Οι μνήμες επιστρέφουν. Μέσα από μια ξεθωριασμένη
φωτογραφία, με το τσούγκρισμα των ποτηριών και την αναφορά στους απόντες που
τους νιώθουμε δίπλα μας, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια χαρά και στην ίδια λύπη
που τώρα πια μοιραζόμαστε νοερά. Οι μνήμες επιστρέφουν και τα σημάδια τους
είναι πάντα εκεί για να μας δείχνουν το δρόμο.
Μια μικρή Οδύσσεια η διαδρομή Κοζάνη- Σαμαρίνα
κάποτε. Παρόντες όμως κάθε χρόνο, σχεδόν. Κι ας μην είχαμε σπίτι καθώς ό,τι υπήρχε από κάποιο παλιό οικόπεδο των παππούδων χάθηκε σε επεκτάσεις δρόμων και γειτονικών αυλών. Το δικό μας κεραμίδι έλειπε αλλά
ποτέ δεν έλειψε σε κανέναν μας η αίσθηση πως η Σαμαρίνα είναι ο τόπος, είναι το
σπίτι και κάθε που ανηφορίζαμε προς τα εκεί νιώθαμε όπως ο ξενιτεμένος το νόστο
του.
Με τον πατέρα μου πηγαίναμε τακτικά μόνο οι δύο μας.
Κι ως άντρες επιλέγαμε την δύσκολη διαδρομή. Με λεωφορείο του ΚΤΕΛ Κοζάνη –
Γρεβενά, κοντά δύο ώρες, και ύστερα επιβίβαση σε εκείνα τα δίχρωμα μακρυμούρικα
λεωφορεία, σαν αυτά που βλέπουμε σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’50 και
του ’60. Απαραίτητη στάση κάπου μεταξύ Σμίξης και Σαμαρίνας σ’ ένα σκιερό
ξύλινο υπόστεγο όπου ο μπαμπάς ξεδιψούσε με μια μπύρα, καλά παγωμένη μέσα σ’
ένα κιβώτιο με πάγο, και γω εφορμούσα στο πεντανόστιμο ζυμωτό ψωμί και το τυρί
που δεν θυμάμαι όμοιο του να ξανάφαγα.
Όταν έδινε το παρόν όλη η οικογένεια, τα πράγματα
άλλαζαν. Ο κύριος Νικολάκης με το ΤΑΞΙ του μας έπαιρνε μπροστά απ’ το σπίτι μας
στην Καμβουνίων μέχρι να φρενάρει πριν την γκρεμισμένη γέφυρα στην είσοδο της
Σαμαρίνας όπου αποβιβαζόμασταν και περνούσαμε το ποταμάκι με τα πόδια, γιατί με
μας μέσα το αμάξι κινδύνευε να βαλτώσει.
Κακοτράχαλοι στενοί δρόμοι, λάμπες γκαζιού και πετρελαίου, φακοί στα χέρια την νύχτα για να βλέπουμε που πατάμε, στρωματσάδα στα σπίτια των συγγενών, αποχωρητήρια στην αυλή που το βράδυ φοβόσουν να πλησιάσεις, βελάσματα προβάτων, φωνές γαϊδουριών και μουλαριών που ξεκινούσαν φορτωμένα να ανέβουν τις πλαγιές των βουνών τραβώντας για τα μαντριά. Αλλά και μια πλατεία, το χάνι, που έλαμπε ως το ξημέρωμα, με το κλαρίνο και τα χάλκινα να παίρνουν φωτιά, δίπλα στις ψησταριές που έσταζαν απ’ το λίπος των αρνιών, των κεμπάπ και των κοκορετσιών. Η Σαμαρίνα, έμοιαζε περισσότερο σαν ένας τόπος μυθικός, φτιαγμένος από θρύλους και αφηγήσεις που διογκώθηκαν και εξωραΐστηκαν από στόμα σε στόμα, και συνάμα τόσο αληθινή και γήινη.
Στο μεγάλο χορό, τον "Τσιάτσιο" στην αυλή της Μεγάλης Παναγίας, κρατιέμαι απ' το χέρι του πατέρα μου. |
'Αννι μουλτς.... κου σινιτάτι λα τούτου
ντουνια'ου.
Χρόνια πολλά με υγεία σε όλο τον κόσμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου