Η Προφητεία του Μότσαρτ και η Μετέωρη Γυναίκα θεωρώ ότι αποτελούν κρίσιμη καμπή στην πεζογραφική διαδρομή του Μ. Πιτένη, καθώς εγκαινιάζουν μια νέα κάθε φορά φάση της λογοτεχνικής του έκφρασης και των θεματολογικών αναζητήσεών του. Απ’ την εξωστρέφεια, την πολυσημία και το παλίμψηστο της Προφητείας, δοκιμή του συγγραφέα σε εκφραστικούς τρόπους και αφηγηματικές διαδρομές στο χώρο και το χρόνο με έκδηλα τα στοιχεία της αυτοαναφορικότητας και της διακειμενικότητας επιχειρείται με τη Μετέωρη Γυναίκα η μετάβαση σ’ ένα λογοτεχνικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από έντονη εσωτερικότητα, έκδηλο υποκειμενισμό, βαρύ ψυχικό κλίμα, εσωστρέφεια, ζωές ανεκπλήρωτες, συμπτώσεις δραματικές και καταλυτικές, που αλλάζουν οριστικά και αμετάκλητα την πορεία του προσωπικού βίου και συμπαρασύρουν στο διάβα τους και τις ζωές των άλλων, στοιχεία που παραπέμπουν σε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της διαπλοκής των προσώπων και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους.
Ο τίτλος Μετέωρη Γυναίκα υπονοεί το βασικό πρόσωπο και αφηγητή ταυτόχρονα της ιστορίας, τη Δομνίκη, που καταλαμβάνει με τη χειμαρρώδη, εξομολογητική και εκ βαθέων αποκαλυπτική πρωτοπρόσωπη αφήγησή της τα εξελικτικά στάδια μιας ζωής, της δικής της, που κυριαρχείται έντονα από μια αμφιταλάντευση, τη μόνιμη αίσθηση της αναμονής, της εκκρεμότητας και του μετεωρισμού ανάμεσα σ’ αυτό που θέλει να κάνει, να είναι και σ’ αυτό που μονίμως καταλήγει να βιώνει ως μια ύπαρξη κατεστραμμένη, ρημαγμένη ψυχικά και σωματικά που προσπαθεί ν’ αποκοπεί απ’ το παρελθόν και να χτίσει ένα διαφορετικό, πιο υγιές μέλλον.
Η αρχή του βιβλίου παρουσιάζει το τέλος της ιστορίας, τη δραματική μετεξέλιξη μιας πληγωμένης γυναίκας που δε ζήτησε τίποτε άλλο παρά να πάρει τη ζωή της στα χέρια της, τέλος που, όπως υπονοείται, σηματοδοτεί μια νέα αρχή, πάντως σίγουρα την απελευθέρωση της Δομνίκης απ’ τα ασφυκτικά δεσμά του παρελθόντος, την κατάκτηση της αυτοκυριαρχίας της και την αίσθηση ότι έχει πετύχει με τις δικές της εσωτερικές δυνάμεις να ξεφύγει απ’ τις αυταπάτες της.
Το αδιέξοδο και η υπέρβαση των ορίων της Δομνίκης οπλίζουν το χέρι της και το πιστόλι σημαδεύει δύο διαφορετικούς όσον αφορά τη συναισθηματική εμπλοκή της μαζί τους ανθρώπους. Ο ένας είναι ο Ανδρέας, το μόνο ίσως πρόσωπο που πίστεψε ότι μπορεί να τη λυτρώσει, που βασίστηκε πάνω του, που τον εμπιστεύτηκε και αφέθηκε στις ψεύτικες υποσχέσεις του. Και ο άλλος, ο πατέρας της, ο Στρατηγός, όπως υποτιμητικά τον αποκαλεί καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ο βασικός υπαίτιος που ρήμαξε κυριολεκτικά τις ζωές όλων όσοι τον περιστοίχιζαν.
Η Δομνίκη μέσω μιας αναδρομικής αφήγησης που γυρνά τον αναγνώστη πίσω στην εφηβική της ηλικία προτιμά να συστηθεί ως η Δομνίκη τού τότε, για να αντιληφθεί κανείς όλα τα στάδια της ζωής της και να ερμηνεύσει και γιατί όχι να δικαιολογήσει το απονενοημένο διάβημά της.
Με την αφήγηση να κυλά ευθύγραμμα σχεδόν μέχρι το τέλος του βιβλίου και με το ανατριχιαστικό ως προς τα συναισθήματα που προκαλεί στον αναγνώστη πρώτο γραμματικό πρόσωπο να εισβάλει σε κάθε γραμμή και να επιβεβαιώνει την υποψία ότι η περίπτωση μιας τριτοπρόσωπης αφήγησης κι ενός παντογνώστη αφηγητή θα λειτουργούσε εντελώς κατασταλτικά στην ένταση και την κλιμάκωση της γραφής, η πρωταγωνίστρια αυτοσυστήνεται:
Έφηβη, κόρη ενός στρατηγού εν αποστρατεία και της Ευγενίας, μιας υποταγμένης στο σύζυγό της γυναίκας χωρίς προσωπικότητα και πρωτοβουλίες, με αδερφό τον επαναστάτη Θανάση που νωρίς απομακρύνεται απ’ το αρρωστημένο οικογενειακό σκηνικό, η Δομνίκη ζει υπό τις διαταγές του αυστηρού πατέρα της, τυπική στις υποχρεώσεις της, αλλά γεμάτη από μια καταπιεσμένη επαναστατικότητα να ζήσει, όπως εκείνη θέλει, την οποία όμως καταπνίγει, βιώνοντας ένα μόνιμο κλίμα ενοχής.
Πέρασα το μεγαλύτερο διάστημα της εφηβείας μου αποφεύγοντας τους καθρέφτες. Το είδωλο που θα αντίκριζα το έβλεπα στα μάτια των άλλων. Αν δεν προκαλούσε λύπη, περνούσε αδιάφορο. Τυλιγμένη μέσα σε μια χοντρή μάλλινη ζακέτα, με τον γιακά του ζιβάγκο να φτάνει μέχρι το πιγούνι, την καρό μάλλινη φούστα να πασχίζει να σταθεί μόλις και μετά βίας γύρω απ’ τους αδύνατους γοφούς…. Βάδιζα ακολουθώντας πάντα τις ίδιες διαδρομές που με απόλυτη σαφήνεια καθόριζε ο Στρατηγός. Σπίτι-σχολείο, σπίτι-φροντιστήριο ελληνικών, σπίτι φροντιστήριο αγγλικών, σπίτι-κατηχητικό τις Κυριακές το πρωί.Το ρολόι του ακριβείας. Δεν έχανε ούτε λεπτό. Αλλά κι αν το έχανε, δε θα’ μουν σίγουρη πού να το ξοδέψω. [σ. 17]
Βρίσκει διέξοδο σε ερωτικές σχέσεις με μεγαλύτερους άντρες, οι οποίοι όχι μόνο την εκμεταλλεύονται σεξουαλικά, αλλά κατά μια τρομακτική σύμπτωση αποδεικνύονται στενοί φίλοι του πατέρα της.
Ο πραγματικός κόσμος με μόλυνε μ’ έναν ιό που μ’ αρρώστησε βαριά. Τον ιό του μίσους. Μισούσα τα πάντα γύρω μου. Δεν έλεπα πουθενά καμιά ομορφιά. Δεν με ικανοποιούσε τίποτα. Ένιωθα μόνιμα τα νεύρα μου να πάλλονται σαν τεντωμένες χορδές που παρήγαν αλλόκοτες αντιδράσεις και άναρθρες κραυγές, ακόμα και άνευ προφανούς λόγου και αφορμής.Παρόλο που ξέπλενα το κορμί μου με όσο περισσότερο νερό γινόταν για να μη μείνει ίχνος απ’ το σπέρμα και τον ιδρώτα τους, πάλι είχα την αίσθηση πως όλο και κάτι έμενε, θαρρείς κι είχαν καταφέρει να εισχωρήσουν μες στο πετσί μου. Τριβόμουν, τριβόμουν μέχρι που πλήγωνα τη σάρκα μου, χωρίς να νιώθω πόνο, ίσως γιατί αυτός που ένιωθα μέσα μου ήταν πιο δυνατός, πιο έντονος. [σ. 50]
Αηδιασμένη και πληγωμένη προσπαθεί ν’ αλλάξει τη ζωή της μετά την εισαγωγή της στο Πανεπιστήμιο, αλλά μάταια. Περνά μια περίοδο κατά την οποία κλείνεται στον εαυτό της, διάστημα που θα γνωρίσει το Νώντα, έναν ηλικιωμένο πρώην καμαρότο σε υπερωκεάνια, ο οποίος τη μυεί στη μουσική και το χορό και αποτελεί μια φωτεινή εξαίρεση στην κατά τα άλλα μίζερη ζωή της, ενώ ταυτόχρονα τη βοηθά να συνειδητοποιήσει τα συναισθήματά της.
Είχε δίκιο ο κ. Νώντας κι ας μην το κατάλαβα απ’ την αρχή. Χρόνια πάσχιζα να βρω έναν τρόπο και την ευκαιρία για να τους εκδικηθώ και στην ουσία εκδικιόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν ζούσα, επαναλάμβανα την προηγούμενη ζωή μου και μετέφερα διαρκώς το παρελθόν στο παρόν μου, καταλήγοντας τελικά να είναι και το μόνο μέλλον που είχα. [σ. 83]
Το πέρασμά της από τους χώρους εργασίας (στον ιδιωτικό τομέα αρχικά και το δημόσιο αργότερα) δεν προσθέτει ουσιαστικά στη μετεξέλιξη της προσωπικότητάς της. Ανούσιες ερωτικές σχέσεις, τυπικές επαφές και διαρκής αναζήτηση του νέου και συνταρακτικού την κρατούν ακόμα δέσμια στη νοσηρή οικογενειακή εστία που κλυδωνίστηκε με την αποχώρηση του Θανάση και εναπόθεσε όλες τις προσδοκίες της στη Δομνίκη μ’ έναν τρόπο επίμονο και αρρωστημένο.
Ζούσε τη ζωή του μέσα από τη δική μου ζωή και είχε γίνει μια σκιά που, αντί να μ’ ακολουθεί ή να στέκεται στο πλάι μου, ήθελε να προηγείται και να οδηγεί. Τα δικά του παιδικά κι εφηβικά απωθημένα προσπάθησε αρχικά να τα φορτώσει στον Θανάση και, όταν εκείνος αντέδρασε, τα εναπόθεσε όλα στους δικούς μου ώμους. Μπορεί ν’ ακούγομαι σκληρή. Να φαίνομαι και άδικη, αλλά περνώντας τα χρόνια όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσα πως αυτή ήταν η αλήθεια. Η αγάπη του για μας, τα παιδιά του, ξεκινούσε και κατέληγε στον εαυτό του. Μια αγάπη πέρα για πέρα εγωιστική. Μια αγάπη ανταποδοτική, που απαιτούσε να πάρει πολλά περισσότερα απ’ όσα έδινε. Που έδινε μόνο για να πάρει. [σ. 58]
Μοναδικό καταφύγιο η σχέση της με τη συνάδελφό της Μελίνα, μια σχέση που άδοξα θα διακοπεί μετά το θάνατο της τελευταίας. Οι άνθρωποι με τους οποίους προσπάθησε ν’ αναπτύξει κάποιο ουσιαστικό δεσμό, σωματικό, ψυχικό ή πνευματικό έφυγαν ξαφνικά, αφήνοντας πίσω τους ένα δυσαναπλήρωτο για εκείνη κενό.
Δύο είναι τα γεγονότα που άσκησαν στην πορεία καταλυτική επίδραση πάνω της: ο εγκλεισμός της μητέρας της στο ψυχιατρείο και η γνωριμία της με τον Ανδρέα. Το πρώτο αναπόφευκτο και μη αναστρέψιμο την κλόνισε και την έκανε να αναθεωρήσει τη σχέση της με τη μητέρα της μέσω ενός απολογισμού της κοινής ζωής τους.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και η ίδια η Ευγενία την κοινή της ζωή μ’ αυτόν τον σύζυγο, αν όχι ένα μεγάλο μηδενικό; Ένα μεγάλο μηδενικό, όμως που συνέθεσαν ώρες, μέρες, χρόνια που κύλησαν αφήνοντας πίσω τους τα ίχνη κακοφορμισμένων αποστημάτων, που τα προκάλεσαν κρυμμένα μίση, ανεκπλήρωτοι πόθοι, σφιγμένες καρδιές και χείλη που δεν έβγαλαν ποτέ τις λέξεις που λαχταρούσαν. Ένα μηδενικό θηλιά στο λαιμό της, ένας βρόχος γύρω από τα όποια όνειρα πρόλαβε να κάνει.
Λένε πως η μνήμη μας προστατεύει, σβήνοντας γρήγορα ό,τι μας πονά. Να φάνηκε τόσο καλή και με την Ευγενία, σκεπάζοντας οτιδήποτε έζησε με το Στρατηγό, κρατώντας μόνο εκείνα τα όνειρα που δεν πρόλαβαν να ενηλικιωθούν, όπως και η ίδια;
Γιατί δεν είπε κάτι; Κάτι, οτιδήποτε… Γιατί δεν έστειλε ένα σημάδι;… Για να μην πληγωθούμε. Περίεργη λογική. Και γιατί παρακαλώ δεν πληγώνεται ένα παιδί που αναγκάζεται να μεγαλώσει μέσα σ’ ένα περιβάλλον που η αγάπη δεν επισκέφτηκε ποτέ; Πώς καταφέρνει ένα παιδί να περάσει αλώβητο απ’ τις πρώτες φάσεις της ζωής του, τις πιο τρυφερές και ευάλωτες, όταν γύρω του έχουν στήσει έναν αέναο χορό η σύγκρουση, η απόρριψη, η αποστροφή, η εχθρότητα και τόσα άλλα αρνητικά συναισθήματα;«Άσ’ το καλύτερα, Ευγενία. Άσ’ το. Πες δεν μπόρεσα, δεν είχα τις δυνάμεις, την υποστήριξη, την ευκαιρία… Ό,τι θες τελοσπάντων… Μαζί σου είμαι. Μακριά, αλλά μαζί σου. Και ξέρεις κάτι; Δεν έχω λόγια να σου εκφράσω πόσο σε συμπονώ που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκες απ’ τον πιο όμορφο ύπνο στον πιο τρομακτικό εφιάλτη».[ σ. 222-223]
Το δεύτερο τη συνεπήρε, την έκανε να πιστέψει ότι ήρθε η στιγμή να αποκτήσει το δικό της βηματισμό στη ζωή, αλλά η τραγική διάψευση ήρθε, όταν διαπίστωσε ότι ο Ανδρέας την πλησίασε με συγκεκριμένο κίνητρο, για να τακτοποιήσει τις δικές του εκκρεμότητες, η διευθέτηση των οποίων οδηγούν τη Δομνίκη και πάλι στο εφιαλτικό σκηνικό με το στρατηγό και τους ερωτικούς βασανιστές της εφηβείας της.
Το τραγικό παιχνίδι της μοίρας, οι ανελέητες συμπτώσεις που πάντα εξελίσσονται εις βάρος της, την οδήγησαν στα άκρα, στη μοναδική διέξοδο για ν’ αναμετρηθεί οριστικά με το παρελθόν της. Το τέλος, λοιπόν, του βιβλίου μέσω μιας κυκλικής αφήγησης μας οδηγεί άμεσα στην αρχή του, ξετυλίγοντας το κουβάρι του μύθου και ερμηνεύοντας την αινιγματική του εισαγωγή, συμπληρώνοντας ταυτόχρονα τα κενά και απαντώντας σε ενδεχόμενα αναγνωστικά ερωτήματα.
Ένα κλειδί ερμηνευτικής προσέγγισης, μια αναγνωστική εκδοχή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η μελέτη των οικογενειακών σχέσεων με τη συνδρομή της φιλοσοφικής και ψυχαναλυτικής παραμέτρου. Ειδικότερα, η οικογένεια της Δομνίκης και οι μεταξύ των μελών αλληλεπιδράσεις θα μπορούσαν να μελετηθούν υπό το πρίσμα μιας απλοϊκής προσέγγισης της συνήθους δομής μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας στη δεκαετία του ’70: ένας αυταρχικός πατέρας, μια υποταγμένη σύζυγος και μητέρα και τα παιδιά που λειτουργούν υπό τη σκιά των σχέσεων των γονιών τους, κουβαλώντας βιώματα και εμπειρίες οικογενειακής ζωής που δομούν την προσωπικότητά τους και σαφώς επηρεάζουν την ενήλικη ζωή τους.
Ωστόσο, τα ακραία συναισθήματα που βιώνουν τα μέλη της συγκεκριμένης οικογένειας, το ψυχικό κλίμα της ενοχής, το μίσος και η τρέλα οδηγούν στο συμπέρασμα πως κάτι άλλο βαθύτερο κατευθυνόμενο από ψυχικές δοκιμασίες και ανοιχτές πληγές κατευθύνει τις σκέψεις, τις πράξεις, τη ζωή τους. Αν αναλυθούν περαιτέρω οι οικογενειακοί συσχετισμοί διαπιστώνεται ότι ο πατέρας και ο γιος ως εκπρόσωποι του αρσενικού φύλου συντηρούν ο καθένας με το δικό του τρόπο τις σχέσεις εξουσίας στα πλαίσια της οικογένειας: ο στρατηγός ενορχηστρώνει τα πάντα, θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο, πιστεύει πως ό,τι επιβάλλει στους άλλους είναι το σωστό. Η δυναμική, ωστόσο, προσωπικότητα του Θανάση έρχεται ως αντίβαρο στην εξουσιαστική πατρική φιγούρα και η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Παρόλα αυτά, και οι δυο ως άντρες διατηρούν τον έλεγχο και την υπεροχή των καταστάσεων, ο πρώτος θεωρώντας ότι έχει νικήσει καθώς απαγορεύει οποιαδήποτε περαιτέρω επαφή του γιου του με την οικογένεια και ο δεύτερος αποκόπτοντας τους δεσμούς με το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον και χαράσσοντας τη δική του πορεία στη ζωή, με την οποία φαίνεται, μέσω της οπτικής της Δομνίκης ότι έχει απόλυτα συμφιλιωθεί και φέρεται να ζει όπως πραγματικά επιθυμεί, χωρίς πισωγυρίσματα και αμφιταλαντεύσεις.
Το θηλυκό ζεύγος της οικογένειας εκπροσωπούν η μητέρα Ευγενία και η κόρη Δομνίκη. Η δική τους πορεία άμεσα συνυφασμένη με το αντρικό φύλο, είναι ενδεικτική της θεωρίας του Bergson για τις σχέσεις των άντρα-γυναίκας, σύμφωνα με την οποία ο άντρας ως θηρευτής της πνευματικότητας και του ανώτερου προορισμού στη ζωή οδηγείται στην έντονη δράση και αναζήτηση, ενώ η γυναίκα, μέσω του παραδοσιακού πρωταρχικού ρόλου της μητρότητας, επιδιώκει τη σταθερότητα, γεγονός που ισοδυναμεί με την αδράνεια.
Η αδράνεια είναι το μόνιμο ψυχικό κλίμα της μητέρας της Δομνίκης. Ακρωτηριασμένη ψυχολογικά ήδη από την εφηβεία της παντρεύτηκε το στρατηγό, παίζοντας το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος, για να μη μαθευτεί στη μικρή επαρχιακή της πόλη η παράνομη σχέση της μητέρας της με το στρατηγό. Θύμα εξαρχής, με μια στραγγαλισμένη εφηβεία υπακούει υποτακτικά στο δυνάστη της, μη μπορώντας ν’ αντιδράσει, κλείνεται μετά από κάθε προσβολή του στο δικό της καταφύγιο, προσπαθεί να στηρίξει τη Δομνίκη μέσα από βλέμματα όλο υπονοούμενα και τις σιωπές της που ωστόσο κάνουν θόρυβο. Τελικά, οδηγείται στην τρέλα, κλείνεται στο ψυχιατρείο, μια ύπαρξη ρημαγμένη, το απόλυτο θύμα της όλης ιστορίας.
Ο Freud, προσπαθώντας να εξηγήσει τις σχέσεις των δύο φύλων, διατύπωσε την άποψη πως η ανταγωνιστική σχέση της γυναίκας στην έννοια της υπεροχής που έχει αποδοθεί στον άντρα της υποβάλλει την ανάγκη της υποταγής, της δημιουργεί μια μελαγχολία, η οποία εκδηλώνεται με μια σειρά εμφανών συμπτωμάτων: την έλλειψη ενδιαφέροντος για τα κοινωνικά θέματα, την παθητικότητα, την απώλεια αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, την αλλοτρίωση απ’ τον ίδιο της τον εαυτό. Με άλλα λόγια, η επιλογή που έχει να κάνει μια γυναίκα είναι είτε να λογοκρίνει τα ένστικτά της είτε να τα αντιμετωπίσει ως ένα είδος υστερίας. Επιπλέον, η έλλειψη του υπέρ-εγώ που καταλόγισε ο Freud στη γυναίκα την οδηγεί στο θρίαμβο της ενοχής που αισθάνεται και η οποία συνεχώς μεγαλώνει. Παραμένει σιωπηλή, ενεργή μεν, αλλά δεν εκφράζεται, γι’ αυτό και η γυναίκα είναι πρόθυμη στην τιμωρία ή την αυτοθυσία, χωρίς να ξέρει τι έχει κάνει λάθος, από τι και γιατί υπέφερε.
