Δεν το περίμενα. Ή μάλλον δεν το φανταζόμουν. Να κερδίσω
τόσα πολλά απ’ το τελευταίο θεατρικό μου κείμενο, το λιμπρέτο του μιούζικαλ “Χριστούγεννα
ξανά”.
Το παρέδωσα 13 Αυγούστου. Μες το κατακαλόκαιρο. Ένα κείμενο
πενήντα σελίδων, που εμπεριείχε και τους στίχους των δέκα επτά (17) τραγουδιών.
Το άφησα στα χέρια του Παναγιώτη Δημόπουλου για να το ντύσει μουσικά. Αφοσιώθηκα
στην τελική διόρθωση του μυθιστορήματος μου “Μετέωρη γυναίκα” που θα κυκλοφορούσε
τέλη Οκτώβρη, αρχές Νοέμβρη.
Μίλησα λίγο, ελάχιστα, με τον σκηνοθέτη Ευθύμη Χρήστου
που ανέλαβε να το στήσει επί σκηνής. Συναίνεσα όταν μου είπαν πως έπρεπε να
κοπούν δύο τραγούδια και κάποιες φράσεις (ατάκες) των διαλόγων καθώς θα ξεπερνούσε
τις δύο ώρες και θα κούραζε.
Δεν είχα ιδέα ποιοι θα παίξουν τελικά, εκτός των δύο που
ζήτησα να συμπεριληφθούν οπωσδήποτε. Δημήτρης (Τάκης) Συνδουκάς και Γιώργος
Κοντορίκος δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Φορτωμένοι κι οι δύο από άλλες παραστάσεις
ήταν ξεκάθαροι απέναντι μου. «Αφού μας το ζητάς, πώς να πούμε όχι;». Χάρηκα,
πάρα πολύ, που για μια ακόμα φορά στα είκοσι έξη χρόνια της συνεργασίας μας μοιραστήκαμε
κάτι που φάνηκε πως ο κόσμος το αγάπησε. Το στήριξε. Δεν είναι και λίγοι κοντά
1.200 θεατές σε τέσσερις (4) μόλις παραστάσεις!
Μάθαινα, μέσες άκρες, πώς εξελίσσονται τα πράγματα, αλλά
σε πρόβα πήγα στο τέλος. Μόλις μια βδομάδα πριν την πρεμιέρα.
Κάθισα δίπλα στο Γιώργο (Κοντορίκο). Η μουσική του
Παναγιώτη (Δημόπουλου) εξαίσια. Μέχρι κι οι στίχοι μου άρεσαν! «Εγώ τους έγραψα»,
ψιθύρισα με περηφάνια στο Γιώργο. Γέλασε.
Πρόσεξα πως τα παιδιά που συμμετείχαν στην παράσταση,
ηθοποιοί και χορωδοί, με κοιτούσαν πασχίζοντας να ανιχνεύσουν από κάποια γκριμάτσα
του προσώπου μου το πώς μου φάνηκε. Τους χαιρέτισα έναν έναν συγχαίροντας τους.
Δεν ήταν έτοιμοι ακόμα αλλά βρισκόταν σε καλό δρόμο.
Στο σπίτι ξανάριξα μια ματιά στο κείμενο. Αναζήτησα το
σημείο που θυμόμουν πως είχα γράψει κάτι για το γέλιο των παιδιών. Φράσεις που ‘χα
βάλει στο στόμα του γελωτοποιού, την ώρα που προσπαθεί να νουθετήσει το Βασιλιά
που μάταια πασχίζει να εξαφανίσει το γέλιο:
“Θέλεις να εξαφανίσεις κάτι που η φύση
απλόχερα χαρίζει στον άνθρωπο, που είναι εφάμιλλο με την αναπνοή του,
συνυφασμένο με την ίδια την ύπαρξη του. Δες τα μωρά. Κάποια κλαίνε με το που θα
γεννηθούν, κάποια γεννιούνται ήσυχα μ’ ένα μικρό αναστεναγμό, μα όλα, όλα,
σύντομα γελούν. Γελούν με το τίποτα, με το ελάχιστο, με το κάτι… Γελούν
συνέχεια, ασταμάτητα και όσο περισσότερο γελούν τόσο περισσότερο ποτίζουν το
δένδρο της ζωής κι αυτό ανθίζει και καρπίζει… Κι η αλήθεια είναι πως αυτό το
δένδρο όσο κι αν προτιμάει να το ποτίζουν ποτάμια γέλιου, του αρκούν και
μερικές σταγόνες για να επιβιώνει. Τις σταγόνες που του προσφέρει κάθε παιδί
που γεννιέται, κάθε παιδί που γελά καθώς παίζει…”
Την επομένη έλαβα ένα μήνυμα στο facebook από τον
μοναδικό άνδρα της χορωδίας, τον νεαρό Νίκο Βογιατζή, για το πόσο τον άγγιξαν οι
στίχοι του τραγουδιού που ουσιαστικά συνοδεύουν τα λόγια του γελωτοποιού:
“Τον εαυτό σου μπορείς
απ’ όλα να τον στερείς
μα πως απαγορεύεται σ’ ένα παιδί να πεις
Όταν στα μάτια σε κοιτά
Με τα δικά του ανοικτά
Και προσμένει να του δώσεις χαρά
(ρεφραίν)
Σ’ ένα χαμόγελο παιδιού
Ακόμα κι αν είναι αλλουνού
Όλος ο κόσμος χωρά
Και το χαμόγελο αυτό
Ποτέ δεν είναι ακριβό
Το παίρνεις χωρίς να δώσεις πολλά.
Στου παιδιού την ψυχή
Πάντα μετράει πολύ
Κι ένα μικρό παιχνίδι
Τότε βλέπεις γελά
Παντού
σκορπίζει χαρά
Κι έτσι λες η ζωή πως αξίζει.”
Με συγκίνησε η ευαισθησία του παιδιού αυτού.
«Θέλω να το χαρείτε πρώτα εσείς», τους είπα. «Κι αν το
χαρείτε, η χαρά σας θα πάει κάτω στην πλατεία στους θεατές, θα διαχυθεί σ’ όλη
την πόλη». Κι έτσι έγινε.
Μετά την πρεμιέρα την ώρα που σχολιάζαμε για το ποιο απ’
τα τραγούδια φαίνεται ν’ αρέσει περισσότερο ο σκηνοθέτης είπε πως μόλις διάβασε
τους στίχους του τραγουδιού «Η αγάπη μπορεί» συνειδητοποίησε πως εκεί βρισκόταν
όλο το νόημα του έργου και με βάση αυτό έστησε την παράσταση.
“Για θαύματα είπαν πολλά
Κανένα όμως δεν είδα
Μόνο η αγάπη μου ‘δινε πάντοτε ελπίδα
Η αγάπη μπορεί τα βουνά να κινήσει
Να φιλιώσουν οι εχθροί
Και να σβήσουν τα μίση
(ρεφραίν)
Ν’ αγαπάς, μόνο αυτό να ζητάς
κι ας με λένε τρελό
Όλης της γης το χρυσάφι γι’ αυτό
Να σκορπάς
Δρόμο θα ‘χεις ανοιχτό
Και κανένα καημό
Την αγάπη για τίποτα, πες, δεν χαλαλίζω.
Της αγάπης ο καρπός,
Ακόμα κι αν είναι μικρός
Πολλά θα σου δώσει
Φτερά θα βγάλει η καρδιά
Θα σε πάει ψηλά
Στα
σύννεφα θα σε σηκώσει.”
Χαμογέλασα. Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου. Μοιράζεσαι. Δίνεις
αλλά και παίρνεις πολλά. Απ’ αυτή την παράσταση πήρα πολλά περισσότερα απ’ όσα
έδωσα. Την τελευταία μέρα τα μέλη της χορωδίας μου πρόσφεραν μια κάρτα όπου
έγραφαν: “Ευχαριστούμε από καρδιάς που η συγγραφική σας πένα μας επέτρεψε να
ενώσουμε τις φωνές μας στην έμπνευση και το όνειρο σας αλλά και να γνωρίσουμε
και να αγαπήσουμε λίγο ακόμα τον εαυτό μας και τον δίπλα μας! ”
Τι περισσότερο να ζητήσω πλέον εγώ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου