Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κριτική βιβλίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κριτική βιβλίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

“Μια Γαλάτεια που σπάει κοινωνικά πρότυπα” Για το βιβλίο της Κατερίνας Λάκκα, «Μια κάποια Γαλάτεια», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ.

Η αξιοποίηση ενός μύθου, ακόμα και αν αυτός έχει χρησιμοποιηθεί και σε προγενέστερα έργα, είναι μια συχνή και, σε πολλές περιπτώσεις, ασφαλής επιλογή στην λογοτεχνία. Είναι το θεμέλιο που πάνω του ο κάθε συγγραφέας θα υψώσει το δικό του οικοδόμημα, τα χαρακτηριστικά του οποίου, λογικά και φυσιολογικά, διαφέρουν και προσδιορίζονται από την λογοτεχνική σκεύη, την στόχευση και την ικανότητα στην γραφή και την ανάπτυξη ενός θέματος. Η Κατερίνα Λάκκα στην δική της πρώτη εκδοτική εμφάνιση με το μυθιστόρημα «Μια κάποια Γαλάτεια», από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, επιλέγει τον μύθο του Πυγμαλίωνα. Ένας μύθος ο οποίος αναφέρεται στον άντρα που θέλει να διαπλάσει τη γυναίκα σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα και στην ουσία να γίνει ο δημιουργός της από την αρχή. Αυτή βέβαια είναι μια πρώτη ανάγνωση και αν μείνουμε εκεί θα αδικήσουμε σίγουρα το έργο της καθώς εκείνο που προκύπτει, τελικά, είναι πως εδώ επιχειρείται από την συγγραφέα να μιλήσει όχι μόνο για την προσπάθεια δημιουργίας της γυναίκας με βάση τα πρότυπα που ορίζουν οι άνδρες, αλλά για την γενικότερη, και πιο επικίνδυνη, προσπάθεια της δημιουργίας του σύγχρονου ανθρώπου. Ένα είδος ανθρώπου που θα πρέπει να σκέφτεται, να αισθάνεται, να επιθυμεί, να αποφασίζει και να ενεργεί με βάση τα πρότυπα που έχει διαμορφώσει και επιβάλει στην αρχή η οικογένεια και έπειτα η κοινωνία στην οποία ζει. Πρότυπα που κάνουν τα όποια συνθήματα υπέρ της διαφορετικότητας να είναι κενά περιεχομένου ή απλώς ¨διαφημιστικά¨ πυροτεχνήματα, λάμψεις που τυφλώνουν και κρύβουν την αλήθεια πως τελικά το ζητούμενο είναι η ομοιομορφία καθώς έτσι όλα μπορούν να ελέγχονται καλύτερα, χωρίς να διαταράσσεται η διαμορφωμένη και γενικά αποδεκτή κοινωνική νόρμα.
Η συγγραφέας, μια νέα και διαρκώς εξελισσόμενη μέσω των σπουδών της φιλόλογος, στηρίζει το όλο εγχείρημα της σ’ ένα έξυπνο και απόλυτα λειτουργικό εφεύρημα της. Η Γαλάτεια που πρωταγωνιστεί εκφράζει το μισό του όλον το οποίο συμπληρώνει η δίδυμη αδερφή της, η Θαλασσινή. Έτσι έχουμε δύο αδερφές σχεδόν πανομοιότυπες εξωτερικά, αλλά που εσωτερικά είναι η μέρα με την νύχτα. Δύο χαρακτήρες που κινούνται αντίθετα, χωρίς όμως ποτέ να συγκρούονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται πάντα, πετυχαίνοντας μια αξιοθαύμαστη ισορροπία. Η Γαλάτεια υπομένει, η Θαλασσινή αντιδρά. Η πρώτη συμβιβάζεται με τις αποφάσεις των άλλων, η δεύτερη διεκδικεί το ρόλο της σύμφωνα με τα δικά της θέλω. Η μια οπισθοχωρεί, η άλλη επιτίθεται. Ένας ιδιότυπος δυισμός, μια εσωτερική πάλη ανάλογη με αυτή που βιώνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, ακόμα και εκείνοι που θεωρούνται επιτυχημένοι, μια πάλη καθημερινή ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, ανάμεσα στα κοινωνικά ή επαγγελματικά πρέπει και τις πραγματικές προσωπικές επιθυμίες. Η ιστορία του βιβλίου εξελίσσεται μέσα από την πορεία μιας φοβισμένης και ανασφαλούς Γαλάτειας και της ωσεί παρούσας Θαλασσινής που εμφανίζεται είτε μέσω νοερών συζητήσεων ή αναπολήσεων παλιότερων κοινών στιγμών, είτε μέσω των σημερινών μορφών επικοινωνίας (κινητό τηλέφωνο, skype), για να της υποδείξει το λάθος, όπως εκείνη το βλέπει μέσα απ’ την δική της οπτική, να την μαλώσει ή να την ενθαρρύνει. Μια παρουσία απαραίτητη και επιθυμητή για την Γαλάτεια παρόλο που μπροστά της αισθάνεται «…αιωνίως δεύτερη…», συναίσθημα που της καλλιέργησαν πρωτίστως οι ίδιοι οι γονείς της και που πασχίζει από παιδί να ξεπεράσει, αποδεικνύοντας με τα όσα θα ήθελε να πετύχει πως και εκείνη αξίζει τον έπαινο, τον καλό τους λόγο. Και τα πετυχαίνει παρόλα τα εμπόδια και τις αναποδιές που θα της τύχουν. Αυτή η εύθραυστη, συναισθηματική και ευάλωτη ύπαρξη που θα τραυματιστεί ψυχικά και σωματικά, που θα βιώσει ιδιαίτερα δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις, θα καταφέρει να προχωρήσει, συνειδητοποιώντας πως δεν είναι απαραίτητο να αποδείξει τίποτα στους άλλους, αλλά μόνο στον ίδιο της τον εαυτό, πείθοντας τον πως όσο διαφορετική και αν φαίνεται, αλλά και είναι, όσο και αν παρεκκλίνει από παγιωμένα κοινωνικά πρότυπα και συμπεριφορές, είναι ένας άνθρωπος που θέλει και μπορεί να βαδίσει με τον δικό του ρυθμό, να χαράξει τον δικό του δρόμο. Ξεκινώντας την ανάγνωση του βιβλίου, απ’ τις πρώτες κιόλας γραμμές, απόλαυσα μια μεστή, ώριμη και πλούσια γραφή. Μια γραφή διανθισμένη σε πολλά σημεία με μακροπερίοδες προτάσεις που δεν έχαναν σε κανένα σημείο την συνοχή και τον ρυθμό τους. Μια γραφή καλά δουλεμένη με όλα εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν ενδιαφέρουσα και περιεκτική, με μικρές αλλά έντονες δόσεις αυτοσαρκασμού και χιούμορ. Ένα κείμενο, συνολικά, που θυμίζει την πορεία ενός κύματος που άλλοτε ανυψώνεται με δύναμη και άλλοτε καταβυθίζεται σιγά, σιγά για να πάρει τις δικές του και να δώσει και στον αναγνώστη τις ανάσες του. Εντυπωσιάστηκα όμως, κυρίως, από το θέμα του βιβλίου και τον τρόπο που το χειρίστηκε η Κατερίνα Λάκκα. Ένα θέμα που εύκολα μπορεί να παρεκκλίνει και να μετατραπεί σε κάτι μελό και επιφανειακό, παγίδα την οποία έντεχνα απέφυγε δίνοντας το απαραίτητο βάθος και την απαιτούμενη ανάλυση στην ιστορία της. Έτσι κατάφερε αυτός ο νέος άνθρωπος, με την φρέσκια αλλά δυνατή φωνή του να αναδείξει μέσα απ’ την «Γαλάτεια» πολλά από τα ψεγάδια της κοινωνίας μας, χωρίς να ενδύεται τον ρόλο του άτεγκτου κριτή, αλλά αυτόν του πολίτη που προβληματίζεται και ζητά πειστικές απαντήσεις για όσα άσχημα συμβαίνουν. Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω πως το βιβλίο «Μια κάποια Γαλάτεια» δεν ανήκει απλώς σ’ αυτό που ονομάζουμε ¨καλή λογοτεχνία¨, αλλά χάρη στο θέμα του και τον τρόπο που αυτό παρουσιάζεται είναι ένα έργο που απηχεί την εποχή μας κι αυτό χάρη σε μια συγγραφέα που τόλμησε να μιλήσει για το σήμερα, εκφράζοντας μια αλήθεια που αξίζει την προσοχή μας. (Η κριτική δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τεύχος 209-210)

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Ανεξίτηλες μνήμες γιορτής και πένθους

E-mailΕκτύπωση
altΓια τη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Λ. Παπαμόσχου «Η μνήμη του ξύλου» (εκδ. Πατάκη).
Του Μιχάλη Πιτένη
«Η λίμνη, στιλπνό παλίμψηστο όπου το φως
γράφει και σβήνει τις ηλικίες της πόλης
(αντικατοπτρισμών θνησιγενών επαλληλίες,
ενώσεις επουράνιων και γήινων),
μνημειώνει τη μόνη αιωνιότητα, το παρόν».
Για το παρόν μιλά μέσα απ’ τα είκοσι διηγήματα της νέας συλλογής του ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος. Κι ας κυριαρχούν στις αφηγήσεις του εικόνες του χθες, κοντινού και μακρινού, οι μνήμες των εκλιπόντων, «του πατέρα η σκιά», η μάνα ως «φάσμα, της επιθυμίας και της φαντασίας μου πλάσμα», η ωσεί παρούσα αδερφή, ο Νίκος, ο Γιάννης ο λαχειοπώλης, οι καντηλανάφτες. Όλοι τους δικοί του άνθρωποι, συγγενείς, φίλοι ή απλοί γνωστοί. Όλοι τους κομμάτια του δικού του κόσμου, τους κρατά ζωντανούς με τις λέξεις του αποτρέποντας την αδηφάγα λήθη απ’ το να θρυμματίσει την ανάμνησή τους, να τη σκορπίσει. Όλοι τους παρόντες, διαρκώς και αδιάλειπτα, σε τυχαίες και ανύποπτες στιγμές, σε μια καθημερινότητα του παρόντος γεμάτη απ’ το παρελθόν, χωρίς αυτό να συνεπάγεται και οπισθοδρόμηση, υστέρηση ή καθήλωση. Εξάλλου, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Παπαμόσχος στο παραπάνω απόσπασμα, το παρόν είναι η μόνη αιωνιότητα! Και στην αιωνιότητα χωράνε οι πάντες. Και τα πάντα. Έμψυχα και άψυχα. Μονιασμένα και αλληλένδετα. Τα ζώα, η φύση, τα αντικείμενα, στοιχεία βασικά και όχι δευτερεύοντα στο σύμπαν του συγγραφέα. Δεν υποκαθιστούν τους ανθρώπους. Τους θυμίζουν, τους συνδέουν μεταξύ τους. Συνυπάρχουν αρμονικά και τόσο ταιριαστά λες και ένα αντικείμενο φτιάχτηκε αποκλειστικά για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενός και μόνο προσώπου. Όπως το σαπούνι του πατέρα, στο ομώνυμο διήγημα, που χάθηκε μαζί του.

Κρυφοκοιτάζοντας στην κόλαση του άλλου

E-mailΕκτύπωση
altΓια το μυθιστόρημα του Νταβίντ Γκρόσμαν «Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ» (μτφρ. Λουίζα Μιζάν, εκδ. Ψυχογιός).
Του Μιχάλη Πιτένη
Άνθρωποι κοιτάζονται μεταξύ τους και κουνιούνται ανήσυχοι.
Όλο και λιγότερο κατανοούν τι είναι αυτό το πράγμα στο οποίο μετέχουν εδώ ακούσια. 
Δεν έχω αμφιβολία πως θα είχαν σηκωθεί να φύγουν εδώ και ώρα, 
ή θα τον έδιωχναν τουλάχιστον από τη σκηνή με σφυρίγματα και φωνές, 
αν δεν υπήρχε αυτός ο πειρασμός που είναι δύσκολο να του αντισταθείς 
– ο πειρασμός να κρυφοκοιτάζεις την κόλαση του άλλου.
«Μπορείτε να συνειδητοποιήσετε πόσο αγχωτικό είναι να σε υποχρεώνει ο πατέρας σου στα τρία σου να πηγαίνεις στην παιδική χαρά κάθε μέρα από άλλο δρόμο για να μπερδέψεις τον εχθρό;» Οι θεατές του Ντόβαλε γελάνε μ’ αυτή του την ατάκα, αλλά δεν αντέχουν κι οι περισσότεροι αποχωρούν όταν το πράγμα «χοντραίνει».
Ο Ντόβαλε Γκρίνσταϊν, ο κεντρικός ώρας του Νταβίντ Γκρόσμαν στο βιβλίο Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ, είναι αυτός που βρίσκεται στη σκηνή ενός καταγώγιου μιας μικρής πόλης του Ισραήλ, πρωταγωνιστής μιας βραδιάς, υποτίθεται, σταντ απ κωμωδίας. Σταδιακά όμως μετεξελίσσεται σ’ έναν άνθρωπο που πασχίζει να βγάλει από μέσα του ό,τι τον βαραίνει, ό,τι συσσώρευσε η ψυχή του στα πενήντα και πλέον χρόνια της ζωής του. Κι όλα αυτά μόνο αστεία δεν είναι· είναι κομμάτια της προσωπικής του κόλασης, αυτής της κόλασης που, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο παραπάνω απόσπασμα, οδηγεί ορισμένους από τους θεατές του στο να παραμείνουν εκεί, απέναντί του, καρφωμένοι στις θέσεις τους, ενδίδοντας στον πειρασμό του «να κρυφοκοιτάζεις την κόλαση του άλλου».
Ο υπόγειος χώρος, το μισοσκόταδο, η θολή ατμόσφαιρα απ’ τα τσιγάρα μοιάζουν να είναι το κατάλληλο σκηνικό για μια ιστορία που ξεκινά κάπως υποτονικά, χωρίς να σε προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει. Το προσωπικό τραύμα του Ντόβαλε Γκρίνσταϊν δεν είναι από μόνο του αρκετό για να σε συγκινήσει τόσο, να σε τραβήξει μέχρι το τέλος του βιβλίου. Ωστόσο ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί μόνο ως αφορμή για να μιλήσει μέσω του Ντόβαλε για τα συλλογικά τραύματα του λαού του, για τις εμμονές και τις προκαταλήψεις του, για το πώς το παρελθόν εξακολουθεί να επηρεάζει και να καθορίζει το παρόν και το μέλλον του. Ένα παρελθόν που στοιχειώνει όσους το έζησαν αλλά καταδυναστεύει και τους νεότερους. Και το κάνει αυτοσαρκαζόμενος. «Μπορείτε να συνειδητοποιήσετε πόσο αγχωτικό είναι να σε υποχρεώνει ο πατέρας σου στα τρία σου να πηγαίνεις στην παιδική χαρά κάθε μέρα από άλλο δρόμο για να μπερδέψεις τον εχθρό;» Οι θεατές του Ντόβαλε γελάνε μ’ αυτή του την ατάκα, αλλά δεν αντέχουν κι οι περισσότεροι αποχωρούν όταν το πράγμα «χοντραίνει», και ο κωμικός μέσω του σκληρού –και άγαρμπου, είναι η αλήθεια– χιούμορ που σε πολλά σημεία επιλέγει, δεν αφήνει τίποτα όρθιο, περνώντας από κόσκινο τους πάντες και τα πάντα σε μια κοινωνία που βλέπει παντού εχθρούς και εκπαιδεύει τα παιδιά της στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, αγόρια και κορίτσια, στον χειρισμό της χειροβομβίδας και στο καμουφλάζ!

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

«Είναι οι άνθρωποι ερημιά κι ο τόπος κρύος»

E-mailΕκτύπωση
Jason deCaires Taylor sculpture 700Για την ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου «Αχερουσία η θάλασσα» (εκδ. Γκοβόστη).
Του Μιχάλη Πιτένη
Απ’ άκρη σ’ άκρη μια γριούλα το νυφικό της περιφέρει, 
κρατά τα ξεφτισμένα στέφανα
τα δίνει δώρο, λέει, ψάχνει για κάποια
ανύπαντρη φτωχιά να το προσφέρει.
«Η λευκή της ιστορία»
(Αχερουσία η θάλασσα)
Το απόσπασμα που παραθέτουμε από τη νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου Αχερουσία η θάλασσα είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του προβληματισμού και της ανησυχίας που κατακλύζουν τον ποιητή για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, δίπλα μας, στις δικές μας θάλασσες, στις δικές μας ακτές, με πρωταγωνιστές χιλιάδες ανθρώπους που προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ την όποια κακή τους μοίρα. Ενός προβληματισμού που ξετυλίγεται και εκφράζεται μέσα από τα τριάντα οκτώ ποιήματα της συλλογής που είναι εικόνες τού σήμερα, οι οποίες, όμως, συνδέονται με το χθες και το πιθανότερο είναι πως θα τις δούμε και αύριο.
Η ποίηση του Τασιόπουλου γεμάτη σωσίβια επιπλέοντα, απομεινάρια από τσακισμένες βάρκες, άδειες βαλίτσες, σώματα χωρίς ζωή κι ελπίδα, υγρά και σκληρά χώματα που από πάνω τους πασχίζουν να γαντζωθούν τρυφερά χέρια παιδιών ή ροζιασμένα δάχτυλα γερόντων. Ποίηση που εμπνέεται από ειδήσεις της σημερινής μέρας, αλλά τροφοδοτείται και από τις ειδήσεις της χθεσινής προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα και εκείνες της επόμενης.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Ούτε ένα δάκρυ για τη φεύγουσα κόρη

E-mailΕκτύπωση
altΓια την επανέκδοση του μυθιστορήματος του Νίκου Δαββέτα «Η Εβραία νύφη» (εκδ. Πατάκη).
Του Μιχάλη Πιτένη
Η Νίκη, η κόρη του δοσίλογου-συνεργάτη των Γερμανών που αν και πρωταγωνίστησε στη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών της Θεσσαλονίκης, μακροημέρευσε ως ευυπόληπτος πολίτης και ισχυρός παράγοντας της τοπικής κοινωνίας και κηδεύτηκε με δόξες και τιμές, ως άλλη «φεύγουσα κόρη» δραπετεύει μ’ ένα άλμα στο κενό απ’ ό,τι την τυραννά εξαιτίας της πατρικής «κληρονομιάς». Ο αφηγητής, γιος αριστερού, εξόριστου της Μακρονήσου, ο οποίος βρέθηκε αργότερα να πολεμά από τις τάξεις του Εθνικού Στρατού τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και έφυγε νέος απ’ τη ζωή, χρεοκοπημένος και έχοντας καταγράψει μια σειρά επώδυνων αποτυχιών, αδυνατεί να κλάψει για τον απόντα γονιό και όλους τους νεκρούς που στοιχειώνουν τη δικιά του ζωή.
Δύο άνθρωποι που χάνουν το παρόν και αδυνατούν ακόμα και να σκεφτούν για το μέλλον, καθώς η προσοχή τους είναι στραμμένη στις σκιές που τους ακολουθούν απ’ το παρελθόν. Ένα παρελθόν που δεν τους ανήκει, αφού αφορά τις πράξεις και τα έργα των γεννητόρων τους. 
Οι δυο τους συνθέτουν το ερωτικό ζευγάρι που πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα Η Εβραία νύφη (βραβείο μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών), το οποίο επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη και αφού είχαν προηγηθεί η έκδοσή του από τις εκδόσεις Κέδρος (2009) και Μεταίχμιο (2014). Δύο άνθρωποι που χάνουν το παρόν και αδυνατούν ακόμα και να σκεφτούν για το μέλλον, καθώς η προσοχή τους είναι στραμμένη στις σκιές που τους ακολουθούν απ’ το παρελθόν. Ένα παρελθόν που δεν τους ανήκει, αφού αφορά τις πράξεις και τα έργα των γεννητόρων τους. 
Σε δυσκολότερη θέση είναι η Νίκη. Η ανορεξική και αδύνατη γυναίκα κουβαλά το τεράστιο βάρος ενός πατέρα, ο οποίος ακόμα και αν δεν βούτηξε τα χέρια του στο αίμα και μόνο που ενεπλάκη στην εξόντωση της πολυάριθμης εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, πλουτίζοντας απ’ τη δράση του αυτή, εγκλημάτισε. Κι αυτά τα εγκλήματα, παρόλο που δεν ξέρει ποια ήταν, σε τι έκταση και αριθμό, είναι τα δεσμά που κρατούνε την κόρη εγκλωβισμένη και δεν της επιτρέπουν ουσιαστικά να ζήσει τη δική της ζωή. Το βάρος του αφηγητή λόγω του δικού του πατέρα φαντάζει μικρότερο, αλλά υπάρχει σ’ αυτές τις περιπτώσεις η κατάλληλη ζυγαριά για να δούμε με ακρίβεια ποιανού ζυγίζει περισσότερο; Ή μήπως υπάρχει κοινώς αποδεκτή κλίμακα που προσδιορίζει το όριο πάνω απ’ το οποίο λυγίζει ένας άνθρωπος;

Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

Αναμοχλεύοντας την παιδική μνήμη

E-mailΕκτύπωση
altΓια τη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Παλαβού «Το παιδί» (εκδ. Νεφέλη).
Του Μιχάλη Πιτένη
Δώδεκα ιστορίες συνθέτουν το νέο συγγραφικό πόνημα του Γιάννη Παλαβού, συστεγασμένες κάτω από τον τίτλο Το παιδί που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη. Δώδεκα μικρές ιστορίες που εκτυλίσσονται όλες στον ίδιο τόπο, τη γενέτειρα του συγγραφέα, το Βελβεντό Κοζάνης. Εκεί όπου επιστρέφει και πάλι, κρατώντας τον εαυτό του από το χέρι ως παιδί, το αφήνει να τον οδηγήσει στους δρόμους της μνήμης, όπου βρίσκει τα κατάλληλα υλικά για να δημιουργήσει τις εικόνες των ιστοριών που θέλει ν’ αφηγηθεί. 
Χάρη στη δύναμη της γραφής του Παλαβού που, αν και δείχνει να αυτοπεριορίζεται και να αυτοσυγκρατείται, καταφέρνει τελικά να μιλήσει πειστικά και να φωτίσει όσα στοιχεία απαιτούνται για να ενεργοποιηθεί η φαντασία του αναγνώστη.
Εικόνες ζωντανές και καθαρές, χάρη στη δύναμη της γραφής του Παλαβού που, αν και δείχνει να αυτοπεριορίζεται και να αυτοσυγκρατείται, καταφέρνει τελικά να μιλήσει πειστικά και να φωτίσει όσα στοιχεία απαιτούνται για να ενεργοποιηθεί η φαντασία του αναγνώστη, κι έτσι να μεταφερθεί σε μια μικρή αγροτική κοινωνία και να δει από κοντά κάποιες απ’ τις πολλές και ποικίλες όψεις της. 
Αν εξαιρέσουμε τον ενιαίο γεωγραφικό τόπο των ιστοριών, τα δώδεκα διηγήματα δεν συνδέονται με κάποιον άλλο τρόπο. Μιλάνε για τα παθήματα και τα πάθη διαφορετικών ανθρώπων, μικρής ή μεγαλύτερης ηλικίας, για τα θέλω και τις επιθυμίες τους, για τις μικροπρέπειες και τις μεγαλοψυχίες τους, για τους φόβους και τα απωθημένα τους. Φωτίζουν ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές μέσα από το πρίσμα κάποιων σημαντικών και καθοριστικών γεγονότων ή μέσα από εκείνο ασήμαντων στιγμών της καθημερινότητας. 

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Είμαστε όλοι μετανάστες μες στον χρόνο

E-mailΕκτύπωση
Boxi street artist 700Για το μυθιστόρημα του Μόχσιν Χαμίντ «Έξοδος προς δυσμάς» (μτφρ. Αυγούστος Κορτώ, εκδ. Ψυχογιός).
Του Μιχάλη Πιτένη
Η ερωτική ιστορία δύο νέων ανθρώπων, της Νάντιας και του Σαΐντ στο μυθιστόρημα Έξοδος προς δυσμάς του Μόχσιν Χαμίντ ξεκινά σε μια πόλη που δεν βρίσκεται ακόμα σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά που δεν θα αργήσει να μπει, και εξελίσσεται ενόσω ένας εμφύλιος πόλεμος φουντώνει σκορπώντας θύματα και δημιουργώντας κύματα προσφύγων που την εγκαταλείπουν. Το ίδιο θα κάνουν κι οι δύο νέοι, ξεκινώντας το δικό τους ταξίδι προς τη Δύση.
Για τον Χαμίντ το ζητούμενο δεν είναι μια ακόμα περιγραφή της μαρτυρικής πορείας των ξεριζωμένων, αλλά το να δείξει την εσωτερική μετάλλαξη των ηρώων του καθώς βιώνουν στο πετσί τους τις βίαιες και απότομες αλλαγές του κόσμου μέσα στον οποίο κινούνται και λειτουργούν.
Η Νάντια και ο Σαΐντ περνούν με χαρακτηριστική ευκολία από την πόλη τους σε νέα ασφαλή μέρη, όπως και όλοι οι άλλοι πρόσφυγες, χάρη στις φανταστικές πόρτες που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να μεταφέρει τους ήρωές του μέσα σε μια στιγμή μόνο από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Και το κάνει καθώς για τον Χαμίντ το ζητούμενο δεν είναι μια ακόμα περιγραφή της μαρτυρικής πορείας των ξεριζωμένων, αλλά το να δείξει την εσωτερική μετάλλαξη των ηρώων του καθώς βιώνουν στο πετσί τους τις βίαιες και απότομες αλλαγές του κόσμου μέσα στον οποίο κινούνται και λειτουργούν.
Μια μετάλλαξη που αρχίζει απ’ τις πρώτες μέρες του πολέμου, όταν αρχικά διαταράσσεται η καθημερινότητα και τα αυτονόητα παύουν να ισχύουν, για να ακολουθήσει η απώλεια συγγενικών προσώπων και η αναπόφευκτη φυγή. Σε όλες τις περιπτώσεις, από την αδυναμία τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ τους σε μια πόλη που καταρρέει και αποσυντίθεται έως τον τραγικό χαμό της μητέρας του Σαΐντ που πέφτει νεκρή την ώρα που πασχίζει να μαζέψει ένα σκουλαρίκι της απ’ το κάθισμα του αυτοκινήτου, οι ήρωες δείχνουν να πορεύονται μες στο σκοτάδι, φοβούμενοι πως το επόμενο βήμα τους ίσως είναι ένα βήμα στο κενό. Δεν έχουν όμως την πολυτέλεια να μείνουν ακίνητοι καθώς η μόνη επιλογή τους είναι να πάνε μπροστά, παρόλο που αυτό το «μπροστά» είναι γι’ αυτούς παντελώς άγνωστο και αχαρτογράφητο.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Ένα συγκλονιστικό βιβλίο- καταδίκη της εκμετάλλευσης ανθρώπων

“ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ”, του Κόλσον Γουάϊτχεντ,
εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Ανατριχιάζεις! Στιγμές, καθώς οι λέξεις γίνονται ψηφίδες ζωντανών εικόνων, νιώθεις πως γλιστράς στα σκοτεινά έγκατα της γης ελπίζοντας πως θα σταματήσεις σε κάποιον απ’ τους σταθμούς του μυθικού υπόγειου σιδηρόδρομου που διασχίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αισθάνεσαι το τράνταγμα του κάρου να σου πληγώνει την πλάτη και να κάνει τα κόκαλα σου να πονάνε καθώς στριμώχνεσαι δίπλα στην Κόρα και τον Σίζαρ, ασφυκτιάς κουλουριασμένος στη στενή σοφίτα και αγριεύεσαι όταν ακούς τις φωνές των λευκών που κρεμάνε λίγα μέτρα πιο πέρα, αλαλάζοντας, κάποιον άτυχο που έπεσε στα χέρια τους. Ελπίζεις, χωρίς να το πολυπιστεύεις, πως εσύ θα τα καταφέρεις, σ’ αυτή τη χώρα που το μαύρο υπάρχει στις ψυχές πολλών ανθρώπων και είναι πολύ πιο σκούρο απ’ αυτό που υπάρχει στο χρώμα του δικού σου δέρματος.
Όχι δεν πρόκειται για φαντασίωση αλλά για τα συναισθήματα που σου προκαλεί το βιβλίο του Κόλσον Γουάϊτχεντ, «ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ», εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Ένα βιβλίο που δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία του 19ου   αιώνα στην Αμερική, ίσως τα πιο σκληρά χρόνια της δουλείας, αλλά καταφέρνει να σε οδηγήσει στο να γίνεις μέρος της, συμμετέχοντας και συμπάσχοντας, σ’ αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια της πρωταγωνίστριας του, της νεαρής σκλάβας Κόρα, να κερδίσει την ελευθερία της και την ίδια της τη ζωή.

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Όταν το θυμικό πυρπολεί τη λογική- Για το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» (εκδ. Κέδρος).

  

«Στο βάθος, θα έλεγε κανείς ότι αυτό το μυθιστόρημα υπήρξε προϊόν του φόβου που βίωσα το 2012 –όταν τα δικά μου έσοδα μηδενίστηκαν και η εφημερίδα όπου δούλευε η γυναίκα μου έκλεισε– ότι, εάν μείνει άστεγη η μεσαία τάξη όπως εμείς, τότε θα καεί η Ελλάδα.
Έμπνευσή μου υπήρξαν, επίσης, η νεύρωση της Αριστεράς (εάν όχι η ψύχωσή της, για να θυμηθούμε τον Αποστολάκη) με τις λαϊκές εξεγέρσεις, η πολύτιμη έκφρασή μας “πυρ και μανία”, αλλά και το απωθημένο σχεδόν όλων των Νεοελλήνων να καούν όλα, “πουτάνα όλα!”. Ή όπως θα το έθεταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι “γαία πυρί μειχθήτω”».
Έμπνευσή μου υπήρξαν, επίσης, η νεύρωση της Αριστεράς (εάν όχι η ψύχωσή της, για να θυμηθούμε τον Αποστολάκη) με τις λαϊκές εξεγέρσεις, η πολύτιμη έκφρασή μας “πυρ και μανία”, αλλά και το απωθημένο σχεδόν όλων των Νεοελλήνων να καούν όλα, “πουτάνα όλα!”.
Σ’ αυτές τις δύο παραγράφους απ’ το σημείωμα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου στο νέο του βιβλίο Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα εμπεριέχονται οι βασικές πρώτες ύλες που χρησιμοποίησε για να συνθέσει αυτό το μυθιστόρημά του. Ένα μυθιστόρημα που εξελίσσεται και ολοκληρώνεται τόσο μέσα από τις αφηγήσεις τριών προσώπων-κεντρικών ηρώων, του «εμπρηστή» της Ελλάδας Δημήτρη Αποστολάκη, της συμβίας του και του στενού φίλου του, όσο και από σχετικά σπαράγματα δημοσιευμάτων που αλίευσε ο συγγραφέας σε διάφορες εφημερίδες και ενημερωτικές ιστοσελίδες, αλλά και στα social media. Έτσι ο Ραπτόπουλος πετυχαίνει αφενός να δώσει έναν γρήγορο ρυθμό στο κείμενό του και αφετέρου να το «ανοίξει» σε μεγάλο βαθμό, στην προσπάθεια που κάνει να αποτυπώσει τη δική του οπτική –και φυσικά την αγωνία και τον φόβο του, όπως ομολογεί κι ο ίδιος– για την πολύχρονη κρίση της χώρας μας που, δυστυχώς, ακόμα καλά κρατεί, και τις επιπτώσεις της, ιδιαίτερα στη μεσαία τάξη.
Η σύγχρονη και ρέουσα γλώσσα που χρησιμοποιεί συμβάλλει στο να σχηματιστούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο εικόνες που άλλοτε προκαλούν χαμόγελα στον αναγνώστη, άλλοτε τον προβληματίζουν και ενίοτε τον σοκάρουν. Σε καμιά περίπτωση πάντως δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Ειδικά όταν περιγράφει τη ζωή των αστέγων της Αθήνας, ο συγγραφέας με τα παραδείγματα που επιλέγει, τα οποία δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας του αλλά αφορούν πραγματικούς ανθρώπους, εκτός του ότι φωτίζει μια απ’ τις υπαρκτές συνέπειες της κρίσης, από εκείνες που ενδεχομένως να μην απασχόλησαν ή να μην απασχολήσουν ποτέ τους περισσότερους από μας, μας οδηγεί και στο να συνειδητοποιήσουμε πόσο εύκολο είναι τελικά να κυλήσει κανείς από το ένα επίπεδο στο άλλο. Από τη βεβαιότητα της καθημερινότητας που του προσφέρει μια δουλειά, ένα σπίτι, μια οικογένεια, στον ανελέητο αγώνα της επιβίωσης στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στις στοίβες των σκουπιδιών και στα καταλύματα από χαρτόκουτα και βρόμικα στρωσίδια, ανταγωνιζόμενος μέρα νύχτα ανθρώπους που δεν έχουν να περιμένουν και να ελπίζουν τίποτα.

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Βγαίνοντας από τον λαβύρινθο του Ισπανικού εμφυλίου

 Για το μυθιστόρημα του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν «Ο λαβύρινθος των πνευμάτων» (μτφρ. Βασιλική Κνήτου, εκδ. Ψυχογιός).

alt















Ισπανία, στο μέσον περίπου της δικτατορίας του Φράνκο. Το καθεστώς διαθέτει πια βαθιές ρίζες, τα πάθη και τα μίση φαίνεται να έχουν καταλαγιάσει, οι νικητές απολαμβάνουν τα προνόμιά τους κι οι ηττημένοι έχουν λουφάξει ή αποδεχτεί τη μοίρα τους. Βέβαια μια τέτοια εικόνα μόνο ουτοπική μπορεί να είναι, καθώς ό,τι επιβάλλεται με τη δύναμη των όπλων και έπειτα από μια σφοδρή και αιματοβαμμένη εμφύλια σύρραξη αφήνει πάντα ανοιχτούς λογαριασμούς και πληγές που πυορροούν. Λογαριασμούς παλιούς μεταξύ όσων αναμετρήθηκαν κάποτε στα πεδία των μαχών, που δεν είναι όμως οι μόνοι, καθώς προστίθενται διαρκώς και καινούργιοι, εκείνοι που ανοίγουν μεταξύ των ευνοημένων της επικρατούσας κατάστασης εξαιτίας της απληστίας τους για χρήμα και εξουσία που ικανοποιήθηκε μόνο πρόσκαιρα με τη διανομή των λαφύρων την επομένη της νίκης τους, χωρίς ωστόσο να πάψει ποτέ να αποδεικνύει πως εκτός από ακόρεστη είναι και ανεξέλεγκτη.
Ήταν η εποχή της εκδίκησης αλλά και της ανταμοιβής. Όλοι οι τομείς της ζωής στην Ισπανία επανακαθορίζονταν και, ενώ πολλοί έπεφταν στη λήθη, στην απομόνωση και στη φτώχεια, άλλοι τόσοι συνεργάτες αποκτούσαν θέσεις εξουσίας και πόρους. Δεν υπήρχε γωνιά της δημόσιας ζωής που να μην εφαρμόζονταν αυτού του είδους η κάθαρση με απαράμιλλο ζήλο.
«Ήταν η εποχή της εκδίκησης αλλά και της ανταμοιβής. Όλοι οι τομείς της ζωής στην Ισπανία επανακαθορίζονταν και, ενώ πολλοί έπεφταν στη λήθη, στην απομόνωση και στη φτώχεια, άλλοι τόσοι συνεργάτες αποκτούσαν θέσεις εξουσίας και πόρους. Δεν υπήρχε γωνιά της δημόσιας ζωής που να μην εφαρμόζονταν αυτού του είδους η κάθαρση με απαράμιλλο ζήλο. Οι αλλαγές στρατοπέδου, παράδοση βαθιά ριζωμένη στα χώματα της Ιβηρικής, εκτελούνταν με αριστοτεχνική επιδεξιότητα».
Μ’ αυτά τα λόγια ο Ισπανός (γεννημένος στη Βαρκελώνη) συγγραφέας Κάρλος Ρουίθ Θαφόν περιγράφει στο μυθιστόρημά του Ο λαβύρινθος των πνευμάτων την κατάσταση στη χώρα του με τη λήξη του εμφυλίου, μια εικόνα που, όπως θα φανεί μέσα απ’ το έργο του αυτό, παραμένει σε γενικές γραμμές ίδια και απαράλλαχτη και είκοσι χρόνια μετά. Αν κάτι έχει αλλάξει είναι ο τρόπος ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών που τώρα πια δεν γίνεται απροκάλυπτα και στο φως της μέρας, έχοντας το άλλοθι και τη δικαιολογία πως «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», αφού ο σκοπός έχει επιτευχθεί. Τώρα πια τα περισσότερα συμβαίνουν κρυφά και στο σκοτάδι, όπως αρμόζει σ’ ένα καθεστώς που θέλει να προβάλει ως ένα από τα προτερήματά του το ότι χάρη σ’ αυτό επικρατεί τάξη και ειρήνη. Αυτή τη φενάκη που αρέσκεται να καλλιεργεί κάθε ολοκληρωτικό και αντιδημοκρατικό καθεστώς.

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Σεράγεβο, Ιρλανδία, Αφρική: όπου γης και κόλαση

altΓια το μυθιστόρημα της Edna O’ Brien «Μικρές κόκκινες καρέκλες» (μτφρ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, εκδ. Κλειδάριθμος).

Στις 6 Απριλίου 2012, στην εικοστή επέτειο από την έναρξη της πολιορκίας του Σεράγεβο από τις σερβοβοσνιακές δυνάμεις, 
τοποθετήθηκαν 11.541 καρέκλες κατά μήκος των οκτακοσίων μέτρων του κεντρικού δρόμου της πόλης. 
Μια κενή καρέκλα για κάθε κάτοικο του Σεράγεβο που έχασε τη ζωή του στη διάρκεια των 1.425 ημερών της πολιορκίας. 
Οι 643 μικρές καρέκλες αντιπροσώπευαν τα παιδιά που σκοτώθηκαν από τα πυρά ελεύθερων σκοπευτών 
και από το βαρύ πυροβολικό που ήταν ακροβολισμένο στα γύρω βουνά.
Το μικρό αυτό κείμενο, προοίμιο στο βιβλίο της Edna O’ Brien Μικρές κόκκινες καρέκλες, προϊδεάζει τον αναγνώστη μόνο ως έναν βαθμό για το περιεχόμενό του. Διαβάζοντάς το θα συνειδητοποιήσει πως η συγγραφέας μιλά όχι μόνο για τις 11.541 άδειες καρέκλες του Σεράγεβο μα για τις εκατοντάδες χιλιάδες άδειες καρέκλες που υπάρχουν σ’ όλο τον σύγχρονο κόσμο. Καρέκλες που άδειασαν, και συνεχίζουν να αδειάζουν, εξαιτίας της βίας που γεννούν κηρυγμένοι και ακήρυχτοι πόλεμοι, που άλλοι μας απασχολούν όσο διαρκεί ένα δελτίο ειδήσεων και άλλοι που, ενώ εξελίσσονται με μεγάλη σφοδρότητα δημιουργώντας ποταμούς αίματος και δυστυχίας, η καθημερινότητά μας τους έχει εξοβελίσει στο μέγεθος ενός εσωτερικού μονόστηλου εφημερίδας με παρελθούσα ημερομηνία.
H συγγραφέας μιλά όχι μόνο για τις 11.541 άδειες καρέκλες του Σεράγεβο μα για τις εκατοντάδες χιλιάδες άδειες καρέκλες που υπάρχουν σ’ όλο τον σύγχρονο κόσμο. Καρέκλες που άδειασαν, και συνεχίζουν να αδειάζουν, εξαιτίας της βίας που γεννούν κηρυγμένοι και ακήρυχτοι πόλεμοι.
Κι έρχεται η κ. Edna O’ Brien, την οποία δικαίως οι Times χαρακτηρίζουν ως μεγάλη κυρία της λογοτεχνίας, να ανασηκώσει τα πέπλα της συλλογικής λήθης μ’ αυτό της το έργο. Μας οδηγεί σε μια γωνιά της Ιρλανδίας όπου ο γιατρός Βλαντ, πριν αποδειχθεί πως υπήρξε και αυτός άγγελος του θανάτου, που μπορεί να μην εξόντωνε ανθρώπους μέσω ιατρικών πειραμάτων όπως ο σατανικός Γερμανός ναζί Γιόζεφ Μένγκελε, ωστόσο τον συναγωνίστηκε σε αποτελεσματικότητα στρέφοντας τα όπλα του ακόμα και εναντίον αμάχων κάθε ηλικίας και φύλου στο Σεράγεβο, στη Σρεμπρένιτσα, δεν έχει βρει απλώς καταφύγιο αλλά και τη γενική αποδοχή…
Η μικρή ιρλανδική κοινωνία αγκαλιάζει τον κ. Βλαντ γοητευμένη απ’ τη φινέτσα, τον κοσμοπολίτικο αέρα και την πνευματική του καλλιέργεια και του παραδίδεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Η αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, όπως είναι φυσικό, λειτουργεί αποσταθεροποιητικά και διαλυτικά για όλα, σχεδόν, τα μέλη της. Για ένα όμως απ’ αυτά, τη Φιντέλμα, θα σηματοδοτήσει την απόλυτη καταστροφή της, καθώς το τίμημα που θα υποχρεωθεί να πληρώσει, για τη σύναψη ενός ιδιόμορφου ερωτικού δεσμού μαζί του, αποδεικνύεται τελικά πολύ βαρύ για το έγκλημα της.

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος «διαβάζει» 12 Έλληνες ποιητές

markopoulos maties 2Για τη συλλογή δοκιμίων του Θανάση Μαρκόπουλου «Ματιές ενόλω ΙΙ» (εκδ. Μελάνι).
Το έργο δώδεκα ποιητών, τριών της πρώτης γενιάς του μεταπολέμου, τεσσάρων της δεύτερης και πέντε της γενιάς του ’70, ιχνηλατεί ο ομότεχνός τους Θανάσης Μαρκόπουλος μέσα από ανάλογο αριθμό δοκιμίων που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας (2005-2015) στα περιοδικά «Μανδραγόρας», «Νέα Εστία», «Παρέμβαση» και «Πορφύρας» και συγκεντρώθηκαν υπό την ίδια στέγη που φέρει τον τίτλο Ματιές ενόλω ΙΙ, από τις εκδόσεις Μελάνι (προηγήθηκαν το 2003 οι πρώτες Ματιές ενόλω, με οκτώ ποιητές, από τις εκδόσεις Σοκόλη).
Τον «ξένο πόνο» αναζητά και διερευνά για να κατανοήσει και να εισχωρήσει όσο βαθύτερα γίνεται στην ποίηση των άλλων, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι και εξ ιδίας πείρας ότι ένα κείμενο δεν είναι απλώς γράμματα σ’ ένα χαρτί, αλλά ένας ολόκληρος κόσμος που ενυπάρχει στον κάθε δημιουργό, λειτουργώντας πολλές φορές ακόμα και εν αγνοία του ή χωρίς τη δική του συνδρομή, ο οποίος εμφανίζεται και αποκαλύπτεται μόλις αρχίζουν οι λέξεις να μορφοποιούνται συνθέτοντας ιδέες και νοήματα.
Σαχτούρης, Λειβαδίτης, Κωσταβάρας, Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Λυκιαρδόπουλος, Νικηφόρου, Γκανάς, Μαυρουδής, Μπράβος, Γ. Μαρκόπουλος και Φωστιέρης, είναι οι δώδεκα πάνω στο έργο των οποίων σκύβει με σεβασμό και ιδιαίτερη επιμέλεια, δίνοντας σημασία ακόμα και στη λεπτομέρεια, ο Θ. Μαρκόπουλος, χωρίς να διακατέχεται από κάποια διάθεση εξωραϊσμού ή εξιδανίκευσης, αλλά με εμφανή την προσπάθεια να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και γνωρίσματα του καθένα, για να παραδώσει τελικά στους δυνητικούς αναγνώστες του μια υποκειμενική, ωστόσο δίκαιη και έντιμη, αξιολόγηση του αποτυπώματος που άφησαν μέχρι τώρα στη λογοτεχνία μας οι ποιητές αυτοί.
«Δε γράφεται το ποίημα με ξένο πόνο»* είναι ο ακροτελεύτιος στίχος ενός ποιήματος του Θ. Μαρκόπουλου και φαίνεται στα δοκίμιά του πως αυτός είναι ο σταθερός οδηγός του. Τον «ξένο πόνο» αναζητά και διερευνά για να κατανοήσει και να εισχωρήσει όσο βαθύτερα γίνεται στην ποίηση των άλλων, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι και εξ ιδίας πείρας ότι ένα κείμενο δεν είναι απλώς γράμματα σ’ ένα χαρτί, αλλά ένας ολόκληρος κόσμος που ενυπάρχει στον κάθε δημιουργό, λειτουργώντας πολλές φορές ακόμα και εν αγνοία του ή χωρίς τη δική του συνδρομή, ο οποίος εμφανίζεται και αποκαλύπτεται μόλις αρχίζουν οι λέξεις να μορφοποιούνται συνθέτοντας ιδέες και νοήματα. Για να το πετύχει δεν περιορίζεται μόνο στη δική του μελέτη και δεν οχυρώνεται πίσω απ’ το προσωπικό του κριτήριο, ακόμα και αν αυτό είναι προϊόν πολύχρονης και λεπτομερούς έρευνας που σε αρκετές περιπτώσεις είναι ξεκάθαρο πως γεννήθηκε και ωρίμασε ακολουθώντας τον εξεταζόμενο ποιητή βήμα, βήμα, ή για να ακριβολογούμε… στίχο, στίχο. Δανείζεται και χρησιμοποιεί γνώμες και ματιές και πολλών άλλων, κάτι που πιστοποιεί την ξεκάθαρη πρόθεσή του αφενός να διευρύνει την εικόνα που θέλει να παρουσιάσει και αφετέρου να ψηλαφήσει όλες τις πλευρές της κάθε ψηφίδας του ποιητικού τους έργου.

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Ιδού ο άνθρωπος!

Σκέψεις και παρατηρήσεις για το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο τελευταίος πειρασμός» (εκδ. Καζαντζάκη).
Του Μιχάλη Πιτένη
Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνέμα. Νά γιατί το μυστήριο του Χριστού δεν είναι μονάχα μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας. Είναι πανανθρώπινο. Σε κάθε άνθρωπο ξεσπάει η πάλη Θεού και ανθρώπου, και συνάμα η λαχτάρα της φίλιωσης.
Μ΄ αυτά τα λόγια στον πρόλογο του έργου του Ο τελευταίος πειρασμός ο Νίκος Καζαντζάκης αποκαλύπτει στον αναγνώστη του ποιος είναι ο πυρήνας του θέματος που θα αναπτύξει. Δεν είναι βέβαια κάτι πρωτοφανές και μοναδικό. Όπως σημειώνει ο στενός φίλος και συνεργάτης του Παντελής Πρεβελάκης στον πρόλογο ενός άλλου βιβλίου του, του Βραχόκηπου, το οποίο μετέφρασε από τα γαλλικά, τη γλώσσα στην οποία γράφτηκε απ’ το συγγραφέα, «… ο Καζαντζάκης έχει περιγράψει στο Βραχόκηπο, άλλη μια φορά, τη σύγκρουση της σάρκας με το πνεύμα – το δυαδισμό που αποτέλεσε τον άξονα της αισθαντικότητας και της σκέψης του».
Γύρω απ’ αυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στη σάρκα και το πνεύμα, το Θείο και το ανθρώπινο, ο Καζαντζάκης υφαίνει έναν δικό του μύθο, παίρνοντας το μεγάλο ρίσκο να χρησιμοποιήσει ως σαΐτα τον ίδιο τον ιδρυτή του Χριστιανισμού.
Αυτή η σύγκρουση είναι παρούσα και διατρέχει από την αρχή μέχρι το τέλος και τον Τελευταίο πειρασμό, η οποία μπορεί να εκφράζεται πρωτίστως μέσω του βασικού και κύριου προσώπου του δράματος, του Ιησού, ωστόσο είναι ευδιάκριτη και σε όλους τους άλλους πρωταγωνιστές του. Μια σύγκρουση αέναη και καθημερινή, σκληρή και δύσκολη, χωρίς πάντα νικητή. Γύρω λοιπόν απ’ αυτή τη σύγκρουση, ανάμεσα στη σάρκα και το πνεύμα, το Θείο και το ανθρώπινο, ο Καζαντζάκης υφαίνει έναν δικό του μύθο, παίρνοντας το μεγάλο ρίσκο να χρησιμοποιήσει ως σαΐτα τον ίδιο τον ιδρυτή του Χριστιανισμού, στημόνι την ιουδαϊκή κοινωνία των ημερών του Ιησού Χριστού, όπου θα πλέξει τα υφάδια του, που αντλεί τόσο απ’ την Καινή Διαθήκη όσο και από τα απόκρυφα ευαγγέλια και άλλα αποκηρυγμένα από την επίσημη εκκλησία κείμενα τα οποία φαίνεται να γνωρίζει και να έχει μελετήσει σε βάθος.
Το μέγεθος και το εύρος του ρίσκου του είναι ξεκάθαρο απ’ την αρχή καθώς μας συστήνει έναν εντελώς δικό του Ιησού, ικανό όχι απλώς να σκανδαλίσει κάποιον πιστό αλλά και να τον στρέψει ευθύς αμέσως εναντίον του συγγραφέα. Γιατί ο δικός του Ιησούς δεν είναι ένας απλός μαραγκός που σύντομα θα διαπιστώσει το «ουδείς Προφήτης στον τόπο του» όταν αρχίσει να κηρύττει τον λόγο του στους συντοπίτες του: είναι ένας μισητός και αποσυνάγωγος κατασκευαστής σταυρών, συνεργάτης των Ρωμαίων κατακτητών, για τον οποίο ντρέπεται και αγωνιά για την τύχη του και η ίδια η μητέρα του, η Θεοτόκος Μαρία!

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Περιπλάνηση στα σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής

Για το μυθιστόρημα της Οτέσα Μόσφεγκ «Αϊλίν» (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Ψυχογιός).
Ποιες είναι οι πραγματικές, οι κρυφές σκέψεις των ανθρώπων; Τι υπάρχει στην ψυχή τους που επηρεάζει σε μεγάλο ή σε μικρό βαθμό τις αποφάσεις που διαμορφώνουν τη ζωή τους;
Εικάζω πώς στο μυαλό της Αμερικανίδας συγγραφέα Οτέσα Μόσφεγκ υπήρχαν τα παραπάνω ερωτήματα όταν έγραφε την Αϊλίν της. Εικασία που ενισχύεται όλο και περισσότερο καθώς προχωρώ την ανάγνωση του «σκοτεινού» αυτού βιβλίου. Ενός βιβλίου γεμάτου σκιές ανάμεσα στις οποίες κινείται και εξελίσσεται η βασική ηρωίδα του, η Αϊλίν.
Η Αϊλίν της Οτέσα Μόσφεγκ δεν φαίνεται να μπορεί να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία. Σε απωθεί χωρίς να σ’ απομακρύνει. Σε γοητεύει δίχως να θες να την πλησιάσεις. Τη συμπονάς για τη μιζέρια που την περιβάλλει και ταυτόχρονα θυμώνεις μαζί της που η ίδια δείχνει όχι απλώς να την έχει αποδεχθεί, αλλά κάνει και ό,τι μπορεί για να επιδεινώσει την κατάστασή της.
Στη λογοτεχνία υπάρχουν αμέτρητοι ήρωες που λατρεύεις ή μισείς. Που νιώθεις την ανάγκη να αγκαλιάσεις ή να κλείσεις τα μάτια και να χαθούν μαζί με τον φόβο που σου προκαλούν. Η Αϊλίν της Οτέσα Μόσφεγκ δεν φαίνεται να μπορεί να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία. Σε απωθεί χωρίς να σ’ απομακρύνει. Σε γοητεύει δίχως να θες να την πλησιάσεις. Τη συμπονάς για τη μιζέρια που την περιβάλλει και ταυτόχρονα θυμώνεις μαζί της που η ίδια δείχνει όχι απλώς να την έχει αποδεχθεί, αλλά κάνει και ό,τι μπορεί για να επιδεινώσει την κατάστασή της.
Το μεγάλο σκηνικό μες στο οποίο κινείται είναι μια μικρή φανταστική πόλη της Νέας Αγγλίας των ΗΠΑ, το X-ville. Τα δύο μικρότερα σκηνικά, το άθλιο και εγκαταλειμμένο στη βρόμα και τη σήψη πατρικό σπίτι όπου ζει με τον πατέρα της και η φυλακή ανηλίκων όπου εργάζεται. Τα μόνα άλλα σημεία αναφοράς εκτός του σπιτιού και της εργασίας, η κάβα απ’ όπου εξασφαλίζει στον αλκοολικό πατέρα τα αμέτρητα μπουκάλια τζιν που καταναλώνει και το σπίτι του συναδέλφου με τον οποίο η Αϊλίν δεν είναι σίγουρη αν είναι πραγματικά ερωτευμένη ή αν απλώς με το να στήνεται απέναντί του με τις ώρες και να παρακολουθεί από μακριά τη ζωή του είναι κάτι που δίνει ένα κάποιο νόημα και στη δική της ζωή.
Στόχο η Αϊλίν έχει: τη διαφυγή απ’ τη γενέτειρα και τον γεννήτορά της, χωρίς ωστόσο κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο ή πλάνο. Γνωρίζει μόνο τον προορισμό: τη Νέα Υόρκη. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η ζωή της δεν πείθει σε καμιά περίπτωση πως θα το τολμήσει ποτέ. Η ιδέα της φυγής μοιάζει περισσότερο σαν μια χειρολαβή απ’ την οποία κρατιέται όσο τη βοηθούν οι δυνάμεις της, γνωρίζοντας πως αν την αφήσει θα βουλιάξει και θα πνιγεί στον βούρκο μες στον οποίο τσαλαβουτά από τότε που θυμάται τον εαυτό της.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Η Κούβα της ψυχής τους

Για το μυθιστόρημα του Oscar Hijuelos Το κορίτσι απ’ την Αβάνα (μτφρ. Βασίλης Χατζηδημητράκης, εκδ. Κέδρος).
 
Σούρουπο στην Αβάνα. Η νεαρή γυναίκα ξεχύνεται σ’ έναν απ’ τους δρόμους της αγοράς της πόλης με το φόρεμα ξεσκισμένο και τον αγαπητικό της έξαλλο να την καταδιώκει βρίζοντας και χειρονομώντας. Ο νεαρός μουσικός, μάρτυρας της σκηνής, δεν εκπλήσσεται απ’ το γεγονός, συνηθισμένο και επαναλαμβανόμενο στην κοινωνία της Κούβας της δεκαετίας του ’50. Εντυπωσιάζεται απ’ το κάλλος της νεαρής Κουβάνας. Πρώτη και μοναδική του σκέψη να βγάλει την τρομπέτα του και να παρέμβει μουσικά, σώζοντας την απ’ το διώκτη της που δείχνει να ξεθυμαίνει στο άκουσμα της μελωδίας. Είναι η σκηνή που ο Νέστορ Καστίγιο, συνιδρυτής της μπάντας Mambo Kings, συναντά τη Μαρία, τη μούσα που θα του εμπνεύσει τη σύνθεση του τραγουδιού «La bella Maria de mi alma» (Όμορφη Μαρία της ψυχής μου). Του τραγουδιού που έμελλε μερικά χρόνια αργότερα να καταξιώσει τον ίδιο και τους Mambo Kings στο χώρο της μουσικής στις Η.Π.Α. Ένα τραγούδι που κέρδισε μια θέση στα πλέον αναγνωρίσιμα μουσικά θέματα της λάτιν μουσικής.

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Καθημερινοί άνθρωποι, ασυνήθιστα προβλήματα.

Για το μυθιστόρημα της Σύνθια Ντ’ Άπριξ Σουήνι Η φωλιά (μετάφραση. Πόλυ Μοσχοπούλου, εκδόσεις Ωκεανός)
 Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα Η φωλιά της Αμερικανίδας Σύνθια Ντ’ Άπριξ Σουήνι ζουν και δρουν στη σημερινή Νέα Υόρκη. Θα μπορούσε όμως να τα εντοπίσει και να τα αναγνωρίσει κανείς σε οποιαδήποτε άλλη σύγχρονη ανεπτυγμένη κοινωνία. Δεν έχουν κάτι ξεχωριστό και κανένα απ’ αυτά δεν διαθέτει στοιχεία που θα του επέτρεπαν να διεκδικήσει μια θέση στο παγκόσμιο στερέωμα των ηρώων που ξεπηδούν από τις λογοτεχνικές σελίδες και γίνονται σημεία αναφοράς. Είναι οι συνηθισμένοι, αθέατοι χαρακτήρες της καθημερινότητας, που οι ζωές τους, πέρα από κάποιες μικρές αναταράξεις, ακολουθούν μια σταθερή προδιαγεγραμμένη πορεία.

Το ενδιαφέρον των χαρακτήρων, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι μέλη της οικογένειας των Πλαμπ, οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο τους χειρίζεται η συγγραφέας. Με μια χαμηλότονη αλλά μεστή αφήγηση φωτίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, χωρίς να υπερτονίζει ή να υποβαθμίζει κάποιο απ’ αυτά. Χάρτινοι ήρωες, ωστόσο πειστικοί και αναγνωρίσιμοι, που η ζωή του καθενός παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο σαν να είναι το κομμάτι του παζλ που δεν μπορεί να λείπει προκειμένου να ολοκληρωθεί η εικόνα της ιστορίας του βιβλίου.

Συνηθισμένοι, αθέατοι χαρακτήρες της καθημερινότητας, 
που οι ζωές τους, πέρα από κάποιες μικρές αναταράξεις, 
ακολουθούν μια σταθερή προδιαγεγραμμένη πορεία.

Η φωλιά δεν είναι τίποτα άλλο από το καταπίστευμα που ο γεννήτορας των τεσσάρων αδερφών Πλαμπ, δύο αγοριών και δύο κοριτσιών, μερίμνησε να τους κληροδοτήσει, ορίζοντας να τους αποδοθεί την ημέρα που η μικρότερη κόρη θα γιόρταζε τα 40 της χρόνια. Ο εμπνευστής της δεν φανταζόταν βέβαια πως αυτό που ο ίδιος επί των ημερών του έκρινε ως «κάτι που δεν είναι και τίποτα το σπουδαίο, αλλά ένα απλό βοήθημα» θα αυγάτιζε τόσο, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε ένα σεβαστότατο χρηματικό ποσό, το οποίο, αντί να καλύψει «κάποιες από τις ανάγκες τους», θα μπορούσε να τις καλύψει όλες. Ανάγκες που για κάποιους από τους δικαιούχους είχαν γίνει εντωμεταξύ ιδιαίτερα πιεστικές, κάνοντας το καταπίστευμα να φαντάζει ως μια πραγματική φωλιά όπου είχε καταφύγει η μοναδική για αυτούς σωτηρία.

Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Ένα βιβλίο για κάθε εποχή.

¨Ο κήπος του χειμώνα¨ της Kristin Hannah

(εκδόσεις ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ)
        “Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν η μια με την άλλη, η κάθε δυστυχισμένη είναι δυστυχισμένη κατά το δικό της τρόπο.”
         Όταν η αποστεωμένη και εξαντλημένη απ’ την πείνα και τις κακουχίες νεαρή ρωσίδα, που με δυσκολία στέκεται στα πόδια της, παίρνει στα χέρια της ένα αντίτυπο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου του Λέων Τολστόι ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ για να το κρύψει και να το προστατέψει μαζί με τους άλλους θησαυρούς της βιβλιοθήκης του Λένινγκραντ απ’ τους Ναζί που είναι προ των πυλών, δεν μπορεί να φανταστεί πως η φράση με την οποία ξεκινά αυτό το μεγαλειώδες έργο θα χαρακτηρίσει, όσο καμιά άλλη, τη μετέπειτα ζωή της. Μια ζωή που ενώ θα προχωρήσει και θα εξελιχθεί ομαλά σ’ ένα διαφορετικό, μακρινό, περιβάλλον, θα τη σκιάζουν πάντα τα τραγικά και ανομολόγητα γεγονότα της πρώτης νιότης. Χαίνουσες πληγές που δεν επουλώνονται ποτέ εξ αιτίας των απωλειών που τις χάραξαν.
Η αμερικανίδα συγγραφέας Kristin Hannah μας συστήθηκε πριν λίγο καιρό μέσω των εκδόσεων ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ με το πολύ σημαντικό βιβλίο της ¨Το αηδόνι¨. Επανέρχεται μ’ ένα εξίσου ξεχωριστό μυθιστόρημα ¨Ο κήπος του χειμώνα¨, από τις ίδιες εκδόσεις, και καταφέρνει να μας πείσει πως με τις λέξεις της δεν πλάθει μόνο, με ιδιαίτερη επιδεξιότητα, συγκλονιστικές ιστορίες. Το κυριότερο είναι πως ανατέμνει με μεγάλη μαεστρία τους χαρακτήρες των ηρώων της και πετυχαίνει να δώσει στον καθένα τη δική του ταυτότητα που τον καθιστά μοναδικό και αναγνωρίσιμο.
¨Ο κήπος του χειμώνα¨ ξεκινά συστήνοντας μας μια, τυπική, αμερικάνικη οικογένεια των αρχών του 21ου αιώνα. Τα μέλη της, απόλυτα προσαρμοσμένα και εναρμονισμένα με τους ρυθμούς και τις απαιτήσεις της εποχής τους, φαίνεται να ζουν κοντά και ταυτόχρονα μακριά, χωρίς ουσιαστική επικοινωνία. Ο πατέρας της οικογένειας που είναι ο ένας και μοναδικός πραγματικός κρίκος ανάμεσα στη μητέρα, τη γυναίκα του, και τις δύο κόρες τους λίγο πριν πεθάνει κάνει την ύστατη προσπάθεια να τις φέρει κοντά. Φεύγει έχοντας αποσπάσει την υπόσχεση απ’ όλες πως θα το προσπαθήσουν. Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό. Μητέρα και κόρες, ξένες μεταξύ τους σ’ όλη τους τη ζωή, πριν επικοινωνήσουν πρέπει να γνωριστούν. Η μόνη τους επιλογή ένα παραμύθι που συνήθιζε πάντα να λέει η μητέρα που αν και διαθέτει πρίγκιπες και άμαξες, δεν είναι ένα κλασικό παραμύθι με τη γνωστή κατάληξη “ και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.” Είναι μια ιστορία άφατου ανθρώπινου πόνου που πατάει σε δύο σκοτεινές και ζοφερές εποχές της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης. Τα μαύρα χρόνια των διώξεων του Στάλιν πριν το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και το διάστημα της πολιορκίας του Λένινγκραντ απ’ τους Γερμανούς.

Η Kristin Hannah μας ταξιδεύει σ’ αυτές τις δύο συνεχόμενες εποχές, ξαναζωντανεύοντας τες με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, μέσα απ’ τις οποίες ο αναγνώστης θέλοντας και μη μεταφέρεται εκεί και συμπάσχει με τους ταλαιπωρημένους και βασανισμένους αυτούς ανθρώπους που μετατράπηκαν από τη μια μέρα στην άλλη από κυνηγημένοι και φοβισμένοι πολίτες ενός σκληρού ολοκληρωτικού καθεστώτος, σε μαχητές που έδιναν τον υπέρ πάντων αγώνα με γυμνά παγωμένα χέρια για να υπερασπιστούν όχι απλώς μια πατρίδα, αλλά την ίδια τους την ύπαρξη.

Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου επιβιώνει. Στη νέα της πατρίδα, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου θα βρεθεί από τύχη ανοίγει ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή της. Η προηγούμενη όμως δεν ξεχνιέται ποτέ. Το μαρτυρά η μόνιμη θλίψη στα μάτια της, οι μοναχικές ώρες της στον προσωπικό της κήπο, η αλλοπρόσαλλη και ακατανόητη για τους άλλους συμπεριφορά της, ακόμα και προς τις ίδιες τις κόρες της. Ό,τι έζησε πριν είναι αποθηκευμένο στο παραμύθι που πολλές φορές διηγείται. Κωδικοποιημένο και ωραιοποιημένο. Έχει όλα όσα χρειάζεται για να ευτυχήσει και παραμένει δυστυχισμένη. Δεν είναι αγνώμων απέναντι στον άνθρωπο που της πρόσφερε τη δυνατότητα να ξεκινήσει απ’ την αρχή και να ξεφύγει απ’ τη μοίρα πολλών επιζησάντων που ενώ γλίτωσαν απ’ τον πιο αιματηρό πόλεμο της ανθρωπότητας βούλιαξαν και γονάτισαν τον καιρό της ειρήνης, ανήμποροι να απαλλαγούν απ’ τη φρίκη όσων έζησαν και τα φαντάσματα των απωλειών τους. Δυσκολεύεται καθώς δεν είναι εύκολο να διαχειριστεί και να συμφιλιωθεί με τις  δικές της αναμνήσεις που είναι εκεί δίπλα της, σε κάθε βήμα της. Μετά το θάνατο του άνδρα της αντιλαμβάνεται πως και τα δικά της περιθώρια στενεύουν και δε θέλει να φύγει παίρνοντας μαζί της τα μυστικά της. Όσο δύσκολο είναι, όμως, γι’ εκείνη να τα αποκαλύψει, άλλο τόσο είναι και για τις κόρες τους να τα αποδεχθούν. Κάτι που τελικά γίνεται βήμα, βήμα και ενώ η γέφυρα που θα τις κάνει να επικοινωνήσουν χτίζεται και απ’ τις δύο μεριές. Μια γέφυρα που δεν ενώνει απλώς μια μάνα με τις κόρες της, αλλά συστήνει και φέρνει στο σήμερα γεγονότα που δεν θα ‘πρεπε για κανένα λόγο να λησμονηθούν.     

¨Ο κήπος του χειμώνα¨ είναι μια έξοχη ιστορία αγάπης για την ίδια τη ζωή και συνάμα μια κριτική θεώρηση της λεηλασίας των ανθρώπινων υπάρξεων που μπορεί να κινείται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και σε προσδιορισμένους χώρους, ωστόσο θα μπορούσε να την εντοπίσει και να την αναγνωρίσει κανείς σε πολλές άλλες περιόδους από την κτήση του κόσμου αυτού μέχρι σήμερα. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι και το μεγαλύτερο επίτευγμα της Kristin Hannah καθώς πέτυχε να συνθέσει ένα βιβλίο που ανήκει και θα ανήκει σε κάθε εποχή, άξιο να διαβαστεί σήμερα, όπως και στο μέλλον.              

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...