Η θεωρία αυτή βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της στην περίπτωση της Ευγενίας, η οποία υπομένει, εσωτερικεύει όλο αυτό τον ενοχοποιημένο κόσμο της, σιωπά, δεν ξεσπά και καταλήγει νευρωτική με ψυχολογικά προβλήματα στο ψυχιατρείο όπου την οδήγησε ο στρατηγός, ο οποίος φρόντισε να εξαφανίσει τα «τρελά» ίχνη της απ΄ τη Δομνίκη, λέγοντάς της ψέματα πως η μητέρα της τους εγκατέλειψε κι έφυγε με κάποιον άλλο. Μια περαιτέρω προσπάθεια του άντρα ν’ αμαυρώσει, να κηλιδώσει τη γυναικεία, μητρική παρουσία στην οικογένεια, διαπομπεύοντάς την.
Απ’ την άλλη, η Δομνίκη αποτελεί πιο σύνθετη και περίπλοκη περίπτωση. Η αφηγηματική της πρωτοκαθεδρία δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να περάσει μαζί της όλα τα στάδια της αμφιταλάντευσης, όλες τις ψυχικές διακυμάνσεις της, να παρακολουθήσει την εναλλαγή των συναισθημάτων της από την απογοήτευση και το μίσος μέχρι την οργή και την απόγνωση. Στον ασφυκτικό κλοιό του οικογενειακού της περιβάλλοντος αντιλαμβάνεται νωρίς ότι υπακούοντας τυπικά και φαινομενικά τις πατρικές εντολές μπορεί παράλληλα να ζει μια δική της ζωή, τους ρυθμούς της οποίας προσπαθεί να προσαρμόσει σ’ ό,τι πιστεύει ότι κάθε φορά την ικανοποιεί. Για ένα μεγάλο διάστημα, η αντίδρασή της στον αυταρχισμό του στρατηγού μέσω του αγώνα της για αποδέσμευση και λύτρωση την οδηγεί σε μια έκρηξη της σεξουαλικότητάς, καθώς προσπαθεί ν’ ανακαλύψει αρχικά το σώμα της και στη συνέχεια την πραγματική ερωτική πράξη, ενθαρρύνοντας και προκαλώντας με τη στάση της τον κ. Αργύρη. Όταν παγιδεύεται και οδηγείται σε ενέργειες και συμπεριφορές που δεν επιθυμεί, τότε η ερωτική πράξη γίνεται ο χειρότερος εφιάλτης της και η ενοχή αποτελεί τη μόνιμη ψυχική της κατάσταση.
Κατά τη γνωστική ψυχολογία η ενοχή προκαλείται από αυτόματες σκέψεις που καταλογίζουν ευθύνες ακόμα κι αν κάτι τέτοιο είναι παράλογο. Ανδρώνεται μέσα από φαύλους κύκλους συλλογιστικής που χρεώνουν, προσωποποιούν, μεγεθύνουν το αρνητικό. Συχνά εκλαμβάνει υπαρξιακές διαστάσεις, ενώ αν αναμιχθεί με κοινωνικά συμφραζόμενα μετατρέπεται σε ντροπή, αισχύνη και όνειδος.
Στην περίπτωση της Δομνίκης ισχύουν όλα τα παραπάνω. Γι’ αυτήν η ενοχή είναι μια νοητική διεργασία εντελώς κατασκευαστική που την κάνει να νιώθει ότι της άξιζε αυτό που έγινε. Είναι μια εσωτερική φωνή που τρέφεται από την αυτοκριτική και την αυτοτιμωρία της. Έτσι επέρχεται άμεσα η αλλοίωση της εικόνας που είχε διαμορφώσει για τη σεξουαλική πράξη ως μέσο αντίστασης και διαφυγής και η επόμενη σχέση της με το Νώντα χαρακτηρίζεται από περισσότερο ποιοτικά στοιχεία, καθώς ξυπνά μέσα της η αγάπη για το χορό που την είχε καταπιέσει κι αυτή καθ’ υπόδειξιν του πατρός της, για τη μουσική και γενικά για πιο πνευματικές διεργασίες που δίνουν άλλο νόημα και προορισμό στη ζωή μέσω της επαφής με την τέχνη.
Το επόμενο πρόσωπο που την επηρέασε θετικά, η Μελίνα, της πρόσφερε ουσιαστική επαφή και επικοινωνία, την απομάκρυνε απ’ την καταλυτική επίδραση των αντρών και την καταδυναστευτική παρουσία τους, τη μύησε σε μια άλλη πλευρά της ζωής που δε γνώριζε, τη δυνατότητα να καθορίζει ο ίδιος τις επιλογές και τις αποφάσεις του.
Τέλος, η καθοριστική σχέση της με τον Αντρέα την οδηγεί στην ανακάλυψη της δικής της επιθυμίας που προβάλλεται ως εσωτερική, επιτακτική ανάγκη. Τον θεωρεί ως την απόλυτη λύτρωση απ’ το καταπιεστικό και ανούσιο παρελθόν και είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα, κάθε θυσία οικονομική ή ψυχική προκειμένου να ευδοκιμήσει αυτή η σχέση. Μοιάζει να έχει ενστερνιστεί την έννοια της διαυποκειμενικότητας που κατά την θεωρητική προσέγγιση του φεμινισμού είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την ανακάλυψη της γυναικείας επιθυμίας ως μια διαφορετική αντίληψη δόμησης της ψυχής και των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα, κάτι που η Δομνίκη απέδωσε λανθασμένα, όπως αποδείχτηκε στη σχέση της με τον Ανδρέα. Αισθάνεται ότι μπορεί νιώσει το βαθύτερο εαυτό της μέσα από την αλληλεπίδραση με τον άλλο που δεν είναι πια ο εχθρικός «άλλος» άντρας της εφηβείας της, αλλά ο στενός συνεργάτης της χωρίς τη βοήθεια του οποίου δεν είναι σε θέση να καταλάβει τον εαυτό της και τις επιθυμίες της.
Όταν έρχεται η τραγική διάψευση, τα πάντα είναι μονόδρομος. Η ουσιαστική απελευθέρωσή της θα επιτευχθεί μέσα από ακραίες ενέργειες και, σύμφωνα με τη φεμινιστική και πάλι εκδοχή, η γυναικεία φύση τότε μόνο καταξιώνεται, όταν της αναγνωριστεί η δική της προσωπική ελευθερία, όταν της αποδοθεί το δικαίωμα έκφρασης της εσώτατης επιθυμίας της, όταν μπορέσει ν’ αποποιηθεί τα αντρικά τεχνάσματα που εφηύραν γι’ αυτήν οι άλλοι, τα τεχνάσματα της ιδανικής αγάπης και της εκούσιας θυσίας. Όλα αυτά είναι που οπλίζουν το χέρι της.
Η ερμηνευτική μου προσέγγιση είχε ως στόχο να καταδείξει ψυχαναλυτικές παραμέτρους που το αφηγηματικό υλικό της Μετέωρης Γυναίκας προκρίνει ως βασικούς άξονες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το βιβλίο δεν υποβάλλει και πολλά άλλα κι ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως αυτό της επικοινωνίας, της φυγής, του θανάτου και άλλα που η ανάλυσή τους θα ξεπερνούσε τα όρια μιας εισήγησης αλλά που ωστόσο θα μπορούσαν να αποτελέσουν ενδιαφέρουσες υποθέσεις εργασίας για τους μελετητές του έργου του Πιτένη.
Αυτό που μένει ως συγκλονιστική διαπίστωση με το πέρας της ανάγνωσης και που κρίνω πως εμφαντικά πρέπει να τονιστεί είναι η διεισδυτική ματιά του Μιχάλη στο γυναικείο ψυχισμό, η αποτύπωση της ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας του διαχρονικού προτύπου της γυναίκας και η άνεση με την οποία χειρίστηκε στο αφηγηματικό επίπεδο την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που απαιτεί συνεχή εγρήγορση, εμβάθυνση και ενεργό συμμετοχή. Και το πέτυχε σ’ ένα μεγάλο βαθμό, ακολουθώντας το παρόμοιο λογοτεχνικό μοτίβο στη Σονάτα του σεληνόφωτος του Γ. Ρίτσου ή στο έργο του Μιχάλη Γκανά Γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες.
Υ.Γ. Δημοσιεύτηκε στο frear.gr στις 9-3-2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου