Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Δεκαπενταύγουστος στη Σαμαρίνα

 

Οι μνήμες επιστρέφουν. Μέσα από μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, με το τσούγκρισμα των ποτηριών και την αναφορά στους απόντες που τους νιώθουμε δίπλα μας, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια χαρά και στην ίδια λύπη που τώρα πια μοιραζόμαστε νοερά. Οι μνήμες επιστρέφουν και τα σημάδια τους είναι πάντα εκεί για να μας δείχνουν το δρόμο.

Μια μικρή Οδύσσεια η διαδρομή Κοζάνη- Σαμαρίνα κάποτε. Παρόντες όμως κάθε χρόνο, σχεδόν. Κι ας μην είχαμε σπίτι καθώς ό,τι υπήρχε από κάποιο παλιό οικόπεδο των παππούδων χάθηκε σε επεκτάσεις δρόμων και γειτονικών αυλών. Το δικό μας κεραμίδι έλειπε αλλά ποτέ δεν έλειψε σε κανέναν μας η αίσθηση πως η Σαμαρίνα είναι ο τόπος, είναι το σπίτι και κάθε που ανηφορίζαμε προς τα εκεί νιώθαμε όπως ο ξενιτεμένος το νόστο του.

Με τον πατέρα μου πηγαίναμε τακτικά μόνο οι δύο μας. Κι ως άντρες επιλέγαμε την δύσκολη διαδρομή. Με λεωφορείο του ΚΤΕΛ Κοζάνη – Γρεβενά, κοντά δύο ώρες, και ύστερα επιβίβαση σε εκείνα τα δίχρωμα μακρυμούρικα λεωφορεία, σαν αυτά που βλέπουμε σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Απαραίτητη στάση κάπου μεταξύ Σμίξης και Σαμαρίνας σ’ ένα σκιερό ξύλινο υπόστεγο όπου ο μπαμπάς ξεδιψούσε με μια μπύρα, καλά παγωμένη μέσα σ’ ένα κιβώτιο με πάγο, και γω εφορμούσα στο πεντανόστιμο ζυμωτό ψωμί και το τυρί που δεν θυμάμαι όμοιο του να ξανάφαγα.

Στην πλατεία της Σαμαρίνας. Στην άκρη δεξιά ο κορνετίστας της ορχήστρας του μαγαζιού, στα δεξιά του τραπεζιού η αδερφή μου η Στέλλα, πίσω της η αφεντιά μου, ο πατέρας μας ο Ζήσης κι η μάνα μας η Τασίτσα και πίσω της, στ' αριστερά, ο παππούς Μιχάλης Πιτένης. Πάντοτε με κοστούμι και γραβάτα.

Όταν έδινε το παρόν όλη η οικογένεια, τα πράγματα άλλαζαν. Ο κύριος Νικολάκης με το ΤΑΞΙ του μας έπαιρνε μπροστά απ’ το σπίτι μας στην Καμβουνίων μέχρι να φρενάρει πριν την γκρεμισμένη γέφυρα στην είσοδο της Σαμαρίνας όπου αποβιβαζόμασταν και περνούσαμε το ποταμάκι με τα πόδια, γιατί με μας μέσα το αμάξι κινδύνευε να βαλτώσει.

Κακοτράχαλοι στενοί δρόμοι, λάμπες γκαζιού και πετρελαίου, φακοί στα χέρια την νύχτα για να βλέπουμε που πατάμε, στρωματσάδα στα σπίτια των συγγενών, αποχωρητήρια στην αυλή που το βράδυ φοβόσουν να πλησιάσεις, βελάσματα προβάτων, φωνές γαϊδουριών και μουλαριών που ξεκινούσαν φορτωμένα να ανέβουν τις πλαγιές των βουνών τραβώντας για τα μαντριά. Αλλά και μια πλατεία, το χάνι, που έλαμπε ως το ξημέρωμα, με το κλαρίνο και τα χάλκινα να παίρνουν φωτιά, δίπλα στις ψησταριές που έσταζαν απ’ το λίπος των αρνιών, των κεμπάπ και των κοκορετσιών. Η Σαμαρίνα, έμοιαζε περισσότερο σαν ένας τόπος μυθικός, φτιαγμένος από θρύλους και αφηγήσεις που διογκώθηκαν και εξωραΐστηκαν από στόμα σε στόμα, και συνάμα τόσο αληθινή και γήινη.

Στο μεγάλο χορό, τον "Τσιάτσιο" στην αυλή της Μεγάλης Παναγίας, κρατιέμαι απ' το χέρι του πατέρα μου. 


 Τέτοια μέρα, 15 του Αυγούστου, έτσι ή αλλιώς, δίναμε το παρόν. Μας περίμενε ο παππούς Μιχάλης κι οι φίλοι του στην πλατεία, στον Αβέλα, ή στο Χώτο, στεκόταν στην πόρτα του νοικιασμένου σπιτιού της η γιαγιά Μιχαλάκαινα, κατά κόσμον Στεργιανή, για να μας υποδεχτεί. Αλλά τέτοια μέρα και εκείνες τις ώρες δεν ήταν για μέσα. Τα όργανα χτυπούσαν ήδη στην πλατεία και μπορεί ο τρανός χορός, ο Τσιάτσιος, να ήταν την επόμενη μέρα στην αυλή της Μεγάλης Παναγίας, αλλά μας καλούσαν άλλοι χοροί στο χάνι. Κι εκεί, ανάμεσα στους μεγάλους που ιδρωμένοι και με τα πουκάμισα έξω απ’ τα παντελόνια χόρευαν εκστασιασμένοι δίπλα σε κυρίες που λες και βρισκόταν σε κάποιο κοσμικό γκαλά φορούσαν ό,τι καλύτερο μπορούσαν από χρυσαφικό και στολίδι σε έναν άτυπο ανταγωνισμό μεταξύ τους, χωνόμασταν και εμείς περιμένοντας πότε θα βαρέσουν «Τα παιδιά της Σαμαρίνας». Ούτε ξέραμε τι ήθελαν να πουν τα λόγια, ούτε κανείς μπήκε στον κόπο να μας το εξηγήσει. Μέχρι να το μάθουμε μόνοι μας, αφηνόμασταν κι εμείς να παρασυρθούμε σ’  αυτή τη μοναδική μαγεία που μόνο η Σαμαρίνα έχει…

'Αννι μουλτς.... κου σινιτάτι λα τούτου ντουνια'ου.
Χρόνια πολλά με υγεία σε όλο τον κόσμο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...