Στις συνοικίες της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας και κάθε πόλης
του κόσμου όπου ρίζωσαν Κοζανίτες, παραμένουν ζωντανές οι μνήμες της Κοζάνης
του χθες.
Όσοι μείναμε
ή ξεμείναμε στην πόλη μεγαλώνοντας και αλλάζοντας μαζί της, για την εικόνα της
καθημερινότητας της μιλάμε που ταυτίζεται με τη δική μας και σχηματοποιείται
και χρωματίζεται ανάλογα με τις ανάγκες και τα πρέπει μας.
Κι έρχονται
οι απόδημοι, οι φευγάτοι από καιρό, να μας υπενθυμίσουν με πολλούς τρόπους πως
πίσω απ΄ τις σύγχρονες όψεις των κτιρίων και κάτω απ΄ τους φρεσκοστρωμένους δρόμους
υπάρχουν ακόμα τα χνάρια μιας άλλης πόλης και μιας διαφορετικής κοινωνίας, όχι
ξένης μα ξεχασμένης απ΄ το χρόνο που, αμείλικτος και πολυμήχανος ων, μας ξεγέλασε
και μας συμπαρέσυρε σ΄ ένα αδιάκοπο κυνηγητό εφήμερων πλην όμως ατελείωτων
υποχρεώσεων, ξεκόβοντας μας απ΄ όσα καλά και χρήσιμα θα έπρεπε να κρατήσουμε, όχι
ως οφείλαμε, αλλά επειδή εμείς θα ωφελούμασταν.
Ο καθένας
επιλέγει τον τρόπο του. Ο Γιάννης Βούρος, εκ Κοζάνης και Σιάτιστας καταγόμενος,
ανακατεύει τη δεξαμενή των αναμνήσεων μας με κάποια απ΄ τα κείμενα του που βρίσκονται
στο νέο του βιβλίο, στεγασμένα όλα υπό τον τίτλο- ερώτημα ¨Κλαίνε οι μέλισσες;¨,
στα οποία παραθέτει προσωπικές του στιγμές ως παιδί, που ωστόσο φαντάζουν οικείες
και γνώριμες σε όλους όσοι μεγαλώσαμε στις ίδιες γειτονιές.
Απόδημος
και ο ίδιος, με μια παιδική ηλικία τριχοτομημένη, μεταξύ Κοζάνης, Σιάτιστας και
Θεσσαλονίκης, οι δύο πρώτοι ως προορισμοί διακοπών στα πάντα φιλόξενα και παραμένοντα
μέλη των δύο οικογενειών απ΄ την οποία συντέθηκε η δική του, και η τρίτη ως μόνιμος
τόπος διαμονής, που τον πλούτισε με μνήμες ανθεκτικές στο χρόνο και τη λήθη. Αυτές
τις μνήμες ανασύρει και επιστρέφοντας ο ίδιος στην παιδική του ηλικία μας τραβά
και μας μαζί του για να ξαναβρεθούμε εκεί όπου πάντα θα μας συντροφεύει η
νοσταλγία. Στο παρελθόν που δεν αγαπήσαμε όσο το ζούσαμε και το εκτιμήσαμε όταν
πια μπορούσαμε να το δούμε από απόσταση μα με καθαρή ματιά, απαλλαγμένη απ΄ το άχθος
όσων τότε μας φαινόταν βαριά και ασήκωτα.
Ο Γιάννης
Βούρος με το νέο του βιβλίο ακολουθεί και πάλι, καθώς το διαπράττει για τρίτη
φορά, το παράδειγμα και άλλων ομοτέχνων του, χωρίς να αποστεί από την τέχνη που
με επιτυχία υπηρετεί, τη ζωγραφική. Αφήνει μεν για λίγο στην άκρη τους χρωστήρες
του και παίρνει τη συγγραφική πένα για να περιγράψει ό,τι βλέπει γύρω του και
του εξάπτει την περιέργεια ή του προκαλεί το ενδιαφέρον. Αποτέλεσμα, μικρά κείμενα,
που θυμίζουν σκίτσα δοκιμών πριν τη σύνθεση του τελικού έργου.
Ο τίτλος
του βιβλίου δάνειο από την απορία ενός μικρού που δεν έχει καταγεγραμμένη απάντηση
στα απέραντα αρχεία της Google.
Όπως δεν έχει ξεκάθαρη απάντηση το γιατί ο συγγραφέας Βούρος καταπιάνεται και
σχολιάζει τόσα πολλά θέματα μες το βιβλίο του που εξέδωσε ο ΙΑΝΟΣ. Ίσως η εξήγηση
να βρίσκεται στο ανήσυχο πνεύμα του που γεννά διαρκώς νέα ερωτήματα και απορίες,
χωρίς να διστάζει να τις εκθέσει και ας εκτεθεί.
Ο Γιάννης
Βούρος στα μικρά του αφηγήματα δεν ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη γραμμή, ούτε
παραμένει πιστός σ΄ ένα συγκεκριμένο συγγραφικό ύφος. Παίζει με τις λέξεις όπως
παίζει και με τις εικόνες που δημιουργεί στους καμβάδες, σατιρίζει και αυτοσαρκάζεται,
αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται. Τελικά, αυτό που πετυχαίνει είναι να συνθέτει
και μέσα απ΄ τα κείμενα του εικόνες, δίνοντας μας την αφορμή να πιαστούμε απ΄
αυτές και να προσθέσουμε τις δικές μας, σ΄ έναν αέναο διάλογο που μόνο η τέχνη
μπορεί να ανατροφοδοτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου