαογραφικό μυθιστόρημα»- με άκρως κοζανίτικη απόχρωση που μπορεί να αγαπηθεί από πολλούς μη Κοζανίτες. Γιατί άραγε θα πρέπει να διαβάσουμε το νέο μυθιστόρημα του Μ.Π.; Για πολλούς λόγους. Με κυριότερο το ότι σ’ αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας Μ.Π. μυθιστορεί κατά κάποιον τρόπο την τοπική ιστορία. Κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Γιατί έτσι ο αναγνώστης βουτάει στο δικό του παρελθόν από τον πλάγιο δρόμο της λογοτεχνίας στην αυτογνωσία του, για να βρει ίσως και τον εαυτό του εκεί και να ξαναβιώσει, μαζί με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, τον δικό του χαμένο χρόνο σαν μια ευχάριστη σπονδή στην απώλεια ή τις σκιές της, έστω. Κι αυτό είναι το καλό με τη λογοτεχνία, αφού με αυτήν ή μέσω αυτής καταφέρνουν οι συγγραφείς να μεταδίδουν στους ανθρώπους αισθήματα που χάθηκαν ή να τα ξαναζούν όπως στην πραγματικότητα κάποτε, αλλά τώρα αισθητικά ωραία και να γίνεται η καθημερινότητα πιο υποφερτή με τη μαγεία της λογοτεχνικής γραφής και τους πετυχημένους εργάτες της, όπως είναι ο Μ.Π.
Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022
Γιαλάν Ντουνιάς
Κοζάνη, Δεκέμβρης 1960. Η πόλη βουλιάζει στο χιόνι, αλλά κουμπάρος και μπράτιμοι οδεύουν χορεύοντας υπό την συνοδεία οργάνων για να παραλάβουν τη νύφη, καθώς γάμος που ξεκίνησε δεν σταματά. Αυτός ο γάμος, όμως, δεν μέλλεται να γίνει ποτέ.
Φλεβάρης 2010. Ο 65χρονος Νικολάκης επιστρέφει στην γε¬νέθλια πόλη, την Κοζάνη, αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματα που τον ταλανίζουν εδώ και 50 χρόνια.
Η ζωή μιας μικρής επαρχιακής πόλης την εποχή του ’60 όταν αρχίζει σιγά σιγά να αναπτύσσεται και να ξεφεύ¬γει απ’ τις δυσκολίες και την ανέχεια σκιαγραφείται μέ¬σα από τα ήθη και τα έθιμα της και, κυρίως, το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων της.
“Γιαλάν ντουνιάς”. Μια έκφραση που χρησιμοποιούσαν παλιά στην Κοζάνη και σημαίνει “ψεύτικος κόσμος”, όπως ο κόσμος του μυθιστορήματος και τα γεγονότα που παρουσιάζονται, που είναι προϊόντα μυθοπλασίας, αλ¬λά ορισμένα θα μπορούσαν να είναι αληθινά, ακόμα και αν κάποιες φορές φαντάζουν σαν ψέματα.
Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022
Συνάντηση- (Συλλογικός τόμος)
Πεζά και ποιήματα δημιουργών που πήραν μέρος στην πρώτη συνάντηση συγγραφέων στην Κοζάνη τον Ιούνιο του 1996
Συλλογικό έργο: Γιώργος Αδαμίδης, Γιώργος Αλεξανδρινός, Διαμαντής Αξιώτης, Πέτρος Αμπατζόγλου, Λίλυ Εξαρχοπούλου, Αθηνά Κακούρη, Β. Π. Καραγιάννης, Κώστας Κοντοδήμος, Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, Ανδρέας Μήτσου, Δημήτρης Νόλλας, Μανόλης Ξεξάκης, Λάζαρος Παυλίδης, Μιχάλης Ζ. Πιτένης, Πέτρος Τατσόπουλος, Σ. Μ. Παστουρματζής
Κοζάνη- Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης- 1997- σ. 116
Περίληψη:
Στις 7,8 Ιουνίου 1996 στην Κοζάνη και στη σειρά των ετήσιων λογοτεχνικών συναντήσεων του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης, έγινε η πρώτη συνάντηση συγγραφέων με θέμα συζήτησης: τις σχέσεις του συγγραφέα με τον εκδότη, το αναγνωστικό κοινό και την πολιτεία. Τα υλικά προβλήματα, συμβόλαιο, δικαιώματα, κοινωνική ασφάλιση. Την κοινωνική και επαγγελματική θέση του συγγραφέα στη σημερινή Ελλάδα. Ο συγγραφέας στην περιφέρεια (τα ειδικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται). Στην συνάντηση πήραν μέρος οι παρακάτω συγγραφείς, ορισμένοι από τους οποίους εκπροσωπούσαν και σωματεία συγγραφέων: Άρης Φακίνος, Γιώργος Αλεξανδρινός (Παρίσι), Ανδρέας Μήτσου, Λίλυ Εξαρχοπούλου, Πέτρος Αμπατζόγλου, Δημήτρης Παπαχρήστου, Αντώνης Σουρούνης, Πέτρος Τατσόπουλος, Κώστας Κοντοδήμος, Δημήτρης Λαζογιώργος, Αθηνά Κακούρη, Φωτεινή Ξανθοπούλου, Δημήτρης Νόλλας (Αθήνα), Ηλίας Κουτσούκος, Χρήστος Ζαφείρης, Βασίλης Χατζηβασιλείου, Γιώργος Ξίνος, Γιώργος Κορδομενίδης (Θεσσαλονίκη), Διαμαντής Αξιώτης (Καβάλα), Βασίλης Τζανακάρης (Σέρρες), Θανάσης Μαρκόπουλος (Βέροια), Μιχάλης Πιτένης, Β. Π. Καραγιάννης (Κοζάνη).
Ορισμένοι από τους συγγραφείς που συμμετείχαν στη συνάντηση αυτή, έστειλαν ένα κείμενό τους για να περιληφθεί σε τόμο που θα εξέδιδε το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης. Τα κείμενα που στάλθηκαν, αποτελούν το αντικείμενο του τόμου αυτού.
Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022
“Μια Γαλάτεια που σπάει κοινωνικά πρότυπα” Για το βιβλίο της Κατερίνας Λάκκα, «Μια κάποια Γαλάτεια», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ.
Η αξιοποίηση ενός μύθου, ακόμα και αν αυτός έχει χρησιμοποιηθεί και σε προγενέστερα έργα, είναι μια συχνή και, σε πολλές περιπτώσεις, ασφαλής επιλογή στην λογοτεχνία. Είναι το θεμέλιο που πάνω του ο κάθε συγγραφέας θα υψώσει το δικό του οικοδόμημα, τα χαρακτηριστικά του οποίου, λογικά και φυσιολογικά, διαφέρουν και προσδιορίζονται από την λογοτεχνική σκεύη, την στόχευση και την ικανότητα στην γραφή και την ανάπτυξη ενός θέματος.
Η Κατερίνα Λάκκα στην δική της πρώτη εκδοτική εμφάνιση με το μυθιστόρημα «Μια κάποια Γαλάτεια», από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, επιλέγει τον μύθο του Πυγμαλίωνα. Ένας μύθος ο οποίος αναφέρεται στον άντρα που θέλει να διαπλάσει τη γυναίκα σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα και στην ουσία να γίνει ο δημιουργός της από την αρχή. Αυτή βέβαια είναι μια πρώτη ανάγνωση και αν μείνουμε εκεί θα αδικήσουμε σίγουρα το έργο της καθώς εκείνο που προκύπτει, τελικά, είναι πως εδώ επιχειρείται από την συγγραφέα να μιλήσει όχι μόνο για την προσπάθεια δημιουργίας της γυναίκας με βάση τα πρότυπα που ορίζουν οι άνδρες, αλλά για την γενικότερη, και πιο επικίνδυνη, προσπάθεια της δημιουργίας του σύγχρονου ανθρώπου. Ένα είδος ανθρώπου που θα πρέπει να σκέφτεται, να αισθάνεται, να επιθυμεί, να αποφασίζει και να ενεργεί με βάση τα πρότυπα που έχει διαμορφώσει και επιβάλει στην αρχή η οικογένεια και έπειτα η κοινωνία στην οποία ζει. Πρότυπα που κάνουν τα όποια συνθήματα υπέρ της διαφορετικότητας να είναι κενά περιεχομένου ή απλώς ¨διαφημιστικά¨ πυροτεχνήματα, λάμψεις που τυφλώνουν και κρύβουν την αλήθεια πως τελικά το ζητούμενο είναι η ομοιομορφία καθώς έτσι όλα μπορούν να ελέγχονται καλύτερα, χωρίς να διαταράσσεται η διαμορφωμένη και γενικά αποδεκτή κοινωνική νόρμα.
Η συγγραφέας, μια νέα και διαρκώς εξελισσόμενη μέσω των σπουδών της φιλόλογος, στηρίζει το όλο εγχείρημα της σ’ ένα έξυπνο και απόλυτα λειτουργικό εφεύρημα της. Η Γαλάτεια που πρωταγωνιστεί εκφράζει το μισό του όλον το οποίο συμπληρώνει η δίδυμη αδερφή της, η Θαλασσινή. Έτσι έχουμε δύο αδερφές σχεδόν πανομοιότυπες εξωτερικά, αλλά που εσωτερικά είναι η μέρα με την νύχτα. Δύο χαρακτήρες που κινούνται αντίθετα, χωρίς όμως ποτέ να συγκρούονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται πάντα, πετυχαίνοντας μια αξιοθαύμαστη ισορροπία. Η Γαλάτεια υπομένει, η Θαλασσινή αντιδρά. Η πρώτη συμβιβάζεται με τις αποφάσεις των άλλων, η δεύτερη διεκδικεί το ρόλο της σύμφωνα με τα δικά της θέλω. Η μια οπισθοχωρεί, η άλλη επιτίθεται. Ένας ιδιότυπος δυισμός, μια εσωτερική πάλη ανάλογη με αυτή που βιώνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, ακόμα και εκείνοι που θεωρούνται επιτυχημένοι, μια πάλη καθημερινή ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, ανάμεσα στα κοινωνικά ή επαγγελματικά πρέπει και τις πραγματικές προσωπικές επιθυμίες.
Η ιστορία του βιβλίου εξελίσσεται μέσα από την πορεία μιας φοβισμένης και ανασφαλούς Γαλάτειας και της ωσεί παρούσας Θαλασσινής που εμφανίζεται είτε μέσω νοερών συζητήσεων ή αναπολήσεων παλιότερων κοινών στιγμών, είτε μέσω των σημερινών μορφών επικοινωνίας (κινητό τηλέφωνο, skype), για να της υποδείξει το λάθος, όπως εκείνη το βλέπει μέσα απ’ την δική της οπτική, να την μαλώσει ή να την ενθαρρύνει. Μια παρουσία απαραίτητη και επιθυμητή για την Γαλάτεια παρόλο που μπροστά της αισθάνεται «…αιωνίως δεύτερη…», συναίσθημα που της καλλιέργησαν πρωτίστως οι ίδιοι οι γονείς της και που πασχίζει από παιδί να ξεπεράσει, αποδεικνύοντας με τα όσα θα ήθελε να πετύχει πως και εκείνη αξίζει τον έπαινο, τον καλό τους λόγο. Και τα πετυχαίνει παρόλα τα εμπόδια και τις αναποδιές που θα της τύχουν. Αυτή η εύθραυστη, συναισθηματική και ευάλωτη ύπαρξη που θα τραυματιστεί ψυχικά και σωματικά, που θα βιώσει ιδιαίτερα δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις, θα καταφέρει να προχωρήσει, συνειδητοποιώντας πως δεν είναι απαραίτητο να αποδείξει τίποτα στους άλλους, αλλά μόνο στον ίδιο της τον εαυτό, πείθοντας τον πως όσο διαφορετική και αν φαίνεται, αλλά και είναι, όσο και αν παρεκκλίνει από παγιωμένα κοινωνικά πρότυπα και συμπεριφορές, είναι ένας άνθρωπος που θέλει και μπορεί να βαδίσει με τον δικό του ρυθμό, να χαράξει τον δικό του δρόμο.
Ξεκινώντας την ανάγνωση του βιβλίου, απ’ τις πρώτες κιόλας γραμμές, απόλαυσα μια μεστή, ώριμη και πλούσια γραφή. Μια γραφή διανθισμένη σε πολλά σημεία με μακροπερίοδες προτάσεις που δεν έχαναν σε κανένα σημείο την συνοχή και τον ρυθμό τους. Μια γραφή καλά δουλεμένη με όλα εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν ενδιαφέρουσα και περιεκτική, με μικρές αλλά έντονες δόσεις αυτοσαρκασμού και χιούμορ. Ένα κείμενο, συνολικά, που θυμίζει την πορεία ενός κύματος που άλλοτε ανυψώνεται με δύναμη και άλλοτε καταβυθίζεται σιγά, σιγά για να πάρει τις δικές του και να δώσει και στον αναγνώστη τις ανάσες του.
Εντυπωσιάστηκα όμως, κυρίως, από το θέμα του βιβλίου και τον τρόπο που το χειρίστηκε η Κατερίνα Λάκκα. Ένα θέμα που εύκολα μπορεί να παρεκκλίνει και να μετατραπεί σε κάτι μελό και επιφανειακό, παγίδα την οποία έντεχνα απέφυγε δίνοντας το απαραίτητο βάθος και την απαιτούμενη ανάλυση στην ιστορία της. Έτσι κατάφερε αυτός ο νέος άνθρωπος, με την φρέσκια αλλά δυνατή φωνή του να αναδείξει μέσα απ’ την «Γαλάτεια» πολλά από τα ψεγάδια της κοινωνίας μας, χωρίς να ενδύεται τον ρόλο του άτεγκτου κριτή, αλλά αυτόν του πολίτη που προβληματίζεται και ζητά πειστικές απαντήσεις για όσα άσχημα συμβαίνουν.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω πως το βιβλίο «Μια κάποια Γαλάτεια» δεν ανήκει απλώς σ’ αυτό που ονομάζουμε ¨καλή λογοτεχνία¨, αλλά χάρη στο θέμα του και τον τρόπο που αυτό παρουσιάζεται είναι ένα έργο που απηχεί την εποχή μας κι αυτό χάρη σε μια συγγραφέα που τόλμησε να μιλήσει για το σήμερα, εκφράζοντας μια αλήθεια που αξίζει την προσοχή μας.
(Η κριτική δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τεύχος 209-210)
Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022
Μπάντες της Κοζάνης. Ο Τούλης και οι άλλοι.
Πήρε στα χέρια του το περιοδικό που ‘χα ανοίξει στην σελίδα που τον αφορούσε και διάβασε: «Τούλης: Ο βιρτουόζος του κλαρίνου». Έσκυψε για λίγο το κεφάλι και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν σηκώσει το βλέμμα του. «Βιρτουόζος; Βαριά κουβέντα Μιχαλάκη. Τ’ν αξίζου;»
Τον γνώριζα από πάντα. Μικρός εγώ, να παίζω μπάλα ή μπίλιες τα απογεύματα στον χωματόδρομο μπροστά στο σπίτι μας στην Καμβουνίων και εκείνος να κατεβαίνει τα εξωτερικά σκαλιά απ’ το δεύτερο σπιτάκι, στο βάθος της αυλής τους. Κουστουμαρισμένος, με την μπριγιαντίνη να γυαλίζει στα καλοχτενισμένα μαύρα του μαλλιά, έφτανε μέχρι την πόρτα απ’ το πρώτο σπιτάκι, ένα μέτρο, περίπου, πιο μέσα απ’ τον εξωτερικό αυλόγυρο, εκεί που ‘χαν την κουζίνα και το καθιστικό, έπιανε μια καρέκλα, καθόταν και άναβε τσιγάρο πριν πιει μια γουλιά απ’ τον αχνιστό καφέ που του ‘χε ετοιμάσει η μάνα του. Αυτός χαμογελαστός, εκείνη, η Ουρανία, αγριεμένη, ανήσυχη, με το βλέμμα προς εμάς, ανησυχώντας για την στραβοκλωτσιά που θα έστελνε την μπάλα στα τζάμια της ή για εκείνον που θα έμπαινε τάχα να δροσιστεί απ’ την εξωτερική τους βρύση για να δώσει την ευκαιρία στους άλλους να σκαρφαλώσουμε στον αυλόγυρο αρπάζοντας όσα περισσότερα λαχταριστά κεράσια προλαβαίναμε απ’ την αειφόρο και επίζηλη κερασιά τους.
«Φεύγατι, ξιπατουμένα μη σας χιρίσου». Γελούσε ο Τούλης, «πιδιά μαρ μάνα, την τα συνιρίζισι», απόσωνε τον καφέ του, έπαιρνε το βαλιτσάκι με το όργανο του κι ανέβαινε στο ΤΑΞΙ του για την απογευματινή του πιάτσα στην κεντρική πλατεία της Κοζάνης.
Ο ίδιος, προσεκτικός και ήρεμος οδηγός, δεν μας ενοχλούσε όποια ώρα και αν γύριζε. Πάρκαρε μπροστά στο σπίτι τους, απέναντι απ’ το δικό μας. Πολλές φορές, όμως, μας έκαναν να πεταχτούμε απ’ το κρεβάτι μες τ’ άγρια χαράματα απότομα φρεναρίσματα, άγριες φωνές, γέλια. «Σήκω βρε κιαρατά Τούλη, μην κοιμάσαι. Εδώ έχουμε αρραβώναν…». Σηκώνονταν, πάντοτε χαμογελαστός και πρόθυμος να μην χαλάσει χατίρι. Και για αρραβώνα και για γάμο και για γλέντι σε γιορτάσιο και για το μεράκι μιας παρέας που αποχαιρετούσε φίλο για το στρατό ή για το εξωτερικό.
Αρχές καλοκαιριού του 1996. Καθόμαστε στην βεράντα του πατρικού μου με την μάνα και τον πατέρα μου. Ο Τούλης, ή αλλιώς ο Δημήτρης Καλέας, έρχεται κοντά μας χαμογελαστός. «Μιχαλάκη, πώς παν τα γραψίμια;» Πίνει έναν καφέ, κάτι λένε για τα παλιά με τον πατέρα, «α, Τζήκα; Θυμάσαι τότες…» , η μάνα μου κρυφογελάει και σχολιάζει απευθυνόμενη στο σύζυγο «κι ισύ μ’ έλεγις, μας κράτ΄σαν δύο παρέες μέχρι του προυί», γελάνε ο Τούλης κι ο πατέρας και μας παίρνει η νύχτα με ιστορίες παλιές για τις οποίες λίγα λέγονται και πολλά εννοούνται, πριν μας αποχαιρετίσει ο καλός γείτονας, λέγοντας: «άλλα χρόνια ικείνα. Καλά χρόνια».
Σηκώνομαι και γω να φύγω και ο πατέρας μου πετάει την ιδέα. «Να θέμα να κάν’τς για το περιοδικό. Για τον Τούλη. Ξέρ’ς τι είνι ου Τούλης;»
Ήξερα; Όχι ακριβώς. Όταν εγώ έβγαινα να γλεντήσω, ο Τούλης μαζί και όλη αυτή η σπουδαία γενιά μουσικών που συνέθεσαν τις λαϊκές κομπανίες της Κοζάνης, με τις οποίες κι αν δεν γλέντησε όλη η πόλη, αλλά και οι γύρω περιοχές, για δεκαετίες πολλές, σιγά σιγά αποσύρονταν. Τα όργανα τους που γέμισαν με νότες κέντρα διασκέδασης όπως Ο κήπος του Τερζή, του Καραδήμου, η Ακρόπολη, του Καπρίνη, το Υπόγειο του Ταρτάρα, το Ερμιόνιο, το Κοβεντάρειο και το Τιτάνια, σίγησαν και μαζεύτηκαν στις θήκες τους. Ο χρόνος είναι αμείλικτος για όλους ακόμα και γι’ αυτούς που όταν έπαιζαν οι μερακλωμένοι χορευτές φώναζαν μες απ’ τα βάθη της ψυχής του «Να πιθάνει ου χάρους».
Αύγουστος του 1996 και μετά από δύο ώρες και κάτι με τον Τούλη να ξεδιπλώνει τις εικόνες των αναμνήσεων του, έτοιμο το αφιέρωμα στο 9ο τεύχος του περιοδικού «γεγονός». Ένα αφιέρωμα που ναι μεν είχε ως κεντρικό πρόσωπο τον Δημήτρη Καλέα, αλλά δεν έλειψαν απ’ αυτό φίλοι και συνεργάτες του μια ζωή όπως ο Γ. Δούρβας, ο Ν. Ντόνας, ο Γ. Αποστολίδης, ο Σιώμος, ο Μ. Ζιάκας. Κάποιοι, μοιραία και αναπόφευκτα, ξεχάστηκαν. Πολλά τα χρόνια και οι θύμησες σκαλώνουν, ξεφτίζουν. Ξεχνάς όχι γιατί θέλεις, αλλά γιατί πώς να τα θυμάσαι και όλα. Αυτούς όλους, θα πρέπει να, σκέφτηκε ο Τούλης όταν πήρε στα χέρια του το περιοδικό και διάβασε το «βιρτουόζος». Γιατί, για όλους είχε να μου πει μια καλή κουβέντα και δεν ήθελε να βγαίνει μπροστά κι ας ηγούνταν της μπάντας του. «Άλλη ήταν κι η μουσική. Νομίζω πως τέτοιοι μουσικοί δεν πρόκειται να ξαναβγούν…». Υπερβολή; Ίσως… Ο Τούλης, φαινόταν να το πιστεύει. Μπορεί πάλι, να ΄θελε κι έτσι ν’ αποτίσει φόρο τιμής σ’ όλους αυτούς με τους οποίους μοιράστηκε τόσες βραδιές, τόσα ξενύχτια…
Μετάνιωσα, αλλά στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα, που τότε και υπό την δική του καθοδήγηση δεν άνοιξα κι άλλο αυτό το κεφάλαιο με τις μπάντες. Οι περισσότεροι, γνωστοί, γείτονες. Θησαυρός που χάθηκε μες απ’ τα χέρια μας…
Ο Τούλης έφυγε εδώ και χρόνια κι ήρθε πια ο καιρός ν’ αξιοποιήσω ένα από τα δώρα που μ’ άφησε. Σαν να τον ακούω ακόμα να μου λέει πως «σ’ έναν γάμο, θυμάμαι ήταν χειμώνας και είχε μισό μέτρο χιόνι έξω. Ξεκινήσαμε παίζοντας απ’ το σπίτι του γαμπρού για να πάμε να πάρουμε τη νύφη. Στο δρόμο πετούσαν κάτω τα παλτά για να περάσουμε, χόρευαν μέσα στο χιόνι…». Μ’ αυτή την σκηνή ξεκινάει και το νέο μου μυθιστόρημα «Γιαλάν ντουνιάς» που εξελίσσεται το 1960 στην Κοζάνη και θα κυκλοφορήσει σύντομα απ’ τις εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ. Μια σκηνή με την πόλη να βουλιάζει στο χιόνι αλλά τον Τούλη να παίζει μπροστά με το κλαρίνο του κι ο κουμπάρος και τα μπρατίμια να στρώνουν τα παλτά τους για να περάσει. Μια σκηνή που αν και δεν την έζησα, κάθε που χιονίζει την βλέπω μπροστά μου κι εκείνον πριν βάλει το κλαρίνο στο στόμα να γνέφει στους άλλους για ν’ ακολουθήσουν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)
Τεχνητή νοημοσύνη: Σύμμαχος ή εχθρός του συγγραφέα;
Η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό ν’ αποτελεί σενάριο επιστημονικής φαντασίας, μια εικόνα από ένα πολύ μακρινό μέλλον....
-
Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...
-
Η προσφυγιά. Συνομήλικη του ανθρώπου. Πάντα παρούσα. Με παρελθόν, παρόν και μέλλον. Γράφτηκαν τόσα κι ειπώθηκαν πολλά περισσότερα. Τι...
-
Κοζάνη, Δεκέμβρης 1960. Η πόλη βουλιάζει στο χιόνι, αλλά κουμπάρος και μπράτιμοι οδεύουν χορεύοντας υπό την συνοδεία οργάνων για να παραλάβ...







