Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδικα τον φέρουν στις πρώτες γραμμές της λογοτεχνικής γραφής. Οι αφηγήσεις και οι ιστορίες του, που έχουν τη μορφή της δύσκολης, αλλά και γι’ αυτό γοητευτικής ειδολογικά τέχνης του μυθιστορήματος, δείχνουν του λόγου το ασφαλές. Το βιβλίο αυτό είναι το 9ο για τον συγγραφέα και το 6ο του μυθιστόρημα. Έχει κεντρικό πυρήνα αφήγησης την πόλη του, την Κοζάνη δηλαδή, από την οποία αντλεί θέματα ιστορικά, λαογραφικά, πνευματικά, που τα επεξεργάζεται και τα μυθοπλάθει σε μια ιστορία που συγκινεί τον αναγνώστη, καθώς κινείται κοντά στα δικά του τοπία γνώσης κι εμπειρίας. Η Κοζάνη του ’60 καδράρεται εντέχνως μέσα από τις λέξεις και κυριαρχούν τελείως οι εικόνες μιας άλλης εποχής, μια εποχής που δεν την έζησε ο συγγραφέας, αλλά τη γνώρισε και την έμαθε μέσα από αφηγήσεις οικείων προσώπων, όπως οι γονείς του, στους οποίους αφιερώνει το βιβλίο αυτό. Γι’ αυτό και θαρρείς νιώθει νοσταλγία, όχι για την εποχή εκείνη, που ούτως ή άλλως δεν την έζησε, μα για τα πρόσωπα που αγάπησε και για την ιστορία που έφεραν μαζί τους. «Γιαλάν Ντουνιάς» ο τίτλος, ψεύτικος κόσμος, δηλαδή. Ένας κόσμος αλλιώτικος από τον σημερινό, με έναν τρόπο σκέψης άλλο. Μια δύσκολη εποχή που αναπαριστάται μέσα από τη δράση των ηρώων. Μήπως η σημερινή εποχή δεν είναι δύσκολη; Αυτό ακριβώς είναι που ενώνει αυτούς τους δύο κόσμους. Όλα είναι αλλιώτικα και όλα ίδια. Ο κόσμος «ψεύτικος» δεν είναι πάντοτε, εξάλλου; Είμαστε αναγκασμένοι να υπάρχουμε σε έναν ψεύτικο κόσμο και να αναζητούμε την όποια αλήθεια του σε κάθε εποχή. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτό, που με άνεση σε παρασέρνει και σε οδηγεί – αφήνεσαι, θαρρείς, σε μια νοσταλγία για το άλλοτε του τόπου-, χάνεσαι στις μικρές του στιγμές που συναθροιζόμενες συνθέτουν ένα μεγάλο πίνακα, μια τοιχογραφία με πολλά και ποικίλα στοιχεία κι αναφορές πάνω στα οποία πατούν με άνεση οι αναγνώστες. Το βιβλίο ξυπνά αναμνήσεις στους ανθρώπους που έζησαν τα χρόνια εκείνα και διεγείρει γοητευτικά το ενδιαφέρον των νεότερων για όσα προηγήθηκαν, για τον τόπο, τους ανθρώπους. Λες και δημιουργεί τεχνητές αναμνήσεις στους επόμενους. Εικόνες, σκηνές και μνήμες της παλιάς Κοζάνης, ορθώνονται στα μάτια του αναγνώστη, τον παίρνουν απ’ το χέρι και τον πηγαίνουν στο άλλοτε της πόλης, τον γυρίζουν στις γειτονιές της και του μαθαίνουν το χθες με έναν τρόπο οικείο και ζεστό. Το κοζανίτικο ιδίωμα κυριαρχεί. Πολλές σκηνές είναι βασισμένες στο ιδίωμα, το οποίο έχει ρόλο καθοριστικό, αφού άλλωστε είναι αυτό που χαρακτηρίζει τον τόπο. Ο Μ.Π. «μιλάει» στο βιβλίο αυτό για την Κοζάνη του ’60 και ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ 92 μιλάει στη «γλώσσα» της. Οι λέξεις, οι εκφράσεις, το ηχόχρωμα των φωνών που θαρρείς ζωντανεύουν στα αυτιά σου, τα ονόματα των ηρώων, όλα είναι συνυφασμένα με τον τόπο και το χρόνο του βιβλίου. Στο σημείωμα που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας αναφέρεται σε βιβλία όπου ανέτρεξε προκειμένου να κάνει σωστή χρήση του γλωσσικού ιδιώματος. Το ιδίωμα ενός τόπου είναι ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του. Η γεωγραφική αυτή γλωσσική ποικιλία και ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει έναν τόπο, σχετίζεται άμεσα όχι μόνο με την πολυμορφία της γλώσσας, αλλά και με την γλωσσική και κοινωνική συμπεριφορά των μελών. Γι’ αυτό και το βιβλίο αυτό αποτελεί ουσιαστικά καταγραφή της κοινωνίας, της λαογραφίας και της παράδοσης μιας ολόκληρης εποχής και του τόπου στον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα, της Κοζάνης δηλαδή. Η λαογραφία είναι από τις ισχυρές του βιβλίου, καθώς περιλαμβάνει πλούσιο υλικό, το οποίο καταγράφει και περιγράφει έμμεσα τη λαϊκή παράδοση του τόπου, μιλώντας για την ψυχική και κοινωνική του ζωή, τον υλικό και πνευματικό βίο, τον παραδοσιακό πολιτισμό, επιβιώσεις που διαμορφώνονται και μεταλλάσσονται, καθώς βρίσκονται σε επικοινωνία και αλληλεπίδραση με άλλες σφαίρες της κοινωνικότητας. Εικόνες, γεύσεις, λέξεις, μυρωδιές… είναι όλα εκεί και μας πάνε στην Κοζάνη του 1960 κι εμείς θέλουμε να μείνουμε εκεί. Τα λαογραφικά στοιχεία του μυθιστορήματος αποτυπώνουν εύστοχα την εποχή και τη γεωγραφία του τόπου. Ο «Γιαλάν Ντουνιάς» (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα) είναι ένα μυθιστόρημα 530 σελίδων, με 55 κεφάλαια και ένα ωραίο εξώφυλλο, μελάνι με πενάκια, έργο του Αργύρη Παφίλη, ειδικά φιλοτεχνημένο για το βιβλίο στο οποίο βλέπουμε μια παλιά γειτονιά της Κοζάνης. Δεν πρόκειται για ένα έργο που συνοδεύει απλά το περιεχόμενο, αλλά για ένα εξώφυλλο που το αναδεικνύει και προϊδεάζει ευχάριστα τον αναγνώστη μεταφέροντάς τον κατευθείαν στο κλίμα του βιβλίου. Τα εξώφυλλα των βιβλίων -και το λέω αυτό και ως εκδότρια- φορές δεν είναι απλά ένα αισθητικό κομμάτι που τα περιγράφει. Είναι ένας λόγος έλξης προς ανάγνωση του κειμένου, κι ακόμα, είναι ένα εικαστικό έργο δεμένο με την αξία του περιεχομένου. Καλλιεργούν και ευφραίνουν τον αναγνώστη αναδεικνύοντας το κείμενο. Ετούτο εδώ το έργο εξωφύλλου είναι το καταλληλότερο για το κείμενο που με στοργή αγκαλιάζει. Ο Μ. Π. αγαπάει τον τόπο του. Η Κοζάνη δεν είναι μόνο ο τόπος όπου γεννήθηκε. Είναι ο τόπος τον οποίο δεν άφησε. Είναι ο τόπος όπου ζει και δημιουργεί. Πολλά γραπτά του έχουν κεντρικό πυρήνα αφήγησης την πόλη του «είναι» του. Η αγάπη του αυτή είναι εμφανής, είναι υπαρκτή και αμετάβλητη. Τον περασμένο Αύγουστο η Παρέμβαση πραγματοποίησε μια διήμερη δράση με θέμα «Τόπος και λογοτεχνία» στην οποία συμμετείχε ο Μιχάλης. Σκοπός ήταν να αναδειχθεί το πόσο οι τόποι καθορίζουν τους συγγραφείς. Και το βλέπουμε σήμερα στο βιβλίο αυτό, που είναι αναπόσπαστα δεμένο με τον τόπο στον οποίο ζωντανεύουν τα γεγονότα. Εξάλλου, οι τόποι καθορίζουν τη σκέψη. Η γραφή είναι καθρέφτης των βιωμάτων μας. Και οι λέξεις γεννιούνται μέσα στους χώρους όπου υπάρχουμε και ζούμε. Αυτό συμβαίνει με τον Μ.Π. και την Κοζάνη του. Και καλώς συμβαίνει, γιατί η σχέση αυτή με την πόλη του γίνεται αιτία για να απολαμβάνουμε ωραία έργα. Θα τολμούσα να πω ότι βλέπω κάποιου είδους συνέχεια του έργου του Μιχ. Παπακων/νου (κυρίως της Τριλογίας του μεσοπολέμου), σαν μια φυσική προέκταση της εποχής του στον καιρό και τον κόσμο μας. Ο Μ.Π παίρνει τη σκυτάλη της μυθιστορηματικής κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της πόλης και του τόπου εκεί που την άφησε ο Μ. Παπακων/νου και την συνεχίζει από άλλη αφετηρία λογοτεχνική στις μεταπολεμικές φάσεις του ανθρωποχωροχρόνου μας με τρόπο εύληπτο και ΤΕΥΧΟΣ 211-212 93 ευχάριστο για στον αναγνώστη. Ο «Γιαλάν ντουνιάς», μέσω της μυθοπλασίας, μιλάει για την αλήθεια μιας ολόκληρης εποχής. Θέλει να τιμήσει το παρελθόν και τους ανθρώπους του. Φανταστικά πρόσωπα συνυπάρχουν με υπαρκτά και κάπου εκεί η φαντασία συναντά την πραγματικότητα και ο αναγνώστης τον συγγραφέα. Στις σελίδες του βιβλίου «υπάρχει» ο συγγραφέας. Είναι εκεί και ακολουθεί τη διαδρομή των προσώπων. Στήνει το σκηνικό και αφηγείται την ιστορία, δηλώντας με κάποιο τρόπο την έμμεση παρουσία του σε όσα περιγράφει. Δε θέλει να ωραιοποιήσει, να μυθοποιήσει, ούτε όμως και να απομυθοποιήσει κάτι. Θέλει μόνο να πει μια αλήθεια. Για τον τόπο, για τον άνθρωπο, για τη ζωή, για το χθες και το σήμερα. Και πετυχαίνει το στόχο του. Το βιβλίο, με αναφορά σε μια δύσκολη εποχή του παρελθόντος, έρχεται να πει κάτι σε μια άλλη δύσκολη εποχή, του σήμερα. Να χτυπήσει ένα καμπανάκι για ό,τι χάνεται, για ό,τι αδίκως αλλάζει, για όσα έφυγαν και δε γυρίζουν, για όσα μας αφήνουν ακριβώς επειδή τα αφήνουμε, για όσα θα έπρεπε να κρατηθούν ζωντανά γύρω και μέσα μας. Και το κάνει αυτό μέσα από τη δύναμη που έχει η λογοτεχνία να μιλάει με τον πιο απλό τρόπο για τα πιο μεγάλα πράγματα. Οι εικόνες είναι έντονες, οι περιγραφές πολλές, είναι ένα κείμενο που δημιουργεί αναμνήσεις… Ευχάριστο, εύληπτο, με δυνατή γλώσσα που ρέει, το 6ο αυτό μυθιστόρημα του Μ. Π., αποτελεί ένα από τα ωραιότερά του κι ένα σημείο αναφοράς στο παρελθόν της Κοζάνης. Είναι ένα βιβλίο -θα το έλεγα «λαογραφικό μυθιστόρημα»- με άκρως κοζανίτικη απόχρωση που μπορεί να αγαπηθεί από πολλούς μη Κοζανίτες. Γιατί άραγε θα πρέπει να διαβάσουμε το νέο μυθιστόρημα του Μ.Π.; Για πολλούς λόγους. Με κυριότερο το ότι σ’ αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας Μ.Π. μυθιστορεί κατά κάποιον τρόπο την τοπική ιστορία. Κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Γιατί έτσι ο αναγνώστης βουτάει στο δικό του παρελθόν από τον πλάγιο δρόμο της λογοτεχνίας στην αυτογνωσία του, για να βρει ίσως και τον εαυτό του εκεί και να ξαναβιώσει, μαζί με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, τον δικό του χαμένο χρόνο σαν μια ευχάριστη σπονδή στην απώλεια ή τις σκιές της, έστω. Κι αυτό είναι το καλό με τη λογοτεχνία, αφού με αυτήν ή μέσω αυτής καταφέρνουν οι συγγραφείς να μεταδίδουν στους ανθρώπους αισθήματα που χάθηκαν ή να τα ξαναζούν όπως στην πραγματικότητα κάποτε, αλλά τώρα αισθητικά ωραία και να γίνεται η καθημερινότητα πιο υποφερτή με τη μαγεία της λογοτεχνικής γραφής και τους πετυχημένους εργάτες της, όπως είναι ο Μ.Π.

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Γιαλάν Ντουνιάς

Κοζάνη, Δεκέμβρης 1960. Η πόλη βουλιάζει στο χιόνι, αλλά κουμπάρος και μπράτιμοι οδεύουν χορεύοντας υπό την συνοδεία οργάνων για να παραλάβουν τη νύφη, καθώς γάμος που ξεκίνησε δεν σταματά. Αυτός ο γάμος, όμως, δεν μέλλεται να γίνει ποτέ. Φλεβάρης 2010. Ο 65χρονος Νικολάκης επιστρέφει στην γε¬νέθλια πόλη, την Κοζάνη, αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματα που τον ταλανίζουν εδώ και 50 χρόνια. Η ζωή μιας μικρής επαρχιακής πόλης την εποχή του ’60 όταν αρχίζει σιγά σιγά να αναπτύσσεται και να ξεφεύ¬γει απ’ τις δυσκολίες και την ανέχεια σκιαγραφείται μέ¬σα από τα ήθη και τα έθιμα της και, κυρίως, το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων της. “Γιαλάν ντουνιάς”. Μια έκφραση που χρησιμοποιούσαν παλιά στην Κοζάνη και σημαίνει “ψεύτικος κόσμος”, όπως ο κόσμος του μυθιστορήματος και τα γεγονότα που παρουσιάζονται, που είναι προϊόντα μυθοπλασίας, αλ¬λά ορισμένα θα μπορούσαν να είναι αληθινά, ακόμα και αν κάποιες φορές φαντάζουν σαν ψέματα.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Συνάντηση- (Συλλογικός τόμος)

Πεζά και ποιήματα δημιουργών που πήραν μέρος στην πρώτη συνάντηση συγγραφέων στην Κοζάνη τον Ιούνιο του 1996 Συλλογικό έργο: Γιώργος Αδαμίδης, Γιώργος Αλεξανδρινός, Διαμαντής Αξιώτης, Πέτρος Αμπατζόγλου, Λίλυ Εξαρχοπούλου, Αθηνά Κακούρη, Β. Π. Καραγιάννης, Κώστας Κοντοδήμος, Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, Ανδρέας Μήτσου, Δημήτρης Νόλλας, Μανόλης Ξεξάκης, Λάζαρος Παυλίδης, Μιχάλης Ζ. Πιτένης, Πέτρος Τατσόπουλος, Σ. Μ. Παστουρματζής Κοζάνη- Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης- 1997- σ. 116 Περίληψη: Στις 7,8 Ιουνίου 1996 στην Κοζάνη και στη σειρά των ετήσιων λογοτεχνικών συναντήσεων του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης, έγινε η πρώτη συνάντηση συγγραφέων με θέμα συζήτησης: τις σχέσεις του συγγραφέα με τον εκδότη, το αναγνωστικό κοινό και την πολιτεία. Τα υλικά προβλήματα, συμβόλαιο, δικαιώματα, κοινωνική ασφάλιση. Την κοινωνική και επαγγελματική θέση του συγγραφέα στη σημερινή Ελλάδα. Ο συγγραφέας στην περιφέρεια (τα ειδικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται). Στην συνάντηση πήραν μέρος οι παρακάτω συγγραφείς, ορισμένοι από τους οποίους εκπροσωπούσαν και σωματεία συγγραφέων: Άρης Φακίνος, Γιώργος Αλεξανδρινός (Παρίσι), Ανδρέας Μήτσου, Λίλυ Εξαρχοπούλου, Πέτρος Αμπατζόγλου, Δημήτρης Παπαχρήστου, Αντώνης Σουρούνης, Πέτρος Τατσόπουλος, Κώστας Κοντοδήμος, Δημήτρης Λαζογιώργος, Αθηνά Κακούρη, Φωτεινή Ξανθοπούλου, Δημήτρης Νόλλας (Αθήνα), Ηλίας Κουτσούκος, Χρήστος Ζαφείρης, Βασίλης Χατζηβασιλείου, Γιώργος Ξίνος, Γιώργος Κορδομενίδης (Θεσσαλονίκη), Διαμαντής Αξιώτης (Καβάλα), Βασίλης Τζανακάρης (Σέρρες), Θανάσης Μαρκόπουλος (Βέροια), Μιχάλης Πιτένης, Β. Π. Καραγιάννης (Κοζάνη). Ορισμένοι από τους συγγραφείς που συμμετείχαν στη συνάντηση αυτή, έστειλαν ένα κείμενό τους για να περιληφθεί σε τόμο που θα εξέδιδε το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης. Τα κείμενα που στάλθηκαν, αποτελούν το αντικείμενο του τόμου αυτού.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

“Μια Γαλάτεια που σπάει κοινωνικά πρότυπα” Για το βιβλίο της Κατερίνας Λάκκα, «Μια κάποια Γαλάτεια», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ.

