“Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την
ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του
κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι
ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς
την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς
την
στων σχέσεων και των
συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη
φορτική”.
Κ.Π. Καβάφης- ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ
Προσφεύγω σε κείμενα αγαπημένα,
ως να ‘ναι ασφαλή καταφύγια που δεν προφυλάσσουν απ΄ τις βόμβες, γιατί άλλωστε;
Δεν έχουμε πόλεμο… - αλλά από εκείνη τη μακρόσυρτη και συριστική οχλοβοή των
πολυσύχναστων δρόμων, όπου τα μάτια εγκλωβισμένα στην αέναη κίνηση
συμπαρασύρουν και την ακοή σε μια αποχαύνωση που τη ναρκώνει πριν προλάβει να
καταλάβει πως τη νεκρώνει τελικά.
Προσφεύγω. Επιλέγω σκοπίμως αυτό
το ρήμα, αντί για το «προστρέχω». Το επιλέγω γιατί έχει μέσα του τη λέξη φυγή. Από
πού όμως και πώς να φύγεις;
“Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει
δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να ΄ναι στους
Τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το
αίμα τους.”
Οδυσσέας Ελύτης- ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Θυμάμαι το φίλο μου, τον καλό συγγραφέα,
μα πάνω απ΄ όλα ξεχωριστό άνθρωπο, Μήτσο
Κασόλα να διαφωνεί σφόδρα με τους στίχους αυτούς του Ελύτη και να τους παραφράζει
βάζοντας στη θέση των χιλιάδων νεκρών ζωντανούς και αρνούμενος να εκχωρήσει
ούτε μια στάλα αίμα των ζωντανών για να γυρίσουν, επιτέλους, αυτοί οι Τροχοί.
«Μη σώσει και γυρίσουν ποτέ»!
Το ΄πε, ή έτσι θέλω να το θυμάμαι; Για εκείνο που είμαι βέβαιος είναι το μικρό,
πάντα, λογύδριο του, με το οποίο εξηγούσε πως αυτό τον κόσμο τον έφτιαξαν οι
συγγραφείς και οι ποιητές, αρχής γενομένης απ΄ τον Όμηρο, και τον χάλασαν οι
πολιτικοί. Αρχές της δεκαετίας του ΄90 ήταν και τέτοια πράγματα δε λέγονταν. Ίσως
και να μην τα σκέφτονταν πολλοί. Δεν τον αντέκρουα. Όχι χάριν σεβασμού, κάτι
που δεν μου επέτρεπε το νεανικό του σφρίγος κι η ζωντάνια του που δεν
εκμηδένιζε απλώς τη διαφορά ηλικίας μας αλλά τον εμφάνιζε και μικρότερο μου.
“…μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι
ομιλίες”.
Πόσα λόγια έχουν ειπωθεί, και λέγονται, πόση
μελάνι σπαταλήθηκε, και σπαταλιέται, σε άρθρα και βιβλία τα τελευταία χρόνια για
να αντικρουστεί ο Κασόλας; Ακούς εκεί, ο αναιδής, να θέλει ν΄ αλλάξει τους στίχους
του Ελύτη και να ισχυρίζεται πως ο Όμηρος και οι συν αυτώ είναι οι κτίστες του
κόσμου και μαστροχαλαστές του οι πολιτικοί;
Ο Μήτσος βέβαια αγαπάει το Νίκο
Καββαδία. Ευτύχησε μάλιστα και συνέντευξη να του πάρει, απ΄ την οποία προέκυψαν
δύο θαυμάσια βιβλία που τόσο ζήλεψα. Που τα ΄γραψε με την ανάσα του μεγάλου
απόντα ποιητή να τον συντρέχει. Δεν ξέρω ποιο στίχο του μεγάλου ναυτικού θα
διάλεγε ο ίδιος και γι΄ αυτό αυθαίρετα επιλέγω απ΄ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥ (συλλογή ΜΑΡΑΜΠΟΥ, εκδόσεις ΑΓΡΑ- 1995) :
“…Να πεις σ΄ όλους τους φίλους
χαιρετίσματα,
κι αν τύχει ν΄ απαντήσεις την
Ελένη,
πώς μ΄ ένα φορτηγό- πές της-
μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει… ”
Μ΄ ένα φορτηγό μπαρκάρισα! Αν
μαζευόμασταν στα λιμάνια, πόσα φορτηγά πλοία θα χρειαζόμασταν; Όσα ακριβώς ήταν
απαραίτητα. Τον πλεονάζοντα αριθμό τον δημιουργεί πάντα η «κατόπιν ενεργειών
μου» λογική τους που την αποδεχθήκαμε ως νοοτροπία μας.
Κι αν μπαρκάραμε, για πού; Μικρή σημασία
έχει…
Μόνο να μην ξεχάσουμε με το που
θα σηκωθεί η άγκυρα να ΄χουμε ήδη σκαλίσει στην άμμο το στίχο του Κασόλα απ΄ το
ποίημα του Πατρίδα (συλλογή ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ, εκδόσεις Διογένης- 1973):
“Πατρίδα,
τα δοκάρια σου είναι από κόκκαλα”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου