Κάθε πρωί, την ίδια ώρα, λίγο μετά τις οκτώ, τους
έβλεπα να κάθονται έξω απ’ το καφενείο της Κατίνας. Κάθε καλοκαίρι, τις μέρες
που έκανα τη θητεία μου στο μανάβικο που ‘χαν τα αδέρφια της μάνας μου στην
πλατεία Λασσάνη.
Δε θυμάμαι να τους μέτρησα ποτέ. Τέσσερις, πέντε…
Μπορεί και λιγότεροι. Ίσως και παραπάνω. Στα μάτια μου έχω ακόμα τα πρόσωπα
τους. Ή μάλλον ένα πρόσωπο. Αποστεωμένο, με σκαμμένα μάγουλα και λεπτό
μουστακάκι. Ένα πρόσωπο, λες και βγήκαν όλοι απ’ το ίδιο καλούπι. Όπως και τα
σώματα τους. Αδύνατα, με κυρτούς ώμους και λεπτοκαμωμένα χέρια και πόδια.
Κάθονταν στο καφενείο και περίμεναν. Αμίλητοι,
ανέκφραστοι, με το βλέμμα τους καρφωμένο λίγο πιο κάτω, στο κατάστημα με τα
σιδερικά και τα είδη οικοδομών του Σκαρκαλά.
Οκτώμιση, εννιά παρά, με τον ήλιο να ξεσκαλώνει απ’
τις λίγες πολυκατοικίες που περίζωναν τότε την πλατεία, ακουγόταν η μηχανή του
φορτηγού που ανέβαινε αγκομαχώντας την οδό Ολύμπου. Με το που έφτανε στην
πλατεία, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο μια ασφαλτοστρωμένη μεγάλη αλάνα,
με τα πολλά μανάβικα ολόγυρα της, τα δύο μπακάλικα, το φούρνο της κ. Βίκυς και
το μισογκρεμισμένο αρχοντικό του Λασσάνη που νόμιζες πως το κρατούσε ακόμα στα
πόδια του το περίπτερο του Θανάση που ‘ταν κολλημένο στην πλαϊνή πλευρά του,
αυτή που κοίταζε κατά την πλατεία, συνέχιζε για λίγο ακόμα και σταματούσε σαν
να ‘θελε να πάρει κι αυτό τις ανάσες του. Κι ύστερα, ακουγόταν ο στριγκός και
ανατριχιαστικός ήχος που έκανε η όπισθεν καθώς ο οδηγός προσπαθούσε να την
κουμπώσει στο σασμάν του φορτηγού, και ξεκινούσε προς τα πίσω για να κολλώσει
ακριβώς μπροστά στο κατάστημα Σκαρκαλά.
Πριν καλά καλά ακουστεί ο ήχος της όπισθεν σηκωνόταν
απ’ τις καρέκλες τους, έπιναν στα όρθια ό,τι είχε απομείνει στο φλιτζάνι του
καφέ, κι ας ήταν και το κατακάθι, και ζύγωναν το φορτηγό. Δεν προλάβαινε να τραβήξει
το χειρόφρενο ο οδηγός κι ο ένας σκαρφάλωνε στη μεταλλική μακριά καρότσα του κι
έσερνε τον σκονισμένο μουσαμά αποκαλύπτοντας τα χάρτινα τσουβάλια με το
τσιμέντο που ‘ταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, φτάνοντας ίσα με τα
παραπέτια της, ενώ δύο απ’ τους άλλους ξεκούμπωναν τη βαριά πόρτα της,
απελευθερώνοντας κι ένα κύμα χαλκοπράσινης σκόνης. Μέχρι να καταλαγιάσει
τραβιόταν όλοι δύο τρία μέτρα πιο πέρα, έβγαζαν τα τριμμένα, πολυκαιρισμένα,
πουκάμισα τους μένοντας με το άσπρο αμάνικο φανελάκι, και αφού έφτυναν μες τις
παλάμες τους, κολλούσαν με τη σειρά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, με την πλάτη
στην καρότσα για να φορτωθούν το τσουβάλι με το τσιμέντο. Στην αρχή τρίκλιζαν
λίγο, πασχίζοντας να βρουν τη νέα τους ισορροπία με το έδαφος, κι ύστερα με
μικρά μα σταθερά βήματα έκαναν τη διαδρομή των δύο τριών μέτρων, μέχρι εκεί που
ήξεραν πως έπρεπε να τα στοιβάξουν. Μια διαδρομή που μπορεί να την έκαναν πενήντα,
ίσως εβδομήντα, ακόμα και εκατό φορές.
Ο ήλιος ανέβαινε ψηλά κι άρχιζε να καίει για τα καλά.
Ποτάμι κυλούσε ο ιδρώτας στο πρόσωπο και το κορμί τους. Ποτάμι χαλκοπράσινο.
Μαλλιά, μάτια, στόμα και δέρμα δεν ξεχώριζαν. Ένα στρώμα. Ένα χρώμα.
Όταν έκαναν διάλειμμα και κάθονταν καταγής, με το
ένα χέρι να ακουμπά στο πεζοδρόμιο και το άλλο να ξεκουράζεται πάνω στο
λυγισμένο γόνατο, έτσι όπως ήταν ακίνητοι κι αμίλητοι, θύμιζαν χάλκινα
αγάλματα, που μόλις ξέθαψαν οι αρχαιολόγοι και δεν πρόλαβαν να τινάξουν από
πάνω τους τη σκόνη αιώνων.
Μα σαν έκαναν να σηκωθούν κι ακούγονταν καθαρά οι
αναστεναγμοί και τα επιφωνήματα πόνου, καταλάβαινες αμέσως πως δεν ήταν παρά
μόνο άνθρωποι που πάσχιζαν να αντέξουν το βάρος της χαλκοπράσινης σκόνης που
‘χε χτίσει ένα δεύτερο πετσί πάνω τους και δεν δυσκόλευε το σώμα μόνο να
κινηθεί μα και να αναπνεύσει.
Δύο, δύομιση το μεσημέρι, με το μεροκάματο σφιγμένο
στη χούφτα και το σώμα κυρτωμένο, σαν να ‘θελε το κεφάλι να αγγίξει το έδαφος,
άλλος με ριγμένο το πουκάμισο στους ώμους κι άλλος κρατώντας το στο χέρι,
ξεμάκραιναν σέρνοντας τα βήματα τους στους γύρω χωματόδρομους. Και σ’ όποιον κι
αν εστίαζε το βλέμμα τον ίδιο άνθρωπο έβλεπα. Έναν χάλκινο άνθρωπο που
αγωνίζονταν να μην σκορπίσει πάνω στο χώμα.
Το χειμώνα τους έχανα. Στις δύο διακοπές του
σχολείου, Χριστούγεννα και Πάσχα, ξαναγύριζα στο μανάβικο αλλά η Κατίνα είχε
μαζέψει όλες τις καρέκλες μες το καφενείο της. Χιόνιζε πολύ τότε, από Οκτώβρη
μέχρι και Μάρτη, και πολλές φορές κάναμε Ανάσταση με παλτά. Τα οικοδομικά υλικά
έμεναν στ’ αζήτητα μέχρι να πιάσουν οι πρώτες ζέστες.
Αρκετές φορές νόμισα πως διασταυρώθηκα με έναν τους
στο δρόμο. Αποστεωμένο πρόσωπο με ρουφηγμένα μάγουλα, λεπτό μουστάκι. Λες; Μπα…
Κάθε φορά με μπέρδευε το καλοσιδερωμένο
κοστούμι, η στενή μονόχρωμη γραβάτα, τα γυαλισμένα σκαρπίνια. Κάθε φορά όμως ξεχνούσα
να λογαριάσω πως είχε ήδη νυχτώσει κι είχαν κλείσει τα μαγαζιά. Ακόμα κι αυτά
που πουλούσαν σιδερικά κι υλικά οικοδομών.
Βρήκα το κηδειόχαρτο κολλημένο στη δεξιά κολώνα της
εξώπορτας της πολυκατοικίας μας. Αγνόησα το όνομα και την ηλικία. Το βλέμμα μου
κόλλησε στη φωτογραφία. Ασπρόμαυρη. Θαμπή. Στην πάνω δεξιά πλευρά της ένα μικρό
τοξωτό σημάδι από σφραγίδα. Ζορίστηκα μα κατάφερα να διαβάσω τα γράμματα που
αχνοφαίνονταν. «Βασίλειον τ..». Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να γνωρίσω το πρόσωπο.
Με βοήθησε και το δυνατό φως της εξώπορτας.
Την ώρα της εκφοράς στάθηκα μερικά βήματα πιο πέρα.
Η χήρα μες το μοιρολόι της έλεγε για τα λιμάνια όπου σάπισε το κορμί του να
ξεφορτώνει καράβια. Από εκεί που ήμουν δεν μπορούσα να δω αν βρισκόταν μες το φέρετρο
ή αν είχαν βάλει μόνο λουλούδια. Τον είδα όμως να το ακολουθεί και τότε μπόρεσα
να μετρήσω. Ένας, δύο, τρεις. Ίδιο πρόσωπο, ίδιο παράστημα. Ίδια όλα. Μόνο το
χρώμα του δέρματος διαφορετικό. Αντί για χαλκοπράσινο, το χρώμα της ώχρας.
Μπορεί και να γελάστηκα. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη, μουντή. Το φως λιγοστό και
το καλοκαίρι αργούσε ακόμα.
Υ.Γ. 1. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Καρυοθραύστις, τεύχος 2, Σεπτέμβριος 2019.
2. Η φωτογραφία είναι του Αλέξανδρου Βρεττάκου
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή