Μετέωρη γυναίκα
(Μυθιστόρημα, εκδ.
Διάπλαση, Αθήνα 2019)
«Η μεγαλύτερη ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί
ποτέ και που κι εγώ δεν έχω κατορθώσει να απαντήσω μετά από τριάντα χρόνια
έρευνας, είναι: «τι θέλει μια γυναίκα;» έγραφε ο Ζίγκμουντ Φρόυντ και στο
μυθιστόρημα του Μιχάλη Πιτένη μοιάζει να αντιστρέφεται το ερώτημα
μεταλλάσσοντας τις λέξεις «θέλω» σε «καθορίζει». «Τι καθορίζει» επομένως τη
γυναίκα στο έργο; Δεν θα περιστραφεί η ανάλυση μας γύρω από την πλοκή, την
εξέλιξη αυτής, τα στάδια τα οποία μετέρχεται ο συγγραφέας ξεδιπλώνοντας
χαρακτήρες και στιγμές. θα στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο ερώτημα που μόλις
θέσαμε. Πριν απ’ αυτό θα υπογραμμίσουμε μόνο το εξής: Η αφήγηση εντάσσεται σε
ρεαλιστικά και μη ρεαλιστικά επίπεδα και διαδραματιζόμενες σκηνές. Κι ενώ θα
ανέμενε ο αναγνώστης αυτού του είδους οι μη ρεαλιστικές σκηνές να καταργούν την
αληθοφάνεια και την τεκμηρίωση των εναλλασσόμενων γεγονότων είναι αυτή η
ακριβώς η αριστοτεχνική δόμηση της πλοκής που απομαγνητίζει τη σκέψη από την
ρεαλιστική αφήγηση. Υποστηρίζω πως ο συγγραφέας Μιχάλης Πιτένης δεν επιδίωκε να
σκιαγραφήσει μία τεχνικά ρεαλιστική ιστορία. Δεν αποτέλεσε πρώτιστο στόχο η
αλήθεια των περιγραφών, αυτή καθαυτή. Βασικό μέλημα υπήρξε η απογύμνωση μίας
πολλαπλότητας ρόλων και περιορισμών τις οποίες υφίσταται η γυναίκα, και όχι
συγκεκριμένα η πρωταγωνίστρια, αλλά η εκάστοτε γυναίκα εγκλωβισμένη στην
πατριαρχία και τον μηχανισμό αναπαραγωγής αυτής στο σύγχρονο περιβάλλον.
Ανέπτυξε με τρόπο ιδιάζοντα την πραγματικότητα των συσχετισμών δύναμης εντός
των σχέσεων τις οποίες ετεροκαθορίζουν οι σχέσεις εξουσίας που διέπουν την
πατριαρχική κοινωνία. Το έργο του αποτελεί ράπισμα στα κατάστιχα της
ανδροκρατούμενης ηθικής και των προεπιλογών τις οποίες η τελευταία ορίζει και
αναγνωρίζει ως αποδεκτά εχέγγυα επιβίωσης στην επιφάνεια των πραγμάτων. Είναι η
γυναίκα φερέφωνο εντεταλμένων δεσμεύσεων; Μήπως το θύμα είναι παράλληλα και
θύτης εντός αυτο-εγκλωβισμού με βασικό πυρήνα αναπαράστασης και
αντικατοπτρισμού μία ηθελημένη άρνηση παραδεδεγμένων αληθειών; Άρνηση, η οποία
δεν κατευθύνει τις προσπάθειες της στην ανατροπή μίας ατροφικής διεργασίας
μαζικού ευνουχισμού συνειδήσεων αλλά στην αποδοχή μίας οριοθετημένης θέσης
εντός των ασφυκτικών πλαισίων ελέγχου που το ίδιο το κοινωνικό σύνολο
αναγνωρίζει ως κοινά θεμιτούς κανόνες εκπροσώπησης. «Επιστρέφω όμως. Όχι βέβαια
για να μείνω. Για να κόψω την αλυσίδα της τελευταίας άγκυρας που με κρατά
δεμένη στο παρελθόν» (σελ. 14). Αυτό το παρελθόν η πρωταγωνίστρια το βιώνει
έντονα ανάμεσα σε ερωτικά πάθη, ηδονικούς πόθους και ανεκπλήρωτες
συναισθηματικές απολήξεις συμπερασμάτων. Είναι ο βάσιμος εντολοδόχος μίας
νοσηρής πραγματικότητας η οποία δεν ξεγυμνώνεται ενώπιον της. Αντίθετα, είναι η
ίδια η οποία παράλληλα με την καταπιεστική όψη του πατέρα απευθύνεται στην εκάστοτε
ανδρική φιγούρα που θα εξέπεμπε αισθηματική γαλήνη καταπραΰνοντας τις δοξασίες
μίας εξουσιαστικής σχέσης ιεραρχιών.
Η ίδια αναπτύσσονταν μέσα από τις οπτικές
ωσμώσεις έτερων αναγκών. Αναγκών, στο βάθος των οποίων καθρεφτίζονταν μία
θελκτική ενοχή για το σώμα και την ερωτική επιθυμία. Η ίδια αυτή επιθυμία
αυτοτραυματίζονταν στην διαδοχή των συντρόφων δίχως ολοκληρωτική απελευθέρωση
του ψυχικού και πνευματικού κόσμου. Η πρωταγωνίστρια, υπονόμευσε την γυναικεία
της φύσης όχι στα χέρια ανήθικων και διεστραμμένων ανδρών αλλά στο όνομα της
τιμωρητικής κοινωνίας, ο δόλος της οποίας επικεντρώνεται στην βάρβαρη
εκμετάλλευση προθέσεων και την αντίστοιχη εκμηδένιση προοπτικών. Το θύμα
μετατρέπεται σε εθελούσιο θύτη των πράξεων και δράσεων που την επαναφέρουν στο
πρότερο παρελθόν μοιάζοντας ανίκανη να αποδράσει από αυτό. Οι κοινωνικές
σχέσεις, ως αρνητικές μεταφράσεις, επενεργούν μεροληπτικά στο εκάστοτε βήμα
ατομικής ανασκευής των ήδη αποδεκτών προωθητικών ενεργειών της ιδίας. «Πέρασα
το μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας μου αποφεύγοντας τους καθρέφτες. Το είδωλο που
θα αντίκριζα το έβλεπα στα μάτια των άλλων. Αν δεν προκαλούσε λύπη, περνούσε
αδιάφορο […] Άραγε από τη μητέρα μου να κληρονόμησα αυτή τη στάση και κάθε φορά
που βρισκόμουν απέναντι στις νουθεσίες ή τις αποφάσεις του Στρατηγού τις
αποδεχόμουν αμίλητη και με σκυμμένο κεφάλι;» (σελ. 17-18). Είναι οι στιγμές
εντός του έργου στις οποίες η αφήγηση της πρωταγωνίστριας ερμηνεύεται ως
αυτογνωσία μίας γενεαλογικής συνέχειας. Όχι με τη βιολογική έννοια του όρου
αλλά την μετακύληση ευθυνών από το παρελθόν στο παρόν και από εκεί στο μέλλον,
επιδιώκοντας την απόσυρση των υποκειμενικών κρίσεων ως προς την αντιμετώπιση
καταστάσεων και προσώπων. Η γυναίκα (μητέρα και κόρη) εμφανίζονται άβουλη η
πρώτη, κλεισμένη στον μικρόκοσμο τον οποίο της προσέφερε ο σύζυγος δίχως
εναλλακτική ήδη από τα χρόνια του γάμου, δυναμικά υποταγμένη η δεύτερη.
Δυναμικά, καθώς η οικονομική ανεξαρτησία ως προστάδιο ελευθερίας του ατόμου
στην καθημερινότητα των υποχρεώσεων δεν λαμβάνεται υπόψη. Αντίθετα, η εξέλιξη
της πλοκής διαπερνά εμβόλιμα την ερωτική περίπτυξη ως θεραπαινίδα όλων όσων η
κληρονομιά του παρελθόντος δεν έλυσε. Η γυναίκα είτε στο ρόλο της μητέρας είτε
στο ρόλο της κόρης δεν λειτουργεί επιβλητικά σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Αποδέχεται τη θέση της και αναπαράγει διαρκώς την ίδια αυτή πορεία πραγμάτων.
Ακόμα και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία οι εξελίξεις αποκαλύπτουν μύχια
μυστικά του οικογενειακού κύκλου, δεν απελευθερώνεται. Δεν ζει, παρά μόνο
βιώνει εμπειρικά την ματαίωση των προσδοκιών της. «Κατηγορούσα τον Στρατηγό.
Μας έπρηξε με τα διαγγέλματα και τις ημερήσιες διαταγές του και το μόνο που
κατάφερε ήταν να μας πείσει πως είχε οχυρώσει καλά τη ζωή μας και δεν θα
κινδυνεύαμε από τίποτα» (σελ 47). Είναι ο οικογενειακός κλοιός του πατέρα με
την αρχομανία των διοικητικών θέσεων εντός του κοινωνικού συνόλου. Ο ίδιος
αυτός κλοιός με κλιμακωτή προωθητική διαδρομή καθορίζει το σκελετό της
γραφειοκρατίας και την ανακύκλωση των παρασιτικών της μορφών εξουσίας. Ρόλοι και
διαπάλες επανέρχονται στο προσκήνιο όχι με στόχο την ανατροπή ανώμαλων
καταστάσεων αλλά την ένταξη νέων μελών στον στίβο της εξωτερικής εικόνας. Η
πρωταγωνίστρια, δεν δίστασε να επιβεβαιώσει τον κανόνα και να αναμειχτεί στη
ρίζα των αιτιών. Δεν ξερίζωσε εαυτόν απ’ την μαζικοποίηση των τεχνικών
προδιαγραφών μίας ταυτόσημης, ανδροκρατούμενης αρχιτεκτονικής, ζωής. Αντίθετα,
προσαρμόστηκε σε ρόλο θύτη-θύματος επιλέγοντας κάθε φορά ποιόν θα
ενεργοποιήσει. Ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία οι εξελίξεις αποκάλυπταν
το στυγερό πρόσωπο της κοινωνικής υποκρισίας η ίδια φρόντιζε όπως το αφομοιώσει
και το εφαρμόσει στις δυνατότητες της.
Καταλήγοντας, η Δομνίκη δεν είναι το σύμβολο
της γυναικείας χειραφέτησης. Δεν αποτελεί συνώνυμο της γυναικείας ανασκευής της
ισορροπίας δυνάμεων κατηγορώντας την ιστορία για την υποδούλωση στην ηθική
εξουσία της πατριαρχίας. Δεν προορίζει εαυτόν για να την αναπλήρωση των ψυχικών,
πνευματικών και συναισθηματικών κενών τα οποία έχει ενστερνιστεί ως μοχλό
επιβίωσης. Είναι ο καθρέφτης του άρρενος συνδαιτυμόνα που την δέσμευσε και στον
οποίο αντικρίζει το είδωλο της με τα ορμέφυτα στάδια της απογαλάκτωσης. Είναι η
πατριαρχία στην αντεστραμμένη θέα του έρωτος.
Αντώνης Χαριστός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου