Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σημειώσεις επί προσωπικού.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σημειώσεις επί προσωπικού.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Τα παλιά σινεμά της Κοζάνης.

Τα κυριακάτικα απογεύματα των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων είχαν τα ονόματα τους. ΑΣΤΡΟΝ, ΗΡΩ , ΟΛΥΜΠΙΟΝ, ΡΕΞ , ΤΙΤΑΝΙΑ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ. Αγαπημένοι προορισμοί, σκοτεινές αίθουσες γεμάτες ασπρόμαυρες ή έγχρωμες εικόνες που μας ψυχαγωγούσαν αλλά και πυροδοτούσαν τις φαντασιώσεις και τα όνειρα μας. Κινηματογράφοι της Κοζάνης, μιας άλλης εποχής, επί των οδών Δημοκρατίας, Ειρήνης, Παύλου Μελά, με τις φωτεινές τους επιγραφές και τις γεμάτες φωτογραφίες προθήκες τους που τις χαζεύαμε για ώρα μέχρι ν’ αποφασίσουμε πού θα κόψουμε εισιτήριο. Όπου μας επιτρεπόταν βέβαια καθώς οι καρφιτσωμένες διαγώνια χάρτινες επιγραφές με τα μαύρα γράμματα με φράσεις όπως “κατάλληλον άνω των 13 ετών” και “κατάλληλον άνω των 17 ετών” μας απογοήτευαν αλλά ξέραμε πως, θέλοντας και μη, θα ΄ρχόταν η μέρα που θα τις προσπερνούσαμε καμαρωτοί, σαν κάποια απ’ τα εμπόδια που ξεπεράσαμε στην πορεία για την ενηλικίωση μας.
Η προσπάθεια να εξασφαλιστεί το απαραίτητο χρήμα για την κάλυψη του εισιτηρίου, αλλά και του σάντουιτς με το απαραίτητο μικρό γάλα κακάο ΑΓΝΟ που θα προμηθευόμασταν από τους Σιούλα- Τσικριτζή, τον Λάτσκο ή τον Γεμπεκλή, ξεκινούσε ουσιαστικά απ’ το Σάββατο το βράδυ όταν επαναλαμβάναμε ξανά και ξανά στην μάνα μας πως έπρεπε να μας ξυπνήσει νωρίς το πρωί για να προλάβουμε να πιάσουμε κάποια απ’ τα μανάλια στην λειτουργία του Αη Κωνσταντίνου. Τα εξαπτέρυγα και τα κεριά που σηκώναμε ακολουθώντας τις ψαλμωδίες των παπάδων μες το Ναό σήμαιναν πέντε δραχμές που μας χορηγούσε στο τέλος κάποιος απ’ τους Επιτρόπους, ενώ ο φέρων τον Σταυρό, καημός και μεράκι που μου ‘μεινε ανεκπλήρωτος, κέρδιζε 10 δραχμές, καθώς ηγούνταν της πομπής. Αλλά πώς να τον προλάβεις όταν υπήρχε πάντα κάποιος γρηγορότερος στα πόδια… Μεσημέρι Κυριακής με την τελευταία μπουκιά ακόμα στο στόμα, στο γήπεδο για να δούμε την ΚΟΖΑΝΗ, με είσοδο ελεύθερη για μας τους μυξαρέους , μια ολιγόλεπτη επιστροφή στο σπίτι και αμέσως για το κέντρο της πόλης και τους κινηματογράφους για να προλάβουμε την πρώτη προβολή, που άλλοτε ήταν 5 με 7 και άλλοτε 6 με 8, ανάλογα με την εποχή. Δεν πολυσκοτιζόμασταν όμως ακόμα και αν το έργο είχε αρχίσει. Πολλές φορές ξεκινούσαμε με το δεύτερο μέρος και έπειτα παρακολουθούσαμε και το πρώτο. Κι όχι μόνο εμείς, αλλά κι οι μεγάλοι, κάτι που σχολίασε κάποτε αρνητικά ο ξενομερίτης σύζυγος μιας θείας, “μα είναι δυνατόν να μπαίνετε για να δείτε το έργο απ’ τη μέση; Πού ακούστηκε αυτό;”, για να εισπράξει το… πληρωμένο σχόλιο, “όλα τα ξέρει! Ιπειδής είνι απ’ τ’ν Ανθήνα θαρρεί κάποιους είνι!” Τα κριτήρια επιλογής της ταινίας κυμαίνονταν ανάμεσα στο τι μας επιτρέπονταν να δούμε και στο τι μας προτείνονταν από συνομήλικους, “να πάτε σ’ αυτό. Φαίνεται το βρακί της πρωταγωνίστριας!”, “όλο;” “εμ τι; Του μ’σο;” Πώς να μην παρακολουθήσεις έπειτα και δεύτερη φορά το έργο κι ας ήξερες πως σπίτι θα τ’ ακούσεις για τα καλά. Υπήρχαν φορές που άξιζε τον κόπο και άλλες που έλεγες, “σιγά το βρακί! Κι τ’ς έμασα κι τζάμπα”. Οι μεγάλες ουρές που έφταναν μέχρι έξω στον δρόμο, οι κατάμεστες αίθουσες, συνηθισμένο και συχνό φαινόμενο, ειδικά όταν προβαλλόταν σπουδαίες ταινίες. Τελευταία φορά που θυμάμαι να στηθήκαμε σε ουρά ήταν έξω απ’ το ΑΣΤΡΟΝ. Κυριακή απόγευμα για το πρώτο μέρος του αριστουργήματος του Μπερτολούτσι 1900 και Δευτέρα για το δεύτερο, την μόνη ίσως φορά που πήγα σινεμά καθημερινή στα μαθητικά μου χρόνια. Η εποχή της τηλεόρασης έθεσε στο περιθώριο την εποχή των κινηματογραφικών αιθουσών και σιγά σιγά έσβησαν τα φώτα τους ο ένας μετά τον άλλο. Ευτυχώς όχι όλοι. Για τον ΦΙΛΙΠΠΟ έγινε μια προσπάθεια επαναλειτουργίας του με νέα ονομασία CINEPOLIS, που δυστυχώς δεν μακροημέρευσε, αλλά εκείνο που τα κατάφερε τελικά ήταν το ΟΛΥΜΠΙΟΝ χάρη στις προσπάθειες και το μεράκι της οικογένειας Χαλκίδη και ιδιαίτερα του κ. Τέλη που αποχαιρετίσαμε πριν λίγες μέρες. Σεμνός, σοβαρός, μετρημένος, κέρδιζε τον σεβασμό με την στάση του και την εκτίμηση με την δράση του ως επιχειρηματίας. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω τον Μάη του 1993, όταν μια σύμπραξη δύο ερασιτεχνικών ομάδων της πόλης, ΟΧΛΗΡΟΙ ΠΟΛΙΤΑΙ και ΘΕΑΤΡΟΔΡΟΜΙΟ, αποφάσισε να ανεβάσει την επιθεώρηση μου “Ο βασιλικός κι οι γλάστρες” στον μόνο διαθέσιμο, τότε, χώρο, το κινηματοθέατρο ΟΛΥΜΠΙΟΝ. Ο τρόπος που μας φέρθηκε άψογος και το ενδιαφέρον να βοηθήσει στην καλύτερη προώθηση της παράστασης μας συγκινητικό. Έκτοτε, τον θυμάμαι σε κάθε επίσκεψη μου στον κινηματογράφο να κάθεται στο μπαλκονάκι, αριστερά καθώς ανεβαίναμε την εσωτερική σκάλα του ΟΛΥΜΠΙΟΝ και να σηκώνεται ερχόμενος προς το μέρος μας για να μας υποδεχτεί και ν’ ανταλλάξει μαζί μας δύο κουβέντες. Άπειρες ώρες έχω περάσει σ’ αυτό το σινεμά όχι μόνο βλέποντας ταινίες αλλά και… χορεύοντας τις εποχές που μετατρεπόταν σε κέντρο διασκέδασης, κυρίως την περίοδο της αποκριάς, με το όνομα ΓΑΛΑΞΙΑΣ, αν δεν με απατά η μνήμη μου, πριν ακόμα περάσει στην οικογένεια Χαλκίδη, όταν μας πήγαιναν οι γονείς μας νωρίς το απόγευμα ντυμένους καρναβάλια για να συμμετάσχουμε στα θρυλικά μπαλταφάν, και είναι σίγουρο πως θα τον επισκεφτώ πολλές φορές ακόμα. Πάντα όμως θα ξεχωρίζω τις στιγμές που ανεβαίνουμε αυτά τα σκαλιά με το εισιτήριο στο χέρι, έχοντας την αίσθηση πως βαδίζουμε για να μπούμε σ’ έναν κόσμο μαγικό. Και μπαίνουμε. Έναν κόσμο που συνδέει τα χρόνια της νιότης με τα χρόνια της ωριμότητας, δείχνοντας μας πως αρκούν μερικές όμορφες εικόνες και κάποιες εξαίσιες μουσικές για να νιώσεις σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ένα αντίο στον αγαπητό κύριο Τέλη Χαλκίδη και ένα ευχαριστώ που χάρη σ’ αυτόν έμεινε ζωντανό και θα συνεχίσει να υπάρχει ένα κομμάτι της ζωής μας σ’ αυτή την πόλη. Υ.Γ. 1. ΗΡΩ: Στη μία άκρη του δρόμου όπου γινόταν η καθιερωμένη βόλτα. Η άλλη, το Καμπαναριό του Αη Νικόλα. Γι’ αυτό οι Κοζανίτες χαριτολογώντας ονόμαζαν την βόλτα ως διαδρομή ΗΡΩ- Καμπαναριό, Καμπαναριό- ΗΡΩ. 2. ΡΕΞ: Θερινός κινηματογράφος που πρόλαβα για λίγο και βρισκόταν δίπλα ακριβώς στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ. 3. Μυξαρέοι: Έτσι ονόμαζαν οι μεγαλύτεροι τους μικρότερους.

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Η "Μετέωρη γυναίκα" και μια είδηση απ' τα ψιλά γράμματα.


Μια «μικρή» είδηση, μια είδηση που πέρασε στα ψιλά γράμματα, όπως συνηθίζουμε να λέμε, υπήρξε η αφορμή για το νέο μου μυθιστόρημα «Μετέωρη γυναίκα». Πώς και γιατί την κράτησα ούτε που θυμάμαι. Εξάλλου τις μέρες εκείνες έγραφα άλλο βιβλίο και δεν είχε καμιά σχέση με το θέμα του. Δεν την ξέχασα όμως, αλλά ούτε κι εκείνη εμένα. Κάθε φορά που ανακάτευα τα χαρτιά μου όλο και πεταγόταν μπροστά μου. Να την αγνοήσω; Το προσπάθησα μα αποδείχτηκε μάταιο…
Ξεκίνησα, αλλά πώς να συνθέσεις ένα ολόκληρο ψηφιδωτό έχοντας μόνο μια ψηφίδα στο χέρι και ένα σχέδιο ανύπαρκτο ακόμα;
Η πολύ όμορφη φωτογραφία είναι από την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στην Πτολεμαΐδα στις 30-11-2019

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Το γιορτάσιο.


Άστραφτε το σπίτι. Δεν άφησε γωνιά που να μην την καθαρίσει, άλλοτε πεσμένη στα τέσσερα και άλλοτε ισορροπώντας πάνω στην καρέκλα στις μύτες των ποδιών, με το κορμί τεντωμένο και το δεξί χέρι προτεταμένο για να φτάσει τα φωτιστικά.
Αγωνιούσε. Το γιορτάσιο είχε ξεκινήσει απ’ το πρωί καθώς μερικές φιλενάδες ήρθαν μετά την εκκλησία για τον καφέ, αλλά θα κορυφώνονταν το βράδυ με τις δεκάδες των συγγενών και φίλων να δίνουν το παρόν. Νιώθαμε την αγωνία της απ’ την ώρα που ξυπνήσαμε, κι ας μην έλεγε τίποτα, αν και η δική μας αγωνία ήταν άλλη. Πόσα γλυκά θα περισσέψουν. Δεν είχαμε πολλές ελπίδες. Στο γιορτάσιο του μπαμπά, των Τριών Ιεραρχών, τη μέρα που μόνο στην Κοζάνη γιορτάζει ο Ζήσης, ούτε χιόνι, ούτε κρύο πτοούσε συγγενείς και φίλους.
Λίγο πριν νυχτώσει για τα καλά, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Έλαμψαν τα μάτια της. Η Στέλλα και γω κοιτούσαμε από δίπλα εντυπωσιασμένοι. Τι σαλόνι ήταν αυτό! Βελούδο κόκκινο της φωτιάς. Έκατσα σε μια πολυθρόνα. Το βλέμμα της με επιτηρούσε. Μόλις άρχισα τις δοκιμές αντοχής, με τράβηξε τρυφερά απ’ το χέρι. «Άργησαν να μας το φέρουν και δεν πρόλαβα να κάνω καλύμματα. Ποιος ξέρει τι θα με το κάνουν απόψε;»
Το γιορτάσιο κράτησε μέχρι τις δύο τα μεσάνυχτα. Είμαι σίγουρος πως δεν πήρε τα μάτια της από πάνω του ούτε στιγμή. Την είδα με το που άδειασε το σπίτι και αρχίσαμε να σβήνουμε τα φώτα να το περιεργάζεται και να αγγίζει με τις παλάμες της τρυφερά το βελούδο του, τόσο τρυφερά που σχεδόν ζήλεψα.



Βάλαμε τις πυτζάμες και ο μπαμπάς ένα τελευταίο ποτηράκι. Ξαφνικά, χαλασμός κόσμου. Πού γίνονταν γάμος; Και τέτοια ώρα! Τα όργανα έπαιζαν μπροστά στην εξώπορτα μας. Ο μπαμπάς έτρεξε ν’ ανοίξει. Του ‘φραξε το δρόμο. «Τρελάθηκες; Το σαλόνι… Κι δεν το ‘βαλα καλύμματα».
Ο αδερφός της ο Τάκης Κοκκαλιάρης φώναζε απ’ έξω. «Τζήκα, Τασίτσα, ανοίξτε». Τα όργανα βάραιναν.
Ο Τάκης της είχε αδυναμία. Τρία χρόνια έκανε να την μιλήσει. «Η μάνα σ’ αν ήταν άνδρας, χα να κάνουμι μεγάλη προυκουπή» μου ‘λεγε πάντα.
Έφυγε πρώτος ο Τάκης και η ίδια έβαλε μια μεγάλη φωτογραφία του σε μια όμορφη κορνίζα ακριβώς απέναντι απ’ το σαλόνι. Όταν έφυγε η μάνα μας, κάποιος από μας, δεν ξέρω ποιος, έβαλε τη δική της φωτογραφία δίπλα σ’ αυτήν του Τάκη. Και οι δύο κοιτούν το σαλόνι. Δεν έχασε τίποτα απ’ το χρώμα του, δεν έχει ούτε έναν λεκέ κι ας πέρασαν πάνω από σαράντα πέντε χρόνια…          

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Το “ΠΙΚΑΝΤΙΛΛΥ” και τα μπρατίμια.


Το γαμήλιο ταξίδι. Το ταξίδι στην Κέρκυρα. Η μάνα δεν μας έλεγε λεπτομέρειες. Λιγομίλητη πάντα. Όταν έβλεπε την αδερφή μου και μένα να σκαλίζουμε την παλιά της τσάντα με τα μακριά χερούλια όπου φύλαγε τις οικογενειακές φωτογραφίες και να ανασύρουμε εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες με τις κυματιστές άκρες, περισσότερο χαμογελούσε παρά αφηγούνταν.
Ο μπαμπάς λόγω δουλειάς δεν προλάβαινε να πει πολλά. Αν είχε χρόνο θα έλεγε. Είχε τον τρόπο να ελαφραίνει ακόμα και το δραματικό. Εκμαίευε το γέλιο με το τίποτα, με το λίγο. Χαμογελούσε κι εκείνη, πάντα χαμογελούσε, κουνώντας το κεφάλι. Δεν ήταν πως συμφωνούσε απόλυτα. Ήταν πως θυμόταν.
Το ταξίδι στην Κέρκυρα. Σύμφωνα με τον μπαμπά δεν το δικαιούνταν λόγω οικονομικής δυσχέρειας. Όπως και πολλά άλλα που τα τόλμησε και δεν έχασε. “Όποιος έχει θα χάσει”, συνήθιζε να λέει και δεν βγήκε χαμένος. Ήταν ο τολμηρός. Η μάνα όμως κρατούσε τα ίσα. Αν δεν τον ενθάρρυνε πάντα, φρόντιζε να του στέκεται όταν εκείνος κλονιζόταν.    
 Το γαμήλιο ταξίδι. Με δανεικά και ένα μαγαζί που πριν λίγο καιρό είχε ανοίξει. Το “ΠΙΚΑΝΤΙΛΛΥ” στο νούμερο 4 της οδού Χαρισίου Μούκα στην Κοζάνη. Πώς και γιατί τέτοιο όνομα, μυστήριο που δεν λύθηκε ποτέ. Δεν χρειάστηκε όμως ν’ απαντηθεί το ερώτημα ποιοι ήπιαν την κάβα του μαγαζιού κατά την διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού. Τα μπρατίμια! Τα πρώτα ξαδέρφια και στενοί φίλοι μια ζωή του μπαμπά που έμειναν στο πόδι του. Ο γάμος πήγε καλά. Το μαγαζί σχόλασε. Χωρίς κάβα, έχασαν την αξία τους κι οι καρέκλες και τα τραπέζια. 


Τυχαία, πριν χρόνια, ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα ΘΑΡΡΟΣ έπεσα σε ένα φύλλο του 1960. Ώπα, και διαφήμιση!
ΠΙΚΑΝΤΙΛΛΥ
ΟΛΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΣ- ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΣ

Έτρεξα σπίτι με τη φωτοτυπία. Έβαλε τα γυαλιά του, την είδε γέλασε. Θυμήθηκε το ταξίδι, τα παιδιά που ‘πιαν την κάβα. Κοίταξε στο πλάι την άδεια καρέκλα. Η μάνα είχε φύγει πριν χρόνια (11-4-2009). Άφησε κάτω το χαρτί. Χαμογελούσε αλλά ο νους του ταξίδευε. Πριν φύγει, πέρυσι, τέτοιες μέρες (14-11-2019) πολλές φορές θυμόταν παλιές ιστορίες και πριν τις αφηγηθεί ρωτούσε: Σας το είπα αυτό;
Προσποιούμασταν πως το ακούγαμε για πρώτη φορά και ξεκινούσε. Δίπλα μας, το ίδιο έκανε κι η μάνα. Άκουγε κι εκείνη χαμογελαστή. Όπως πάντα. 


Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Ο κυρ Νικολάκης (Δελιαλής) των βιβλίων μας...


Θαυμάζω τους ανθρώπους που είναι ταγμένοι σ’ έναν σκοπό. Όχι αφοσιωμένοι απλώς. Ταγμένοι. Τους θαυμάζω και ταυτόχρονα τους ζηλεύω. Στα μάτια μου φαντάζουν γεμάτοι, ολοκληρωμένοι, στο βαθμό που μπορεί να είναι ένα ανθρώπινο ον, χάρη στο σκοπό που ορίζει τη ζωή τους και καθορίζει την ύπαρξη τους.

Γνώρισα λίγους τέτοιους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού. Διάβασα για πολλούς περισσότερους, άκουσα για κάποιους άλλους.
Για όλους αναρωτήθηκα. Καλή η θετική πλευρά, αλλά η αρνητική; Ταγμένος σημαίνει και μοναχικός, σίγουρα και αποκομμένος, στερημένος οπωσδήποτε. “Κι η πίτα ολόκληρη κι ο σκύλος χορτάτος” δεν πάει λέει η λαϊκή σοφία και αρκεί, άραγε, σ’ έναν άνθρωπο να σιτίζεται, ακόμα και όλη του τη ζωή, με τα ψίχουλα της καθημερινότητας προς χάρη του σκοπού του;
Κοντεύοντας πια έναν χρόνο στην Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης, μια απ’ τις σημαντικότερες βραδιές που έζησα ήταν αυτή του αφιερώματος στον Νικόλαο Π. Δελιαλή, τον κυρ Νικολάκη των βιβλίων μας, την Κυριακή 25 Αυγούστου. Το Ν. Π. Δελιαλή, τον άνθρωπο που υπήρξε ταγμένος στα βιβλία.
Πάνε σαράντα χρόνια (1979) από τότε που έφυγε, αλλά το αφιέρωμα που του έκανε η Βιβλιοθήκη δεν ξεκινούσε απ’ αυτό το γεγονός αλλά από εκείνο που είναι πραγματικά μείζον, το ότι έζησε, δηλαδή, για πάνω από σαράντα χρόνια (1930- 1972) προς χάριν των βιβλίων, των κειμηλίων και κάθε είδους αναμνήσεων και υπομνήσεων της τοπικής μας ιστορίας, που με αξιοθαύμαστη επιμονή και υπομονή συνέλεξε και διέσωσε, ως μη όφειλε, αλλά επειδή είχε την ανάγκη να το κάνει.

 Αυτός που “...υπήρξεν άνθρωπος ολιγογράμματος, υπό την έννοιαν ότι δεν έκαμεν ειδικάς σπουδάς, αλλά παρέσχεν απόδειξιν δια του έργου του ότι δεν μόνον τα γράμματα, τα οποία αναδεικνύουν χρήσιμον και ευεργετικόν τον άνθρωπον”*, σύμφωνα με τα όσα έγραψε ο Μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος στον επιμνημόσυνο λόγο που του αφιέρωσε έναn χρόνο, περίπου, μετά την εκδημία του.

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Μάθε παιδί μου γράμματα…


Παιδί σκεφτόμουνα, κι ας μην το μαρτυρούσα, ν’ ασχοληθώ με τη μουσική. Σκέψη που δεν καρποφόρησε ποτέ καθώς αξιολογήθηκε, κρίθηκε και απορρίφθηκε στο… μπάνιο. Θυμάστε το κλασικό ερώτημα ¨τραγουδάτε στο μπάνιο;¨ Ακριβώς έτσι.
Κόπηκα, αφού κρίθηκα, όχι απ’ τον πρώτο τυχόντα, αλλά από την ίδια τη μάνα μου που εκτός της απροσμέτρητης αγάπης και αδυναμίας που μου ‘χε διέθετε και ευθυκρισία, στην οποία όπως απεδείχθη δεν έβαζε νερό στο κρασί της, ακόμα κι αν αφορούσε εμένα. 


Η φράση της με το που βγήκα απ’ το μπάνιο ¨μάθε παιδί μου γράμματα γιατί αν πας για τραγουδιστής θα πεινάσεις…¨ ομολογώ πως αρχικά με σόκαρε. Αργότερα φυσικά αναγνώρισα το δίκιο της, όταν εκτός από μια δεύτερη γνώμη (σ. σ. της μάνας μου, γιατί η πρώτη ήταν η δική μου) είχα και ένα πρώτο άκουσμα των φωνητικών μου ικανοτήτων μόλις αποκτήσαμε στο σπίτι κασετόφωνο με δυνατότητα εγγραφής.
Έτσι, αν και με βαριά καρδιά, αποποιήθηκα το όνειρο της εμπλοκής μου με τη μουσική, χωρίς βέβαια ποτέ να πάψω να την αγαπώ ιδιαίτερα, όπως και τους ανθρώπους που έχουν το ταλέντο και ασχολούνται μαζί της.
Και επειδή φαίνεται να ισχύει πως αργά ή γρήγορα θα συναντηθείς με ό,τι εύχεσαι και επιθυμείς στ’ αλήθεια, στάθηκα τυχερός και συναντήθηκα πρόσφατα με τη μουσική όχι μία αλλά τρεις φορές.
Έχουμε και λέμε λοιπόν.
Στην παράσταση «Ταξιδεύοντας» με τη Δήμητρα Καραγιάννη, στην οποία έκανα τη διασκευή και την προσαρμογή των κειμένων που συνέδεσαν τα τραγούδια που ερμήνευσε υπέροχα η νεαρή ταλαντούχα φίλη μου, συνοδευόμενη από τρεις ξεχωριστούς μουσικούς: Τη Δώρα Τανή στο βιολοντσέλο, τη Χρίστινα Τανή στο φλάουτο και το μέγιστο Γιώργο Τζούκα στο πιάνο.
Στο CD που ετοιμάζει ο Μάκης Σεβίλογλου με τσιγγάνικη μουσική της Βαλκανικής, όπου συμμετέχω μ’ ένα κείμενο γι’ αυτούς τους αιώνιους ταξιδευτές.
Στην παράσταση που ετοιμάζει το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης με τίτλο ¨Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια¨. Έχω γράψει το κείμενο και έκανα την επιλογή των τραγουδιών, που θα ερμηνεύσει (κείμενο και τραγούδια) μια μεγάλη κυρία της νύχτας, η κ. Καίτη Τσιμπέρη, και τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Στέλιος Χλιαράς.
Κάπως έτσι μπλέχτηκα και γω με τα της μουσικής και ελπίζω να υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες στο μέλλον. Προς το παρόν είναι ώρα να επιστρέψω σε ό,τι αγαπώ περισσότερο, τη λογοτεχνία, καθώς υπάρχει και ένα μυθιστόρημα που περιμένει να το ολοκληρώσω…                 


Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Η... δική μας θεία Λένα.

Σημειώσεις επί προσωπικού
Τη συνάντησα για πρώτη φορά ένα από τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας, μεταξύ 8 και 12 χρονών, που ένα μεγάλο μέρος τους το περνούσα με τον παππού Μιχάλη και τη γιαγιά Στεργιανή (Μιχαλάκαινα) στη Σαμαρίνα.
Όμορφη και απαστράπτουσα, καλοντυμένη και με έντονα βαμμένα κόκκινα χείλη, με το που την είδα κοκάλωσα. Η εμφάνιση της σίγουρα με θάμπωσε καθώς στα δικά μου μάτια φαινόταν ως μια απ' τις κινηματογραφικές σταρ που μας προκαλούσαν δέος και μας έκοβαν την ανάσα άμα τη εμφανίσει τους στο πανί. Εκείνο όμως που μ' εντυπωσίασε περισσότερο ήταν πως μου τη σύστησαν ως τη θεία Λένα!
Για όλους εμάς που αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε τον κόσμο τη δεκαετία του '60 η θεία Λένα ήταν ένα μυθικό και συνάμα οικείο πρόσωπο. Την ώρα που μεταδίδονταν οι ραδιοφωνικές της εκπομπές σταματούσαν τα παιχνίδια και αφηνόμασταν στις μαγικές της αφηγήσεις που μας ταξίδευαν και μας σύστηναν κόσμους πέρα απ'  τα στενά όρια της γειτονιάς όπου μεγαλώναμε.
Η θεία Λένα, ζωντανή και χαμογελαστή μπροστά μου, απόρησε με το σάστισμα μου και φρόντισε αγκαλιάζοντας με δυνατά, αλλά με τρυφερότητα, να με βοηθήσει να χαλαρώσω. Όταν, επιτέλους, βρήκα τη φωνή μου της είπα εμφανώς συγκινημένος. "Είσαι η θεία Λένα! Η θεία Λένα που ακούω στο ραδιόφωνο!"
Όλοι οι μεγάλοι που ήταν παρόντες γέλασαν. Εκείνη όχι. Απλώς έσκυψε στ' αυτί και μου ψιθύρισε: "Για σένα θα 'μαι πάντα αυτή η θεία Λένα."
Ξαναβρεθήκαμε πολλές φορές τα επόμενα χρόνια. Τις περισσότερες στην αυλή του νεοκλασικού σπιτιού της οδού Παπάφη στη Θεσσαλονίκη, όπου έμενε με το θείο Μανώλη Οικονόμου, το σύζυγο της.

Πάντοτε αναφέραμε, γελώντας, το "πάθημα" μου, να μπερδέψω αυτή τη θεία Λένα, την ξαδέρφη της γιαγιάς Στεργιανής, με τη θεία Λένα (Αντιγόνη Μεταξά) του ραδιοφώνου.  
Η αλήθεια είναι πως στο μυαλό μου δεν τις ξεχώρισα ποτέ. Όταν έμαθα πως έφυγε, πριν μερικά χρόνια, η πρώτη εικόνα που ανέσυρε η μνήμη μου ήταν αυτή ενός ραδιοφώνου philips, παγκοσμίου λήψεως όπως ονομαζόταν, και στ' αυτιά σαν να ήχησε πάλι η φωνή της θείας Λένας. Και το πλούσιο γέλιο της. Όχι της ραδιοφωνικής. Της δικής μας. Μιας θείας που όλοι μας αγαπήσαμε πολύ.
Θυμήθηκα τη θεία Λένα βλέποντας πως χθες (16 Οκτωβρίου) ήταν η επέτειος του θανάτου της Αντιγόνης Μεταξά που σημάδεψε τα παιδικά μας χρόνια. Συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, δημιουργός του πρώτου παιδικού θεάτρου στην Ελλάδα και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, η Αντιγόνη Μεταξά έμεινε στην ιστορία ως θεία Λένα. Γεννήθηκε το 1905 και πέθανε το 1971.
Αναζήτησα τη φωτογραφία της στο διαδίκτυο, για πρώτη φορά, και με το που τη βρήκα είδα έκπληκτος πως είχε το ίδιο ακριβώς χαμόγελο με τη δική μας (ή έτσι θέλησε το δικό μου μυαλό να τα ταιριάξει).

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Β΄ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΟΖΑΝΗΣ

Σημειώσεις επί προσωπικού. 
Όσοι διακονούν τη γραφή, γνωρίζουν πως είναι μια πορεία μοναχική, μακριά απ' την "...πολλή συνάφεια του κόσμου" και τις "...πολλές κινήσεις κι ομιλίες"*.
Ωστόσο κάθε λογοτεχνική συνεύρεση είναι σαν ένα τραπέζι όπου όλοι οι συμμετέχοντες συνεισφέρουν κι όλοι αρταίνονται.

Όσο κι αν γοητεύεσαι απ' τη φωνή σου, ο αντίλαλος της κάποτε σε κουράζει. Νιώθεις την ανάγκη ν' ακούσεις καινούργιες φωνές, να αισθανθείς συμμέτοχος στις αγωνίες των άλλων, να πειστείς πως παράλληλα βαδίζουμε κι όχι μόνοι.
 Πρώτη φορά συνειδητοποίησα την αξία τέτοιων συναντήσεων το μακρινό 1996, Ιούνιο μήνα, όταν με μπροστάρη τον αείμνηστο Άρη Φακίνο συνδιοργανώσαμε στο χώρο της Κοβενταρείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης την πρώτη συνάντηση συγγραφέων.
 Πήραν μέρος κοντά στους 30 συγγραφείς, αλλά και εκπρόσωποι εκδοτικών οίκων. Αρκετοί, δυστυχώς, δεν βρίσκονται πια κοντά μας, όπως και ο Άρης Φακίνος που δύο χρόνια μετά, το Μάη του 1998, νικήθηκε απ'  την καρδιά του. Μόλις είχε ολοκληρώσει την πρώτη γραφή του τελευταίου μυθιστορήματος του,  "Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα". Κυκλοφόρησε απ' τις εκδόσεις Καστανιώτη την ίδια χρονιά. Γι' αυτό μιλήσαμε στη στερνή τηλεφωνική μας επικοινωνία. Του χρωστάω πολλά, αλλά γι' αυτά θα μιλήσουμε μια άλλη φορά...
Για μένα ήταν σημαντικό να τον μνημονεύσω σήμερα με την ευκαιρία της έναρξης του Β΄ Συμπόσιου Λογοτεχνίας της Κοζάνης που διοργανώνει η "Παρέμβαση".
* στίχοι απ' το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη "Όσο μπορείς". 

Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Για την Ελευθερία Βιδάκη

                                                    Σημειώσεις επί προσωπικού

Έβρεχε ασταμάτητα. Αυτή την παγωμένη βροχή του Δεκέμβρη. Μισοβρεγμένος και ολοκληρωτικά παγωμένος χώθηκα σε μια απ’ τις τελευταίες θέσεις της Αίθουσας Τέχνης του Πνευματικού Κέντρου όπου οι ηθοποιοί του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης πρόβαραν τα δύο μονόπρακτα που θα έκαναν πρεμιέρα στις 15 του Γενάρη του 1999. Δύο κωμωδίες. Η μία γραμμένη από μένα. “Η νόσος των παντρεμένων γυναικών”. Η άλλη του Γ. Παφίλη, “Μαξιλαράκια από φελιζόλ”. Κι οι δύο μαζί σε μια παράταση υπό το γενικό τίτλο “Άνω κάτω”.
Δεν το πολυσυνηθίζω να πηγαίνω στις πρόβες των θεατρικών μου έργων. Αναγνωρίζω στο σκηνοθέτη, τους ηθοποιούς και τους άλλους συντελεστές το δικαίωμα να δουν το κείμενο με τα δικά τους μάτια. Το ρόλο σαν ένα ρούχο που για να ταιριάξει πάνω τους πρέπει να το πειράξουν λίγο. Δεν μου βγήκε πάντα σε καλό. Στις  περισσότερες περιπτώσεις όμως το σκηνικό ζωντάνεμα του κειμένου το φώτισε καλύτερα και για μένα. Αποκάλυψε πτυχές του που δεν τις είχα συνειδητοποιήσει γράφοντας το.
Στη “Νόσο” σκηνοθετούσε ο Στέφανος Κοτσίκος. Μέχρι τότε γνώριζα μόνο το όνομα του. Γαλλοτραφής και δημιουργός μερικών σημαντικών παραστάσεων με αθηναϊκούς θιάσους. Κυρίως όμως άνθρωπος ευγενικός, ανοιχτόμυαλος και με χιούμορ. Μιλήσαμε μια και μοναδική φορά σχετικά με το έργο και στις υπόλοιπες συναντήσεις μας σε κάποιο μπαρ της πόλης για οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτό. ¨Έλα μια βόλτα να δεις πρόβα. Να δεις πως πάμε…¨, μου ‘πε ένα βράδυ πριν αποχαιρετιστούμε. Του απάντησα ¨θα ‘ρθω¨ χωρίς να το εννοώ. Σκόπευα να εμφανιστώ στην πρεμιέρα.
Το τηλεφώνημα της Ελευθερίας μου χάλασε τα σχέδια. Ζήτησε να με δει για κάτι σημαντικό. Περίμενα να τελειώσει την πρόβα και μόλις τελείωσε έτρεξε προς το μέρος μου. ¨κ. Πιτένη θα ‘θελα να μιλήσουμε για το έργο. Για την Αρετή… Πότε μπορείτε;¨. Τη συνάντησα με το που πρωτοήρθε στην Κοζάνη και έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις. ¨Η Ελευθερία Βιδάκη. Θα πρωταγωνιστήσει στο έργο σου¨. Μια όμορφη, γλυκιά και συνεσταλμένη νεαρή κυρία για την οποία είχα ακούσει πολλές φορές πως αναδείχτηκε απ’ τη σαπουνόπερα του Ν. Φώσκολου “Καλημέρα ζωή”. Πόσο την αδικούσε αυτή η ανάδειξη! Καταξιωμένη ήδη στο θέατρο, τη μνημόνευαν εξ αιτίας ενός σήριαλ για το οποίο ούτε η ίδια έδειχνε να αισθάνεται άνετα. ¨Ένας ηθοποιός πρέπει και να ζήσει…¨ σχολίασε όταν τη ρώτησα σχετικά με την εμπειρία της αυτή και κόψαμε την κουβέντα. 

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Ο Κ. Μουρσελάς και ο παραλληλισμός του για τους συγγραφείς…

                                                                           Σημειώσεις επί προσωπικού.

Συνάντησα τον Κώστα Μουρσελά μία και μοναδική φορά στην Κοζάνη πριν χρόνια. Δε θυμάμαι ποιος λόγος τον έφερε στα μέρη μας, όπως και τις λεπτομέρειες της συνέντευξης που δέχτηκε να μου παραχωρήσει (σ.σ. η ασυγχώρητη αμέλεια μου να ξεδιαλύνω και να οργανώσω κάποια φορά το προσωπικό μου αρχείο, μου κοστίζει και πάλι. Αδυνατώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου για ποια εφημερίδα ή περιοδικό ήταν η συνέντευξη που του πήρα).                                                      
Είμαι σίγουρος όμως πως ήταν μια χαλαρή κουβέντα, ενδιαφέρουσα απ’ την αρχή μέχρι το τέλος της. Απ’ όσα μου είπε, η φράση που μου έμεινε ήταν ο παραλληλισμός που έκανε ανάμεσα στο συγγραφέα και το… βρικόλακα. “Ο συγγραφέας είναι σαν το βρικόλακα. Ζει μέσα απ’  τις ζωές των άλλων…” ήταν τα λόγια του.
Ξαφνιάστηκα. Χαμογέλασα αμήχανα. Δεν το ‘χα σκεφτεί ποτέ έτσι. Έκτοτε θα μου ‘ρχόταν πολύ συχνά στο μυαλό αυτή του η φράση. Κάθε που πάσχιζα να κτίσω ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα κι είχα ανάγκη κάποιων ηρώων. Μακάρι να ζούσαμε πολλές ζωές, μα ακόμα κι οι πολλές προσωπικές εμπειρίες δεν αρκούν πάντα για να αφηγηθείς μια ιστορία. Άλλοι ονομάζουν όσα οι συγγραφείς παίρνουν απ’  τους ανθρώπους που γνωρίζουν ή απλώς συναντούν, “δάνεια”. Ο Μουρσελάς επέλεξε τον παραλληλισμό αυτό που τον βρήκα πιο ταιριαστό. Τα δάνεια κάποτε μπορεί και να επιστραφούν. Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες απ’ την ώρα που θα πάρουν το φύλλο πορείας απ’ το δημιουργό τους, δεν επιστρέφουν ποτέ. Ζουν πλέον τη δική τους ζωή, μια ζωή που τους χαρίστηκε από κάποιους άλλους κι ας μην το μάθουν ποτέ οι… δωρητές.  
Καλό ταξίδι κ. Μουρσελά. Θα είστε πάντα παρών για πολλά, κυρίως όμως επειδή με την τέχνη σας εμπνεύσατε και τροφοδοτήσατε και άλλες τέχνες. Κι αυτό εκτός από σημαντικό είναι και κάτι που σας έκανε να ξεχωρίσετε…                 

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...