Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Μαθήματα ακορντεόν.

10 ΧΡΟΝΙΑ ΒΙΒΛΙΑ: Ο Μιχάλης Πιτένης γράφει...

E-mailΕκτύπωση
altΠεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Μιχάλης Πιτένης.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μαθήματα ακορντεόν
Μετρούσε ως το δέκα χτυπώντας ρυθμικά το δεξί πόδι στο πάτωμα. Το κεφάλι σκυμμένο πάνω στο λευκό πετσετάκι που ύφαινε με το τσιγκελάκι της ασταμάτητα. Το μέτρημα διακοπτόταν μόνο όταν ο μαθητής έχανε τις νότες. Το πόδι χτυπούσε νευρικά το πάτωμα, τα παιδικά χέρια κοκάλωναν πάνω στα πλήκτρα κι η ανάσα κοβόταν μέχρι ν’ ακουστεί όλη η παρατήρηση για το λάθος που ‘χε γίνει. «Πάμε πάλι απ’ την αρχή». Το μέτρημα ξανάρχιζε. 
Το παράθυρο, μεγάλο, ξύλινο, σχεδόν ακουμπούσε στο χώμα του δρόμου. Η σίτα που το κάλυπτε συρμάτινη, με μικρές τρύπες. Δεν περνούσε ούτε χαλικάκι. Η δερμάτινη μπάλα ποδοσφαίρου, όμως, που το βάρος της διπλασιαζόταν και τριπλασιαζόταν με τη λάσπη που μάζευε καθώς κυλούσε, είχε αφήσει πάνω στη σίτα τα σημάδια της. «Κατά λάθος» δικαιολογούμασταν κάθε φορά που τραντάζονταν όλο το παράθυρο κι η κυρα-Παναγιώτα σήκωνε το κεφάλι απότομα απ’ το τσιγκελάκι και μας κοιτούσε με άγριο βλέμμα. Λάθος! Τις περισσότερες φορές γινόταν επίτηδες.
Τα παιδιά, τα πιο πολλά κορίτσια, έρχονταν πάντα τα απογεύματα. Ελάχιστα γνωρίζαμε. Έμεναν σ’ άλλες γειτονιές, έξω απ’ την τότε ακτίνα δράσης μας. Όσα κουβαλούσαν μαζί τους ακορντεόν δεινοπαθούσαν.
Τα παιδιά, τα πιο πολλά κορίτσια, έρχονταν πάντα τα απογεύματα. Ελάχιστα γνωρίζαμε. Έμεναν σ’ άλλες γειτονιές, έξω απ’ την τότε ακτίνα δράσης μας. Όσα κουβαλούσαν μαζί τους ακορντεόν δεινοπαθούσαν. Η μπάλα άφηνε ευδιάκριτο σημάδι στα ρούχα. Γελούσαμε, αλλά το ευχαριστιόμασταν περισσότερο σαν πετυχαίναμε το ακορντεόν. 
Το κορίτσι που δέχτηκε την μπάλα στο πρόσωπο έσκυψε με αναφιλητά να μαζέψει το όργανό της που ξέφυγε απ’ τη μαύρη θήκη του και η μια του άκρη βούλιαξε στη λάσπη. Προθυμοποιήθηκα να τη βοηθήσω. Όχι τόσο από φιλευσπλαχνία όσο από περιέργεια. Άγγιξα τα πλήκτρα του. Τόσο λεία! 
«Θέλω να μάθω ακορντεόν!» Ο πατέρας μου έκανε πως δεν μ’ άκουσε. Το επανέλαβα. «Σίγουρα το θες, ή…» Νευρίασα. Κλώτσησα την πόρτα και βγήκα έξω. 

Αποφάσισα να μαζέψω χρήματα. Στο κατάστημα μουσικών ειδών των αδελφών Νικολαΐδη στο κέντρο της Κοζάνης πήρα τη μεγάλη κρυάδα. Θα ‘πρεπε να λέω τα κάλαντα μέχρι τα 25 μου.  
«Έχει η Παναγιώτα το δικό της. Θα μάθεις σ’ αυτό. Κι αργότερα άμα μπορέσει ο μπαμπάς θα σου πάρει ένα» η λύση που πρότεινε η μάνα μου. Την απέρριψα. Στο μυαλό μου υπήρχε καρφωμένη η εικόνα μου να πηγαίνω προς της κυρα-Παναγιώτας με το ακορντεόν κρεμασμένο στην πλάτη. Μέχρι και την ασφαλή διαδρομή είχα βρει για να μη γίνω και γω στόχος της μπάλας.
Ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε. Στο παράθυρο τοποθέτησαν καινούργια, καλύτερη σίτα. Ίσως και να μη χρειαζόταν. Δεξιά και αριστερά παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Η μπάλα χώθηκε από κάτω τους. Χάθηκε. Τα πρωινά το παράθυρο βουβό. Τα απογεύματα ντρεπόμουν να στήσω αυτί παρόλο που το 'θελα πολύ. Είχα ψηλώσει κιόλας, αρκετά, και θα έδινα αμέσως στόχο. 
Απόκριες και το κέντρο διασκέδασης έγραφε στο μεγάλο άσπρο χαρτί που ‘χε αναρτήσει στο τζάμι της κεντρικής του πόρτας, πως θα ‘χε την ορχήστρα του Τούλια. Έπεισα την παρέα μου να κλείσουμε εκεί τραπέζι. Πήγα πρώτος και διάλεξα τη θέση κατάφατσα στην πίστα. Βρισκόταν ανάμεσα τους. Γερασμένη μα καλοστεκούμενη. «Το ακορντεόν κρατά την ορχήστρα. Μαζεύει τα όργανα γύρω του, όπως η μάνα τα παιδιά στην ποδιά της. Αν είναι σωστά δε λέει τίποτα, αλλά αν κάνουν φάλτσο τα μαλώνει, μ’ ένα νεύμα, μια κίνηση, δίχως οι άλλοι να καταλάβουν τίποτα», μου ‘πε χρόνια αργότερα ένας έμπειρος μουσικός. Τα μάτια μου έμειναν πάνω της όλο το βράδυ. Τα ρυτιδιασμένα χέρια της κινούνταν πάνω στα πλήκτρα με γρήγορο ρυθμό. Όπως τότε που κρατούσαν το τσιγκελάκι και το άσπρο νήμα. Πρόσεξα το δεξί της πόδι. Ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα. Μόνο δυο τρεις φορές σταμάτησε απότομα. Δεν κατάφερα να δω αν το βλέμμα της εστίασε σε κάποιον απ’ τους μουσικούς της ορχήστρας. Ίσως όμως και να ‘χε κουραστεί. Μόλις ξανάρχιζε να ανεβοκατεβαίνει ο ρυθμός είχε πια μειωθεί και γω μετρούσα πιο αργά. Ως το δέκα.
Υ.Γ. Δημοσιεύτηκε στο bookpress.gr στις 14-8-2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...