Η αξιοποίηση ενός μύθου, ακόμα και αν αυτός έχει χρησιμοποιηθεί και σε προγενέστερα έργα, είναι μια συχνή και, σε πολλές περιπτώσεις, ασφαλής επιλογή στην λογοτεχνία. Είναι το θεμέλιο που πάνω του ο κάθε συγγραφέας θα υψώσει το δικό του οικοδόμημα, τα χαρακτηριστικά του οποίου, λογικά και φυσιολογικά, διαφέρουν και προσδιορίζονται από την λογοτεχνική σκεύη, την στόχευση και την ικανότητα στην γραφή και την ανάπτυξη ενός θέματος. Η Κατερίνα Λάκκα στην δική της πρώτη εκδοτική εμφάνιση με το μυθιστόρημα «Μια κάποια Γαλάτεια», από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, επιλέγει τον μύθο του Πυγμαλίωνα. Ένας μύθος ο οποίος αναφέρεται στον άντρα που θέλει να διαπλάσει τη γυναίκα σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα και στην ουσία να γίνει ο δημιουργός της από την αρχή. Αυτή βέβαια είναι μια πρώτη ανάγνωση και αν μείνουμε εκεί θα αδικήσουμε σίγουρα το έργο της καθώς εκείνο που προκύπτει, τελικά, είναι πως εδώ επιχειρείται από την συγγραφέα να μιλήσει όχι μόνο για την προσπάθεια δημιουργίας της γυναίκας με βάση τα πρότυπα που ορίζουν οι άνδρες, αλλά για την γενικότερη, και πιο επικίνδυνη, προσπάθεια της δημιουργίας του σύγχρονου ανθρώπου. Ένα είδος ανθρώπου που θα πρέπει να σκέφτεται, να αισθάνεται, να επιθυμεί, να αποφασίζει και να ενεργεί με βάση τα πρότυπα που έχει διαμορφώσει και επιβάλει στην αρχή η οικογένεια και έπειτα η κοινωνία στην οποία ζει. Πρότυπα που κάνουν τα όποια συνθήματα υπέρ της διαφορετικότητας να είναι κενά περιεχομένου ή απλώς ¨διαφημιστικά¨ πυροτεχνήματα, λάμψεις που τυφλώνουν και κρύβουν την αλήθεια πως τελικά το ζητούμενο είναι η ομοιομορφία καθώς έτσι όλα μπορούν να ελέγχονται καλύτερα, χωρίς να διαταράσσεται η διαμορφωμένη και γενικά αποδεκτή κοινωνική νόρμα.
Η συγγραφέας, μια νέα και διαρκώς εξελισσόμενη μέσω των σπουδών της φιλόλογος, στηρίζει το όλο εγχείρημα της σ’ ένα έξυπνο και απόλυτα λειτουργικό εφεύρημα της. Η Γαλάτεια που πρωταγωνιστεί εκφράζει το μισό του όλον το οποίο συμπληρώνει η δίδυμη αδερφή της, η Θαλασσινή. Έτσι έχουμε δύο αδερφές σχεδόν πανομοιότυπες εξωτερικά, αλλά που εσωτερικά είναι η μέρα με την νύχτα. Δύο χαρακτήρες που κινούνται αντίθετα, χωρίς όμως ποτέ να συγκρούονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται πάντα, πετυχαίνοντας μια αξιοθαύμαστη ισορροπία. Η Γαλάτεια υπομένει, η Θαλασσινή αντιδρά. Η πρώτη συμβιβάζεται με τις αποφάσεις των άλλων, η δεύτερη διεκδικεί το ρόλο της σύμφωνα με τα δικά της θέλω. Η μια οπισθοχωρεί, η άλλη επιτίθεται. Ένας ιδιότυπος δυισμός, μια εσωτερική πάλη ανάλογη με αυτή που βιώνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, ακόμα και εκείνοι που θεωρούνται επιτυχημένοι, μια πάλη καθημερινή ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, ανάμεσα στα κοινωνικά ή επαγγελματικά πρέπει και τις πραγματικές προσωπικές επιθυμίες. Η ιστορία του βιβλίου εξελίσσεται μέσα από την πορεία μιας φοβισμένης και ανασφαλούς Γαλάτειας και της ωσεί παρούσας Θαλασσινής που εμφανίζεται είτε μέσω νοερών συζητήσεων ή αναπολήσεων παλιότερων κοινών στιγμών, είτε μέσω των σημερινών μορφών επικοινωνίας (κινητό τηλέφωνο, skype), για να της υποδείξει το λάθος, όπως εκείνη το βλέπει μέσα απ’ την δική της οπτική, να την μαλώσει ή να την ενθαρρύνει. Μια παρουσία απαραίτητη και επιθυμητή για την Γαλάτεια παρόλο που μπροστά της αισθάνεται «…αιωνίως δεύτερη…», συναίσθημα που της καλλιέργησαν πρωτίστως οι ίδιοι οι γονείς της και που πασχίζει από παιδί να ξεπεράσει, αποδεικνύοντας με τα όσα θα ήθελε να πετύχει πως και εκείνη αξίζει τον έπαινο, τον καλό τους λόγο. Και τα πετυχαίνει παρόλα τα εμπόδια και τις αναποδιές που θα της τύχουν. Αυτή η εύθραυστη, συναισθηματική και ευάλωτη ύπαρξη που θα τραυματιστεί ψυχικά και σωματικά, που θα βιώσει ιδιαίτερα δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις, θα καταφέρει να προχωρήσει, συνειδητοποιώντας πως δεν είναι απαραίτητο να αποδείξει τίποτα στους άλλους, αλλά μόνο στον ίδιο της τον εαυτό, πείθοντας τον πως όσο διαφορετική και αν φαίνεται, αλλά και είναι, όσο και αν παρεκκλίνει από παγιωμένα κοινωνικά πρότυπα και συμπεριφορές, είναι ένας άνθρωπος που θέλει και μπορεί να βαδίσει με τον δικό του ρυθμό, να χαράξει τον δικό του δρόμο. Ξεκινώντας την ανάγνωση του βιβλίου, απ’ τις πρώτες κιόλας γραμμές, απόλαυσα μια μεστή, ώριμη και πλούσια γραφή. Μια γραφή διανθισμένη σε πολλά σημεία με μακροπερίοδες προτάσεις που δεν έχαναν σε κανένα σημείο την συνοχή και τον ρυθμό τους. Μια γραφή καλά δουλεμένη με όλα εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν ενδιαφέρουσα και περιεκτική, με μικρές αλλά έντονες δόσεις αυτοσαρκασμού και χιούμορ. Ένα κείμενο, συνολικά, που θυμίζει την πορεία ενός κύματος που άλλοτε ανυψώνεται με δύναμη και άλλοτε καταβυθίζεται σιγά, σιγά για να πάρει τις δικές του και να δώσει και στον αναγνώστη τις ανάσες του. Εντυπωσιάστηκα όμως, κυρίως, από το θέμα του βιβλίου και τον τρόπο που το χειρίστηκε η Κατερίνα Λάκκα. Ένα θέμα που εύκολα μπορεί να παρεκκλίνει και να μετατραπεί σε κάτι μελό και επιφανειακό, παγίδα την οποία έντεχνα απέφυγε δίνοντας το απαραίτητο βάθος και την απαιτούμενη ανάλυση στην ιστορία της. Έτσι κατάφερε αυτός ο νέος άνθρωπος, με την φρέσκια αλλά δυνατή φωνή του να αναδείξει μέσα απ’ την «Γαλάτεια» πολλά από τα ψεγάδια της κοινωνίας μας, χωρίς να ενδύεται τον ρόλο του άτεγκτου κριτή, αλλά αυτόν του πολίτη που προβληματίζεται και ζητά πειστικές απαντήσεις για όσα άσχημα συμβαίνουν. Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω πως το βιβλίο «Μια κάποια Γαλάτεια» δεν ανήκει απλώς σ’ αυτό που ονομάζουμε ¨καλή λογοτεχνία¨, αλλά χάρη στο θέμα του και τον τρόπο που αυτό παρουσιάζεται είναι ένα έργο που απηχεί την εποχή μας κι αυτό χάρη σε μια συγγραφέα που τόλμησε να μιλήσει για το σήμερα, εκφράζοντας μια αλήθεια που αξίζει την προσοχή μας. (Η κριτική δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τεύχος 209-210)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Μπάντες της Κοζάνης. Ο Τούλης και οι άλλοι.

Πήρε στα χέρια του το περιοδικό που ‘χα ανοίξει στην σελίδα που τον αφορούσε και διάβασε: «Τούλης: Ο βιρτουόζος του κλαρίνου». Έσκυψε για λίγο το κεφάλι και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν σηκώσει το βλέμμα του. «Βιρτουόζος; Βαριά κουβέντα Μιχαλάκη. Τ’ν αξίζου;»
Τον γνώριζα από πάντα. Μικρός εγώ, να παίζω μπάλα ή μπίλιες τα απογεύματα στον χωματόδρομο μπροστά στο σπίτι μας στην Καμβουνίων και εκείνος να κατεβαίνει τα εξωτερικά σκαλιά απ’ το δεύτερο σπιτάκι, στο βάθος της αυλής τους. Κουστουμαρισμένος, με την μπριγιαντίνη να γυαλίζει στα καλοχτενισμένα μαύρα του μαλλιά, έφτανε μέχρι την πόρτα απ’ το πρώτο σπιτάκι, ένα μέτρο, περίπου, πιο μέσα απ’ τον εξωτερικό αυλόγυρο, εκεί που ‘χαν την κουζίνα και το καθιστικό, έπιανε μια καρέκλα, καθόταν και άναβε τσιγάρο πριν πιει μια γουλιά απ’ τον αχνιστό καφέ που του ‘χε ετοιμάσει η μάνα του. Αυτός χαμογελαστός, εκείνη, η Ουρανία, αγριεμένη, ανήσυχη, με το βλέμμα προς εμάς, ανησυχώντας για την στραβοκλωτσιά που θα έστελνε την μπάλα στα τζάμια της ή για εκείνον που θα έμπαινε τάχα να δροσιστεί απ’ την εξωτερική τους βρύση για να δώσει την ευκαιρία στους άλλους να σκαρφαλώσουμε στον αυλόγυρο αρπάζοντας όσα περισσότερα λαχταριστά κεράσια προλαβαίναμε απ’ την αειφόρο και επίζηλη κερασιά τους. «Φεύγατι, ξιπατουμένα μη σας χιρίσου». Γελούσε ο Τούλης, «πιδιά μαρ μάνα, την τα συνιρίζισι», απόσωνε τον καφέ του, έπαιρνε το βαλιτσάκι με το όργανο του κι ανέβαινε στο ΤΑΞΙ του για την απογευματινή του πιάτσα στην κεντρική πλατεία της Κοζάνης. Ο ίδιος, προσεκτικός και ήρεμος οδηγός, δεν μας ενοχλούσε όποια ώρα και αν γύριζε. Πάρκαρε μπροστά στο σπίτι τους, απέναντι απ’ το δικό μας. Πολλές φορές, όμως, μας έκαναν να πεταχτούμε απ’ το κρεβάτι μες τ’ άγρια χαράματα απότομα φρεναρίσματα, άγριες φωνές, γέλια. «Σήκω βρε κιαρατά Τούλη, μην κοιμάσαι. Εδώ έχουμε αρραβώναν…». Σηκώνονταν, πάντοτε χαμογελαστός και πρόθυμος να μην χαλάσει χατίρι. Και για αρραβώνα και για γάμο και για γλέντι σε γιορτάσιο και για το μεράκι μιας παρέας που αποχαιρετούσε φίλο για το στρατό ή για το εξωτερικό. Αρχές καλοκαιριού του 1996. Καθόμαστε στην βεράντα του πατρικού μου με την μάνα και τον πατέρα μου. Ο Τούλης, ή αλλιώς ο Δημήτρης Καλέας, έρχεται κοντά μας χαμογελαστός. «Μιχαλάκη, πώς παν τα γραψίμια;» Πίνει έναν καφέ, κάτι λένε για τα παλιά με τον πατέρα, «α, Τζήκα; Θυμάσαι τότες…» , η μάνα μου κρυφογελάει και σχολιάζει απευθυνόμενη στο σύζυγο «κι ισύ μ’ έλεγις, μας κράτ΄σαν δύο παρέες μέχρι του προυί», γελάνε ο Τούλης κι ο πατέρας και μας παίρνει η νύχτα με ιστορίες παλιές για τις οποίες λίγα λέγονται και πολλά εννοούνται, πριν μας αποχαιρετίσει ο καλός γείτονας, λέγοντας: «άλλα χρόνια ικείνα. Καλά χρόνια».
Σηκώνομαι και γω να φύγω και ο πατέρας μου πετάει την ιδέα. «Να θέμα να κάν’τς για το περιοδικό. Για τον Τούλη. Ξέρ’ς τι είνι ου Τούλης;» Ήξερα; Όχι ακριβώς. Όταν εγώ έβγαινα να γλεντήσω, ο Τούλης μαζί και όλη αυτή η σπουδαία γενιά μουσικών που συνέθεσαν τις λαϊκές κομπανίες της Κοζάνης, με τις οποίες κι αν δεν γλέντησε όλη η πόλη, αλλά και οι γύρω περιοχές, για δεκαετίες πολλές, σιγά σιγά αποσύρονταν. Τα όργανα τους που γέμισαν με νότες κέντρα διασκέδασης όπως Ο κήπος του Τερζή, του Καραδήμου, η Ακρόπολη, του Καπρίνη, το Υπόγειο του Ταρτάρα, το Ερμιόνιο, το Κοβεντάρειο και το Τιτάνια, σίγησαν και μαζεύτηκαν στις θήκες τους. Ο χρόνος είναι αμείλικτος για όλους ακόμα και γι’ αυτούς που όταν έπαιζαν οι μερακλωμένοι χορευτές φώναζαν μες απ’ τα βάθη της ψυχής του «Να πιθάνει ου χάρους». Αύγουστος του 1996 και μετά από δύο ώρες και κάτι με τον Τούλη να ξεδιπλώνει τις εικόνες των αναμνήσεων του, έτοιμο το αφιέρωμα στο 9ο τεύχος του περιοδικού «γεγονός». Ένα αφιέρωμα που ναι μεν είχε ως κεντρικό πρόσωπο τον Δημήτρη Καλέα, αλλά δεν έλειψαν απ’ αυτό φίλοι και συνεργάτες του μια ζωή όπως ο Γ. Δούρβας, ο Ν. Ντόνας, ο Γ. Αποστολίδης, ο Σιώμος, ο Μ. Ζιάκας. Κάποιοι, μοιραία και αναπόφευκτα, ξεχάστηκαν. Πολλά τα χρόνια και οι θύμησες σκαλώνουν, ξεφτίζουν. Ξεχνάς όχι γιατί θέλεις, αλλά γιατί πώς να τα θυμάσαι και όλα. Αυτούς όλους, θα πρέπει να, σκέφτηκε ο Τούλης όταν πήρε στα χέρια του το περιοδικό και διάβασε το «βιρτουόζος». Γιατί, για όλους είχε να μου πει μια καλή κουβέντα και δεν ήθελε να βγαίνει μπροστά κι ας ηγούνταν της μπάντας του. «Άλλη ήταν κι η μουσική. Νομίζω πως τέτοιοι μουσικοί δεν πρόκειται να ξαναβγούν…». Υπερβολή; Ίσως… Ο Τούλης, φαινόταν να το πιστεύει. Μπορεί πάλι, να ΄θελε κι έτσι ν’ αποτίσει φόρο τιμής σ’ όλους αυτούς με τους οποίους μοιράστηκε τόσες βραδιές, τόσα ξενύχτια…
Μετάνιωσα, αλλά στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα, που τότε και υπό την δική του καθοδήγηση δεν άνοιξα κι άλλο αυτό το κεφάλαιο με τις μπάντες. Οι περισσότεροι, γνωστοί, γείτονες. Θησαυρός που χάθηκε μες απ’ τα χέρια μας… Ο Τούλης έφυγε εδώ και χρόνια κι ήρθε πια ο καιρός ν’ αξιοποιήσω ένα από τα δώρα που μ’ άφησε. Σαν να τον ακούω ακόμα να μου λέει πως «σ’ έναν γάμο, θυμάμαι ήταν χειμώνας και είχε μισό μέτρο χιόνι έξω. Ξεκινήσαμε παίζοντας απ’ το σπίτι του γαμπρού για να πάμε να πάρουμε τη νύφη. Στο δρόμο πετούσαν κάτω τα παλτά για να περάσουμε, χόρευαν μέσα στο χιόνι…». Μ’ αυτή την σκηνή ξεκινάει και το νέο μου μυθιστόρημα «Γιαλάν ντουνιάς» που εξελίσσεται το 1960 στην Κοζάνη και θα κυκλοφορήσει σύντομα απ’ τις εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ. Μια σκηνή με την πόλη να βουλιάζει στο χιόνι αλλά τον Τούλη να παίζει μπροστά με το κλαρίνο του κι ο κουμπάρος και τα μπρατίμια να στρώνουν τα παλτά τους για να περάσει. Μια σκηνή που αν και δεν την έζησα, κάθε που χιονίζει την βλέπω μπροστά μου κι εκείνον πριν βάλει το κλαρίνο στο στόμα να γνέφει στους άλλους για ν’ ακολουθήσουν.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Τα παλιά σινεμά της Κοζάνης.

Τα κυριακάτικα απογεύματα των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων είχαν τα ονόματα τους. ΑΣΤΡΟΝ, ΗΡΩ , ΟΛΥΜΠΙΟΝ, ΡΕΞ , ΤΙΤΑΝΙΑ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ. Αγαπημένοι προορισμοί, σκοτεινές αίθουσες γεμάτες ασπρόμαυρες ή έγχρωμες εικόνες που μας ψυχαγωγούσαν αλλά και πυροδοτούσαν τις φαντασιώσεις και τα όνειρα μας. Κινηματογράφοι της Κοζάνης, μιας άλλης εποχής, επί των οδών Δημοκρατίας, Ειρήνης, Παύλου Μελά, με τις φωτεινές τους επιγραφές και τις γεμάτες φωτογραφίες προθήκες τους που τις χαζεύαμε για ώρα μέχρι ν’ αποφασίσουμε πού θα κόψουμε εισιτήριο. Όπου μας επιτρεπόταν βέβαια καθώς οι καρφιτσωμένες διαγώνια χάρτινες επιγραφές με τα μαύρα γράμματα με φράσεις όπως “κατάλληλον άνω των 13 ετών” και “κατάλληλον άνω των 17 ετών” μας απογοήτευαν αλλά ξέραμε πως, θέλοντας και μη, θα ΄ρχόταν η μέρα που θα τις προσπερνούσαμε καμαρωτοί, σαν κάποια απ’ τα εμπόδια που ξεπεράσαμε στην πορεία για την ενηλικίωση μας.
Η προσπάθεια να εξασφαλιστεί το απαραίτητο χρήμα για την κάλυψη του εισιτηρίου, αλλά και του σάντουιτς με το απαραίτητο μικρό γάλα κακάο ΑΓΝΟ που θα προμηθευόμασταν από τους Σιούλα- Τσικριτζή, τον Λάτσκο ή τον Γεμπεκλή, ξεκινούσε ουσιαστικά απ’ το Σάββατο το βράδυ όταν επαναλαμβάναμε ξανά και ξανά στην μάνα μας πως έπρεπε να μας ξυπνήσει νωρίς το πρωί για να προλάβουμε να πιάσουμε κάποια απ’ τα μανάλια στην λειτουργία του Αη Κωνσταντίνου. Τα εξαπτέρυγα και τα κεριά που σηκώναμε ακολουθώντας τις ψαλμωδίες των παπάδων μες το Ναό σήμαιναν πέντε δραχμές που μας χορηγούσε στο τέλος κάποιος απ’ τους Επιτρόπους, ενώ ο φέρων τον Σταυρό, καημός και μεράκι που μου ‘μεινε ανεκπλήρωτος, κέρδιζε 10 δραχμές, καθώς ηγούνταν της πομπής. Αλλά πώς να τον προλάβεις όταν υπήρχε πάντα κάποιος γρηγορότερος στα πόδια… Μεσημέρι Κυριακής με την τελευταία μπουκιά ακόμα στο στόμα, στο γήπεδο για να δούμε την ΚΟΖΑΝΗ, με είσοδο ελεύθερη για μας τους μυξαρέους , μια ολιγόλεπτη επιστροφή στο σπίτι και αμέσως για το κέντρο της πόλης και τους κινηματογράφους για να προλάβουμε την πρώτη προβολή, που άλλοτε ήταν 5 με 7 και άλλοτε 6 με 8, ανάλογα με την εποχή. Δεν πολυσκοτιζόμασταν όμως ακόμα και αν το έργο είχε αρχίσει. Πολλές φορές ξεκινούσαμε με το δεύτερο μέρος και έπειτα παρακολουθούσαμε και το πρώτο. Κι όχι μόνο εμείς, αλλά κι οι μεγάλοι, κάτι που σχολίασε κάποτε αρνητικά ο ξενομερίτης σύζυγος μιας θείας, “μα είναι δυνατόν να μπαίνετε για να δείτε το έργο απ’ τη μέση; Πού ακούστηκε αυτό;”, για να εισπράξει το… πληρωμένο σχόλιο, “όλα τα ξέρει! Ιπειδής είνι απ’ τ’ν Ανθήνα θαρρεί κάποιους είνι!” Τα κριτήρια επιλογής της ταινίας κυμαίνονταν ανάμεσα στο τι μας επιτρέπονταν να δούμε και στο τι μας προτείνονταν από συνομήλικους, “να πάτε σ’ αυτό. Φαίνεται το βρακί της πρωταγωνίστριας!”, “όλο;” “εμ τι; Του μ’σο;” Πώς να μην παρακολουθήσεις έπειτα και δεύτερη φορά το έργο κι ας ήξερες πως σπίτι θα τ’ ακούσεις για τα καλά. Υπήρχαν φορές που άξιζε τον κόπο και άλλες που έλεγες, “σιγά το βρακί! Κι τ’ς έμασα κι τζάμπα”. Οι μεγάλες ουρές που έφταναν μέχρι έξω στον δρόμο, οι κατάμεστες αίθουσες, συνηθισμένο και συχνό φαινόμενο, ειδικά όταν προβαλλόταν σπουδαίες ταινίες. Τελευταία φορά που θυμάμαι να στηθήκαμε σε ουρά ήταν έξω απ’ το ΑΣΤΡΟΝ. Κυριακή απόγευμα για το πρώτο μέρος του αριστουργήματος του Μπερτολούτσι 1900 και Δευτέρα για το δεύτερο, την μόνη ίσως φορά που πήγα σινεμά καθημερινή στα μαθητικά μου χρόνια. Η εποχή της τηλεόρασης έθεσε στο περιθώριο την εποχή των κινηματογραφικών αιθουσών και σιγά σιγά έσβησαν τα φώτα τους ο ένας μετά τον άλλο. Ευτυχώς όχι όλοι. Για τον ΦΙΛΙΠΠΟ έγινε μια προσπάθεια επαναλειτουργίας του με νέα ονομασία CINEPOLIS, που δυστυχώς δεν μακροημέρευσε, αλλά εκείνο που τα κατάφερε τελικά ήταν το ΟΛΥΜΠΙΟΝ χάρη στις προσπάθειες και το μεράκι της οικογένειας Χαλκίδη και ιδιαίτερα του κ. Τέλη που αποχαιρετίσαμε πριν λίγες μέρες. Σεμνός, σοβαρός, μετρημένος, κέρδιζε τον σεβασμό με την στάση του και την εκτίμηση με την δράση του ως επιχειρηματίας. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω τον Μάη του 1993, όταν μια σύμπραξη δύο ερασιτεχνικών ομάδων της πόλης, ΟΧΛΗΡΟΙ ΠΟΛΙΤΑΙ και ΘΕΑΤΡΟΔΡΟΜΙΟ, αποφάσισε να ανεβάσει την επιθεώρηση μου “Ο βασιλικός κι οι γλάστρες” στον μόνο διαθέσιμο, τότε, χώρο, το κινηματοθέατρο ΟΛΥΜΠΙΟΝ. Ο τρόπος που μας φέρθηκε άψογος και το ενδιαφέρον να βοηθήσει στην καλύτερη προώθηση της παράστασης μας συγκινητικό. Έκτοτε, τον θυμάμαι σε κάθε επίσκεψη μου στον κινηματογράφο να κάθεται στο μπαλκονάκι, αριστερά καθώς ανεβαίναμε την εσωτερική σκάλα του ΟΛΥΜΠΙΟΝ και να σηκώνεται ερχόμενος προς το μέρος μας για να μας υποδεχτεί και ν’ ανταλλάξει μαζί μας δύο κουβέντες. Άπειρες ώρες έχω περάσει σ’ αυτό το σινεμά όχι μόνο βλέποντας ταινίες αλλά και… χορεύοντας τις εποχές που μετατρεπόταν σε κέντρο διασκέδασης, κυρίως την περίοδο της αποκριάς, με το όνομα ΓΑΛΑΞΙΑΣ, αν δεν με απατά η μνήμη μου, πριν ακόμα περάσει στην οικογένεια Χαλκίδη, όταν μας πήγαιναν οι γονείς μας νωρίς το απόγευμα ντυμένους καρναβάλια για να συμμετάσχουμε στα θρυλικά μπαλταφάν, και είναι σίγουρο πως θα τον επισκεφτώ πολλές φορές ακόμα. Πάντα όμως θα ξεχωρίζω τις στιγμές που ανεβαίνουμε αυτά τα σκαλιά με το εισιτήριο στο χέρι, έχοντας την αίσθηση πως βαδίζουμε για να μπούμε σ’ έναν κόσμο μαγικό. Και μπαίνουμε. Έναν κόσμο που συνδέει τα χρόνια της νιότης με τα χρόνια της ωριμότητας, δείχνοντας μας πως αρκούν μερικές όμορφες εικόνες και κάποιες εξαίσιες μουσικές για να νιώσεις σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ένα αντίο στον αγαπητό κύριο Τέλη Χαλκίδη και ένα ευχαριστώ που χάρη σ’ αυτόν έμεινε ζωντανό και θα συνεχίσει να υπάρχει ένα κομμάτι της ζωής μας σ’ αυτή την πόλη. Υ.Γ. 1. ΗΡΩ: Στη μία άκρη του δρόμου όπου γινόταν η καθιερωμένη βόλτα. Η άλλη, το Καμπαναριό του Αη Νικόλα. Γι’ αυτό οι Κοζανίτες χαριτολογώντας ονόμαζαν την βόλτα ως διαδρομή ΗΡΩ- Καμπαναριό, Καμπαναριό- ΗΡΩ. 2. ΡΕΞ: Θερινός κινηματογράφος που πρόλαβα για λίγο και βρισκόταν δίπλα ακριβώς στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ. 3. Μυξαρέοι: Έτσι ονόμαζαν οι μεγαλύτεροι τους μικρότερους.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Φύγε βάσανο...

Κατέπεσε. Πόσο ακόμα; Ενενήντα επτά κλεισμένα κι ας έχει γενέθλια σε λίγες μέρες. Οι ώρες στο κρεβάτι εικόνες απ’ όσα έζησε. Κάποιες συχνές, επαναλαμβανόμενες. Άλλες σταθερές, ακλόνητες. Όπως το κάδρο της συμβίας στον απέναντι τοίχο που δραπέτευσε πριν λίγα χρόνια. Απ’ το κρεβάτι κι εκείνη, αλλά μ’ αυτόν όρθιο. Μόνος του, πολλά βήματα στο μπαλκόνι, λίγα έξω απ’ την πόρτα, ώσπου… Το πλήρωμα του χρόνου, σκέφτεται και δεν παραπονιέται. Νομίζει… Κάπου κάπου του ξεφεύγει κάποιος αναστεναγμός, κάποια ιδιοτροπία, σύντροφος της ανημποριάς, κάποια γκρίνια, η κουβέντα για το μέλλον που έχει μικρύνει. Ο γάμος της εγγονής παραδοσιακός. Με κλαρίνα, κορνέτες, γκραν κάσες. Μόλις το ‘μαθε στραβομουτσούνιασε κι όχι ότι δεν την αγαπάει και δεν χαίρεται. Αλλά, να... Πώς, και θα προλάβει; Την Πέμπτη άρχισαν να χτυπούν τα όργανα μες το σπίτι, τα χέρια υψώθηκαν, τα λαρύγγια βράχηκαν, μέτωπα και πρόσωπα γυάλισαν, περιμένοντας το νυφικό. Έσφιξε στην χούφτα τα εικοσάρικα που ΄δωσε στον γιο και του χάλασε. Περίμενε και μάζευε δυνάμεις. Η ψυχή πρόθυμη, η σάρκα όμως; Στο μικρό δωμάτιο του τα όργανα δεν χώρεσαν. Το πλημύρισε η μελωδία τους. Νύφη και γιος έβαλαν τα χέρια κάτω απ’ τις μασχάλες. Όρθιος, πρώτα άνοιξε την χούφτα και τα εικοσάρικα στόλισαν το κλαρίνο. Ύστερα, αφουγκράστηκε για λίγο πριν σηκώσει το δεξί πόδι κι ύστερα το αριστερό. Και μια και δύο φορές και παραπάνω. Σαν να πατούσε στα κύματα της μουσικής και αυτά να τον πηγαινόφερναν όσο κράτησε το αγαπημένο του. «Φύγε βάσανο από μένα…» Ξέπνοος αλλά ξαπλωμένος, έστρεψε το βλέμμα σ’ εκείνη. - Το χόρεψες πάλι… Δεν άκουσε καλά τι του ‘πε. Του το επανέλαβε. Ανασηκώθηκε αλλά και πάλι έπιασε μόνο τις δύο πρώτες λέξεις. Τουλάχιστον είδε καλύτερα το χαμόγελο της. Υ.Γ. Η εικόνα είναι λεπτομέρεια από τον πίνακα του Αργύρη Παφίλη που θα κοσμήσει το εξώφυλλο του νέου μυθιστορήματος μου που έχει τίτλο «Γιαλάν ντουνιάς», «Ψεύτικος κόσμος» στο κοζανίτικο ιδίωμα.

«Γιαλάν Ντουνιάς» του Μιχάλη Πιτένη, εκδόσεις Γράφημα Της Δήμητρας Καραγιάννη (περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τ. 211-212, χειμώνας 22-23)

Ο Μ.Π. είναι από τις διακριτές πνευματικές οντότητες της πόλης, της περιοχής και όχι μόνο. Συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, τα οποία όχι άδ...