Της Αγνής Παπακώστα, φιλολόγου.
Η παρουσίαση ενός βιβλίου, ιδίως επειδή απευθύνεται σ'
ένα εν δυνάμει αναγνωστικό κοινό, το οποίο δεν έχει μυηθεί
ακόμα στο λογοτεχνικό σύμπαν του και με την προοπτική να το
παρακινήσει να το εξερευνήσει, είθισται να περιστρέφεται με διθυραμβικό τρόπο
γύρω από τον μύθο και την ιστορία του, ώστε να αποτελέσει μια
γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στο δημιουργό και τους αναγνώστες
του.
Η Προφητεία του Μότσαρτ του
Μιχάλη Πιτένη αντιστέκεται σθεναρά σε μια παρόμοια τακτική
παρουσίασης, όχι τόσο γιατί ο μύθος είναι πλεγμένος με τέτοιο
τρόπο, ώστε να είναι δύσκολο να αποδοθεί με μια αφηγηματική, αναδιηγηματική διάσταση, αλλά
κυρίως επειδή κάτι τέτοιο θα στερούσε πολλά
από τη δυναμική του ίδιου του βιβλίου που επιβάλλεται με περισσότερους και ουσιαστικότερους τρόπους απ' ό,τι η
υπόθεση, ο μύθος του. Με άλλα λόγια, το βιβλίο προκρίνει άξονες λογοτεχνικούς και θεωρητικούς που το καταξιώνουν
αισθητικά και εδραιώνει ουσιαστικά τη
λογοτεχνική του υπόσταση μέσα από ένα μωσαϊκό
αναφορών και διακειμενικών επιδράσεων, τις οποίες θα συνοψίσω στο δίπολο αυτοαναφορικότητα αφενός και ο
ρόλος της γυναίκας συμβόλου αφετέρου.
Η αυτοαναφορικότητα ως εργαλείο
προσέγγισης που προσφέρει η θεωρία της λογοτεχνίας για το
ξεκλείδωμα του λογοτεχνικού κειμένου συνίσταται στην άμεση ή έμμεση παραπομπή
στον τρόπο με τον οποίο δομείται το ίδιο το κείμενο και σ' ένα δεύτερο επίπεδο,
ευρύτερα, στο σύνολο των αναφορών που το καθιστούν δίαυλο
επικοινωνίας του συγγραφέα με άλλες μορφές τέχνης στη διαχρονική τους διάσταση.
Το καταπληκτικό με την Προφητεία του Μότσαρτ είναι
το γεγονός ότι, με βάση τον παραπάνω απλουστευτικό ορισμό ενός
σύνθετου όρου της λογοτεχνικής θεωρίας, η αυτοαναφορικότητα καθίσταται η κυρίαρχη εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης απ' τις
πρώτες σελίδες του βιβλίου και η
αίσθηση αυτή, όσο προχωρά η ανάγνωση εδραιώνεται, καθώς για την επίτευξη της
συνεργάζονται όλα τα επιμέρους δομικά στοιχεία του ίδιου του κειμένου: ο
μύθος με ό,τι τον απαρτίζει (πρόσωπα, χρόνος,
χώρος), η αφηγηματική τεχνική, η προοδευτική αποκάλυψη, η σταδιακή και με προσεκτικά βήματα δόμηση της
ιστορίας, το σπαραγματικό στοιχείο, η
εγκιβωτισμένη αφήγηση και οι επίμονες αναφορές
με διεισδυτική, λεπτομερή παράθεση στοιχείων που καλύπτουν διάφορους τομείς του επιστητού και της αισθητικής
με κυρίαρχη την ποιοτική υπεροχή της μουσικής της οποίας ο κομβικός
ρόλος θ' αναλυθεί στη συνέχεια σε συνάφεια με τον τίτλο του βιβλίου.
Η αναλυτικότερη παρουσίαση των παραπάνω σημείων και η στενή παρακολούθηση του τρόπου με τον οποίο συμπλέκονται
και διαπλέκονται θα οδηγούσε αβίαστα
στη διαπίστωση πως το πιο προκλητικό και ώριμο στοιχείο του βιβλίου
αποτελεί η αφηγηματική του τεχνική. Μέσα από
μια τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή με καθολική εποπτεία στο
χώρο, το χρόνο και τα πρόσωπα στη μυθική, μυθοπλαστική
ή ιστορική τους διάσταση ξετυλίγεται με σπειροειδή τρόπο η ιστορία με την πολύτιμη
συνδρομή του διαλόγου που φωτίζει καλύτερα
τις πράξεις, τις προθέσεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων. Κι ενώ η πρακτική αυτή τηρείται ευλαβικά και δεν
ανατρέπεται ουσιαστικά ποτέ σ' όλο το εύρος της ιστορίας, ο μύθος δραστικά κυριαρχείται και κατατρύχεται από
τη δυναμική του χρόνου, υπονομεύοντας
έτσι την επίφαση της συνέπειας της τριτοπρόσωπης
αφήγησης. Η αντικειμενικότητα του ουδέτερου, εξωτερικού παρατηρητή φορτίζεται έντονα και φαλκιδεύεται από τη συμβολή της χρονικής διάστασης που κατακερματίζει
τον ενιαίο αφηγηματικό ιστό σε
επιμέρους σπαράγματα ιστοριών που μ' έναν εκπληκτικό τρόπο συνδέονται
στο τέλος του μυθιστορήματος.
Ο μύθος, λοιπόν, σε άμεση
συνάφεια με το χρόνο (βασικό συστατικό στοιχείο της αφήγησης) κινείται σε δύο
επίπεδα: ένα παρελθοντικό που καλύπτει περίπου τη δεκαετία
1909-1919 κι ένα παροντικό ως προς το χρόνο αφήγησης που εκτείνεται στο διάστημα
των τελευταίων μηνών του 2008.
Το παρελθόν διεκδικεί ισότιμη θέση με το παρόν ποσοτικά και κυρίως ποιοτικά και το σταδιακό ξεδίπλωμα του, όχι απλά
βοηθά στην κατανόηση των παροντικών
εξελίξεων, αλλά δημιουργεί διαλεκτικά ζεύγη
καταστάσεων, προσώπων και συσχετισμών που ενώνονται αδιόρατα και καθοριστικά από μια πανάρχαια μοίρα
της οποίας τα νήματα κινεί μεθοδικά
και με τέχνη ο συγγραφέας. Η παρελθοντική χρονική διάσταση δομείται γύρω
από δύο επίπεδα και οριοθετείται με μια διπλή
τακτική: εισβάλλει δυναμικά στην αρχή του βιβλίου, τοποθετώντας τη δράση στο Ελ Φαγιούμ της Αιγύπτου το 1909,
δημιουργώντας άμεσα το συνειρμό προς τα εξαιρετικής αισθητικής νεκρικά
πορτρέτα Φαγιούμ, παραπομπή που επαληθεύει ο
μύθος στη συνέχεια, για να συμπληρωθεί και
να κλειδωθεί μ' όλα τα μυστικά, τα κενά και τα αναπάντητα ερωτήματα που εγείρει μέσα σε μια εκτενή,
εγκιβωτισμένη αφήγηση- εν είδει
χειρογράφου που έχει φτάσει στα χέρια των ηρώων που κινούνται στο
επίπεδο του αφηγηματικού παρόντος.
Η επιλογή της εγκιβωτισμένης αφήγησης, ως
ένα είδος υπό-κειμένου, εγγεγραμμένου στο
ευρύτερο σύμπαν του βιβλίου, ενισχύει την προοπτική της
αυτοαναφορικότητας, καθώς ο τρόπος που επιλέγεται, για να συμπληρωθεί η γνώση των γεγονότων του παρελθόντος, είναι ενδεικτικός
της φύσης, της ιδιαιτερότητας του βιβλίου και του τρόπου με τον οποίο αρθρώνεται και διεκδικεί την υπόσταση
του. Τίποτα δεν είναι απλό: η αναζήτηση της αλήθειας είναι επίπονη,
εναγώνια, γοητευτική.
Αν τα παραπάνω ισχύουν ως προς την
κυρίαρχη λειτουργία του εγκιβωτισμού, υπάρχει, ωστόσο, και η πιο έμμεση και
διεισδυτική, καθώς αυτή η πολυδύναμη, παρένθετη αφήγηση λειτουργεί και ως
γέφυρα μετάβασης
στο άλλο χρονικό επίπεδο, αυτό του παρόντος. Για δεύτερη φορά σημειώνεται η
τάση το φανερό, το οφθαλμοφανές να οδηγεί με μια προσεκτικότερη ματιά στο
εσώτερο, το πιο ουσιαστικό, υπονομεύοντας πάντα την αρχική
εντύπωση. Επομένως, το κείμενο παρέχει, από την αρχή ακόμα, ενδείξεις
και υπαινιγμούς για τον τρόπο σύνθεσης και δόμησης του, τάση
καθαρά αυτοαναφορική, που εξηγείται επιπλέον και από το γεγονός ότι, παρακολουθώντας ακόμα
και αριθμητικά τις σελίδες του βιβλίου, το
παρελθόν παρουσιάζεται αρχικώς υπαινικτικά, αποσιωπάται προκλητικά σε ένα σημαντικό κομμάτι του μύθου μέχρι να
φτάσει κανείς στον εγκιβωτισμό, όπου και ολοκληρώνεται ως προς το ιστορικό
του μέρος.
Απ΄ την άλλη, το παρόν,
παρουσιασμένο με μια σχετικά πιο ευθύγραμμη, ομαλή πορεία, με πρόσωπα που
συνεχώς εμπλουτίζουν την υπόθεση και με
παράλληλες ιστορίες ανθρώπων τυπικά άσχετων μεταξύ τους, δεν μπορεί ν1
αποκτήσει καμιά ουσιαστική χρονική ή αφηγηματική ταυτότητα, αν δεν συσχετιστεί με τον προεξάρχοντα παρελθοντικό μύθο που
λειτουργεί αρχετυπικά, ως μήτρα του λογοτεχνικού υλικού.
Κατά συνέπεια, το ποσοτικά
υπερισχύον παρόν που παρουσιάζεται αφηγηματικά πιο τακτοποιημένο θα
παραμείνει ένδειξη σπαραγματικής δομής, αν
δεν συσχετιστεί με το παρελθόν που το έχει στιγματίσει. Οι ανατροπές, λοιπόν, και οι υπονομεύσεις δεν
λειτουργούν μόνο ως προς το εξωτερικό
επίπεδο, αυτό της υπόθεσης και του μύθου, κάτι που είναι άμεσα αντιληπτό, αλλά
επεκτείνονται και στον τρόπο ύφανσης, σ' ένα επίπεδο πιο δυσδιάκριτο και
θεωρητικό.
Αν όλα αυτά ισχύουν για το χρόνο με τη συμβατική του
σύλληψη (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και με τις μυθικές-μεταφυσικές προεκτάσεις που αναπόφευκτα παίρνει στο συγκεκριμένο βιβλίο,
τότε διευκολύνεται κανείς να συλλάβει
τον πολυδύναμο ρόλο του και ως προς το χωρικό-τοπικό στοιχείο, το οποίο
κυριολεκτικά συμπαρασύρει. Οι χρονικές εναλλαγές πυροδοτούν και αλλαγές
του τοπικού σκηνικού: η Αίγυπτος με το μυθικό-αινιγματικό πέπλο που την
περιβάλλει ως τοπική αφορμή και αφετηρία
ξεδιπλώνει μια περιπλάνηση τυχοδιωκτική και αστυνομική στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Κάθε πόλη συμβολίζει
και μια διάσταση της υπόθεσης και ίσως
και του πραγματικού ρόλου της: το Ελ Φαγιούμ τον μυστηριώδη αιγυπτιακό πολιτισμό, η Βιέννη τη μουσική, οι Βρυξέλλες το θέατρο των πολιτικών εξελίξεων, το
Στρασβούργο την Ευρωπαϊκή Ένωση, η
Αθήνα τον πρόθυμο υπηρέτη της Ευρώπη αλλά και την κοιτίδα του πολιτισμού, η Κοζάνη τη βιβλιοθήκη με τα σπάνια χειρόγραφα της.
Η συμπλοκή χώρου-χρόνου γίνεται
ευκρινέστερη, αν αντιληφθεί κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος
του παρελθόντος εκτυλίσσεται σε συμπαγή σχεδόν χώρο,
τη γαλλική επικράτεια,(με εξαίρεση την αναφορά στην Αίγυπτο), ενώ η
ουσιαστική εναλλαγή τόπων με κατάληξη τον ελληνικό έδαφος όπου και κλείνει η
ιστορία, σημειώνεται στο επίπεδο του παρόντος. Το
αραγές και κυρίαρχο παρελθόν διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία και ως
προς το χώρο, σε αντίθεση με το διασπασμένο αφηγηματικά παρόν που προσπαθεί να
συσταθεί μέσω της περιπλάνησης στον χώρο ή τη διάσταση.
Η διαπραγμάτευση των παραμέτρων του χώρου και του
χρόνου υπό το πρίσμα
αυτό οδηγεί στα πρόσωπα, το πολυπληθές σύνολο των ηρώων που
και πάλι μας συστήνονται υπό την καταλυτική επίδραση του χρονικού
κριτηρίου. Συγκεκριμένα, η βαθμίδα του παρελθόντος προκρίνει
ένα βασικό τρίγωνο προσώπων, δύο αντρικών, του Εμίλ Απέλ και
του Ζακόμπ Φορτιέ κι ενός γυναικείου, της Χαρίν. Ο Εμίλ Απέλ, η πιο
αχνά περιγεγραμμένη φιγούρα του βιβλίου, αλλά παρόλα αυτά καθοριστική,
διαδραματίζει διττό ρόλο: φύση τυχοδιωκτική με τάση στην εξερεύνηση αρχαίων μυστηρίων και πολιτισμών είναι
παράλληλα και βασικό στέλεχος του
κινήματος των θεοσοφιστών που αναζητούν το ζεύγος των εκλεκτών με βάση την κοσμοθεωρία τους. Το γυναικείο μέλος
του ζεύγους των εκλεκτών εντοπίζει στο πρόσωπο της Χαρίν, μιας νεαρής Αιγύπτιας, που παρουσιάζει θαυμαστή
εξωτερική αντιστοιχία προς μια
γυναικεία φιγούρα ενός πορτραίτου Φαγιούμ που ο ίδιος διαισθητικά είχε εντοπίσει στην αφρικανική έρημο.
Η μεταφορά της Χαρίν από την Αίγυπτο
στη γαλλική επαρχία σηματοδοτεί, μετά το θάνατο του Απέλ, τη μετάβαση της σ' άλλον άντρα προστάτη, τον Φορτιέ, γάλλο αξιωματικό του στρατού στον Α
παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος
παρασυρμένος από το ερωτικό πάθος γι' αυτή και αγνοώντας το μυστήριο που την καλύπτει και την ιδιαίτερη
αποστολή της θα την οδηγήσει στην
ιδιαίτερη πατρίδα του, το Ορός της Καβαγιόν, όπου και θα χαθούν με
ανεξιχνίαστο τρόπο τα ίχνη και των δυο.
Η παροντική διάσταση του μύθου δομείται γύρω από
πρόσωπα που αποτελούν, εν αγνοία τους, ψηφίδες του μωσαϊκού των ηρώων του
παρελθόντος, καθώς εμπλέκονται στον αρχέτυπο μύθο, αποτελώντας την προβολή
του στο παρόν. Η συμπλοκή των προσώπων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι στη εξιχνίαση του
μυστηρίου και τα νέα στοιχεία που, κατά
σατανική σύμπτωση ή από αδήριτη μυθική, θεϊκή αναγκαιότητα παρουσιάζονται, τους εμπλέκουν όλο και πιο βαθιά στην υπόθεση.
Ειδικότερα, ο Τίο Ρενάρ,
εκτιμητής έργων τέχνης, εισβάλλει στο μυθικό σύμπαν του
βιβλίου και συνδυάζεται με ένα πρόσωπο του παρελθόντος, τον Εμίλ Απέλ, μέσω ενός
πορτρέτου Φαγιούμ που είχε ανακαλύψει ο Απέλ
έναν αιώνα πριν και τον Ζακόμπ Καταλίν του παρόντος στα χέρια του οποίου φτάνει το πορτρέτο και στέλνεται στον Τίο για αισθητική εκτίμηση.
Ο Μαρσέλ Αμπιάτι, μουσικός, ενσωματώνεται στην ιστορία
ως φίλος του Τίο και με την ιδιότητα του
εξηγεί το ρόλο του Μαγικού Αυλού του Μότσαρτ στην αποκωδικοποίηση της μυστηριώδους
υπόθεσης. Αποτελεί τη σύγχρονη απεικόνιση
του πλανόδιου μουσικού Κερέμ απ' τον οποίο γοητεύτηκε η Χάριν κι ήταν έτοιμη να τον ακολουθήσει στον παρελθοντικό
χρόνο.
Ο Ζακόμπ Καταλίν, επίτροπος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόγονος του αξιωματικού Φορτιε
και συνεχιστής της πολιτικής καριέρας που εκείνος ονειρευόταν, γυρνάει στο
παρελθόν διαισθητικά και μοιραία. Μέσω της πολιτικής του
ιδιότητας και της μεταναστευτικής πολιτικής που ακολουθεί, θα οδηγηθεί στο ελληνικό Όρος,
περιοχή της Πελοποννήσου, απ' όπου ξεκίνησαν
αυτοί που αποίκησαν την πατρογονική εστία του προγόνου του Φορτιέ, το Ορός.
Η Σαφί, που για έκτακτους λόγους
θα μετονομαστεί σε Σοφί, είναι το αντίστοιχο της Χαρίν,
η σύγχρονη εκδοχή της. Το πρόσωπο της θα συνδεθεί με όλους
τους άντρες που δρουν στο παρόν. Μ' αυτή θα ταυτίσει ο Τίο τη γυναικεία μορφή του
πορτρέτου Φαγιούμ, ο Μαρσέλ θα παθιαστεί
μαζί της, όπως ο Φορτιε με τη Χαρίν και θα την κερδίσει εν τέλει με τη μουσική του ιδιότητα, όπως η Χαρίν
γοητεύτηκε από τον Κερέμ, ο Ζακόμπ
Καταλίν την εντοπίζει και ακολουθεί απεγνωσμένα τα ίχνη της, κυνηγώντας
την οπτασία της, ενώ ουσιαστικά την έχει, χωρίς να το γνωρίζει, δίπλα του, στην
ίδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μέσω της δραστικής αλληλεπίδρασης των ηρώων και των συσχετισμών που
επισημάνθηκαν ολοκληρώνεται το τρίπτυχο χρόνος-χώρος-πρόσωπα και έχει αποδειχθεί, επαρκώς ελπίζω πώς τα συστατικά
αφηγηματικά αυτά στοιχεία εξυπηρετούν την κυρίαρχη διάσταση της αυτοαναφορικότητας υπό την καταλυτική επίδραση του
χρονικού παράγοντα. Συνοψίζοντας
επομένως το σκέλος της αυτοαναφορικής διάστασης
του κειμένου, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει το γεγονός ότι όλες οι βεβαιότητες που το κείμενο απλόχερα
επιβάλλει κατακρημνίζονται υπό το
βάρος του παρελθόντος. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση
υπονομεύεται από τη σπαραγματική δομή και τη βαθμιαία εξέλιξη των χρονικών βαθμίδων, ο τόπος που τόσο
εμφατικά προεξαγγέλλεται με τη
συνοδεία της ημερολογιακής ένδειξης στην αρχή κάθε σχεδόν κεφαλαίου ότι
εστιάζεται στο χώρο της κεντρικής Ευρώπης, καταλήγει
να πριμοδοτεί τον ελλαδικό χώρο, καθώς η περιπλάνηση οδηγεί με μια αδήριτη αναγκαιότητα στη λύση του
μυστηρίου σε ελληνικό έδαφος. Τέλος,
τα πρόσωπα μέσω των μυθικών συσχετισμών τους αποδεικνύουν για άλλη μια
φορά ότι δεν αποτελούν πρωταγωνιστές σε δυο
παράλληλες ιστορίες, άσχετες μεταξύ τους ιστορίες, αλλά αναγκαίο συμπλήρωμα του ενός ενιαίου μύθου. Το
γεγονός ότι οι τελευταίες σελίδες
κάνουν προσβάσιμη πια την ιστορία είναι αποκαλυπτικό του ότι ο συγγραφέας, κυριαρχώντας από την αρχή στο αφηγηματικό του υλικό, το έχει συνθέσει με μια
τεχνική ανατροπών και υπονομεύσεων, αφήνοντας το περιθώριο στο ίδιο το
κείμενο να μιλήσει για τον εαυτό του.
Το όλο κλίμα του βιβλίου συμπληρώνει, ενισχυτικά προς
την κατεύθυνση που παρουσιάστηκε το ποιητικό κλίμα, το
μυστήριο, το αίνιγμα που προβάλλεται εντονότερα μέσα από τη
συμπλοκή, των μυθοπλαστικών προσώπων και καταστάσεων με ιστορικά πρόσωπα
(Μότσαρτ, Ρενουάρ, Κρινασμούρτι, κίνημα θεοσοφιστών) που
επενδύονται με αναφορές που τα φωτίζουν. Το κείμενο έτσι, σ' ένα
δεύτερο επίπεδο αποτελεί μια προκλητική σύνθεση στοιχείων που
επεκτείνονται από τη φιλοσοφία, τη θρησκεία μέχρι τη ζωγραφική και τη
μουσική. Η όλη αυτή ιδεολογική και αισθητική περιρρέουσα ατμόσφαιρα
τοποθετεί τον αναγνώστη στο επίκεντρο μιας περιδιάβασης στο χώρο της τέχνης και
του πνεύματος γενικότερα και θεωρώ ότι μ' αυτή τη
διάσταση πρέπει ν' αντιμετωπιστεί το σύνολο αυτών των αναφορών, καθώς η
οποιαδήποτε προσπάθεια ν' αποκωδικοποιηθεί η συμβολή τους με
λογικό τρόπο θα απέβαινε μοιραίο για το κλίμα και τη λογοτεχνική
υπόσταση του βιβλίου. Αν όλη η παραπάνω κριτική προσέγγιση ανέδειξε τη
δυναμική του βιβλίου μέσω της προκλητικής αξιοποίησης των
συστατικών του στοιχείων, κανείς, διαβάζοντας το, νομίζω δεν μπορεί
ν' αντισταθεί στη διαπίστωση πως η απόλυτη, αδιαμφισβήτητη αλήθεια του, αυτή
για την οποία ο συγγραφέας δεν μπαίνει ποτέ στον πειρασμό να
πειραματιστεί μαζί της, πόσο μάλλον να την υπονομεύσει, είναι το
γυναικείο σύμβολο και ο τρόπος που το προβάλλει σε κάθε ευκαιρία.
Μέσα από την ποσοτική υπεροχή των ανδρών που
πλαισιώνουν το μύθο η γυναικεία μορφή επιβάλλεται μέσω της ομορφιάς,
της ακτινοβολίας και του μυστηρίου που εκπέμπει. Είτε ως η
εκλεκτή των θεοσοφιστών Χαρίν είτε ως ιέρεια της Ίσιδας η Χαρίν ή
Σοφί, το απαράλλακτο ανά τους αιώνες πρότυπο γυναίκας,
παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά: προέρχεται από εξωτικούς τόπους
(Αίγυπτος, Μαρόκο), διαθέτει απαράμιλλη ομορφιά, μαγνητίζει τους άντρες, έχει
περιπετειώδη ζωή, συνδέεται με μια ιδιαίτερη αποστολή και προβάλλεται ως
μοναδική αιτία για την οποία αρθρώνεται, περιπλέκεται και
αποκωδικοποιείται ο μύθος. Πέρα από τους άντρες που την πολιορκούν ο καθένας
για το δικό του λόγο μια ομάδα άλλων γυναικείων προσώπων την
περιστοιχίζουν: τη Χαρίν η Ελεάνα και η Έλενα (καθόλου τυχαία η ηχητική ταύτιση
σχεδόν των ονομάτων) οι οποίες λειτουργούν ως εξιλαστήρια θύματα που πρέπει να
παραγκωνιστούν για ν' αναδειχθεί η υπεροχή και γοητεία της μίας και μοναδικής
Χαρίν. Την Σαφί- Σοφί περιβάλλουν η Μαρία και η Μυρσίνη, που,
αν και μυημένες στο μυστικό, την πλαισιώνουν δορυφορικά, για να σφραγίσουν
την απολυτότητα της ύπαρξης της.
Η διάσταση της γυναίκας στο βιβλίο θα μπορούσε να
λάβει κι άλλες προεκτάσεις που θα οδηγούσαν σε αναλύσεις μακροσκελείς
που δεν είναι της παρούσας περίστασης κι επειδή είμαι επιρρεπής σ'
ό,τι αφορά στη γυναικεία
παρουσία στη λογοτεχνία θα το κλείσω εδώ, εστιάζοντας την προσοχή σας στο
εκπληκτικό κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που δίνει περιεκτικά μέσω των ερωτήσεων που θέτε; όλη την ουσία όχι μόνο της γυναικείας συμβολής αλλά και του συνόλου του
μυθιστορήματος.
Η μοναδικά ωραία, η εκλεκτή, η μουσική, ο χορός και η
ευωδιά του ρόδου στιγματίζουν και σφραγίζουν ανεξίτηλα τη γυναίκα του βιβλίου. Η εκλεκτή που περιπλανάται, που παρουσιάζεται
απαράλλακτη από εποχή σε εποχή, η ατίθαση, η αινιγματική είναι το
αρχέγονο γυναικείο πρότυπο, η ίδια η μήτρα
που δίνει τη ζωή, ό,τι αξίζει να παραμείνει αλώβητο διαχρονικά και υπερτοπικά. Και δεν είναι περίεργο
από την άποψη αυτή που η μουσική πάντα τη συνοδεύει, για να κάνει πιο
αιθέρια, πιο θηλυκή την ύπαρξη της και να
την ταυτίσει με μύθους, προφητείες, δοξασίες, επιθυμίες, απωθημένα συναισθήματα. Γι' αυτό ακριβώς και οι μόνοι άντρες που μπόρεσαν να τη δαμάσουν ήταν αυτοί που
είχαν σχέση και εξοικείωση με τη
μουσική, γι' αυτό και ο τίτλος: Η προφητεία του Μότσαρτ.
Η κριτική ως μια
μορφή μεταγλώσσας, δηλαδή απόπειρας άρθρωσης ενός λόγου επί και περί του πρωτογενούς
λόγου της λογοτεχνίας έχει την αποστολή αφενός να εμπλακεί και αφετέρου να
αποστασιοποιηθεί από το κείμενο, για να
μπορέσει με επιστημονικά εφόδια απ' τη μια και υποκειμενικές αναγνωστικές παραμέτρους από την άλλη να τοποθετηθεί επ'
αυτού. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο για όποιον επιχειρεί να μιλήσει κριτικά για
την Προφητεία του Μότσαρτ του Μιχάλη Πιτένη είναι ότι αντιμετωπίζει τη διττή πρόκληση να μετατραπεί και
ο ίδιος σε μια μορφή λογοτέχνη,
προκειμένου να συνθέσει μέσα από ένα ενιαίο νήμα το
δομικό υλικό του βιβλίου
με τρόπο ώστε να παραγκωνίσει το κοινό και; πολύ σημαντικότερο, να μην αφαιρέσει τίποτα απ' την αδιαμφισβήτητη
αισθητική αξία του έργου. Ελπίζοντας πως έχω πετύχει μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου